{ Χρονικό, Απρίλης, 2020 } – Δωμάτιο 20 – Του κυρ Λάζαρου
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.
Όλη τη μέρα, το σιγοψιθύριζα, καθώς κερνούσα τρίγωνα Πανοράματος στους συγκατοίκους μου. Ως κι ο Φώντας, με το ζάχαρο στα ύψη, έφαγε δύο! Τα γλυκά τα είχα παραγγείλει και μου τα παρέδωσαν στη ρεσεψιόν.
Εγώ γιορτάζω πάντα Σάββατο. Θυμάμαι πως με τη γιορτή μου ξεκινούσε- τρόπον τινά- η περίοδος των ημερών του Πάσχα. Και σαν παιδί, έπαιρνα ένα μερίδιο της χαράς και το έκανα δικό μου. Όχι δεν εννοώ διακοπές και τέτοια. Για να καταλάβετε, εγώ είμαι ογδόντα πέντε χρονών, δεν ευτύχησα να τελειώσω το σχολείο. Το λοιπόν, δεν σπούδασα, ράφτης έγινα, αλλά διάβασα, διάβασα πολύ στα νιάτα μου. Ήμουνα νιούτσικο, αμούστακο παλικαράκι, όταν μπήκα στη οργάνωση, γνώρισα μεγάλους και σπουδαίους εκεί μέσα, μα είδα και χαμένα κορμιά, που σε πουλούσαν για μια λίρα. Τέλος πάντων, τι τα θυμάμαι αυτά;
Εδώ και χρόνια οι πύργοι μου γκρεμίστηκαν, αλλά πάντα λέω πως ‘’ τίποτα δεν πάει χαμένο, στη χαμένη μας ζωή.’’ Δεν το λέω εγώ, κάποιος άλλος το είπε , αλλά δεν θυμάμαι ποιος ακριβώς.
Τα τελευταία τρία χρόνια, κατοικοεδρεύω στη « Γαλήνη » και έτσι βρήκε τη γαλήνη η νύφη μου και ο γιος μου.
Ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκα εδώ. Στην αρχή ένα πέσιμο, μια σοβαρή επέμβαση στο ισχίο, έπειτα με πήγαν για αποκατάσταση, μετά το σκέφτηκαν πως θα ήταν καλύτερα, προσωρινά, να μπω στη ‘’ Γαλήνη’’ . Αλλά, ουδέν μονιμότερον του προσωρινού!
Μήπως μπορούσα να πω και όχι, σακατεμένος ήμουνα. Και οι μήνες έγιναν χρόνος και να, ο χρόνος που τρίτωσε.
Μα, στις γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, βγαίνω, με παίρνουν στο σπίτι τους για λίγες μέρες. Ε, αλλιώς είναι, με παιδιά και εγγόνια, αλλά πόσο εύκολα συνηθίζει ο άνθρωπος και τη μοναξιά, δε λέγεται.
Το δωμάτιο δεν το μοιράζομαι με κανέναν. Στη σύνταξή μου βάζει και ο γιος μου τα υπόλοιπα και έτσι μπορώ να πω πως δεν περνάω και άσχημα.
Συνήθισα τον ”εγκλεισμό ”, όσο δύσκολο ακούγεται, τόσο εύκολο καταντάει.
‘Εχω να δω τον γιο μου ένα μήνα τώρα. Απαγορεύονται οι επισκέψεις. Μην μας κάτσει η κορώνα στο κεφάλι. Κάναμε αγώνες να τη διώξουμε!
Τα ξέρετε, ο κοροναϊός ήρθε και άλλαξε τις ζωές ολονών. Κινδυνεύουν οι ηλικιωμένοι και οι ευπαθείς ομάδες, λένε κάθε λίγο στην τηλεόραση. Όλοι εμείς δηλαδή, εδώ στη ‘’ Γαλήνη’’.
Εγώ δεν φοβάμαι το θάνατο. Άσε που έχω χρόνια ακόμα.
Να, πριν λίγες μέρες μάς άφησε και ο Μανώλης Γλέζος. Στα ενενήντα οχτώ, οπότε, έχω χρόνια ακόμα! Κι ο Κοροβέσης, αυτός νέος, πιο μικρός από μένα. Είχα ένα βιβλίο του στο ραφείο, δώρο από μια παλιά συντρόφισσα, την Ελένη. Πιο πολλά δεν θα πω…
Και έπειτα είναι και η Μαριάννα, η νοσοκόμα που μου φέρνει τα χάπια και μου παίρνει την πίεση. Α, και μόνο για τον γλυκό της λόγο και τα μαύρα της μάτια, εγώ θα ζήσω αλλά δέκα χρόνια.
Στο νερό!