Λευτέρης Κορυφίδης: «Ίμερος άγονος»
“ἀλλ’ οὐδ’ ὥς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ…”
Ομήρου Οδύσσεια, α 6
Φεύγουμε από τις αγκαλιές των άστρων
στραγγίζουμε τις στάλες
της επίμονης αδημονίας
στο λαγήνι της λήθης
και αφήνουμε
να μας συναρπάζει μια οχληρή νεροποντή
ερχόμενη από το Πουθενά
ποτίζοντας το Τίποτα
και Κανένας δε βρίσκεται πια
έτοιμος να κεντράρει
επιδέξια τον πάσαλο
στο μάτι του Κύκλωπά του.
Στο βάθος το άγονο νησί
πετρώνει στους βράχους του
τη ματαιοδοξία ενός κάποιου Οδυσσέα,
ενώ οι Σειρήνες καραδοκούν εκεί
–λίγο πιο εκεί –
πάντα ανασαίνοντας
τη λαμπρή έκσταση του ονείρου.
Και οι σύντροφοι
κουφάρια αφημένα
σε ένα πέλαγος
ανέλπιδων υποσχέσεων.
Φεύγουμε από τις αγκαλιές των άστρων
βουλιάζουμε στο στόμα των Τεράτων
καθώς μας πνίγει η αλμύρα
κι αναζητούμε
το φρούτο της Λησμονιάς,
να αποξεχαστεί
η ερημιά και η γαλήνη
που τόσο φροντίσαμε.
Αστόχαστοι ταξιδιώτες του εφήμερου.
Για (ποιες) Ιθάκες να μιλάμε τώρα!…