(ΣΤΙΓΜΕΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ)
«Και να, τι θέλω τώρα να σας πω
Μες τις Ινδίες, μέσα στην πόλη της Καλκούτας,
φράξαν το δρόμο σ’ έναν άνθρωπο.
Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο ‘κεί που εβάδιζε» (Ναζίμ Χικμέτ, μετάφραση Γιάννη Ρίτσου)
Είχα περάσει τα πενήντα, όταν άκουσα τον Γάλλο ειδικό στην επικοινωνία και τις δημόσιες σχέσεις, συνιδρυτή του ευρωπαϊκού RSCG (Rescue Social Change Group) για το κοινωνικό μάρκετινγκ και αντιπροέδρο του παγκόσμιου επικοινωνιακού δικτύου Havas, Jacques Séguéla, να λέει για το Rolex του Nicolas Sarkozy, ότι, αν στα πενήντα του δεν έχει κάποιος Rolex, έχει χάσει ακόμα και την ίδια του τη ζωή, είναι, δηλαδή, ένας αποτυχημένος («si à cinquante ans on n’a pas une Rolex, on a quand même raté sa vie»).
Από τότε πέρασαν δέκα περίπου χρόνια. Ο Jacques Séguéla, εν τω μεταξύ, το 2015 στην εκπομπή «Retour vers le passé» (Επιστροφή στο παρελθόν) της τηλεόρασης BFMTV χαρακτήρισε την άποψή του αυτή για το Rolex του Nicolas Sarkozy ως τη μεγαλύτερη μαλακία της ζωής του («la plus grande connerie de ma vie»)*, σε μένα, όμως, το τραυματικό στίγμα της στέρησης είχε παραμείνει.
Στα πενήντα μου δεν είχα Rolex και στα εξήντα μου ούτε έναν απλό στυλογράφο Cartier, παρά το ότι πολλές φορές θαύμασα τα κομψοτεχνήματα του γαλλικού οίκου της Place Vendôme ή της Champs-Élysées, για να μπορέσω να δώσω την πρέπουσα αίγλη και πνευματική χλιδή στην αντιμνημονιακή, αντιευρωπαϊκή, αντιφασιστική και αντιναζιστική σχολιογραφία μου.
Έτσι, χάνοντας τη ζωή μου, βασανίζομαι αποτυχημένος να βάλω τάξη στην άναρχη σκέψη μου στα περισσότερα από δύο χιλιάδες σχόλιά μου με το ξεχαρβαλωμένο και ξεθωριασμένο πληκτρολόγιο ενός παρωχημένου και πεπαλαιωμένου BlackBerry, που κι’ αυτό αποκτήθηκε με έντοκες δόσεις από ινδικό ηλεκτρονικό πολυπαραγκομάγαζο της Kolkata (Καλκούτα), πριν η φοροεισφοροκτηνωδία και η λεηλασία των κοινωνικών, ανθρώπινων και βιολογικών δικαιωμάτων μου από τις σιχαμερές ύαινες του καθ’ ημάς ευρωπαϊσμού περάσει με το πρόσχημα των μεταρρυθμίσεων στον σκληρό πυρήνα της εξαθλιωτικής φτωχοποίησης, του τυχοδιωκτικού αμοραλισμού και της ανερμάτιστης αγυρτείας.
Από τις εκβολές, όμως, του άσπιλου και ιερού ποταμού, του Γάγγη, μου ήρθε μαζί με το BlackBerry και το Ευαγγέλιο της σεμνότητας του ασκητή Sri Ramakrishna σε αγγλική μετάφραση του Swami Nikhilananda:
«… τα κύματα ανήκουν στον Γάγγη και όχι ο Γάγγης στα κύματα… ένας άνθρωπος δεν μπορεί να αντιληφθεί τον Θεό, αν δεν απαλλαγεί από όλες αυτές τις εγωιστικές ιδέες, όπως “Εγώ είμαι τόσο σπουδαίος” ή “Εγώ είμαι έτσι κι’ έτσι”… θάψτε το ανάχωμα του “Εγώ” στο έδαφος, διαλύοντάς το με τα δάκρυα της αφοσίωσης…» («… the waves belong to the Ganges, not the Ganges to the waves… a man cannot realize God unless he gets rid of all such egotistic ideas as “I am such an important man” or “I am so and so”… level the mound of “I” to the ground by dissolving it with tears of devotion»).
Με τα δάκρυα και τον πόνο της αφοσίωσης στην ιδέα μου ενταφίασα το «Εγώ» μου, ενώ o συμπατριώτης του Jacques Séguéla, ο Victor Hugo, μου είχε μάθει νωρίτερα, ότι τίποτα δεν είναι πιο δυνατό από μια ιδέα, της οποίας ήρθε η ώρα («rien n’est plus fort qu’une idée dont l’heure est venue»), κι’ έτσι μπορώ να περιμένω καρτερικά, ακόμα και μετά τον θάνατό μου να έρθει η ώρα της δικής μου ιδέας, όπως έμαθα από τη «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου να περιμένω να σημάνουν οι καμπάνες γι’ αυτή:
«Σώπα, ὅπου νἄναι θὰ σημάνουν οἱ καμπάνες.
Αὐτὸ τὸ χῶμα εἶναι δικό τους καὶ δικό μας.
Κάτου ἀπ᾿ τὸ χῶμα, μὲς στὰ σταυρωμένα χέρια τους
κρατᾶνε τῆς καμπάνας τὸ σκοινὶ – περμένουνε τὴν ὥρα, δὲν κοιμοῦνται,
περμένουν νὰ σημάνουν τὴν ἀνάσταση. Τοῦτο τὸ χῶμα
εἶναι δικό τους καὶ δικό μας – δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ μᾶς τὸ πάρει».
Αυτό το χώμα δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει.
Ούτε οι άλλοτε σταυροφόροι, ούτε οι νυν ζαρτιεροφόροι της Ευρώπης.
Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε τον δικό μας Θεό, που δεν είναι ίδιος μ’ αυτόν της Ευρώπης.
——————————————————
* Τουλάχιστον, ο Jacques Séguéla είχε αυτό που λείπει από τη σύγχρονη πολιτική «κουλτούρα» της Ευρώπης, το πλεονέκτημα της αυτογνωσίας, με την οποία αυτογνωσία, εκτός από την αναγνώριση του λάθους της άποψής του για το Rolex του Nicolas Sarkozy, τιτλοφόρησε το 1992 το βιβλίο του:
«Μην πείτε στη μητέρα μου ότι είμαι διαφημιστής, με νομίζει πιανίστα σε μπουρδέλο» (Εκδόσεις Flammarion) («Ne dites pas à ma mère que je suis dans la publicité, elle me croit pianiste dans un bordel») (Éditions Flammarion).
Αν υπήρχε αυτή η πολιτική «κουλτούρα» της αυτογνωσίας, τότε η ΕΕ θα είχε την τόλμη να αυτοχαρακτηρισθεί ως ένας απέραντος οίκος ανοχής του χρηματοπιστωτικού ιμπεριαλισμού, για να χρησιμοποιήσω έναν πιο λόγιο και ευπρεπή χαρακτηρισμό από αυτόν του Γάλλου διαφημιστή, ώστε να μην διακινδυνεύσω τη δημοσιευσιμότητα του σχολίου μου, γιατί στην Ελλάδα των ελληνοχριστιανικών αρχών και της καθολικής αναρχίας τα ίδια δεν είναι ποτέ όμοια.
ΔΑ