Γράμματα & Τέχνες Περισσότερο διαβασμένα Συνεντευξεις

Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Συζητώντας για το ταξίδι και την περιπέτεια της γραφής / συνέντευξη στη  Δήμητρα Σμυρνή

Στη Βέροια και στο Εκκοκκιστήριο Ιδεών ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης το περασμένο Σάββατο, με αφορμή την παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου «Λεωφορείο». Αυτός ο ιδιαίτερος χώρος της πόλης είναι και ο χώρος της συνέντευξης.

Ο συγγραφέας, που η γραφή του είναι μια ιδιαίτερη κατάθεση στο χώρο της λογοτεχνίας, γραφή που έχει τιμηθεί με διακρίσεις αλλά και με την αγάπη του κοινού – ένα κοινό που πάντα περιμένει το επόμενο βιβλίο του με τη σιγουριά της αναμφισβήτητης αξίας του- μιλά  στη faretra.info για το ταξίδι και την περιπέτεια της γραφής, γοητεύοντας και με τον προφορικό του λόγο, όπως με τον γραπτό.

Το τελευταίο του βιβλίο -μια διαδρομή, μια αφηγηματική σύμπλευση της δικής του ζωής με τη ζωή της πόλης, της Θεσσαλονίκης, μέσα στο χρόνο-  τα παιδικά χρόνια που τον καθόρισαν, η πορεία των βιβλίων του στο θέατρο και το σινεμά, η μοναδική εμπειρία του από τη δημοσιογραφία -δρόμοι παράλληλοι με τη λογοτεχνία- ο ρόλος του συγγραφέα στο πολιτικό γίγνεσθαι, είναι πυρήνες μιας συζήτησης που φωτίζουν πολλαπλά το πρόσωπο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, του συγγραφέα του μαγικού ρεαλισμού.

Ήρθατε στη Βέροια για την παρουσίαση του καινούριου σας βιβλίου «Λεωφορείο», μια πύκνωση συσσωρευμένης εμπειρίας ζωής αλλά και γραφής, που διαβάζεται απνευστί. Ποιο είναι το μυστικό της γοητείας του βιβλίου; Παίζει πρωταρχικό ρόλο ο σχεδόν αυτοβιογραφικός του χαρακτήρας;

Είμαι πολύ χαρούμενος που έρχομαι πρώτη φορά σε επαφή μ’ αυτόν τον υπέροχο χώρο, με το Εκκοκκιστήριο Ιδεών. Είναι κάτι απίστευτο το να δει κανείς αυτό που συμβαίνει στη Βέροια με το Εκκοκκιστήριο, όπως και με τη Βιβλιοθήκη της! Αλλά και η ίδια η Βέροια είναι γοητευτική, συνεχίζει να έχει πολύ όμορφες πλευρές. Νομίζω πως, αν ζούσα στη Βέροια, θα έγραφα αντίστοιχα πράγματα γι’ αυτήν μ’ αυτά που έγραψα για τη Θεσσαλονίκη. Δηλαδή η πόλη, η Βέροια, έχει κάποιες βαθύτερες σχέσεις και αισθητικές και ιστορικές με τη Θεσσαλονίκη. Οι εκκλησιές, οι γειτονιές μοιάζουνε.

Όσο για το βιβλίο, πρέπει να πω πως καταρχήν εγώ το χάρηκα, καθώς το έγραφα, ίσως περισσότερο απ’ όλα. Γιατί δεν κάνω μυθοπλασία μέσα. Μπορεί να υπάρχει μυθοπλασία, αλλά κυρίως είναι ένα είδος πλάγιας αφαιρετικής αυτοβιογραφίας. Μπορεί να σκεφτεί κανείς ένα διάνυσμα διακεκομμένο που κινείται απρόβλεπτα. Ουσιαστικά αποτελεί τη διαδρομή μου, ένα σχήμα, μια φόρμα, που μου έδωσε την ευκαιρία να αφηγηθώ αυτά που ήθελα χυμένα μέσα σ’ αυτήν τη φόρμα, που δεν ήθελα να είναι ούτε μυθιστόρημα ούτε διήγημα, αλλά ένα υβριδικό είδος.

Αφηγούμαι, λοιπόν, πλευρές της δικής μου ζωής και της πόλης, μέσα από τη διαδρομή του Λεωφορείου 10, δηλαδή από την αφετηρία, τη Χαριλάου, μέχρι το τέρμα, το Σταθμό. Κατ’ ουσίαν είναι ένα παλίμψηστο από εικόνες, από γεγονότα, από συναντήσεις, από μνήμες, από επινοήσεις, περιστατικά, ανθρώπους που γνώρισα, από πλευρές της ζωής διαφόρων ηλικιών.

Δεν αφηγούμαι την περιπέτεια μιας ηλικίας, αλλά όλ’ αυτά μίγνυνται μεταξύ τους και δημιουργούν ένα συμπίλημα αυθαίρετων συμπλεύσεων, όπως ρέει η πόλη και οι εικόνες της πόλης στα τζάμια ενός λεωφορείου, ενώ κινείται. Αλλά στα τζάμια του λεωφορείου δε ρέει μόνο το έξω αλλά και το δικό μου έσω. Υπάρχει ένα έσωθεν κάτοπτρο που συνδέεται με τα τζάμια. Είναι ουσιαστικά, όπως είπα, ένα είδος παλίμψηστου, που έχει χυθεί μέσα σ’ ένα καλειδοσκόπιο.

Και, βέβαια, νομίζω η αγωνία καθενός που γράφει δεν είναι να πει αυτά που θέλει να πει. Το κυρίως πρόβλημα είναι το τελικό κείμενο, δηλαδή η αισθητική του κειμένου, γιατί απ’ όλ’ αυτά εκείνο που μένει είναι το κείμενο. Γεγονός τελικά είναι το ίδιο το βιβλίο. Επομένως το βαθύτερο άγχος το δικό μου και του κάθε συγγραφέα είναι πώς όλ’ αυτά που θα γραφούν θα προκαλέσουν στον αναγνώστη συναρπαγή, ευαρέσκεια, θάμβος, χαμόγελο, συγκίνηση…

Όλ’ αυτά τα συναισθήματα και η εναλλαγή των συναισθημάτων, που μπορεί να κυμανθεί από το τραγικό μέχρι την ευτραπελία κι από το κωμικό μέχρι την τραγωδία -γιατί η ίδια η ζωή είναι αυτό ακριβώς, κάτι περίπλοκο, απρόβλεπτο- δεν μπορεί κανείς να τα αποδώσει μέσα από τη διαδρομή ενός τόνου ύφους. Όλα ανήκουν σ’ αυτό το παίγνιο του βίου και η στόχευσή του συγγραφέα είναι ο αναγνώστης να περάσει μέσα από τις μεταπτώσεις των συναισθημάτων και των εικόνων και να ζήσει αυτήν την ποικιλομορφία του συναισθήματος. Να περάσει μέσα απ’ αυτήν τη διαδρομή, που δεν είναι βέβαια μια διαδρομή τυπική, είναι ουσιαστικά ένα είδος συναξαρίσματος πολλών διαδρομών του βίου, δηλαδή είναι ένα  νέο δρομολόγιο μ’ ένα φανταστικό λεωφορείο.

Ας ξεκινήσουμε από την αρχή, όπως ξεκινάει και το βιβλίο ή καλύτερα το «Λεωφορείο». Οικογένεια λαϊκή, ο πατέρας,  η μάνα, η γειτονιά, ένας κόσμος που σας διαμορφώνει. Πόσο αυτός ο κόσμος επηρεάζει αργότερα και όλο το συγγραφικό σας σύμπαν;

Πάντα υπάρχουν επιρροές, άνθρωποι που σε εμπνέουν, που σου στέκονται, που σε ενθαρρύνουν και, όπως λέω και στο βιβλίο, αυτός ο άνθρωπος ήταν η μητέρα μου, αλλά υπήρχε μία παράδοση κι από τον παππού μου. Ήμουν βαθιά συνδεδεμένος με τον παππού, γιατί ο πατέρας μου έλειπε, δούλευε εκτός Θεσσαλονίκης, ήταν μπλεγμένος με τα πολιτικά και τον κυνηγούσαν. Επειδή κάθε καλοκαίρι πήγαινα στην Καβάλα στον παππού, του είχα πολύ μεγάλο σεβασμό, γιατί ήταν πολύ μορφωμένος. Αγαπούσε τη λογοτεχνία, όπως και η μητέρα μου.

Η μητέρα μου μού έπαιρνε  από πολύ μικρό βιβλία, μου διάβαζε παραμύθια. Επειδή είχα πολύ ισχυρή μνήμη, το παραμύθι που μου διάβαζε το μάθαινα απέξω και κείνη φώναζε τις γειτόνισσες και έλεγε «δέστε, ο Γιωργάκης διαβάζει!». Βέβαια, ήξερε πως τριών χρονών δεν μπορούσα να διαβάσω, αλλά χαιρόταν να τους το λέει, ήταν περήφανη. Μου έδωσε αυτήν την αγάπη για την αφήγηση από τότε που ήμουν πολύ μικρός.

Και επειδή υπάρχει αυτό το κυρίαρχο στοιχείο σ’ ένα παιδί, που μπορεί ν’ αγαπάει τη μουσική ή την επιστήμη, ή το ποδόσφαιρο, κάτι, όλ’ αυτά διαθλώνται μέσα από το τάλαντο που διαθέτεις στην αγάπη, στην αφοσίωση στο γράψιμο. Όλ’ αυτά μεταμορφώνονται και φιλτράρονται μέσα απ’ αυτήν την όραση, που ενώ στην αρχή είναι ενστικτώδης, όσο μεγαλώνεις γίνεται πιο συνειδητή. Μέσα από την αναζήτηση, μέσα από τα διαβάσματα, μέσα από την ανέλιξη, προχωρείς. Αλλά για να φτάσω σ’ ένα επίπεδο επάρκειας, ώστε να μπορέσω να αξιοποιήσω το βιωματικό υλικό, πέρασαν πάρα πολλά χρόνια.

Γαλλική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αργά, στα 38 σας, βγαίνει το πρώτο βιβλίο. Γιατί άργησε τόσο η γέννα μιας σίγουρα από πολύ νωρίς υπάρχουσας κυοφορίας;

Επειδή διάβαζα πάρα πολύ και είχα και παρέες που ξέραν από βιβλία και τα αγαπούσαν -κάναμε συναγωνισμούς γράφοντας στίχους- ήξερα πάρα πολύ καλά ποια είναι τα «βουνά της λογοτεχνίας», ότι για να φτάσεις να βγάλεις ένα βιβλίο πρέπει να ‘ναι κάτι σημαντικό. Αν βγάλεις κάτι αδύναμο ή μέτριο, θα το φορτωθείς δια βίου. Επομένως έπρεπε να φτάσω σ’ ένα επίπεδο επάρκειας, ώστε αυτό το βιβλίο που θα βγάλω να είναι καλό.

Τελικά το πρώτο που έβγαλα ήταν ένα από τα καλύτερα της εικοσαετίας.  Θέλω να πω ότι πριν ήξερα ότι δεν μπορούσα να βγάλω βιβλίο, αισθανόμουν ανεπαρκής. Έγραφα από μικρός ποιήματα, μικρές ιστορίες, ήθελα όμως να γράψω πεζογραφία κι ένιωθα ότι δεν έχω τις δυνατότητες, τη σκευή, τις γνώσεις, την κοινωνική μόρφωση, την εμπειρία να κάνω πεζογραφία, έπρεπε να ωριμάσω κι άλλο. Υπήρχαν ήδη «λογοτεχνικά τέρατα», δε μπορούσα να βγω μ’ ένα βιβλίο ασήμαντο. Θα ήταν μια ματαιοπονία, μια αυταρέσκεια.  

Όταν το αισθάνθηκα, έβγαλα το βιβλίο. Υπ’ αυτήν την έννοια το βιβλίο βγήκε με αυστηρές προδιαγραφές, γιατί υπήρχε όλη αυτή η γνώση που προανέφερα.

Αλλεπάλληλες εκδόσεις βιβλίων, 11 συλλογές διηγημάτων, πέντε μυθιστορήματα μέχρι σήμερα και μεγάλες διακρίσεις στον λογοτεχνικό χώρο. Ποιοι παράγοντες πιστεύετε πως καθόρισαν την επιτυχία των βιβλίων σας; Έμπνευση, ικανότητα παρατήρησης ή τι άλλο;

Όλ’ αυτά μπορεί εν δυνάμει να υπάρχουν αλλά πρέπει να αποτυπωθούν σ’ ένα κείμενο. Είναι τα κείμενα αυτά καθαυτά που ταξιδεύουν και ταξιδεύουν μόνα τους. Από τη στιγμή που θα φύγουν από σένα ή γοητεύουν τον αναγνώστη ή όχι. Δηλαδή ο αναγνώστης δεν έχει σχέση με σένα και τις προθέσεις σου. Αν το βιβλίο είναι καλό, θα περπατήσει, θα ταξιδέψει. Αν δεν είναι καλό, θα στομώσει η διαδρομή του.

Κατά συνέπεια είναι πολλά στοιχεία που συνθέτουν στη λογοτεχνία, αυτό που λέμε ύφος και είναι μια τεράστια συζήτηση. Είναι ο μόχθος, είναι η αφοσίωση, είναι η αυστηρότητα των επιλογών, είναι πολλά στη μέση. Το ευτυχές είναι ότι αργά-αργά και παρότι ξεκίνησα απ’ τη Θεσσαλονίκη και δεν γνώριζα κανέναν, από το πρώτο βιβλίο, μετά από κάποιους μήνες, γνώρισα την αποδοχή κι αυτό, βέβαια, με ενθάρρυνε πάρα πολύ.

Μετά, το τρίτο μου βιβλίο πήρε το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας και η αυτοπεποίθησή μου ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο. Κι αφοσιώθηκα όχι με μεγαλύτερη σοβαρότητα αλλά με μεγαλύτερο δέος στη γραφή, γιατί, βέβαια, από κει και πέρα πρέπει να κάνεις μεγαλύτερα πράγματα.

Αυτό το ταξίδι δεν έχει τέλος. Όλα εκείνα που συνθέτουν τη λογοτεχνία είναι πολλαπλά, άπειρα και για να κουβεντιάσει κανείς για ένα μόνο απ’ αυτά θέλει μήνες ολόκληρους. Η λογοτεχνία είναι μια σκοτεινή και απροσπέλαστη διαδρομή…

Και οι διακρίσεις -Κρατικό Βραβείο  Διηγήματος για τη «Στενωπό» το 1993 και  του Περιοδικού «Διαβάζω» για το «Επί ψύλλου κρεμάμενος» το 2004 – πόσο σας έχουν επηρεάσει;

Τα βραβεία -γιατί έπαιρνα συνέχεια, βραβεύτηκα και για το «Ντεπό» -δε σε επηρεάζουν, αλλά αναμφισβήτητα είναι μια χαρά, μια ευχαρίστηση να επικυρώνεται η δουλειά σου. Αρκεί να μην  οδηγείσαι στον ακκισμό, σ’ ένα είδος αυτοθαυμασμού, με αποτέλεσμα να γίνεσαι νωθρός.

Όμως, όποιος ξέρει από λογοτεχνία και ξέρει τι υπάρχει στον πλανήτη, έχει μόνο ένα στόχο, να γράφει όσο μπορεί καλύτερα βιβλία, να προωθεί το στυλ του παραπέρα. Δεν υπάρχει άλλη αγωνία σε μένα παρά κάθε βιβλίο που γράφω να είναι κάπως καλύτερο από το προηγούμενο. Αυτή είναι η πορεία, δεν υπάρχει άλλη πορεία, είτε έρχονται βραβεία είτε δεν έρχονται. Αυτή είναι η μοναδική πορεία, αυτός είναι ο προορισμός, αυτή είναι η απόλαυση. Και δεν σας κρύβω πως είμαι πολύ δυστυχισμένος, όταν περνάω φάσεις δυστοκίας. Όλοι όσοι γράφουμε περνάμε φάσεις ξηρασίας. Αλλά και μεγάλη ευτυχία για κάθε δημιουργό να φτιάχνει κάτι καινούριο.

Στη γραφή σας εκείνο που εντυπωσιάζει δεν είναι μόνο η οξυδέρκεια και  η παρατηρητικότητα που οδηγούν σε καταπληκτικές περιγραφές, η θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα, με τις γοητευτικές εναλλαγές τους, το λεπτό διαπεραστικό χιούμορ, που διακρίνει όλα τα γραπτά σας, αλλά και η ευρηματικότητα στην επιλογή των τίτλων σας. Τι αποτελεί για σας ο τίτλος;

Από παλιά συνήθιζα να ψάχνω πολύ τους τίτλους και συνεχίζω να το κάνω. Ο τίτλος ήταν πάντα ένα πολύ μεγάλο θέμα. Μπορεί να είχα τελειώσει ένα βιβλίο και να κάνω έξι μήνες να το βγάλω, γιατί δεν έβρισκα τον κατάλληλο τίτλο. Πάντα μου άρεσε, με γοήτευε το κυνήγι του τίτλου. Πολλές φορές οι τίτλοι προέκυπταν από μια ιδέα στο δρόμο, από κάτι που άκουγα και το διέστρεφα ή, ενώ ήμουν στο ψάξιμο, άνοιγαν ξαφνικά οι ουρανοί και έπεφτε ο τίτλος!

Ήθελα να είναι παιγνιώδης, να είναι κάτι σαν σλόγκαν… Να, θυμηθείτε το « Όλα βαίνουν καλά εναντίον μας», το «Γερνάω επιτυχώς», το «Επί ψύλλου κρεμάμενος», στο οποίο αναφερθήκατε πριν… Ένα παιχνίδι με τις λέξεις!

Γιατί, όπως λέγανε και οι νεοπλατωνικοί, «Η τέχνη είναι παίγνιον φεύγον»! Δηλαδή, αν δεν υπάρχει η έννοια του παιγνίου με την ηρακλειτική έννοια του όρου, υπάρχει μια σοβαροφάνεια, αυτή του «δήθεν», χάνεις την ουσία, την αίσθηση του ίδιου του βίου. Όλοι είμαστε αθύρματα μέσα στο μεγαλείο των πραγμάτων, που συνυπάρχει με το τίποτα…  Υπάρχει η ειρωνεία των ημερών, του χρόνου, που ανατρέπει και τα γελοιοποιεί όλα. Αυτό πρέπει να το έχουμε πάντα υπόψιν μας δημιουργώντας το αίσθημα της μετριοπάθειας, μέχρι την ταπεινότητα. Γιατί, ό,τι και να είσαι, από τη μια στιγμή στην άλλη είσαι ένα τίποτα, εξαφανίζεσαι. Κατά συνέπειαν, όταν έχεις αυτήν την αίσθηση, πρέπει να ‘χεις στο νου σου εκείνο που δημιουργεί μια ισορροπία στα πράγματα, οδηγώντας στα σωστά αζιμούθια και στις σωστές αποστάσεις. Αλλιώς νομίζω πως χάνεις το παιχνίδι κι αυτό είναι μια αρχαιοελληνική αντίληψη των πραγμάτων, που σε κρατάει μακριά από την ύβρη.

Το «Γερνάω επιτυχώς», το «Ουζερί Τσιτσάνης», το «Με τα παιδιά της πιάτσας» ανέβηκαν θεατροποιημένα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, τα δύο πρώτα σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη και το τρίτο σε σκηνοθεσία Κων/νου Αρβανιτάκη. Το «Ουζερί» μάλιστα έγινε και ταινία από τον Μανούσο Μανουσάκη. Πώς βιώνει ο συγγραφέας τη μεταφορά των έργων του σε μια άλλη μορφή τέχνης, σε μια άλλη μορφή επικοινωνίας με το κοινό;

Μιας και μιλάμε για το «Ουζερί», πρέπει να σας πω πως πριν μια βδομάδα μεταφράστηκε Αγγλικά, Γαλλικά και Ιταλικά. Η μεταφορά είναι μια γοητευτική πρόκληση. Το θέατρο είναι μια άλλη γλώσσα, όπως και το σινεμά. Είναι το ίδιο έργο, μεταφερμένο μέσα από άλλους όρους και μέσα από καταναγκασμούς και δουλείες, που επιβάλλει το σκηνικό του θεάτρου.

Στη λογοτεχνία μπορείς να κινείς έναν ήρωα σε εβδομήντα, για παράδειγμα, μέρη, κάνοντας και περιγραφές των χώρων. Επί σκηνής όλα διαδραματίζονται σ’ έναν χώρο. Αυτό από μόνο του θέτει κάποιους όρους στην αφήγηση. Αν δηλαδή το «Ουζερί» στο βιβλίο έχει 80 ήρωες, στο θέατρο έχει 15-20. Όλ’ αυτά προσαρμόζονται στις ανάγκες και τους περιορισμούς της θεατρικής σκηνής.

Στο σινεμά επιβάλλονται άλλοι όροι με πρωταρχικό το budget, ή την αντίληψη του σκηνοθέτη, που υπάρχει βέβαια και αντίστοιχα στο θέατρο. Το σινεμά είναι πιο ελευθέριο, φαίνεται πιο ελευθέριο, αλλά είναι πιο ακριβό.

Το οικονομικό μέρος είναι ένας τεράστιος παράγοντας. Μπορεί, για παράδειγμα, να περιγράφω εγώ το γκέτο την Εβραίων σε δέκα σελίδες στο βιβλίο, αλλά, για να στήσεις ένα πραγματικό γκέτο στο σινεμά, θέλεις πέντε εκατομμύρια δολάρια. Οι Αμερικανοί έχουν το χρήμα και κάνουν ό,τι θέλουν.

Κατά συνέπεια, πρέπει ν’ αλλάξουν τα πράγματα στη μεταφορά του κειμένου. Αλλάζουν οι εκφορές του κειμένου, κόβονται πράγματα… Κάθε τέχνη, επειδή έχει τους δικούς της όρους, σου επιβάλλει από μόνη της κάποια πράγματα, ενώ στη λογοτεχνία εσύ έχεις το κομπιούτερ και το μολύβι και κάνεις ό,τι θέλεις.

Ο λογοτέχνης είναι ευτυχισμένος, γιατί δεν αισθάνεται κανέναν περιορισμό, ενώ, όταν κάτι πρέπει να παιχτεί, εκεί είναι πολλοί οι όροι που μπαίνουν, μουσική, φωτογραφία κι ένα σωρό άλλα, που από μόνα τους σε οδηγούν να διαχειριστείς την υπόθεση αλλιώς.

Και ο δημοσιογράφος Σκαμπαρδώνης; Δουλέψατε χρόνια στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη», φτάνοντας μέχρι τη θέση του Διευθυντή της. Διευθύνατε παράλληλα το περιοδικό «Θ-97» και υπήρξατε για ένα διάστημα πρόεδρος της ΕΡΤ3. Τι είδους εμπειρίες πρόσφεραν αυτές οι θέσεις στον άνθρωπο αλλά και στον συγγραφέα Σκαμπαρδώνη;

Ήταν μια φυσική ανέλιξη σ’ αυτούς τους χώρους. Όταν είσαι αφοσιωμένος κι αγαπάς τη δημοσιογραφία, είναι δοσμένο ότι θα ανελιχθείς. Θεωρώ ότι ανελίχθηκα μ’ έναν τρόπο φυσιολογικό. Κι επειδή είχα και το παράλληλο έργο, το λογοτεχνικό, αυτό πρόσθετε ένα μεγαλύτερο κύρος.

Η δημοσιογραφία είναι ένα μεγάλο σχολείο για όλους μας κι όποιος έχει ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία το ξέρει αυτό. Εγώ το έχω νιώσει με πολλούς πανεπιστημιακούς που, όταν ήρθαν στην εφημερίδα, άλλαξαν αντίληψη κόσμου. Τους έλεγα για παράδειγμα πως θέλω 500 λέξεις κι εκείνοι γράφανε 3000. Τελικά άλλαξαν, ξεφεύγοντας από το σχολαστικισμό και πηγαίνοντας στην ουσία των πραγμάτων.

Η δημοσιογραφία σού μαθαίνει πάρα πολλά, αν θέλεις να μάθεις. Καταρχήν είσαι συνεχώς στη γραμμή πυρός, είσαι μέσα στα γεγονότα, είσαι σε εγρήγορση, σε συνομιλία με τον κόσμο και βέβαια με το γράψιμο και με τους ανθρώπους. Αλλά και με την έρευνα και την ανακάλυψη. Γιατί δημοσιογραφία σημαίνει επαγρύπνηση, δεν κοιμάσαι κατ’ ουσίαν ποτέ.

Νομίζω πως η δημοσιογραφία μ’ έχει βοηθήσει πάρα πολύ και στη λογοτεχνία, με την έννοια πως ξέρω τις μεθόδους έρευνας πολύ καλύτερα από έναν συγγραφέα, που δεν έχει περάσει από τη δημοσιογραφία.

Σου μαθαίνει πώς να μιλάς με τους ανθρώπους, πώς να αντλείς πληροφορίες, πώς να συμπεριφέρεσαι, πώς να μιλάς στο τηλέφωνο, και προπαντός πώς γίνεται σωστά μία έρευνα. Όλ’ αυτά και προπαντός το θέμα του διαρκούς πυρετού της καθημερινότητας σε κρατάει νέο. Νομίζω συγγραφείς που έχουν περάσει από τη δημοσιογραφία έχουν όλοι ωφεληθεί.

Δηλώσατε πως στέκεστε μακριά από κάθε κομματική ένταξη, χωρίς όμως να απέχετε από την πολιτική ζωή, με το ενδιαφέρον ή την αγωνία που αυτή προκαλεί. Ποιος είναι ο ρόλος του συγγραφέα στο σημερινό πολιτικό γίγνεσθαι, όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια;

Ο ρόλος του συγγραφέα και του καλλιτέχνη είναι να κάνει καλό έργο. Τώρα, από κει και πέρα, η εμπλοκή του με την πολιτική είναι κατά βούληση. Δηλαδή εγώ ενεπλάκην με την πολιτική μέσω της δημοσιογραφίας. Είσαι ως δημοσιογράφος αναπόφευκτα μπλεγμένος με την πολιτική, γράφοντας και διατυπώνοντας απόψεις.

Νομίζω ότι δεν οφείλει ένας συγγραφέας ή ένας δημοσιογράφος να αναμιγνύεται, αν και συμβαίνει συχνά. Δεν οφείλει, γιατί ο καλλιτέχνης μιλά με το έργο του.

Αυτό βέβαια δεν μπορώ να το κρίνω, γιατί ο καθένας έχει μια διαφορετική αντίληψη  πάνω σ’ αυτό. Όλα είναι υπό αίρεσιν και νομίζω κρίνονται εκ του αποτελέσματος.

Και κλείνοντας, αν μπορούσατε να ξαναρχίσετε τη ζωή σας από την αφετηρία του «Λεωφορείου», θα ξανακάνατε τις ίδιες επιλογές; Είστε αμετανόητος;

Δεν είμαι αμετανόητος. Αυτό που λένε πολλοί, ότι θα έκαναν τα ίδια, δεν με εκφράζει απόλυτα. Πάντως, ό,τι και να έκανα, ελπίζω ότι θα ήταν διαφορετικό. Κανείς θέλει να γνωρίσει διαφορετικά πράγματα… Θα έγραφα, για παράδειγμα, διαφορετικά. Βλέπετε πάλι για τη γραφή μιλάμε! Αλλά όλ’ αυτά είναι μια συγκυρία. Αν ζούσα άλλα πράγματα, που θα το ήθελα, ίσως κάποια απ’ αυτά περνούσαν και στα βιβλία μου.

Και βέβαια, όλ’ αυτά, ξέρετε, είναι ένα παιχνίδι ζαριάς. Αν έγραφα, για παράδειγμα, το «Λεωφορείο» πριν πέντε χρόνια, θα έγραφα άλλα πράγματα, αν πριν τρία χρόνια, άλλα. Όλα συμβαίνουν σε μια ιστορική στιγμή και σε μια συγκυρία πραγμάτων που είναι απρόβλεπτη. Πρέπει να συνωμοτήσουν πολλά, για να γεννηθεί ένα βιβλίο ή ένα κείμενο κι αυτό δεν μπορείς να το προγραμματίσεις, έρχεται μόνο του κι έρχεται σαν μια ευλογία Θεού…

Φωτογραφίες – video: faretra.info

banner-article

Ροη ειδήσεων