Life Περιβάλλον

Πελοπόννησος: Στην πανέμορφη τεχνητή Λίμνη Φενεού “Δόξα” και το Ιστορικό Μνημείο Μονής του Βράχου

Περιγραφή-Φωτογραφίες:  Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος

Ο Σεπτέμβριος έφτανε προς το τέλος του και μαζί οι 10ήμερες εκδρομικές περιπλανήσεις μας στις γεμάτες από ομορφιά και ιστορία περιοχές των Νομών Αρκαδίας και Μεσσηνίας.

Τα χελιδόνια με τις προσυγκεντρώσεις τους, πάνω στα ηλεκτροφόρα καλώδια να μοιάζουν σαν μουσικές νότες αποτυπωμένες στο πεντάγραμμο, κάνανε το δικό τους προγραμματισμό για το μεγάλο ταξίδι τους προς τις θερμότερες περιοχές (φωτ. 1).

Και εμείς το δικό μας σχεδιασμό, πάνω σε χάρτη, της διαδρομής με προορισμό το Ρίο – Πάτρα και από εκεί για την Ημαθία. Σκεφτήκαμε να μην ακολουθήσουμε την κλασική διαδρομή, αλλά να κάνουμε, αυτή τη φορά, κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα.

Αποφασίσαμε, το πολύωρο ταξίδι της επιστροφής μας στη Βέροια να συμπεριλαμβάνει στο πρόγραμμά του, πέρα από τα ήδη γνωστά, και κάποια περάσματα από τις γωνιές εκείνες της Πελοποννήσου που δεν έτυχε να επισκεφτούμε ποτέ στο παρελθόν ή που τις είχαμε πρωτοδεί κάποτε και με το πέρασμα των χρόνων έχουν «ξεθωριάσει», σαν εικόνες, μέσα στο μυαλό μας.

Ανοίξαμε τον χάρτη και αρχίσαμε να επιλέγουμε διαδρομές.

Χιλιομετρική απόσταση και ο χρόνος ταξιδιού μπήκαν στην άκρη και εκείνα που αποτέλεσαν κίνητρο επιλογής, ήταν: τα αξιοθέατα των περιοχών, τα Ιστορικά μνημεία, η τεχνητή Λίμνη Φενεού «Δόξα», καθώς και τα απόμακρα ορεινά χωριά με τις ομορφιές της Φύσης γύρω τους.

Αφού επιλέξαμε την τελική διαδρομή μας πάνω στον χάρτη, ξεκινήσαμε να την βιώσουμε και στην πραγματικότητα.

Αφήσαμε πίσω μας τον περικυκλωμένο από τους γύρω ορεινούς όγκους κάμπο Μεγαλόπολης της Αρκαδικής γης και τα φουγάρα των Ατμοηλεκτρικών Σταθμών παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος να «καπνίζουν» με μανία και ανηφορίζαμε τον ασφαλτόδρομο προς Λυκόχια, με προορισμό την Ιστορική Βυτίνα (φωτ. 2).

Ο δρόμος στενός, με σχεδόν ανύπαρκτη κίνηση και με πολλές στροφές. Περνούσε από χωριουδάκια της περιοχής που «φώλιαζαν» μέσα σε ελαιώνες ή μέσα σε δάση δρυός. Δεν έλειπαν και οι, χαρακτηριστικές του πελοποννησιακού τοπίου, διάσπαρτες συστάδες κυπαρισσιών.

Σε πολλά κομμάτια της διαδρομής κυριαρχούσαν οι πουρναροσκέπαστες πλαγιές και η ποώδης βλάστηση. Η χλωρίδα δηλαδή που εύκολα αναπτύχτηκε στις περιοχές αυτές μετά το πέρασμα αμέτρητων γιδοκοπαδιών και της καταστροφικής φωτιάς που κατέκαψε τα πάντα γύρω της.

Φτάσαμε στα Λικόχια, το μικρό ορεινό χωριό. Δεν συναντήσαμε άνθρωπο.

Συνεχίσαμε.

Βγαίνοντας από το χωριό, δεν διανύσαμε μεγάλη απόσταση  και μπήκαμε μέσα σε ελατόδασος. Το τοπίο εδώ διαφορετικό. Οι εικόνες που αντικρίζαμε απερίγραπτες. Τα συναισθήματα ανάμεικτα. Τα μάτια γέμιζαν από ομορφιά και η ψυχή μας γαλήνευε.

Παντού πράσινο. Έλατα, μεικτά δάση και κάποια εξοχικά να ξεπροβάλλουν μέσα από τα κωνοφόρα δένδρα (φωτ. 3, 4).

Σε κάποιο σημείο της οδικής μας διαδρομής, προσπεράσαμε τη διασταύρωση με τον ασφαλτόδρομο, στα δεξιά μας, που οδηγούσε προς το Λιμποβίσι.

Ένα χώρο που δεν θυμίζει σε τίποτα αρκαδικό χωριό με ζωή αιώνων, αλλά ένα σύγχρονο πάρκο ή τόπο αναψυχής.

Πρόκειται για ένα πλάτωμα με την εκκλησούλα του Αγίου Ιωάννη και το σπίτι στο οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, γεννήθηκε ο Κολοκοτρώνης.

Τον χώρο τον είχαμε επισκεφτεί 2 με 3 φορές στο παρελθόν (φωτ. 5, 6 παλαιότερες).

Προσπεράσαμε την διασταύρωση και συνεχίσαμε την οδική πορεία μας μέσα στα πανέμορφα ελατοδάση των Γορτυνιακών βουνών και κοντεύαμε σε εκείνα του ορεινού όγκου του βουνού Μαίναλο (φωτ. 7).

Στα 1.220 μέτρα υψόμετρο αντικρίσαμε κάποια σπίτια να ξεπροβάλλουν μέσα από τα έλατα. Ένα ολόκληρο χωριό «πνιγμένο» κυριολεκτικά στο πράσινο. Φτάσαμε στο ορεινό χωριό Ελάτη (φωτ. 8, 9).

Εδώ, συναντήσαμε κόσμο και διαπιστώσαμε πως από το χωριό ξεκινούσαν πολλά ορειβατικά μονοπάτια με σήμανση (φωτ. 10, 11).

Φύγαμε απο το όμορφο αυτό χωριό και συνεχίσαμε την οδική πορεία μας.

Χρειαστήκαμε λιγότερες από 2 ώρες χαλαρής οδήγησης με στάσεις και διανύοντας μια απόσταση 50 περίπου χλμ. για να φτάσουμε στην διασταύρωση του ασφαλτόδρομου, στα αριστερά μας, που οδηγούσε στην Ιστορική πόλη Βυτίνα.

Βρισκόμασταν στους πρόποδες του Μαίναλου με τις πλαγιές του καταπράσινες από ελατοδάση.

Στο «Στολίδι του Μαίναλου», όπως χαρακτηρίζεται η Βυτίνα, δεν μπήκαμε (φωτ. 12, 13 παλαιότερες).

Την είχαμε επισκεφτεί πολλές φορές στο παρελθόν και θέλαμε να κερδίσουμε χρόνο με σκοπό να επισκεφτούμε-εξερευνήσουμε και άλλες γωνιές της Πελοποννησιακής γης.

Έτσι, αφήσαμε πίσω μας τον πιο δημοφιλή Δρόμο της Αγάπης, μια ρομαντική διαδρομή στην είσοδο της κωμόπολης που περνά ανάμεσα σε ψηλά δένδρα, και συνεχίσαμε.

Ο ασφαλτόδρομος στο κομμάτι εκείνο φαρδύς και τα αυτοκίνητα να πηγαινοέρχονται. Προχωρήσαμε, οδικώς, μέχρι τη διασταύρωση που βρίσκεται κοντά στο χωριό Βλαχερνά Αρκαδίας και από εκεί συνεχίζοντας φτάσαμε στο Ζευγολατιό Νομού Αχαϊας. Αφήσαμε πίσω μας τα Αρκαδικά εδάφη και μπήκαμε στα Αχαϊκά.

Το πέρασμα μας από τοπία με μορφολογική και βλαστική ποικιλομορφία. Ζευγολατιό-Καλύβια Παγκράτιου-Σελλά-Κερασιά-Σπηλιά, η οδική μας διαδρομή. Περνούσαμε από χωριουδάκια που άλλα ήταν πνιγμένα μέσα στο πράσινο και κάποια άλλα, τα περισσότερα, με τα σπίτια κτισμένα στις πλαγιές χορτολιβαδικών βοσκοτόπων ή εκείνες του ορεινού όγκου με χαμηλή θαμνώδη βλάστηση.

Κλείναμε το πρώτο 2ωρο ταξιδιού. Ο καφές ήταν πλέον πολύ αναγκαίος, τον αποζητούσαμε. Αποφασίσαμε να σταματήσουμε στο πρώτο ανοικτό καφενεδάκι κάποιου ορεινού χωριού που θα συναντούσαμε.

Φτάναμε στο χωριό Λυκούρια, με τους 250 περίπου μονίμους κατοίκους αγροτικής ενασχόλησης, που είναι κτισμένο στα 767 μέτρα υψόμετρο (φωτ. 14, 15, 16).

Περνώντας την κεντρική πλατεία…νάτο, ένα μικρό μπακαλικοκαφενείο…πολλά σε ένα. Υπήρχαν κι άλλα, τα πιο σύγχρονα καφενεία-καφετέριες. Εμείς, όμως, προτιμήσαμε αυτό το, χαρακτηριστικό ενός μικρού χωριού, καφενεδάκι.

Καθίσαμε να πιούμε το καφεδάκι μας (φωτ. 17).

Δίπλα μας, 2-3 παρέες ανδρών να συζητούν για τις κυνηγητικές τους επιτυχίες. Λίγο πιο πέρα, στο δρόμο, η μεταλλική ψησταριά με τα κάρβουνα αναμμένα προετοιμαζόταν για τη συνέχεια. Κάποια στιγμή, είδαμε γυναίκες του χωριού να ανηφορίζουν από την πλατεία για τα σπίτια τους. Ήταν η ώρα που είχε τελειώσει ο πρωινός κυριακάτικος εκκλησιασμός.

Χαρακτηριστικές εικόνες της κυριακάτικης ζωής των κατοίκων ενός χωριού.

Απολαύσαμε τον καφέ μας χωρίς μουσική υπόκρουση, αλλά ακούγοντας τις συζητήσεις, θέλαμε δε θέλαμε, των επίδοξων κυνηγών. Ήρθε η ώρα της αναχώρησης. Χαιρετήσαμε τους πρωινούς καφενόβιους και πήγαμε προς το αυτοκίνητό μας.

Η συνέχεια της οδικής πορείας μας σε ασφαλτόδρομο με πολλά κλειστά στροφηλίκια. Κάποια στιγμή μπήκαμε σε ελατόδασος.

Όσο προχωρούσαμε, τόσο το χωριό απομακρυνόταν πίσω μας. Μέχρι που το χάσαμε από τα μάτια μας (φωτ. 18, 19).

Στον «Αυχένα Φενεού», αφήσαμε την Αχαϊκή γη και μπήκαμε στην Κορινθιακή. Σε μια από τις πάμπολλες στροφές, νάτη !! Η περιοχή του Νομού Κορινθίας που είναι γεμάτη από: μύθους, Ιστορία, μνημεία, αγώνες, από ορεινούς όγκους, από πανέμορφα καταπράσινα πυκνά ελατοδάση κ.α.

Από ψηλά βλέπαμε, δύο πανύψηλους ορεινούς όγκους να στέκονται αντικριστά ο ένας από τον άλλον και οι ατέλειωτες απολήξεις τους να μας δίνουν την εντύπωση πως ήταν «πιασμένοι» χέρι-χέρι σχηματίζοντας έναν γιγάντιο χορευτικό κύκλο.

Και στη μέση του μαγευτικού αυτού κύκλου…το πολύχρωμο εντυπωσιακό οροπέδιο, που το βλέπαμε, στο βάθος χαμηλά, να απλώνεται στα 750 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η καλλιεργήσιμη γη που οι άνθρωποι την…πήραν…από τα ευλογημένα χέρα της θεάς της γεωργίας Δήμητρα.

Βλέπαμε, ένα ολοκληρωμένο πάζλ από ορθογώνια παραλληλόγραμμα κομματάκια, που ήταν σωστά τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο.

Χωράφια σκουρόχρωμα, οργωμένα. Άλλα ανοιχτόχρωμου καφετί χρωματισμού, που οι καλλιέργειές τους έκλεισαν τον ετήσιο βιολογικό τους κύκλο και κάποια άλλα, να παραμένουν ακόμη πράσινα.

«Είναι μια εξωγήινη περιοχή, αλλόκοσμη, απρόσιτη, μαγευτική, ένα τοπίο που ήταν προορισμένο μόνο να το διατρέχει ο Ηρακλής.» (από το «Κορινθιακή Ελβετία», ένα χρήσιμο οδηγό για τον επισκέπτη, της Ντίνας Οικονομοπούλου [Βλάχου]) (φωτ. 20).

Όσο προχωρούσαμε τα στροφηλίκια λιγόστευαν και ο ασφαλτόδρομος άρχισε να ξεδιπλώνεται, σαν μια κορδέλα, μπροστά μας. Χιλιόμετρο-χιλιόμετρο και το τοπίο ολοένα ολοκληρωνόταν.

Στα δεξιά μας η επιβλητική Ζήρεια ( Όρος Κυλλήνη), η γενέτειρα περιοχή του Ερμή. Σε μια σπηλιά του ορεινού όγκου της γεννήθηκε, σύμφωνα με το μύθο, ο αγγελιαφόρος των θεών.

Και στα αριστερά μας ο Χελμός ( Αροάνια Όρη), με τα πανύψηλα πεύκα και έλατα να είναι πυκνά φυτρωμένα μεταξύ τους, αλλά να μη καταφέρνουν να φτάσουν μέχρι τις κορυφές του ορεινού όγκου.

Σε αυτά τα πανέμορφα δάση επέλεξε ο, καθαρά Αρκαδικής καταγωγής, τραγοπόδαρος σαματατζής Πάνας…ο θεός του ελεύθερου φυσικού χώρου, της ζωής, του γλεντιού και των βοσκών… να παίζει την σύριγγά του που είχε φτιάξει από καλάμι.

Και πάνω ψηλά, στις γρανιτένιες απότομες γυμνές πλαγιές του βουνού, που σήμερα φωλιάζουν μόνο αετοί…έμεναν, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των γιαγιάδων, νεράϊδες και ξωτικά που τον Αύγουστο ή το Γενάρη κατέβαιναν στις ρεματιές, στις βρύσες, στα σταυροδρόμια του οροπέδιου μαγεύοντας τους νιούς ή όσους τύχαινε να περάσουν από τα σημεία εκείνα τα βράδια, πριν λαλήσουν τα κοκόρια το χάραμα τρείς φορές (φωτ. 21, παλιότερη).

Περάσαμε το χωριό Λούζιο και στο 6,5ο χλμ., μετά το χωριό, στρίψαμε αριστερά για Αρχαία Φενεό [ή Καλύβια Φενεού] (φωτ. 22).

Η διαδρομή πανέμορφη και το τοπίο φανταστικό.

Πυκνά ελατοδάση, γυμνές κορυφές και σπίτια των χωριών, «γαντζωμένα» στις πλαγιές του ορεινού όγκου, συνέθεταν όλο το καταπληκτικό σκηνικό (φωτ. 23).

Μπήκαμε στο χωριό Καλύβια Φενεού (ή Αρχαία Φενεός), που είναι κτισμένο στα 850 μέτρα υψόμετρο σε μια πλαγιά της «Ντουρντουβάνας». Η εικόνα του δασωμένου «δοντιού» της «Ντουρντοβάνας», που ορθώνεται σχεδόν πάνω από το χωριό, ήταν εντυπωσιακή.

Δεν σταματήσαμε. Συνεχίσαμε για τη Λίμνη που απείχε μόλις 2,5 χλμ από το Καλύβια Φενεού. Χρειαστήκαμε 3ώρες χαλαρής οδήγησης με πολλές στάσεις και να διανύσουμε μια απόσταση 100 χλμ από τη Μεγαλόπολη Αρκαδίας για να βρεθούμε σε ένα κατασκευαστικό στολίδι, στα 900 μέτρα υψόμετρο, που έδεσε αρμονικά με όλο το γύρω περιβάλλον.

Η επιλογή της θέσης του φράγματος, η κατασκευή του οποίου ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, στηρίχτηκε στα νερά του χειμάρρου Δόξα που ρέουν στην περιοχή.

Βρισκόμασταν στη τεχνητή Λίμνη Φενεού «Δόξα» με την χαρακτηριστική λωρίδα γης που εισχωρεί μέσα στα νερά της λίμνης και στην απόληξή της να στέκεται, ακέραιο ακόμη, το πολυφωτογραφημένο πια εκκλησάκι του Αγ. Φανουρίου. Το κομμάτι αυτό οι ντόπιοι το αποκαλούν : «Ποντικονήσι της Κορινθίας».

Το εκκλησάκι του Αγ. Φανουρίου μαζί με το μικρό τμήμα ενός πέτρινου τοίχου, είναι τα μοναδικά απομεινάρια της παλιάς Ι. Μ. Αγίου Γεωργίου που τα κτίσματά της βρίσκονται βυθισμένα στη λίμνη (φωτ. από 24 μέχρι και 28).

Ταξιδεύοντας το βλέμμα μας γύρω – γύρω, αντικρίζαμε εικόνες που μας θύμιζαν Ελβετικά τοπία. Δικαίως, λοιπόν, η περιοχή αποκαλείται από τους περισσότερους: «Κορινθιακή Ελβετία».

Περικυκλωμένη από τα μαγευτικά πυκνά δάση και από πάνω της να υψώνονται: η επιβλητική «Ντουρντουβάνα» (υψ. 2.109 μ.) και στη συνέχειά της οι απολήξεις του Χελμού [Αροάνια Όρη] (υψ. 2.338 μ.).

Στα ανατολικά της Λίμνης ορθώνεται η Μεγάλη Ζήρεια [Όρος Κυλλήνη] (υψ. 2.374 μ.) με τις μεγάλες κωνικές κορυφές της (φωτ. από 29 έως και 34).

Κάναμε, οδικώς, τον ασφαλτοστρωμένο γύρο της λίμνης μήκους 4ων και κάτι χλμ., που είναι ιδανικός για ποδηλασία, περιπάτους και άλλα αθλήματα. Σε πολλά σημεία της όχθης και κοντά σχεδόν στο νερό υπάρχουν διαμορφωμένοι χώροι αναψυχής: κιόσκια, παγκάκια με τραπεζάκια. Υπάρχει και η «Βρύση του Αρσένη».

Κατά την περιμετρική μας βόλτα γύρω από την λίμνη, είδαμε πολλές στημένες σκηνές και μια ομάδα επισκεπτών να κάνει ιππασία στο πανέμορφο αυτό τοπίο (φωτ. 35).

Έφτασε η ώρα που έπρεπε να αφήσουμε τη τεχνητή Λίμνη Φενεού «Δόξα» και να ανηφορίσουμε για την Ι. Μονή Αγ. Γεωργίου Φονιά (Φενεού), που «φωλιάζει» κυριολεκτικά «πνιγμένο» μέσα σε δασωμένη πλαγιά.

Απέχει ένα μόλις χιλιόμετρο από τη Λίμνη και έχει μια πανοραμική θέα προς όλο το γύρω τοπίο (φωτ. 36, 37) .

Ιστορικά στοιχεία της Μονής βρήκαμε γραμμένα σε ένα πινακάκι που ήταν αναρτημένο στο πέτρινο τοίχο εντός του Μοναστηριού (φωτ. 38).

Περιηγηθήκαμε έξω και μέσα στη Μονή.

Προσκυνήσαμε τις Άγιες εικόνες και επισκεφτήκαμε, ανεβαίνοντας με πολύ προσοχή την παλιά ξύλινη σκάλα, το κρυφό Σχολειό που βρίσκεται στο εσωτερικό του καθολικού.

Η φωτογράφηση εντός του Ναού απαγορευόταν.

Ήταν για μας μία ξεχωριστή εμπειρία (φωτ. από 39 μέχρι και 43).

Εκείνο που μας έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το σφυρήλατο θυρόφυλλο της ξύλινης πόρτας εισόδου στο καθολικό με την εικόνα του Αγίου Γεωργίου (φωτ. 44).

Ρωτώντας μάθαμε, πως στη Μονή έμειναν λιγοστοί μοναχοί. Μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού.

Πριν αναχωρήσουμε για τη συνέχεια, γυναίκες εθελόντριες μάς κέρασαν παραδοσιακό γλυκό κουταλιού τριαντάφυλλο (φωτ. 45).

Αποχαιρετήσαμε τις γυναίκες και αφού πήραμε την ευλογία από τον μοναδικό γέροντα μοναχό που συναντήσαμε, αναχωρήσαμε για τη συνέχεια του περιηγητικού μας ταξιδιού.

Προορισμός μας το Δερβένι Κορινθίας.

Κατηφορίσαμε από τη Μονή και φτάνοντας στη Λίμνη πήραμε τον ασφαλτόδρομο για Αρχαία Φενεό (Καλύβια Φενεού). Υπάρει και άλλος δρόμος, χωματόδρομος 4ων περίπου χλμ, που οδηγεί στο χωριό Φενεό.

Λίμνη «Δόξα»-Αρχαία Φενεός-Μεσινό-Γκούρα η οδική διαδρομή μας. Η ορεινή Γκούρα, το κεφαλοχώρι του Δήμου, είναι κτισμένη στα 1.000 μέτρα υψόμετρο στις δυτικές υπώρειες του ορεινού όγκου της Μεγάλης Ζήρειας.

Η θέση του χωριού είναι ένα φυσικό μπαλκόνι με φανταστική θέα προς το οροπέδιο Φενεού που απλώνεται στα 250 υψομετρικά μέτρα χαμηλότερά του.

Ταξιδεύοντας το βλέμμα μας από τα αριστερά προς τα δεξιά βλέπαμε τους ορεινούς όγκους: Ολίγυρτος (υψ. 1.934 μ.), Σαϊτάς (υψ. 1.814 μ.), Ντουρντουβάνα (υψ. 2.109 μ.) και δεξιότερα ένα κομμάτι του Χελμού (υψ. 2.338 μ.), που μαζί με τη Ζήρεια κυκλώνουν  όλο το οροπέδιο.

Δεν καθυστερήσαμε, συνεχίσαμε. Δεν κάναμε παραπάνω από 5,5 χλμ οδικής διαδρομής και φτάσαμε στην Ανω Ταρσό.

Σε μια στροφή του δρόμου η εικόνα που αντικρίσαμε μάς άφησε άφωνους και η πινακίδα: «Ιστορικά Μνημεία- Παναγία Καταφυγίων– (Μέσα στον βράχο)» μάς…προσκαλούσε…να επισκεφτούμε τον χώρο (φωτ. 46, 47).

Η πρόκληση μεγάλη και ακόμη μεγαλύτερη η περιέργεια. Σταματήσαμε και αρχίσαμε την…εξερεύνηση. Βρισκόμασταν στην άκρη ενός θεόρατου βράχου, ένα φυσικό μπαλκόνι στα 1.100 μέτρα υψόμετρο, που εκτός από την απερίγραπτη θέα μπροστά του είχε και ενδιαφέρουσα ιστορία.

Ήταν το πέρασμα του Κολοκοτρώνη και το καταφύγιο των ντόπιων αγωνιστών της Επανάστασης του 1821.

Απέναντί μας η πανέμορφη πλαγιά του ορεινού όγκου Ζήρειας με τα δάση και τα ορεινά χωριά του Νομού Κορινθίας. Μεταξύ των ορεινών χωριών και τα γνωστά σε όλους Τρίκαλα Κορινθίας (Κάτω, Μέσα, Άνω).

Λίγο χαμηλότερα βλέπαμε τους ελαιώνες και τους αμπελώνες να φτάνουν μέχρι τη βάση του βράχου που βρισκόμασταν. Και κοιτάζοντας αριστερά μας, διακρίναμε τον Κορινθιακό κόλπο (φωτ. 48, 49, 50).

Ανθρώπινη παρουσία απούσα. Μας «καλωσόρισαν», όμως, δεκάδες γατάκια (φωτ. 51, 52).

Περιηγηθήκαμε στους όμορφα διαμορφωμένους χώρους και θαυμάσαμε τη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης (φωτ. από 53 μέχρι και 64).

Επισκεφτήκαμε και τη Φάτνη που κατασκευάστηκε στον βράχο κοντά στην είσοδο στον χώρο (φωτ. από 65 μέχρι και 72).

Στον ερυθροκαφετί χρωματισμού κάθετο βράχο υπάρχουν εσοχές -σπηλιές- που χρησιμοποιήθηκαν σαν καταφύγια ή σαν χώροι διαμονής των ασκητών μοναχών.

Κοιτώντας τον βράχο με τις σκήτες και τον Ναό χαμηλά, είχαμε την αίσθηση πως βρισκόμασταν σε κάποιο Μοναστήρι των Μετεώρων (φωτ. 73, 74).

Σκέφτηκα να κατέβω τα εκατοντάδες σκαλοπάτια με σκοπό να φτάσω στη βάση του βράχου, εκεί που σε μια σχισμή του βρίσκεται ο Ναός. Θέλω να πιστεύω πως θα αντίκριζα ένα πρωτόγνωρο θέαμα, αλλά…

Γίνονταν κάποια έργα και η πινακίδα: «Απαγορεύεται η διέλευση λόγω πτώσης βράχων» με απέτρεψε να το επιχειρήσω.

Με τη σκέψη: «Δεν πειράζει, τώρα που έμαθα την ύπαρξη της Μονής του Βράχου θα τη επισκεφτώ την επόμενη φορά», αποφασίσαμε να αναχωρήσουμε για τη συνέχεια.

Η οδική διαδρομή μας μέχρι το Δερβένι Κορινθίας, σε ασφαλτόδρομο με πολλά στροφηλίκια, θα ήταν πραγματικά φανταστική εάν η φωτιά, στην περιοχή, δεν κατέκαιγε τα πάντα γύρω της.

Σήμερα στο πέρασμά σου, αντικρίζεις, στις πλαγιές, ένα χαλί χαμηλής βλάστησης με τους θάμνους που χρόνο με το χρόνο έχουν αναπτυχθεί στην περιοχή, καθώς και ορισμένα πευκάκια που δειλά-δειλά να κάνουν τη δική τους εμφάνιση.

Ταρσός-Εβροστίνα- Ροζενά-Δερβένι, η οδική διαδρομή μας μέχρι να βρεθούμε στις περιοχές της παραλιακής Κορινθίας.

Δερβένι-Ρίο (Αχαϊας) η συνέχεια του ταξιδιού μας.

Ferry του δρομολόγιου: Ρίο-Αντίρριο, για να ξεμουδιάσουμε και να ξεκουράσουμε το μεταφορικό μας μέσο.

Όμορφη εικόνα με την πανέμορφη Γέφυρα και τα αυτοκίνητα να πηγαινοέρχονται από «πάνω» μας (φωτ. 75, 76, 77).

Από το Αντίρριο, και μετά από ένα 4ωρο οδικό ταξίδι, φτάσαμε στην Βέροια γεμάτοι από εικόνες, εμπειρίες, εξερευνήσεις που θα μας μείνουν για χρόνια αξέχαστες.

banner-article

Ροη ειδήσεων