Απόψεις Ιστορία

“Πως τα ταξί έσωσαν το Παρίσι από τους Γερμανούς” γράφει ο Βενιζέλος Λεβεντογιάννης

.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΛΕΒΕΝΤΟΓΙAΝΝΗΣ

6 Σεπτεμβρίου 1914 – Παρίσι

Ο Ρισάρ Μαρσέλ ανασηκώθηκε από το κάθισμα του καθώς οδηγούσε και ίσιωσε τον καθρέπτη του αυτοκινήτου του. Κοίταξε μέσα το είδωλο του. Πέρασε την παλάμη του από το αξύριστο του πρόσωπο και χαμογέλασε στον εαυτό του. Ο ήλιος έπεφτε γλυκά και η αγαπημένη του πόλη λουζόταν με ένα υπέροχο φως. Ήταν ευχαριστημένος. Οι κούρσες που είχε πάρει σήμερα ήταν αρκετές.

Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα λατρεύουν να επισκέπτονται το Παρίσι. Ακόμη και αυτές τις μέρες μέσα στον άγριο πόλεμο, ακόμη και τώρα που οι Γερμανοί πλησίαζαν, οι τουρίστες δεν σταματούσαν να έρχονται στην Πόλη του Φωτός. Και εάν ξέρεις καλά τα κατατόπια όπως ο Ρισάρ, και μπορείς να γίνεις και ο ξεναγός τους, ακόμη καλύτερα. Πάντα θα έχεις δουλειά.

Τοποθέτησε καλύτερα την τραγιάσκα του, άναψε ένα Ζιτάν και ρούφηξε τον βαρύ καπνό βαθιά στα πνευμόνια του. Μια τουλούπα καπνού γέμισε το αυτοκίνητο. Πάτησε τον συμπλέκτη από το Ρενώ του, έβαλε ταχύτητα και ξεκίνησε από τον λόφο της Μονμάρτης, όπου μόλις είχε αφήσει τον τελευταίο του πελάτη, προς την πλατεία Μαντλέν. Η φωτεινή επιγραφή στον ουρανό του αυτοκινήτου του άναψε: TAXI PARISIEN

Ο Μαρσέλ έμενε στην περιοχή του Μονπαρνάς, ακριβώς πίσω από το νεκροταφείο. Στον αριθμό 20 του rue de la Gaite. «Άλλη μια κούρσα και μετά σπίτι» σκέφτηκε και πάτησε δυο φορές τον συμπλέκτη του αυτοκινήτου του, όπως έπρεπε για να αλλάξει ταχύτητα. Με δύναμη έσπρωξε τον μοχλό και η μηχανή του ταξί μούγκρισε. Από την εξάτμιση ακούστηκε ένα σκάσιμο και μετά το όχημα με τις λεπτές ρόδες, ξεχύθηκε στους λιθόστρωτους δρόμους του Παρισιού…

Ο Στρατηγός Γκαγιενί είχε 4 μερόνυχτα να βγει από το γραφείο του. Κοιμόταν ελάχιστα, στον κόκκινο καναπέ που είχε μέσα στο δωμάτιο και πάντα φορούσε τη στολή του. Όλη την ώρα ήταν χωμένος ανάμεσα σε στρατιωτικούς χάρτες του Παρισιού και των περιχώρων του. Το γραφείο του ήταν μεγάλο και οι πολυέλεοι στο ταβάνι μαζί με τα παχιά χαλιά τους καθρέπτες και τις βαριές πολυθρόνες, προσέδιδαν μια απίστευτη «Παρισινή αίγλη».

Πριν λίγες εβδομάδες η κυβέρνηση είχε ανακαλέσει την αποστρατεία του και τον είχε χρήσει Ανώτατο Στρατιωτικό Διοικητή της πόλης. Ο Γκαγιενί έσπαγε το κεφάλι του να βρει μια λύση. Οι Γερμανοί και οι άθλιοι Πρώσοι είχαν φτάσει μόλις 32 χιλιόμετρα έξω από τα ανατολικά προάστια του Παρισιού.

Οι αναφορές από την πρώτη γραμμή δεν ήταν καλές. Οι Γαλλικές δυνάμεις είχαν καθηλωθεί στις όχθες του ποταμού Μάρνη στην πόλη Μο. Το ηθικό τους ήταν διαλυμένο όπως άλλωστε και οι περισσότερες μονάδες τους. Οι Γερμανοί πολεμούσαν λυσσασμένα και ο στρατηγός ήταν σίγουρος ότι σε λίγες ώρες το μέτωπο θα κατέρρεε και θα έμπαιναν στο Παρίσι. Ήταν σίγουρος πως από το Μο οι Γερμανοί στρατηγοί, με καλό καιρό, θα μπορούσαν να διακρίνουν τον πύργο του Άιφελ.

Η πόρτα του γραφείου του χτύπησε και ο υφιστάμενος του και πιστός του φίλος ο στρατηγός Κλερζερί μπήκε μέσα. Στα χέρια του κρατούσε μια αναφορά από το μέτωπο. Στάθηκε προσοχή, χαιρέτησε, και με σταθερό χέρι έδωσε το χαρτί στον προϊστάμενο του. Η αριστερή πτέρυγα της αμυντικής διάταξης των Γάλλων ήταν έτοιμη να πέσει. Η Δεξιά πτέρυγα των Γερμανών σχεδόν είχε υπερκεράσει την αμυντική διάταξη και σε λίγο θα τσάκιζε τις δυνάμεις των Γάλλων. Ο δρόμος προς το Παρίσι θα ήταν ανοιχτός…

«Κάτι πρέπει να κάνουμε. Θα μας ισοπεδώσουν. Πρέπει να προλάβουμε τις καταστάσεις και να τους αιφνιδιάσουμε αλλιώς ας ξεχάσουμε το λατρεμένο μας Παρίσι» μονολόγησε ο Στρατιωτικός διοικητής της Γαλλικής πρωτεύουσας και έσκυψε πάλι πάνω στους χάρτες του.

«Ξέρετε κύριε στρατηγέ» είπε στον Κλερζερί, με επίσημο τόνο, δίχως να τον κοιτάζει «από όταν ανέλαβα τις τύχες αυτής της πόλης στα χέρια μου, έκανα ότι μπορούσα. Βελτίωσα τις επικοινωνίες, έφτιαξα οχυρώσεις στα πέριξ, οργάνωσα τις επιμελητείες και τα συσσίτια μέχρι και 12.000 στρατιώτες συγκέντρωσα αποκλειστικά για την άμυνα της πόλης, που τώρα κάθονται άπραγοι να βοηθήσουν. Αν μπορούσα μόνο να τους στείλω στο μέτωπο πίσω από τους Γερμανούς θα άλλαζαν όλα…»

Ο Κλερζερί κοίταζε τον προϊστάμενο του με συμπόνια. Ήταν χρόνια φίλοι αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε τώρα να βρίσκεται στη θέση του. Το όνομα του φίλου του όταν θα παρέδιδε, αναγκαστικά, την πόλη, στους Γερμανούς θα γραφόταν με τα μελανότερα χρώματα…

Ο στρατηγός πήρε το θάρρος και ρώτησε τον Διοικητή του: «Γιατί δεν τους στέλνουμε με τρένο στο μέτωπο;»

Το πρόσωπο του Γκαγιενί έλαμψε, σήκωσε το κεφάλι του από τους επιτελικούς χάρτες και είπε στον Κλερζερί να έρθει δίπλα του: «Εδώ, εδώ και εδώ οι Γερμανοί ελέγχουν τις σιδηροδρομικές γραμμές. Εδώ και εδώ απλά δεν υπάρχουν γραμμές.» Με το δάχτυλο του έδειξε στο χάρτη ότι η λύση του τρένου δεν είναι εφικτή.

«Εξάλλου αγαπητέ Κλερζερί» είπε ο στρατηγός, «με το τρένο μπορώ να μεταφέρω μόνο τους μισούς και αυτούς όχι στο σημείο που θα ήθελα για να βγω πίσω από τους Γερμανούς. Και 6.000 στρατιώτες σε ένα σημείο που δεν ευνοεί, είναι σαν να μην στέλνω κανέναν.»

Ο Κλερζερί απογοητεύτηκε. Σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο και με το άλλο του χέρι έπιασε την ταμπακιέρα με τα τσιγάρα του στην εξωτερική τσέπη της στολής του. «Στρατηγέ μου μπορώ να καπνίσω;» ρώτησε ευγενικά.

Ο Γκαγιενί που δεν κάπνιζε αλλά είχε συμβιβαστεί με το κουσούρι του φίλου του, δίχως να σηκώσει το κεφάλι του έδειξε με το χέρι του το παράθυρο.

Ο Κλερζερί έπιασε την ασημένια ταμπακιέρα του, έβγαλε ένα τσιγάρο και το χτύπησε δυο φορές πάνω της. Άνοιξε το παράθυρο άναψε το τσιγάρο και ρούφηξε βαθιά. Κοίταξε το Παρίσι την ώρα που έδυε ο ήλιος και μαύρισε η καρδιά του. Αναρωτήθηκε τι θα γινόταν…

Ένα δυνατό «μπαμ», που έμοιαζε με μικρή έκρηξη αλλά ήταν απλά ένα σκάσιμο εξάτμισης από ένα όχημα στην άκρη του λιθόστρωτου δρόμου, τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Κοίταξε τσαντισμένος προς το σημείο του θορύβου και ξαφνικά, γούρλωσε τα μάτια του. Ένα ταξί με φωτισμένη την επιγραφή στην οροφή του, περνούσε κάτω από το παράθυρο του…

Η ιστορία γράφεται από τυχαίες συμπτώσεις…Από τυχαίες συμπτώσεις και ευφυείς ανθρώπους. Ποτέ κανείς δεν θα μάθει ποιανού ιδέα ήταν να επιστρατευτούν τα 600 ταξί που κυκλοφορούσαν τον Σεπτέμβριο του 1914 στο Παρίσι. Μπορεί να το σκέφτηκε ο Κλερζερί, μπορεί και ο προϊστάμενος του ο Γκαγιενί… Η ουσία είναι ότι η επιστράτευση αυτή άλλαξε τη ροή του πολέμου.

Στις 7 του μήνα στις 13.00 ακριβώς, δόθηκε η εντολή για επιστράτευση των ταξί και στις 18.00 όλοι οι οδηγοί είχαν παραταχθεί σε μια ατελείωτη ουρά. Εξακόσια ταξί το ένα πίσω από το άλλο. Πήγαν όλοι τους εθελοντικά. Ακόμη και ο Ρισάρ Μαρσέλ που το απόγευμα το οποίο ο Κλερζερί κάπνιζε το τσιγάρο του στο παράθυρο του κτιρίου της Στρατιωτικής Διοίκησης Παρισίων, εκείνος περνούσε τυχαία με το ταξί του από κάτω…

Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση του εγχειρήματος μόνο εύκολη υπόθεση δεν ήταν. Το 1914, τα Παρισινά ταξί είχαν 2κίλυνδρη μηχανή των 1060 κυβικών η οποία απέδιδε στο δρόμο 8 ίππους. Το κιβώτιο ταχυτήτων ήταν τριών σχέσεων και η μέγιστη ταχύτητα που μπορούσε να αναπτύξει το κάθε όχημα, δεν ξεπερνούσε τα 45 χιλιόμετρα ανά ώρα. Για να μεταφερθούν όλοι αυτοί οι φαντάροι στο μέτωπο θα έπρεπε το κάθε ταξί να γεμίσει από 5 από αυτούς.  Όμως το βάρος των 5 στρατιωτών μαζί με την πλήρη εξάρτυση τους έκαναν τη μηχανή να λειτουργεί στα κόκκινα. Υπο τέτοιες συνθήκες τα 45 χιλιόμετρα την ώρα μειώνονταν κατά 20 χιλιόμετρα. Δηλαδή το κάθε ταξί δεν θα μπορούσε να τρέξει περισσότερο από 25 χιλιόμετρα.

Η τρελή ιδέα τελικά έγινε πραγματικότητα. Το κάθε ταξί πήρε 5 στρατιώτες και τους μετέφερε στο σημείο που ήθελε ο Στρατηγός Γκαγιενί, στο χωριό Γκανί, ανατολικά της πόλης των Παρισίων, και 10 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Μο. Πίσω από τις Γερμανικές δυνάμεις, οι οποίες ετοιμάζονταν για την τελική έφοδο και την κατάληψη του Παρισιού.

Εκείνο τα βράδυ τα Παρισινά ταξί έκαναν την συγκεκριμένη διαδρομή φορτωμένα, τουλάχιστον από 2 φορές το καθένα. Το κάθε όχημα πήγαινε στο μέτωπο γεμάτο φαντάρους, επέστρεφε και ξαναπήγαινε με τους υπόλοιπους. Μέχρι το ξημέρωμα 12.000 στρατιώτες ήταν με το δάχτυλο στη σκανδάλη πανέτοιμοι, στα νώτα του ανυποψίαστου εχθρού.

Η διαδρομή δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Τα ταξί με τους στρατιώτες ταξίδεψαν νύχτα μέχρι το σημείο αποβίβασης. Πήγαιναν σε μονή σειρά το ένα πίσω από το άλλο. Τα φώτα τους ήταν κλειστά και το κάθε όχημα είχε απόσταση 20 μέτρων, από το επόμενο. Ανά 20 ταξί στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ακολουθούσε και ένα φορτηγάκι του στρατού γεμάτο λάστιχα. Οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι, οι περισσότεροι για κάρα και άλογα, και τα λάστιχα της εποχής έσκαγαν εύκολα.

Ο κάθε οδηγός που έφτανε στο σημείο επέστρεφε με το όχημα του από διαφορετικό δρόμο. Έτσι η κύρια αρτηρία παρέμεινε με ένα ρεύμα κυκλοφορίας, πάντα ανοιχτή και υπήρχε συνεχής ροή στρατιωτών στο μέτωπο. Οι Γερμανοί δεν κατάλαβαν το παραμικρό…

Ο Ρισάρ Μαρσέλ οδηγούσε στο σκοτάδι και το δυστυχισμένο του Ρενώ αγκομαχούσε. Ήταν όμως ευχαριστημένος και υπερήφανος. Ήξερε ότι θα βοηθούσε να σωθεί η πατρίδα του. Ήξερε επίσης ότι θα πληρωνόταν από το κράτος, αφού ο νόμος όριζε πως για «περισσότερα από 3 άτομα στο όχημα η ταρίφα είναι διπλή».

Ήξερε επίσης ότι το Γαλλικό κράτος θα του έδινε και ένα φιλοδώρημα που θα ξεπερνούσε κατά πολύ το συνηθισμένο φιλοδώρημα που του έδιναν οι πελάτες. Σε αυτό θα έπρεπε να προστεθεί και το «επίδομα ανθυγιεινής» εργασίας που το συνδικάτο των ταξί είχε συμφωνήσει να δοθεί στους οδηγούς και το οποίο άγγιζε το 27% επί της αξίας της διαδρομής.

Σε λίγο θα ξημέρωνε και ήταν η δεύτερη και τελευταία διαδρομή που έκανε προς το χωριό Γκανί. Ο Ρισάρ ίσιωσε την τραγιάσκα του και κοίταξε στον καθρέπτη τα πρόσωπα των στρατιωτών που καθόντουσαν πίσω. Έπιασε το γαλάζιο πακέτο με την «τσιγγάνα που χορεύει», το άνοιξε με το ένα του χέρι και χωρίς να αφήσει τον δρόμο από τα μάτια του το πρότεινε πίσω. «Τσιγαράκι παιδιά;…»

Λίγα λεπτά μετά τις 8 και ενώ και οι τελευταίοι οδηγοί είχαν απομακρυνθεί από το Γκανί και επέστρεφαν προς το Παρίσι, ξεκίνησε η μάχη. Οι 12.000 Γάλλοι υπό τον στρατηγό Μονουρί, επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στο δεξί άκρο των Γερμανών. Ο διοικητής τους , ο στρατηγός Φον Κλούκ, τα έχασε. Δεν το περίμενε. Δεν κατάλαβε πως βρέθηκαν τόσοι ξεκούραστοι και ετοιμοπόλεμοι Γάλλοι από πίσω του. Έδωσε διαταγή να σταματήσει η προέλαση προς το Παρίσι και να αντιμετωπίσουν τον εχθρό στα νώτα τους.

Η μάχη διήρκεσε 5 ημέρες. Οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να φτάσουν ποτέ στο Παρίσι. Είδαν τον πύργο του Άιφελ μόνο με τα κιάλια τους. Μετά από λίγο διατάχθηκε υποχώρηση και αναδίπλωση όλων των Γερμανικών δυνάμεων.

Η Γερμανία που πόνταρε και έφτασε πολύ κοντά, στο να τσακίσει τις Γαλλικές δυνάμεις, να πάρει το Παρίσι και κατόπιν να κλείσει το δυτικό μέτωπο και να ασχοληθεί με τους Ρώσους, δεν τα κατάφερε. Για τα επόμενα 3 χρόνια θα πολεμούσε ανάμεσα σε 2 μέτωπα.

Ο Ρισάρ Μαρσέλ και άλλοι 599 συνάδελφοι του έσωσαν το Παρίσι και άλλαξαν τη ροή της ιστορίας…

Το Ποντίκι

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ