Πέτρος Μαλιάρας: “Το σανίδι της σκηνής είναι το σπίτι μου…”
Είναι ακόμα πολύ νέος. Τα δείγματα γραφής όμως που έχει δώσει, σκηνοθετώντας παραστάσεις με τα εργαστήρια των μαθητών του στο ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, αποδεικνύουν πως η ηλικία του δεν έχει καμία σχέση με το αποτέλεσμα της δουλειάς του, που κυριολεκτικά την αγκάλιασε το κοινό.
Μια δουλειά που τη χαρακτηρίζει, πέρα από τον κόπο, το ταλέντο, το πάθος, οι δροσερές ιδέες και κάτι αναμφισβήτητο, το καταπληκτικό δέσιμο με τους μαθητές του που τον λατρεύουν.
Με περιμένει στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της Βέροιας. Αισθάνεται πως η σκηνή της είναι το σπίτι του. Εδώ στηνει τις παραστάσεις του, εδώ χτίζει τους δεσμούς με τους μαθητές του, εδώ αντηχεί το χειροκρότημα…
Ο Πέτρος μιλά για τη γοητεία του Θεάτρου, για τις αγωνίες του σκηνοθέτη αλλά και του ηθοποιού -τη διπλή ιδιότητα που τον χαρακτηρίζει- μιλά για τους μαθητές του, για την καινούρια εποχή που χαράζει στο Θέατρο, μιλά με έντονο πάθος για όλα και για όλους μέσα από μια πραγματικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη.
Είναι ολοφάνερο το πάθος σου για το Θέατρο αλλά και η ικανότητά σου να το βιώνεις με πολλούς τρόπους. ‘Εχεις τελειώσει το Οικονομικό του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όμως έχεις εγκαταλείψει κάθε προοπτική ενασχόλησης με τα Οικονομικά. Από πότε σε κερδίζει το Θέατρο;
Από πολύ μικρό. Στην Πρώτη και Δευτέρα Δημοτικού είχα μια δασκάλα, την Ειρήνη τη Δασκιωτάκη, που, αποχαιρετώντας μας και λέγοντας στον καθένα πώς μας βλέπει στο μέλλον, γυρίζει σε μένα και μου λέει «εσύ θα γίνεις ηθοποιός». Έχω ακόμα τη φωνή της στ’ αυτιά μου. Ήταν μια γυναίκα που την αγαπήσαμε πάρα πολύ. Νομίζω πως έτσι μπήκε το «μικρόβιο» μέσα μου.
Βέβαια, στην πορεία ακολούθησα έναν πιο σίγουρο δρόμο, που ήταν τα Οικονομικά, πήρα το πτυχίο μου, παράλληλα όμως ξεκινάω ένα Εργαστήρι Δραματικής στη Θεσσαλονίκη στην «Ούγκα Κλάρα», με το Δημήτρη το Σακατζή, κι από κει ξεκινά να γίνει πράξη αυτό που μέσα μου ενυπήρχε σαν σκέψη και σαν μικρόβιο. Αρχίζει να ανθίζει ο σπόρος…
Τελειώνω τη Σχολή, φεύγω φαντάρος και γυρνώντας μπαίνω σε μια διαδικασία λέγοντας τι πρέπει να κάνω τώρα. Κυνήγησα και τα Οικονομικά, να μην πω ότι δεν το έκανα. Χτύπησα πόρτες, που δεν τις βρήκα ανοιχτές, ήταν και η αρχή της κρίσης ’10 με ’11, οπότε μου ζητά η φίλη μου η Λένα η Πετροπούλου να παίξω σε μια παιδική παράσταση. Κι από κει ξεκινά ένα πανέμορφο ταξίδι, ένα ταξίδι με πολύ κόπο, πολλές χαρές και πολλές λύπες. Όλα τα περιγράφει η λέξη «ένταση».
Ηθοποιός αλλά και σκηνοθέτης. Ηθοποιός σε πολλές παραστάσεις από το 2007 αλλά και ηθοποιός σε δύο ταινίες μεγάλου μήκους. Τι σημαίνει για σένα ηθοποιός, το γνωστό «ηθοποιός σημαίνει φως»;
Το «ηθοποιός σημαίνει φως» το ακολουθούν κι άλλα, όπως φως, νερό, τηλέφωνο. Πέρα από το «ποιώ ήθος» μπαίνει και ο βιοποριστικός παράγοντας στο όλο θέμα. Πώς μπορείς να βρεις ισορροπία ανάμεσα στα δύο, ώστε να κάνεις πράγματα που εκφράζουν εσένα ως ηθοποιό και ως προσωπικότητα, αλλά να κάνεις και πράγματα που να σε βοηθούν να βιοπορίζεσαι, χωρίς να ζητάς από τους δικούς σου;
Αυτό συμβαίνει κάποιες φορές, γιατί στη δουλειά μας υπάρχουν περίοδοι και περίοδοι, και δόξα τω Θεώ που έχω αυτούς τους γονείς που με στηρίζουν, γιατί αλλιώς δεν ξέρω πώς θα τα έβγαζα πέρα.
Ποιες από τις παραστάσεις στις οποίες συμμετείχες, από Κωμωδία και Θέατρο του Παραλόγου μέχρι Αρχαία Τραγωδία σε εξέφρασαν περισσότερο ή καλύτερα ποιο θεατρικό είδος θεωρείς ότι σου πάει περισσότερο;
Η παράσταση που ξεχωρίζω είναι αυτή που είδατε και το καλοκαίρι εδώ στη Βέροια, το «Εις τους πέντε δρόμους». Μια παράσταση κωμωδίας ως προς τη φύση της, που ήταν γέννημα μιας ομάδας ανθρώπων. Κάναμε την παραγωγή μόνοι μας, ψυχή της παράστασης η Λένα η Πετροπούλου, εξαιρετικά χαρισματική, πρώτα φίλη και μετά σκηνοθέτιδά μου, που ομολογώ αν δεν ήταν στη ζωή μου, δεν ξέρω αν θα ήμουν εδώ που είμαι.
Αυτήν την παράσταση την ξεχωρίζω όχι μόνο γιατί με εξέφρασε απόλυτα, αλλά γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να δουλέψω πάνω σε μια κωμωδία όχι της ατάκας ή του στημένου αλλά σε μια κωμωδία καταστάσεων που πηγάζει από μια κίνηση, ένα χαμόγελο, μια αντίδραση, μια κωμωδία που τη χαρακτηρίζει η φυσικότητα, μια κωμωδία που την αγκάλιασε το κοινό.
Άλλη σημαντική για μένα παράσταση ήταν το «Περιμένοντας τον Γκοντό», που συνδύαζε το Θέατρο του Παραλόγου με την κωμωδία. Δυο παρίες, παλιάτσοι –ο ένας από τους δύο εγώ- περιμένουν χωρίς να συμβαίνει κάτι, τρέχοντας ασταμάτητα στη σκηνή. Ο σκηνοθέτης Στάθης Μαυρόπουλος με εμπιστεύτηκε χωρίς να με ξέρει καλά κι είδα μέσα απ’ αυτό πόσο βάρος κουβαλάει μια τέτοια επιλογή. Είχα τρομερή αγωνία μέχρι να το δει το κοινό, που τελικά το αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή. Ήταν μια παράσταση που με εξέφρασε απόλυτα επίσης.
Κι ο κινηματογράφος τι εμπειρία προσθέτει σ’ έναν ηθοποιό του θεάτρου;
Μπορεί να προσθέσει πολλές και περίεργες εμπειρίες! Η πρώτη μου ταινία ήταν μια τέτοια εμπειρία, αφού ήταν μια ταινία…τρόμου! Τη σκηνοθέτησε ο Φίλιππος ο Χαλάτσης το 2006, ενώ ήμουν ήδη στο θεατρικό εργαστήρι. Δεν είχα την εκπαίδευση για να κάνω κάτι τέτοιο, αποδείχτηκε όμως ότι δεν πήγε άσχημα και μου έδωσε αρκετά πράγματα.
Το κυριότερο είναι η εμπειρία που αποκτάς παίζοντας μπροστά σε μια κάμερα. Είναι τελείως διαφορετική η αίσθηση από το να παίζεις στο θέατρο!
Στη δεύτερη ταινία του Μιχάλη Χαραλαμπίδη – ο Χαραλαμπίδης συμμετείχε στην ομάδα που γύρισε το game of thrones- το θέμα ήταν ένα σενάριο που αναφερόταν στο μέλλον, όπου οι άνθρωποι πεθαίνουν στα 30 τους και αναζητιέται ένας ορός νεότητας. Εδώ μπορούσα να εφαρμόσω την εμπειρία μου του θεάτρου πολύ περισσότερο. Όμως κάτι τέτοιο στην κάμερα μεγεθύνεται, αφού μπορεί να πιάσει και την ελάχιστη κίνηση που κάνει το βλέφαρό σου. Για μένα αυτό ήταν κάτι πολύ δύσκολο, μακριά από τη θεατρική μου εμπειρία. Ένιωθα ότι δεν κάνω απολύτως τίποτα σε σχέση με το θέατρο.
Στον κινηματογράφο, βέβαια, υπάρχει και η ευκολία της επανάληψης, μέχρι να αποτυπωθεί το ζητούμενο, κάτι που δεν μπορεί να συμβεί σε μια θεατρική παράσταση κι αυτό είναι πολύ καλό. Η κινηματογραφική μου εμπειρία, λοιπόν, δεν είναι μεγάλη, είναι όμως πολύτιμη.
Με έκπληξη διαπίστωσα ότι έχεις γράψει και θεατρικά κείμενα σε συνεργασία με το Μιχάλη Χονδροματίδη. Θεωρείς ότι μπορείς να εκφραστείς με επιτυχία και σ’ αυτόν τον τομέα, στη θεατρική γραφή;
‘Εχοντας τη γνώση πολλών κειμένων που πέρασαν από τα χέρια μου, μπορώ να υιοθετήσω ίσως κάποιες φόρμες που χρησιμοποιούν θεατρικοί συγγραφείς. Δεν πιστεύω ότι θα μπορέσω να γράψω κάτι ιδιαίτερο. Οι απόπειρες που κάναμε πήραν ιδιαίτερο βάρος και μια λογοτεχνική διάσταση λόγω του Μιχάλη. Συνδυάστηκε η δική του ματιά με τη δική μου γνώση σε τεχνικά θέματα.
Να προσθέσω όμως ότι το γράψιμο προέκυψε και ως ανάγκη στα τμήματα διδασκαλίας. Γιατί πολλές φορές οδηγείσαι σ’ ένα κείμενο ανάλογα με τα παιδιά που έχεις, αριθμό, ικανότητα… Το ένα οδηγεί στο άλλο, λοιπόν. Η γραφή του κειμένου, μέχρι τώρα τουλάχιστον, υπήρξε καθαρά χρηστική.
Στη Βέροια είσαι περισσότερο γνωστός ως σκηνοθέτης του ΔΗΠΕΘΕ. Έχεις αναλάβει θεατρικά εργαστήρια με παιδιά 15-18 ετών. Εκείνο που είναι χαρακτηριστικό των παραστάσεων που σκηνοθέτησες δεν είναι μόνο η ποιότητα αλλά και η ανταπόκριση που είχαν στον κόσμο. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας;
Έχω και μικρότερους μαθητές 13-14 ετών. Όσο για το μυστικό είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς. Κάθε φορά που ανεβάζουμε μια παράσταση, όχι μόνο εδώ στη Βέροια, αλλά και στη Θεσσαλονίκη, σε άλλες παραστάσεις που συμμετείχα, ποτέ δεν ξέρεις τι ανταπόκριση θα βρεις. Αν ήξερες το μυστικό, θα είχες χαράξει εξαρχής το δρόμο.
Νομίζω πως αυτό που άγγιξε τον κόσμο εδώ στη Βέροια, με τις παραστάσεις των παιδιών, ήταν η άλλη ματιά. Οι θεατές έχουν την αίσθηση πως δεν βλέπουν παιδιά να παίζουν. Βλέπουν δουλεμένα πρόσωπα πάνω στη σκηνή. Κι αναρωτιέται ο κόσμος πώς τόσο μικρά παιδιά μπορούν να παίζουν έτσι.
Βέβαια, αυτό κρύβει πάρα πολλή δουλειά από όλους μας, πολλή φωνή από μένα, αλλά και πολλή αγάπη. Δε με πειράζουν οι 15 ώρες που θα φάμε κάποιες φορές στις πρόβες, για να πετύχουμε το αποτέλεσμα που θέλω. Να μην πω ότι αισθάνομαι και ξεκούραστος, όταν τελειώνουμε, να μην πω ότι αισθάνομαι πλήρης, ευτυχισμένος. Είναι μια σχέση μαγική…
Αυτή η μαγική σχέση εκφράζεται και μέσα από τις εκδηλώσεις λατρείας των μαθητών σου στο τέλος κάθε παράστασης. Το διαπιστώσαμε όλοι. Πώς χτίζεται μια τέτοια σχέση;
Τη συναισθηματική φόρτιση, τη συγκίνηση που νιώθω, όταν βλέπω τους μαθητές μου να παίζουν πάνω στη σκηνή, ελάχιστες φορές τη νιώθω, όταν παίζω εγώ.
Νιώθω πραγματικά περήφανος να τους βλέπω να παίζουν έτσι, όπως παίζουν, μετά από τις ατέλειωτες πρόβες μας. Και, φυσικά, μετά από τόσο δέσιμο, τόση δουλειά, έρχεται και η είσπραξη των εκδηλώσεων αγάπης από τη μεριά τους.
Νομίζω πως τη σχέση τη χαρακτηρίζει η σωστή επικοινωνία, που βασίζεται στην ειλικρίνεια αλλά και στην αυστηρότητα. Είναι απαραίτητη η αυστηρότητα, για να λειτουργήσει η διαδικασία της μάθησης.
Όμως υπάρχει κι από τις δύο πλευρές η δοτικότητα και η προσπάθεια από τη μεριά μου καθαρά να νιώσουν πάθος γι’ αυτό που κάνουν, να «πορωθούν» όπως λένε τα ίδια!
Η μεγαλύτερη επιτυχία για μένα δεν είναι ούτε οι πετυχημένες παραστάσεις, ούτε ότι ήρθαν στα τμήματά μου πολλά παιδιά. Είναι το ότι το πάθος που έχω εγώ για το Θέατρο καταφέρνω να το περάσω στα παιδιά. Αγαπώ τη δουλειά μου, αγαπώ τα παιδιά, πιστεύω πως κρατώ ισορροπίες στη σχέση μου μαζί τους, γι’ αυτό χτίστηκε και χτίζεται η σχέση αυτή. Στους μαθητές μου βλέπω τη συνέχεια…
Να προσθέσω ότι αυτή η ίδια σχέση δημιουργείται και με τους ενήλικες. Φέτος έχω αναλάβει κι ένα τμήμα ενηλίκων, το «Σανίδι». Μια ομάδα που προϋπήρχε, και που τώρα εντάχθηκε στα τμήματά μας και αριθμεί αυτήν τη στιγμή 15 άτομα. Είχαν πάθος για το Θέατρο και το πάθος αυτό τώρα μεγαλώνει.
Συνολικά τα τμήματά μου είναι έξι. Έχω μια ομάδα Α’ και Β’ Γυμνασίου, μια ομάδα Γ’ και οι άλλες τρεις ομάδες ανηλίκων είναι και οι τρεις Λυκείου. Πάρα πολλά παιδιά Λυκείου, πραγματικά μεγάλη χαρά για το ΔΗΠΕΘΕ, αλλά και για την ίδια την πόλη.
Τόσα παιδιά επιλέγουν στον ελεύθερο χρόνο τους να κάνουν Θέατρο! Δεν είναι μικρό πράγμα, όταν μάλιστα ο ελεύθερος χρόνος τους είναι τόσο λίγος!
Τι είναι, λοιπόν, το ΔΗΠΕΘΕ της πόλης για σένα; Και γενικότερα, πώς βλέπεις το ρόλο των ΔΗΠΕΘΕ σήμερα;
Ας ξεκινήσουμε αντίστροφα. Τα ΔΗΠΕΘΕ αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα πονούν. Έχει γίνει μια επανεκκίνηση πρόσφατα αλλά μέχρι τώρα ήταν προβληματικά, υπολειτουργούσαν, δεν δίναν το βήμα που δίνανε παλιά, γιατί δεν υπήρχε η δυνατότητα για κάτι τέτοιο.
Σήμερα τα ΔΗΠΕΘΕ ξαναποκτούν πνοή κι αυτή η πνοή ξεκινά από μέσα, από ανθρώπους που έρχονται και χτίζουν το καινούριο.
Όσο για το δικό μας ΔΗΠΕΘΕ, της Βέροιας, που είναι αυτήν τη στιγμή σε εποχή άνθισης, με τους πάνω από 300 μαθητές των εργαστηρίων του και τις ποιοτικές δικές του παραστάσεις, μου δίνει την ευκαιρία να κάνω πράξη αυτά που σκέφτομαι και σχεδιάζω. Το μεγαλύτερο «ευχαριστώ» μου του το οφείλω για την ελευθερία που μου χαρίζει. Μου επιτρέπει να δημιουργώ με απόλυτη ελευθερία, κι αυτό το αίσθημα για τον καθένα που αφιερώνεται στην Τέχνη είναι μοναδικό.
Αυτό εδώ το σανίδι της σκηνής είναι πια το σπίτι μου…
Κι ας πάμε στην πρόσφατη επιτυχία της « Γκόλφως», που ανέβηκε δύο φορές, καλοκαίρι του ’17 και χειμώνα του ’18, αφήνοντας στο κοινό τις καλύτερες εντυπώσεις. Πώς αποφασίστηκε η επιλογή ενός έργου παρωχημένου και χιλιοπαιγμένου, πώς του δόθηκε αυτή η άλλη διάσταση που τόσο άρεσε, και το σημαντικότερο, πώς το δέχτηκαν και τελικά πώς το βίωσαν οι μαθητές σου;
Το «ταξίδι» της «Γκόλφως» ξεκίνησε το Γενάρη του ’17, όταν έφερα στα παιδιά το κείμενο. Το κείμενο το επέλεξα, γιατί ήταν για μένα μια πραγματική πρόκληση αυτό το παρωχημένο κείμενο να λειτουργήσει σήμερα. Μπορεί, σκεφτόμουν, ένας σημερινός θεατής να δει τη «Γκόλφω» και να τον συγκινήσει;
Η μεγαλύτερη όμως δυσκολία ήταν πώς θα πείσεις αυτά τα παιδιά, των 15-16 χρόνων να το βιώσουν και να το μεταφέρουν στο θεατή.
Ήμασταν σ’ αυτήν εδώ τη σκηνή της Στέγης, έχω διαβάσει ένα μέρος από το κείμενο κι ακούω να μου πετούν: «Τι λέτε τώρα, κύριε, πλάκα μας κάνετε; Θα φορέσουμε φουστανέλες και τσαρούχια; Θα μας πετάξει ο κόσμος ντομάτες!»
Καθώς προχωρώ στην ανάγνωση αρχίζουν και ξεχωρίζουν τη δύναμη της αγάπης που φτάνει μέχρι το θάνατο, την προδοσία, την κατάρα… Βλέπουν έναν «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» μέσα από τη δική μας παράδοση και βήμα το βήμα, όταν ξεκινούν οι πρόβες και συνεχίζονται, το αγαπούν και το αγαπούν πολύ. Ακόμα μιλούν τα παιδιά με νοσταλγία γι’ αυτήν την παράσταση.
Τεράστιο ρόλο στην αποδοχή από τη μεριά τους έπαιξε η μουσική της παράστασης, που δεν το κρύβω, η αφορμή ν’ ασχοληθώ με τη «Γκόλφω» ήταν αυτή η μουσική. Το πάντρεμα του βουκολικού ήχου με το σύγχρονο μέταλ! Συναντήθηκα με τους δημιουργούς της μουσικής, τους Villagers of Ioannina City, τους γνώρισα, και συζήτησα μαζί τους πάνω στα κομμάτια. Συχνά σε μια παράσταση με οδηγεί όχι μόνο ένα κείμενο αλλά και μια μουσική.
Κι έτσι, μέσα από το πάντρεμα του παλιού με το καινούργιο, αναδεικνύοντας τη διαχρονικότητα μιας τόσο παλιάς ιστορίας, πετύχαμε να το αγαπήσουν πολύ τα παιδιά, αλλά να το χαρούν και οι θεατές.
Τι σημαίνει, λοιπόν, για σένα η λέξη σκηνοθεσία;
Σκηνοθεσία είναι η προβολή μιας σύλληψης που σου δίνει ένα κείμενο και μια μουσική, η ανάγκη να το καταθέσεις στην πράξη μέσα από θεατρικές εικόνες.
Είναι, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, σα να έχεις ένα φιλμ μέσα στο κεφάλι σου και θέλεις να εμφανιστεί, για να το δουν κι άλλοι.
Και πάνω απ’ όλα, πέρα από την ανάγκη, είναι και μια εσωτερική αναζήτηση. Αναρωτιέσαι έχω να πω κάτι μ’ αυτό το κείμενο; Αν όχι, τότε είμαι ένας απλός τροχονόμος που βοηθώ στην… κυκλοφορία! Θ’ αγγίξω το κοινό, πώς θα το πετύχω; Θα μπορέσω να συγκινήσω όλους τους θεατές μου; Κάποιους; Θα πάρουν φεύγοντας κάτι μαζί τους; Είναι μια πολύπλοκη διαδικασία αυτή αλλά συγχρόνως τόσο όμορφη…
Πάνω απ’ όλα σκηνοθέτης σημαίνει επαφή με τον ηθοποιό, επαφή ανθρώπου με άνθρωπο. Αν δεν μπορείς να επικοινωνήσεις με τους ηθοποιούς σου, να τους εμπνεύσεις, έχεις αποτύχει. Ηθοποιός και σκηνοθέτης πρέπει να γίνουν ένα.
Δε θεωρώ όμως τον εαυτό μου ακόμα σκηνοθέτη. Είναι λέξη βαριά. Σκηνοθετώντας πάντως εδώ στο ΔΗΠΕΘΕ, κυρίως με τις ομάδες μου, νιώθω πως γίνομαι κάθε χρόνο εσωτερικά καλύτερος. Αρχίζω να αγαπώ πολύ αυτό το κομμάτι της σκηνοθεσίας, που με δυο λόγια αποτελεί πάνω απ’ όλα μια εξαιρετικά γόνιμη προσωπική αναζήτηση.
Το καλοκαίρι συμμετείχες στην εξαιρετική παράσταση «Εις τους πέντε δρόμους» της Λένας Πετροπούλου, όπου πέρα από το ταλέντο σου ως ηθοποιού φάνηκε και το ταλέντο σου στο τραγούδι. Αν σου ζητούσαν να επιλέξεις ανάμεσα στον ηθοποιό και το σκηνοθέτη, θα μπορούσες να το κάνεις;
Όχι. Παρόλο που αγαπώ τη σκηνοθεσία και το έχω αποδείξει, το να παίζω είναι μια άλλη ανάγκη. Το να δουλεύω ως ηθοποιός με ανθρώπους που έχουν να μου δώσουν άλλες οπτικές, καινούριους ρόλους, καινούριες ιδέες, είναι πολύ σημαντικό για μένα. Θέλω ακόμα να δοκιμαστώ σε πάρα πολλά πράγματα ως ηθοποιός.
Σίγουρα όμως και η συγκίνηση που παίρνω από τη σκηνοθεσία, είναι για μένα εξαιρετικά σημαντική. Αν θα μπορούσα να τα κάνω παράλληλα, θα ήθελα να συνεχίσω και τα δύο. Δίνεις και παίρνεις και στα δύο.
Πόσο όμορφο είναι να υλοποιείς με το παίξιμό σου αυτό που ο σκηνοθέτης σου είχε στο μυαλό του, αλλά και πόσο εξίσου σημαντικό είναι να περνάς με τους ηθοποιούς σου αυτό που ο ίδιος ως σκηνοθέτης συνέλαβες, κάτω στους θεατές!
Αν και πολύ νέος έχεις ήδη μια εμπειρία πάνω στα θεατρικά πράγματα. Πώς βλέπεις τις τάσεις που επικρατούν σήμερα; Που πάει το Θέατρο από την άποψη των επιλογών των έργων αλλά και από την άποψη του στησίματος μιας παράστασης;
Θα ξεκινήσω από τα θετικά. Θεωρώ ότι στις μέρες μας μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, όπως το Κρατικό ή τα ΔΗΠΕΘΕ, δίνουν μεγαλύτερο βήμα σε νέους ανθρώπους για να εκφραστούν.
Παράδειγμα το «Γκιάκ», ιστορίες πολέμου από τη Μικρασιατική Εκστρατεία, που γράφτηκε από έναν νέο άνθρωπο το Δημοσθένη Παπαμάρκο και σκηνοθετήθηκε από τη Γεωργία τη Μαυραγάνη, εξαιρετικά ταλαντούχα. Ανέβηκε στη Μονή Λαζαριστών. Ήταν κάτι το μαγικό. Ατμόσφαιρα κατανυκτική μ’ ένα μόνο τραπέζι και 6-7 ηθοποιούς. Πράγμα απίστευτο! Ανάλογες παραστάσεις ο «Ριχάρδος ο Γ»’ και το καταπληκτικό «Festen» του Γιάννη Παρασκευόπουλου!
Νιώθω, λοιπόν, ότι η πορεία του Θεάτρου στην Ελλάδα, ενώ διατηρεί τις παλιές επιλογές, γνωστοί ηθοποιοί, ρόλοι χαρακτηριστικοί, τώρα αρχίζει και βαδίζει σε κάτι πιο ομαδικό. Πιστεύω το ομαδικό παίξιμο, το δέσιμο των ηθοποιών, αρχίζει πλέον και δημιουργεί παραστάσεις συνόλου. Αυτό είναι στο ξεκίνημά του ακόμα.
Βέβαια, όπως είπα και πριν, εξακολουθεί να κυριαρχεί και η άλλη τάση με το κεντρικό όνομα ή επιλογές ηθοποιών γνωστών από την τηλεόραση, για να φέρουν τον κόσμο. Όμως υπάρχει και η αντίπερα όχθη που κερδίζει έδαφος. Ένα καινούριο Θέατρο, αυτό της συλλογικότητας γεννιέται!
Και κάτι επίσης σημαντικό, το θεατρόφιλο κοινό αρχίζει και μεγαλώνει. Πράγμα εξαιρετικά ελπιδοφόρο!
Και τελειώνοντας, τι είναι για σένα το Θέατρο; Πώς θα όριζες τη σχέση σου μαζί του μέσα σε λίγες λέξεις;
Για μένα το Θέατρο είναι ένα γοητευτικό παιχνίδι, μέσα από το οποίο ξαναγίνομαι παιδί. Παιδί μ’ όλη τη σημασία της λέξης.
Δοκιμάζω, πονώ, καταπιάνομαι με πράγματα σαν παιδί. Γιατί είσαι παιδί εδώ μέσα. Ένα παιδί που έχει να αντικρύσει έναν τεράστιο κόσμο. Κάθε κείμενο είναι ένας καινούριος κόσμος, ένας φανταστικός κόσμος που δημιουργείται μέσα σου κι αυτό το πράγμα σε κάνει παιδί. Φεύγεις από το σανίδι που πατάς και απογειώνεσαι, πετάς. Νιώθεις μια πρωτόγνωρη ανάταση όχι μόνο ψυχική αλλά και σωματική. Δε θα μπορούσα, λοιπόν, να φανταστώ τον εαυτό μου έξω από ένα τέτοιο παιχνίδι…
Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Πέτρου Μαλιάρα
……………
* Μετά από τόσα χρόνια από τη συνέντευξη και με αλλεπάλληλες επιτυχίες στη Βέροια, το 2024 ο Πέτρος Μαλιάρας άνοιξε τα φτερά του για την Αθήνα. Η πορεία ήταν προδιαγεγραμμένη.