Τζωρτζίνα Αθανασίου
Αγαπημένε μου,
Πρέπει να ήμουν γύρω στα πέντε μα θυμάμαι σαν χθες ότι είχα ξαπλώσει μπρούμυτα σε ένα πουφ και έκλαιγα δήθεν σιωπηλά, και δήθεν αξιοπρεπώς, και δήθεν με κατανόηση και με βλέμμα «εγώ το ήξερα, και δε με νοιάζει και καθόλου άμα θέλετε να μάθετε». «Δεν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης». Κόλαφος. Δεν ξέρω πώς τους ήρθε να μου πουν ένα τέτοιο ψέμα. Μη νομίζεις, από πείσμα έκλαιγα, αν είναι δυνατόν να μην υπάρχεις!
Το τί εξηγήσεις σκαρφίζονται όσοι μεγάλωσαν ψυχή και σώματι δεν περιγράφεται, για ώρες ολόκληρες μπορεί να παραληρούν για την περιφέρεια της Γης, για το βάρος του έλκηθρου, για το προσδόκιμο ζωής στους Πόλους, για τον χρόνο κατασκευής των παιχνιδιών, για τη διαχείριση της αλληλογραφίας σου, για την φανταστική μύτη του Ρούντολφ και για το ότι δεν υπάρχουν ιπτάμενοι τάρανδοι. Σαφώς και όλα αυτά είναι αλήθεια. Μια νύχτα δεν φτάνει για να φορτώσεις, να πετάξεις, να μοιράσεις δώρα σε όλα τα σπίτια, να φας όλα τα γλυκά, και για να το δυσκολέψουμε, να μπεις και αθόρυβα από την καμινάδα. Αυτά όμως, ισχύουν για τον κάθε απλό Βασίλη. Όχι για εσένα, εσύ είσαι ο Άγιος Βασίλης.
Αν δεν υπήρχες, δεν θα σου ετοιμάζαμε κάθε χρόνο καλωσόρισμα, ούτε θα σου φούσκωνα μπαλόνια. Ούτε θα μιλούσαν όλοι για σένα, ούτε θα ξέραμε τι φοράς ούτε ότι το κατοικίδιό σου έχει μύτη φωτεινή. Υπάρχεις γιατί απλούστατα, παιδιάστικα και πεισματικά αρνούμαι να σε αφήσω και αρνείσαι να με αφήσεις. Υπάρχεις επειδή έχω τα τότε δώρα σου, και επειδή τρως το τωρινό μου κέικ. Υπάρχεις επειδή σ’αγαπώ.
Η αλήθεια είναι όμως ότι είσαι και λίγο σκληρός. Τί το θέλεις εκείνο το «Αν είστε καλά παιδιά θα σας φέρω δώρα;;» Εγώ ξέρω καλά παιδιά που δεν πήραν ή δεν θα πάρουν δώρα, μα που αξίζουν όλα τα δώρα του κόσμου επειδή αυτός ο κόσμος τους τα στέρησε. Κάποια δεν έχουν ούτε αγάπη, ούτε ζέστη, ούτε ζεστασιά, και εμείς οι μεγάλοι κατασκευάσαμε αυτήν την οδύνη στον υπέροχο αυτό κόσμο, τον αγγελικά πλασμένο, και καλείσαι εσύ να την απαλύνεις μια φορά τον χρόνο. Και δεν πρόκειται για το δώρο, όλα γίνονται για να σβήσει πίκρα της καρδιάς που ανεβαίνει στο στόμα, για το τρέμουλο που ανοίγει στο στήθος σαν τριαντάφυλλο και μουδιάζει τα ακροδάχτυλα. Και μη νομίζεις πως δεν πειράζει. Πειράζει. Πειράζει για κείνη τη ρημάδα την ελπίδα που απελπίζεται και ταλαιπωρεί μάτια και χείλη.
Έχεις δίκιο, πού να με θυμάσαι, πάει καιρός από το τελευταίο μου γράμμα. Έχω μεγαλώσει τόσο που δεν έρχεσαι πια. Δεν είναι ότι με ξέχασες, ούτε έγινα λιγότερο καλή, τα ίδια ελαττώματα έχω μόνο που κάποια τα ελέγχω, αλλά μην ελπίζεις και σε κανένα θαύμα. Στον εαυτό μου βέβαια, για να τον παρηγορήσω, λέω πως από μόνη μου παραμερίζω προς χάριν των μικρότερων. Αλλά ποιον κοροϊδεύω; Κατά βάθος ξέρω πως άλλο φταίει. Τι νόμιζες; έχω μιλήσει και με τους υπόλοιπους της γενιάς μου. Ευθύνεται μάλλον το γεγονός ότι εδώ και λίγα χρόνια, ξέρεις πως μας λείπουν εκείνα που δεν χωράνε σε σακούλι μα σε καρδιά, και εσύ, τέτοιο εργαστήρι δεν έστησες ακόμα. Αν είχες στήσει, θα τα χάριζες και σε όσους τα χρειάστηκαν πριν από εμάς ή τα χρειάζονται περισσότερο από εμάς.
Μήπως Άγιε μου Βασίλη να κάνουμε τα πράγματα λίγο διαφορετικά φέτος; Τόσα χρόνια, σε άφηνα να διαλέξεις εσύ το δώρο μου, τώρα όμως θα σου ζητήσω και εγώ κάτι: θα ήθελα να μου φέρεις ένα κουτί. Τίποτα ακριβό, μα κάτι πολύτιμο! Η ιδέα είναι απλή: καθώς θα ταξιδεύεις ανά τον κόσμο, σε κάθε σπίτι που μπαίνεις, σε κάθε πόλη και σε κάθε γειτονιά, θα φυλακίζεις στο κουτί ό,τι δεινό συναντάς: πόλεμο, πόνο, πείνα, δυστυχία, κακία, μίσος, καταστροφή, σπαραγμό, ρατσισμό, αχαριστία, φθόνο… Όταν τα μαζέψεις, φύλαξέ τα, μην τα πετάξεις στον ουρανό και επιστρέψουν στην Πανδώρα. Εδώ, θα μας αφήσεις την υγεία όπως σου ζήτησαν τα παιδιά, και την ελπίδα. Κάποιες φορές ξέρεις, από αυτήν πιανόμαστε και προχωράμε γιατί συνήθως θεωρούμε πως είναι η μόνη που μας έχει μείνει.
Για τη γλυκιά συνωμοσία μας, θα περιμένω ως τη νύχτα των Χριστουγέννων. Για απόψε όμως, και για το κάθε απόψε, μπορείς να φέρεις στον ύπνο μου και στον ύπνο όλων των μεγάλων ένα άλογο; και αν μπορείς, να είναι άσπρο, όπως τα όνειρα που έκανα παιδί.