Μάγδα Πένσου: “Για μένα το Θέατρο είναι ένας μαγικός λαβύρινθος από τον οποίο δε θέλω να βγω…” / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Με περιμένει στην τεράστια αίθουσα του Χώρου Τεχνών της Βέροιας. Η αίθουσα είναι άδεια και γι αυτό πιο επιβλητική με το λαμπερό κόκκινο χρώμα από τις βελούδινες πολυθρόνες της και τον παραμικρό ήχο να παίρνει άλλες διαστάσεις…
Σιλουέτα ψηλόλιγνη, πρόσωπο όλο εκφραστικές γωνίες, ματιά ειλικρινής, όπου από την αρχή διακρίνεις να κρύβεται ένας έντονος συναισθηματισμός.
Μάγδα Πένσου, η δική μας Μάγδα, το μικρό τότε κορίτσι από τη Βέροια, που ξεκινά στα 18 της να κατακτήσει το όνειρό της στην Αθήνα και τελικά τα καταφέρνει. Θέατρο, τηλεόραση και τραγούδι. Η αναγνώριση…
Σήμερα διδάσκει, για φέτος τουλάχιστον, στο εργαστήρι του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, επιστρέφοντας στο γενέθλιο τόπο με συγκίνηση.
Μιλά στη faretra για το ξεκίνημα, την πορεία στο δύσκολο χώρο της Τέχνης, για τους ανθρώπους που την καθόρισαν, τα παιδικά της χρόνια στην πόλη, για την αγάπη της για το Θέατρο και τη μαγική σχέση μαζί του…
………………
Έρχεστε στη Βέροια, μετά από μια πολύχρονη καριέρα στην Αθήνα, για να συνεργαστείτε με το ΔΗΠΕΘΕ της. Τι περιμένετε απ’ αυτήν τη συνεργασία;
Εξελίξεις στην προσωπική μου ζωή με οδήγησαν, τουλάχιστον για τη χρονιά αυτή, να είμαι στην πατρίδα μου, τη Βέροια, αναζητώντας παράλληλα εργασία.
Μου προτάθηκε από το ΔΗΠΕΘΕ να αναλάβω τη διδασκαλία σε θεατρικό εργαστήρι ενηλίκων. Αν και ήθελα να δοκιμάσω αυτήν την εμπειρία – γιατί μέχρι τώρα η ενασχόλησή μου ήταν αποκλειστικά με το θέατρο, την τηλεόραση, και το τραγούδι από άλλη θέση, και όχι από την πλευρά της διδασκαλίας- το καινούργιο αυτό βήμα από τη μια μου προκάλεσε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον κι από την άλλη με άγχωσε, γιατί ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα.
Τελικά, μέσα από τη διδασκαλία ανακάλυψα πως αυτή η επαφή με το θέατρο, από άλλη πια γωνία, είναι κάτι μαγικό και τελείως διαφορετικό! Δεν κατάλαβα σ’ αυτά τα πρώτα μαθήματα πώς περνούσε η ώρα! Μοναδική εμπειρία!
Βέβαια, με βοήθησε σ’ αυτό το πέρασμα από το ρόλο του ηθοποιού στο ρόλο του δασκάλου και το ότι δούλεψα με μεγάλα θεατρικά σύνολα. Από το ’94 που ξεκίνησα να δουλεύω επαγγελματικά ως ηθοποιός μέχρι και το 2007, για 13 χρόνια δούλευα με πολύ μεγάλα σύνολα, με διαφορετικούς οργανισμούς και με διαφορετικούς σκηνοθέτες, πραγματικά σπουδαίους, όπως ο Θόδωρος Τερζόπουλος του Θεάτρου «Άττις», που ήταν το μεγαλύτερο σχολείο για μένα. Το να δουλεύεις με μεγάλες ομάδες είναι τελείως διαφορετικό από το να παίζεις με μικρές. Έξι φορές έχω πάει για να παίξω στο Θέατρο της Επιδαύρου ως κορυφαία χορού και μία με το ρόλο της Αθηνάς στις «Τρωάδες». Μέσα από τις πολλές ώρες δουλειάς που χρειάζεται κάτι τέτοιο με το σκηνοθέτη και το χορογράφο, σε συνεργασία με μεγάλα σύνολα ηθοποιών, για να πετύχουμε το στόχο μας, αποκτάς μια εμπειρία που τη μεταφέρεις και συ ευκολότερα σε μεγάλα σύνολα ως διδάσκουσα πια.
Στο τμήμα ενηλίκων του ΔΗΠΕΘΕ έχω τη χαρά να έχω μια ηλικιακή ποικιλία από τα 18 μέχρι τα 56, που συνυπάρχει και συνεργάζεται περίφημα. Η μεγαλύτερη χαρά μου μάλιστα ήταν, όταν μου ζήτησαν οι μαθητές του Εργαστηρίου να κάνουν παραπάνω ώρα.
Σ’ αυτές τις ερασιτεχνικές ομάδες το δυσκολότερο είναι να κρατήσεις το ενδιαφέρον τους. Έτσι, προσπαθώ να ξεκλειδώσω τις δεξιότητες του καθένα, που θα τον βοηθήσουν να λειτουργήσει καλύτερα και ατομικά και ομαδικά μέσα σ’ ένα κλίμα δημιουργικής ελευθερίας.
Εργαστήκατε και στο θέατρο και στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο. Ποιο από τα τρία σας κέρδισε περισσότερο;
Αρχές του ερχόμενου Δεκέμβρη βγαίνει στους κινηματογράφους η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία στην οποία παίζω, «ο θησαυρός». Μέχρι τώρα συμμετείχα σε μικρού μήκους ταινίες. Η ταινία θα παίζεται σε 74 αίθουσες και είναι το remake της παλιάς ελληνικής ταινίας «ο θησαυρός του μακαρίτη».
Όσο για το ποιο από τα τρία με κέρδισε, χωρίς δεύτερη σκέψη το θέατρο! Η τηλεόραση μπορεί να σε κάνει εύκολα διάσημο, αλλά δε διαθέτει τη μαγεία του θεάτρου.
Άλλωστε, ποτέ δεν είχα σαν αυτοσκοπό τη διασημότητα. Όλοι θέλουμε την αναγνώριση, αλλά η διασημότητα είναι κάτι διαφορετικό.
Το θέατρο σού δίνει περισσότερες ευκαιρίες να εκφραστείς και επιπλέον προσφέρει την άμεση επικοινωνία με τον κόσμο, κάτι που δεν προσφέρει η τηλεόραση. Κάθε θεατρική παράσταση σού δίνει και κάτι διαφορετικό. Ποτέ η μια παράσταση δεν είναι πανομοιότυπη με την άλλη. Η διαφορετικότητα εξαρτάται από σένα αλλά και από το κοινό σου, που κάθε φορά δέχεται αλλιώς αυτό που του δίνεις. Είναι ένα παιχνίδι ανάμεσα σε σένα και τον κόσμο, κάτι που μου αρέσει πολύ.
Επιπλέον, στο θέατρο υπάρχει και η διαδικασία της προσέγγισης του ρόλου μέσα από τις πρόβες, που είναι ένα γοητευτικό ταξίδι μέχρι τον τελικό προορισμό, σε αντίθεση με τις διαδικασίες της τηλεόρασης, στις οποίες οι ρυθμοί είναι πάρα πολύ γρήγοροι και σε οδηγούν σχεδόν κατευθείαν στη λήψη. Τη μαγεία του θεάτρου δεν την νιώθεις ούτε στην τηλεόραση ούτε στον κινηματογράφο.
Ας μείνουμε για λίγο ακόμα στο χώρο της τηλεόρασης. Ποια είναι η άποψή σας για τις σημερινές τηλεοπτικές σειρές και γενικά για την πορεία της σημερινής τηλεόρασης;
Και σαν απλός θεατής αλλά και σαν ηθοποιός θα εντάξω αυτό που συμβαίνει στη σημερινή τηλεόραση μέσα στη γενικότερη κρίση.
Ειδικά ως θεατής θα προτιμούσα να βλέπω επαναλήψεις κάποιων τηλεοπτικών σειρών, που μπορεί να μην έκαναν υψηλή τηλεθέαση – όπως για παράδειγμα «Η αγάπη άργησε μια μέρα», το βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου το οποίο μετέφερε εκπληκτικά ο Κουτσομύτης στην τηλεόραση- κάτι που όμως δε βλέπω να γίνεται, ενώ θα μπορούσε να γίνει, διαμορφώνοντας ένα άλλο αισθητικό επίπεδο στο κοινό.
Η εμπορευματοποίηση της τηλεόρασης, που είναι απόρροια της τηλεθέασης, είναι η πληγή. Σαφές παράδειγμα η σειρά «Γιούγκερμαν» στην οποία συμμετείχα, μια ποιοτική σειρά, που έκανε ελάχιστα επεισόδια χωρίς να ολοκληρωθεί, γιατί δεν είχε τηλεθέαση.
Ας περάσουμε στο τραγούδι, μια άλλη πτυχή της καλλιτεχνικής σας έκφρασης, που νομίζω πως το διακρίνει μια καθαρά θεατρική ερμηνεία, κι όχι απλά μια διάθεση εντυπωσιασμού. Ιδιαίτερα τα τραγούδια του Βασίλη Δημητρίου «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες» σε στίχους της Πολυδούρη από τη σειρά «Κώστας Καρυωτάκης» ή το «Για τα μάτια σου» από την «Πρόβα νυφικού», θεωρώ πως βρήκαν στο πρόσωπό σας την ιδανική τους ερμηνεύτρια. Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με το τραγούδι και με το συνθέτη Βασίλη Δημητρίου;
Η σχέση μου με το τραγούδι ξεκινά από τα παιδικά μου χρόνια. Μικρούλα, κλεινόμουν στο σαλόνι του παππού, έβαζα δίσκους, έπαιρνα ένα κερί, το έκανα μικρόφωνο και τραγουδούσα κλείνοντας τις πόρτες, γιατί δεν ήθελα να με ακούνε.
Στη συνέχεια πέρασα στην παιδική χορωδία του Δήμου Βέροιας και δίνοντας εξετάσεις στη Δραματική Σχολή Βεάκη όχι απλά περνώ αλλά παίρνω και υποτροφία, γιατί τραγούδησα καλά.
Εξαιτίας της φωνής μου, και του τρόπου κυρίως που ερμηνεύω ένα τραγούδι, έγινα δεκτή στις περισσότερες δουλειές, γιατί έψαχναν άτομα που θα διέθεταν και φωνή. Συμμετέχοντας το 2005 στον «Ορέστη», μια παράσταση που πήγε στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή και μουσική Βασίλη Δημητρίου, εκεί με άκουσε για πρώτη φορά ο Δημητρίου κι έτσι ξεκίνησε το μουσικό ταξίδι μαζί του.
Πάντα όνειρό μου ήταν να παίξω σε κάποια σειρά του Κουτσομύτη, όνειρο που δυστυχώς δεν έγινε πραγματικότητα, όμως τελικά συνεργάστηκα με τον Δημητρίου, που έντυνε μουσικά τις σειρές του Κουτσομύτη, προσδίδοντας μια ιδιαίτερη ατμοσφαιρικότητα με τη μουσική του σ’ αυτές. Έτσι πραγματοποίησα ένα μέρος του ονείρου μου.
Νομίζω πως ερμηνεύω τα τραγούδια του Δημητρίου, όπως χαρακτηριστικά το περιγράψατε πριν από λίγο, γιατί συνδέω τον ήχο με την εικόνα που είχα προσλάβει μέσα από τις σειρές που έντυσε. Τα ίδια τα κομμάτια του διέθεταν τέτοια θεατρικότητα στη μελωδία τους, που με οδηγούσε κατευθείαν στην ανάλογη ερμηνεία. Όσο δούλευα μαζί του, δε μου έλειψε το θέατρο, γιατί είχα την αίσθηση ότι έπαιζα τραγουδώντας.
Ο Βασίλης Δημητρίου υπήρξε για μένα πατέρας στο θέμα της μουσικής. Παρόλο που έφυγε νιώθω πως είναι κοντά μου πάντα. Τον αγαπώ πολύ και γι αυτό μου λείπει πολύ. Τα παιδιά μου, που είναι μόλις εφτά και τεσσάρων χρονών, ξέρουν και τραγουδούν τα τραγούδια του κι αυτό είναι από τα πιο συγκινητικά πράγματα που μου έχουν συμβεί τον τελευταίο καιρό. Επομένως, ο Βασίλης Δημητρίου για μένα, αλλά και για όλους μας, εξακολουθεί να ζει μέσα από τα τραγούδια του…
Ας γυρίσουμε πίσω, στα παιδικά σας χρόνια, εδώ στο γενέθλιο τόπο, στη Βέροια. Ποιες είναι οι μνήμες σας από κείνα τα χρόνια;
Πέρασα μια πολύ ανέμελη και χαρούμενη παιδική ηλικία, με πολλούς φίλους, πολλά παιχνίδια, ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού στους δρόμους, στο σχολείο, με απόλυτη πάντα ελευθερία.
Θυμάμαι τις μυρωδιές που πλημμύριζαν τα πάντα τότε, μυρωδιές από λουλούδια, από το γειτονικό φούρνο, αλλά θυμάμαι και τις μυρωδιές των αγαπημένων μου προσώπων. Θυμάμαι τα πληγωμένα γόνατα, τις γραμμές που χαράζαμε στα πεζοδρόμια, για να παίξουμε κουτσό, την ασπρόμαυρη στην αρχή τηλεόραση που τη βλέπαμε με δέος, αλλά δεν ήμασταν δέσμιοί της. Για μας τότε το σημαντικότερο ήταν το παιχνίδι! Μια εποχή γεμάτη από ζεστασιά και ανθρώπινη επαφή, που έχει χαθεί πια για πάντα.
Τα παιδιά μου, σ’ αυτήν την τεχνολογική εποχή που ζούμε, φοβάμαι πως δε θα έχουν την ίδια αίσθηση από τα παιδικά τους χρόνια. Προσπαθώ να τα αποτρέψω από την υπερβολική χρήση της τηλεόρασης ή του υπολογιστή, δίνοντας χώρο στο παιχνίδι με φίλους ή στο ποδήλατο.
Βέβαια, προχωρούμε μπροστά, αλλά η πρόοδος στην τεχνολογία θεωρώ ότι μας στερεί πολλά από κείνα που κάνουν τη ζωή πιο όμορφη.
Πώς ξεκινά το ταξίδι σας στο χώρο της Τέχνης;
Η αγάπη μου για το θέατρο γεννήθηκε από την παιδική μου ηλικία. Στη γειτονιά της γιαγιάς μου, πίσω από το Μουσείο της Βέροιας, μαζευόμασταν τα παιδιά και παίζαμε διάφορα σκετσάκια, κάνοντας αυτοσχέδιες αυλαίες και μάλιστα θέλαμε να βάλουμε και εισιτήριο!
Με εφόδια μου την εμπειρία από τη Χορωδία του Δήμου και τη συμμετοχή μου στη θεατρική ερασιτεχνική ομάδα του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, με τον Καλπάκογλου και τον Καραχισαρίδη -που ήταν και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ τότε- μετά από δύο τρία χρόνια που ετοιμάστηκα μέσα από την ομάδα, δίνω εξετάσεις στη δραματική σχολή Βεάκη, από την οποία τελικά και αποφοιτώ με άριστα.
Ήταν πολύ σημαντική η συμμετοχή μου στην ερασιτεχνική ομάδα, γιατί, πέρα από την προετοιμασία, βεβαιώθηκα ότι αυτό πραγματικά ήθελα να κάνω και προχώρησα. Εξηγώ τώρα στους μαθητές μου ότι δεν είναι αρκετές οι δυο ώρες τη βδομάδα, για να προετοιμαστούν για εξετάσεις σε δραματική σχολή. Αν διακρίνω κάποιο ταλέντο σε κάποιον από τους μαθητές μου, είμαι διατεθειμένη να τον βοηθήσω, πέρα από τον περιορισμένο χρόνο της ομάδας. Όπως με βοήθησε τότε ο δάσκαλός μου στην ερασιτεχνική ομάδα, το ίδιο διατεθειμένη να βοηθήσω είμαι κι εγώ.
Ποιοι άνθρωποι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καλλιτεχνική και την προσωπική σας ζωή;
Στο θέατρο για μένα τον καθοριστικό ρόλο τον έπαιξε ο σκηνοθέτης Θόδωρος Τερζόπουλος, γιατί η μέθοδός του ήταν ένας τέτοιος συνδυασμός, που με τη διδασκαλία του με απογείωνε αλλά και με… γείωνε, καμιά φορά και την ίδια στιγμή! Το θέατρό του ήταν το θέατρο της απόλυτης ισορροπίας. Λάτρευε την ομαδικότητα, επιζητούσε την απόλυτη συγκέντρωση, θέτοντας διαρκώς στόχους. Από τη στιγμή που έμπαινα στο θέατρό του για πρόβα, ζούσα αυτόν το μαγικό κόσμο του θεάτρου. Θυμάμαι τα δύο χρόνια που παίξαμε τον «Ηρακλή μαινόμενο», με περιοδεία και στο εξωτερικό, Μόσχα, Βερολίνο… Μοναδική εμπειρία! Ο άνθρωπος αυτός καθόρισε τον τρόπο της σκέψης μου αλλά και της ερμηνείας μου.
Στον τομέα του τραγουδιού με καθόρισε ο Βασίλης Δημητρίου, που μου έκανε και το δώρο να τραγουδήσω το «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες», καθοδηγώντας με έτσι, ώστε να ζω τους στίχους της Πολυδούρη, καθώς το ερμήνευα. Το κενό του είναι τεράστιο, τώρα που έφυγε. Το πώς νιώθω γι αυτόν το έδειξα και πριν από λίγο… Κι εδώ ίσως πρέπει να προσθέσω πως το τραγούδι έχει μια αθανασία που δεν καταφέρνει να έχει μια παράσταση, ακόμη κι αν βιντεοσκοπηθεί, γιατί αλλάζει η οπτική μας γωνία με τα χρόνια, κάτι που δε συμβαίνει μ’ ένα τραγούδι, που νικά το χρόνο, εφόσον, βέβαια, αξίζει.
Στο τηλεοπτικό μου προφίλ θα πω ότι καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο άντρας μου, ο Δημήτρης Αποστόλου, σε πολλούς τομείς, αλλά και στην ερμηνεία, ώστε να είμαι περισσότερο αφαιρετική. Άλλος ο χώρος του θεάτρου, όπου είμαστε περισσότερο πληθωρικοί στην έκφραση, άλλες οι αποστάσεις από τον θεατή κι άλλα ισχύουν στην τηλεόραση, όπου επικρατούν διαφορετικές συνθήκες. Μπορεί μια έκφραση ή μια κίνηση εκεί να είναι καταστροφική, αν είναι υπερβολική.
Στην προσωπική μου ζωή πάλι οι γονείς μου μού έδωσαν τέτοια ελευθερία κινήσεων και αποφάσεων, πέρα από την αγάπη τους, ώστε η στάση τους να είναι καθοριστική για την καριέρα μου.
Όχι απλά δεν με εμπόδισαν να φύγω από τη Βέροια και να ακολουθήσω αυτόν τον δύσκολο δρόμο χωρίς ουσιαστικά καμιά γνωριμία, αλλά αντίθετα με στήριξαν. Να φανταστείτε ότι στην Αθήνα πήγα για πρώτη φορά, όταν πέρασα στη δραματική σχολή, και μάλιστα δεν είχα κλείσει καν τα 18 μου, γιατί κέρδιζα χρονιά. Και βέβαια δε σας κρύβω ότι δεν ήταν εύκολη η προσαρμογή, δυσκολεύτηκα πολύ, ένιωθα πολύ μόνη. Όμως με στήριζε το γεγονός ότι αν και 500 χλμ μακριά είχα τη σκέψη και την αγάπη των γονιών μου.
Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον; Θα ξανανοίξετε τα φτερά σας για την Αθήνα;
Αυτήν τη χρονιά θα την αφιερώσω στο εργαστήρι, τιμώντας την εμπιστοσύνη που μου δείξανε όλοι οι άνθρωποι του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, κι εδώ νιώθω την ανάγκη να τους ευχαριστήσω και δημόσια, γιατί μου δώσανε το χώρο και το χρόνο που ήθελα. Θέλω να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου στις ομάδες μου, στους μαθητές που με παρακολουθούν, γιατί τώρα πια άρχισαν να χτίζονται σχέσεις μέσα από τη μαθησιακή διαδικασία και νιώθω να τους νοιάζομαι.
Επίσης, θα έχω μια συνεργασία στο κομμάτι της μουσικής με το συνθέτη και διευθυντή του Δημοτικού Ωδείου της Βέροιας, τον Πέτρο το Ρίστα, με μουσικές παραστάσεις αφιερωμένες σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Ας μην προγραμματίζω πέρα από τη φετινή χρονιά, γιατί πολλές φορές, όταν προγραμματίζουμε, ο Θεός… γελάει!
Είστε ηθοποιός που έχετε θεατρική εμπειρία πολλών χρόνων, με συμμετοχές στο Εθνικό, στο Θέατρο Τέχνης και σε άλλες θεατρικές σκηνές. Με βάση την εμπειρία αυτή πώς θα ορίζατε τη σχέση σας με το Θέατρο; Τι είναι για σας το Θέατρο;
Σας απαντώ πολύ αυθόρμητα, δεν είχα ποτέ σκεφτεί να ορίσω με δυο λόγια αυτήν τη σχέση ζωής… Είναι, λοιπόν, για μένα ένας μαγικός λαβύρινθος, από τον οποίο όμως δε θέλω να βγω, γιατί, καθώς τον ακολουθώ, όλο και κάτι καινούργιο, κάτι πολύτιμο γνωρίζω, που με κάνει πιο πλούσια στην ατέλειωτη αυτή πορεία…