H Μερκελοποίηση της Ευρώπης
Η Άνγκελα Μέρκελ, που διεκδικεί τέταρτη θητεία στις γερμανικές εκλογές της Κυριακής, και θεωρείται βέβαιο, βάσει δημοσκοπήσεων, πως θα την κερδίσει, είναι αναμφισβήτητα η ισχυρότερη αρχηγός κράτους της ΕΕ. Πόσο έχει αλλάξει όμως, η Ευρώπη στα δώδεκα χρόνια της διακυβέρνησης της;
Όταν αναδείχθηκε για πρώτη φορά στην ηγεσία της Γερμανίας, για τις Βρυξέλλες δεν ήταν μια κακή αρχή, όπως γράφει το voxeurop.eu. Μετά την πρώτη σύνοδο κορυφής της ΕΕ, τον Δεκέμβριο του 2005, η Berliner Zeitung χαρακτήριζε την Μέρκελ ως το «νέο αστέρι στην ευρωπαϊκή σημαία». Η Die Welt, αναφερόμενη στην ευρωπαϊκή στρατηγική της, περιέγραφε την «εκπληκτική ικανότητα» της. Οι Financial Times, παρότι αρχάρια της ΕΕ – καγκελάριος μόλις λίγων εβδομάδων- την αποκαλούσαν ήδη «Lady Europe».
Οι αρχηγοί των κρατών – μελών το μόνο που είχαν καταφέρει τότε ήταν να συμφωνήσουν ως προς το τι θα πληρώσουν στον επόμενο προϋπολογισμό της ΕΕ: Κάτι περισσότερο από το 1% του ΑΕΠ τους. Ήταν ένας ελάχιστος συμβιβασμός, τυπική περίπτωση για τις Βρυξέλλες. Το χειρότερο είχε αποφευχθεί, όμως πολλά επιτακτικά ζητήματα είχαν μείνει στην άκρη, μεταξύ των οποίων η κατάργηση των εξωφρενικών γεωργικών επιδοτήσεων ή η υιοθέτηση κοινών πολιτικών για την οικονομία, την ασφάλεια και την άμυνα.
Ωστόσο, μετά τη σύνοδο κορυφής οι τόνοι δεν ήταν πια τόσο υψηλοί. «Η καγκελάριος μας σώζει τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ σχεδόν με το ένα χέρι», δήλωνε η Bild-Zeitung, θέτοντας το ερώτημα: «Γιατί η Μέρκελ μπορεί και παίρνει πάντα αυτό που θέλει στο τέλος;» Έκτοτε, πολλοί έχουν αναρωτηθεί το ίδιο. Τον Ιούλιο του 2015, στην αποφασιστικής σημασίας σύνοδο κορυφής για την ελληνική κρίση χρέους η Μέρκελ πέρασε τη σκληρή γραμμή της στα μέτρα λιτότητας.
Η καγκελάριος φαινόταν και αισθανόταν τόσο ισχυρή, ώστε κατάφερε να φέρει τους ευρωπαίους εταίρους της στις θέσεις της και όσον αφορά την προσφυγική κρίση. Και ήταν αυτό ακριβώς το θέμα το οποίο η, κατά κανόνα, ψυχρή Μέρκελ, περιέγραψε ως ζήτημα καρδιάς, όταν έφτασε στα όριά της. Χωρίς σχεδόν κανένα συντονισμό με τα άλλα κράτη – μέλη, το καλοκαίρι του 2015 άνοιξε τα σύνορα της Γερμανίας, ελπίζοντας στην πορεία να καταλήξει σε συμφωνία σχετικά με την ανταλλαγή προσφύγων στην ΕΕ. Ωστόσο, την ώρα που η Μέρκελ έδινε στους συνοριοφύλακες το πράσινο φως για την είσοδο των προσφύγων στη Γερμανία, ο ένας αρχηγός κράτους μετά τον άλλον, απέρριπτε την πολιτική της. Αποτέλεσμα ήταν ότι οι περισσότερες αιτήσεις ασύλου (μακράν) αφορούσαν τη Γερμανία:
Στη συνέχεια, η Μέρκελ κατέφυγε σε μια μέθοδο, που αργότερα θα γίνει το βασικό χαρακτηριστικό της: Στην αναβλητικότητα. Είδε τα σημάδια, αλλά δεν έκανε κάτι γι’ αυτό. Εν προκειμένω, απέφυγε οποιασδήποτε ριζική αλλαγή στη ρητορική της, ενώ, με πραγματικούς πολιτικούς όρους, συμφωνούσε με τους σκληροπυρηνικούς: Τα σύνορα έκλεισαν. Οι αξιωματούχοι της ΕΕ παραδέχονταν -πίσω από κλειστές πόρτες και με μισόλογα, αλλά το παραδέχονταν- ότι σε αυτό το σημείο ο ακροδεξιός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Ορμπάν, νίκησε τη Μέρκελ. Μολονότι ο αριθμός των αιτήσεων ασύλου ήταν πέρυσι αυξημένος, εξαιτίας κυρίως της προβλεπόμενης, όσο και χρονοβόρας διαδικασίας, ο αριθμός των νέων αφίξεων στη Γερμανία υποχώρησε αισθητά:
Τώρα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θέλει μια «εθνική προσπάθεια» προκειμένου να επαναπατρισθούν χιλιάδες ανθρώποι που είναι ακόμα στη Γερμανία, παρά το γεγονός ότι απορρίφθηκαν τα αιτήματά τους για άσυλο. Μέχρι τώρα, η Γερμανία ήταν περισσότερο απρόθυμη να κάνει κάτι τέτοιο από ό, τι η υπόλοιπη ΕΕ:
Στην πραγματικότητα, τα νέα στοιχεία δείχνουν ότι η «εθνική προσπάθεια» δεν είχε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, σημαντικό αποτέλεσμα, καθώς δεν υπάρχουν ενδείξεις μεγάλης απορρόφησης όσον αφορά τους επαναπατρισμούς:
Ωστόσο, οι επιπτώσεις από το άνοιγμα των συνόρων το 2015 καταγράφονται σε πρόσφατη δημοσκόπηση, σύμφωνα με την οποία το ακροδεξιό AfD πιθανότατα θα εισέλθει στη γερμανική βουλή με διψήφιο ποσοστό και η Μέρκελ θα πρέπει να απαντήσει στην κριτική που της ασκείται ότι η πολιτική της στην προσφυγική κρίση ευθύνεται για την άνοδο της ακροδεξιάς.
Η Μέρκελ κατηγορείται επίσης, είναι ότι με τα σκληρά μέτρα λιτότητας που επέβαλε στον ευρωπαϊκό Νότο προκάλεσε ρήξη εντός της ΕΕ, κριτική που έχει κοπάσει από τότε που οι οικονομίες των χωρών οι οποίες επλήγησαν όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία άρχισαν να ανακάμπτουν, όπως και η Ελλάδα, που φαίνεται να είναι στον ίδιο δρόμο.
Όσον αφορά ωστόσο, το ισοζύγιο πληρωμών της Γερμανίας, η κριτική είναι εντονότερη. Όσο θετικά και αν δείχνουν τα στοιχεία εκτός πλαισίου, τόσο περισσότερο προβληματικά είναι όταν τα συγκρίνει κανείς με της υπόλοιπης ΕΕ. Το ισοζύγιο πληρωμών της Γερμανίας εξελίχθηκε σε ένα τεράστιο πλεόνασμα εξαγωγών, το οποίο εδώ και 15 χρόνια είναι πολύ πιο πάνω από των άλλων κρατών – μελών της ΕΕ.
Τα τελευταία χρόνια το χάσμα έχει διευρυνθεί ακόμη περισσότερο.
Η ανισορροπία αυτή έχει προκαλέσει σφοδρή κριτική στη Γερμανία. Στο εσωτερικό, άρχισαν να λαμβάνουν υπόψιν τους το ζήτημα μόνο όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ άρχισε τις απειλές.
Τα νέα επίπεδα ρεκόρ των εξαγωγών συζητήθηκαν στη Γερμανία, χωρίς να αποφασιστεί ωστόσο κάποια αλλαγή πολιτικής: Οι πλεονασματικές εξαγωγές ανήλθαν πέρυσι σε 300 δισεκατομμύρια δολάρια, τοποθετώντας τη Γερμανία στην πρώτη θέση, πολύ πιο μπροστά από την Κίνα, το πλεόνασμα της οποίας στο ισοζύγιο πληρωμών θα συρρικνωθεί τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα τουλάχιστον με τις προβλέψεις του ΔΝΤ.
Όσο για το πλεόνασμα της Γερμανίας, αναμένεται να εκτοξευθεί ακόμη υψηλότερα.
Πάντως, το Βερολίνο απάντησε στην κριτική για τις αμυντικές δαπάνες, τις οποίες αποφάσισε να αυξήσει. Το 2014, τα μέλη του ΝΑΤΟ συμφώνησαν σε σύνοδο κορυφής στην Ουαλία να αυξήσουν τις δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ τους μέχρι το 2020. Οι δαπάνες της Γερμανίας ανέρχονται μέχρι τώρα στο 1,2%, ποσοστό χαμηλότερο από των άλλων κρατών – μελών της Ε.Ε.
Στην προκειμένη περίπτωση, η οικονομική ανάπτυξη μεταφράζεται σε πρόβλημα για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση: Σε απόλυτα νούμερα, οι στρατιωτικές δαπάνες αυξάνονται, αλλά το ποσοστό τους στο αυξανόμενο ΑΕΠ παραμένει σχεδόν σταθερό.
Η αύξηση σε 2% θα σήμαινε αύξηση των δαπανών από 37 δισ. ευρώ που είναι σήμερα σε περίπου 70 δισ. Ο στρατός της Γαλλίας δαπανά σήμερα περίπου 40 δισ. ευρώ, ποσό που περιλαμβάνει και ένα ακριβό πυρηνικό οπλοστάσιο. Ακόμη και η Ρωσία ξοδεύει περί τα 60 δισ. ευρώ ετησίως στις ένοπλες δυνάμεις της.
Ο σκεπτικισμός του υπουργού Εξωτερικών Σίγκμαρ Γκάμπιελ (SPD) σχετικά με τον στόχο του 2% είναι μεγάλος, ενώ ακόμη και στο CDU της Μέρκελ διατυπώνονται σοβαρές επιφυλάξεις. Οι Γερμανοί ξέρουν ότι οι χώρες της ΕΕ θα ήταν μάλλον ανήσυχες, στην περίπτωση κατά την οποία η Γερμανία, παράλληλα με την οικονομική δύναμη της, εξελισσόταν και σε κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη στην καρδιά της Ευρώπης.
Πολλοί σκέφτονται ότι η εμπιστοσύνη της Ευρώπης, ακόμη και μετά από τα δώδεκα χρόνια της Μέρκελ, εξακολουθεί να έχει όρια.