Το κείμενο που ακολουθεί αποτέλεσε ομιλία της Τζωρτζίνας Αθανασίου στα πλαίσια των ΚΓ’ Παύλειων.
Τζωρτζίνα Αθανασίου
Πριν από λίγες ημέρες έκλεισα τα σαράντα ένα μου χρόνια. Ανήκω στην τυχερή γενιά που ως τώρα δεν έζησε πόλεμο. Οι γονείς μου γεννήθηκαν λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, και έζησαν τις επιπτώσεις του. Οι παππούδες από την πλευρά της μητέρας μου, είχαν πάντα να διηγηθούν εικόνες από την Γερμανική κατοχή στην Αθήνα, οι παππούδες από την πλευρά του πατέρα μου είχαν να διηγούνται πώς τους έσωσαν από τα γερμανικά πυρά ο διπλός τοίχος της αποθήκης, και οι σπηλιές στα βράχια των Μετεώρων. Ο παππούς μου από την πλευρά της μητέρας μου κατέληξε στη Ν. Ιωνία από το Αϊδίνη της Μικράς Ασίας, από όπου ήρθε ως διωγμένο μωρό, με μεγαλύτερες αδερφές που έζησαν και είδαν αυτά που γράφουν τα βιβλία και πρέπει να θυμόμαστε για να τα αποτρέπουμε.
Έμαθα για τους πολέμους από διηγήσεις και από βιβλία. Έμαθα για τους πολέμους σε προσκλητήριο πεσόντων στο Ρούπελ όπου ακούστηκε το όνομα του θείου μου «Νικόλαος Βυθούλκας».
Έμαθα ότι οι πόλεμοι έχουν αιτίες και αφορμές. Έμαθα ότι έχουν και την ορολογία τους. Δε λέμε άμαχος πληθυσμός, λέμε παράπλευρες απώλειες. Και σχεδόν πάντα για τους πολέμους φταίει κάτι σε «-ισμός». Θα ναι «ιμπεριαλισμός»…θα ναι «φασισμός», θα ναι «κομμουνισμός» θα ναι «σοσιαλισμός», μόνο ο ιμπρεσιονισμός δεν έχει θεωρηθεί ότι υποκίνησε σύρραξη.
Θεωρούμε ότι οι ιδεολογίες στήνουν πολέμους και όχι οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι, πίσω από όποιο κακό και να βρισκόμαστε πάντα κάτι άλλο φταίει, άλλο μας υποκίνησε και μπορεί και να ήταν «θέλημα Θεού». Η κάθε προσωπική και οικογενειακή ιστορία τέμνεται από γεγονότα που ξεπερνούν το πλαίσιο της οικογένειας, και οι διηγήσεις σκιαγραφούν αθέατες πλευρές της ελληνικής ιστορίας.
Όταν έμαθα δια στόματος κ. Ορδουλίδη το θέμα των φετινών Παυλείων, πολλές εικόνες και συναισθήματα με κατέκλυσαν. Πρώτα ήρθαν στα μάτια μου δυσάρεστες εικόνες βίας, λιμού, προσφύγων, ανέχειας και θανάτου. Εικόνες που μας βομβαρδίζουν χρόνια, από συρράξεις που μαίνονται στην ευρύτερη περιοχή. Είναι αξιοπερίεργο πώς, όταν χρειάζεται να φέρουμε στο νου μας δυσάρεστες εικόνες, εικόνες πολέμου, πάντα το μυαλό έχει σκηνές να αναπαράγει. Όταν όμως πρέπει να σκεφτούμε στιγμές ειρήνης, οι εικόνες γίνονται δύσκολες και συγκεχυμένες, ενώ αναζητούμε μαζί με την εικόνα να μας κατακλύσει και το αντίστοιχο συναίσθημα. Πράγμα αδύνατο. Η ταραχή εύκολα αναπαραστάται η ηρεμία δύσκολα. Η κακία εύκολα φυτρώνει, η καλοσύνη ζητά συμμάχους.
Η γενιά μου δεν έχει ζήσει πόλεμο. Έχει όμως ειρήνη;
Για να μιλήσω για τον πόλεμο και την ειρήνη, προσπάθησα να καταλάβω τι είναι η ειρήνη, πώς τη νιώθουμε, κάπως να την ορίσω και μέσα από μια ανάμνηση που ανανεώνεται κάθε βράδυ μου ‘ρθε το συναίσθημα: Όταν αποκοιμιούνται τα παιδιά, τα μικρά…, κάπου εκεί μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, όταν τα χαιδεύεις, βγάζουν έναν αναστεναγμό και βυθίζονται γαλήνια στον ύπνο του Δικαίου. Έναν αναστεναγμό ανακούφισης και ασφάλειας, μια πεποίθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να τα βλάψει και βλέπουν όνειρα μέσα σε ένα σύννεφο αγάπης. Νομίζω ότι αυτή είναι η Ειρήνη για την οποία μας έπλασε ο Κύριος και αυτή είναι η γαλήνη του Παραδείσου που απαρνηθήκαμε με το Προπατορικό αμάρτημα.
Για το τι είναι πόλεμος… σκέφτηκα πολλά, κατέληξα ότι είναι η απουσία της Ειρήνης. Θα ήταν η πιο σύντομη ομιλία του κόσμου αν σας έλεγα ότι Ειρήνη είναι η απουσία του πολέμου. Θα παραήταν απλό, θα ήταν ανακριβές και θα ‘ταν και ψέμα.
Είναι αλήθεια πως για να κάνεις το κακό χρειάζεται να κάνεις κάτι, να δράσεις, για να κάνεις το καλό όμως, πολλές φορές δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα παρά μόνο να περιμένεις και να επιδείξεις υπομονή και Πίστη. Για να πράξεις το σωστό πρέπει να μένεις αδρανής; Τι καλοσύνη θα ήταν αν αφήνεις την αδικία να μένεται χωρίς να υπερασπίζεσαι το δίκαιο;
Με την ανθρώπινη ψευδαίσθηση και αλαζονεία ότι μπορούμε να κατακτήσουμε τον κόσμο, ο νους μου άρχισε να περιπλανάται σε φλογερούς λόγους στρατηγών όπως του Περικλή σε περιγραφές συγγραφέων όπως του Ομήρου και του Θουκυδίδη και σε αποφθεύγματα εκτός κειμένου και πραγματικότητας που μας συναρπάζουν: «Πόλεμος είναι», λέει, «η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» Κλαουζεβιτς… να τη, έτοιμη η δικαιολογία. Και όλοι αυτοί, να είστε σίγουροι ότι πολεμούσαν για την ειρήνη.
Το μυαλό μου πήγε στον φιλόσοφο Καντ που υποστηρίζει πως «Η διφυής φύση του ανθρώπου που από τη μια [α] πράττει σύμφωνα με την καθαρή βούληση και από την άλλη [β] κυριαρχείται από τα ένστικτα και τις ορμές του, βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση.», έτσι σκέφτηκα το χέρι του Κάιν που οπλίστηκε από φθόνο και σκότωσε τον αδερφό του, όπως επίσης του ίδιου φιλοσόφου κείμενο στο οποίο υποστηρίζει ότι οι πόλεμοι καθορίζουν την Ιστορία της ανθρωπότητας και ότι στην πραγματικότητα, κάθε περίοδος ειρήνης δεν είναι παρά μια περίοδος μεσοπολέμου, κάνοντας αντίλαλο στην αέναη διαδοχή στη ζωή μας των αντίθετων, όπως περιγράφει ο Σωκράτης στο «Συμπόσιο» την εναλλαγή και αλληλεξάρτηση του Πόρου και της Πενίας.
Κάποιες φορές για τον πόλεμό μας δε μας φταίει παρά ο ακόρεστος εαυτός μας που τρέχει διακαώς πίσω από το άφταστο, και τη ματαιοδοξία. Εδώ και λίγο καιρό, γνώρισα ένα ποιήμα του Καβάφη που δεν είχα ξαναδιαβάσει. Λέγεται «Δεύτερη Οδύσσεια». Στο ποίημα, ο Οδυσσέας που μετά από δέκα χρόνια πολέμου «για ένα πουκάμισο αδειανό» και δέκα χρόνια περιπλάνησης φτάνει στην Ιθάκη, αρχίζει να κουράζεται από αυτό που τόσο νοσταλγούσε. Οι δυο τελευταίες στροφές αποδίδουν την διττή του πλάνη και την αδυναμία ιεράρχησης και επιλογής:
«Του Τηλεμάχου την στοργήν, την πίστιν
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
τους παλαιούς του φίλους, του λαού
του αφοσιωμένου την αγάπην,
και την ειρήνην και ανάπαυσιν
του οίκου εβαρύνθη.
Κ’ έφυγεν.
Ότε δε της Ιθάκης αι ακταί
ελιποθύμουν βαθμηδόν εμπρός του
κι έπλεε προς δυσμάς πλησίστιος,
προς Ίβηρας, προς Ηρακλείους στήλας,—
μακράν παντός Aχαϊκού πελάγους,—
ησθάνθη ότι έζη πάλιν, ότι
απέβαλλε τα επαχθή δεσμά
γνωστών πραγμάτων και οικιακών.
Και η τυχοδιώκτις του καρδιά
ηυφραίνετο ψυχρώς, κενή αγάπης.»
Οι εξωτερικές συγκρούσεις που μας ταλαιπωρούν αντικατοπτρίζουν μια εσωτερική ανησυχία και αναστάτωση. Η εσωτερική ειρήνη επιτυγχάνεται δύσκολα για τον σύγχρονο άνθρωπο καθώς στην ατελή του φύση που ταλανίζεται από φόβο, φθόνο, κακία, έρχεται να προστεθεί ο σύγχρονος τρόπος ζωής με την υπερέκθεση και την ταχύτητα καθώς και μια γενικότερη κοινωνική απαξίωση των απλών πραγμάτων και των αρετών.
Μπορεί να μην γίνεται συνειδητά, μα καθημερινά όλοι μας, έχουμε να αποφασίσουμε υπέρ της ειρήνης ή υπέρ του πολέμου, υπέρ του καλού υπέρ του κακού, υπέρ του δίκαιου και υπέρ του άδικου. Μακάρι όμως τα όρια μεταξύ τους να ήταν ευδιάκριτα. Τα όρια μεταξύ τους και το κατά πόσο αυτά είναι ορατά εξαρτάται από τις αξίες του καθένα και την ιεράρχηση των αξιών αυτών, η οποία με τη σειρά της έχει να κάνει με την ανατροφή, την Παιδεία και όλα όσα διαμορφώνουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Ο Κάιν ήταν πιο κοντά στον Θεό από εμάς, κι όμως, η ταραχή ήταν στην ψυχή του.
Ο φόβος της τιμωρίας δεν αποτελεί κατά τη γνώμη μου ελαφρυντικό γιατί σκέφτομαι πως ο φόβος να μην υποστεί κάποιος την επίπτωση των πράξεών του έχει ατομικά κίνητρα και δεν υποδηλώνει ένα μεγαλείο ψυχής υπέρ του συνανθρώπου του. Ο φόβος αποτρέπει την πράξη, όχι τη βούληση.
Η εσωτερική γαλήνη, είναι η Ειρήνη της ψυχής μας. Αυτή είναι που γίνεται ακριβοθώρητη και μας σπρώχνει να την αναζητούμε. Την ονομάζουμε θαλπωρή, ασφάλεια, ηρεμία… ισορροπία. Ο άνθρωπος ταλαντεύεται μεταξύ σωστού και λάθους, μεταξύ της άγνοιας και της γνώσης. Δεν στέκομαι μπροστά σας ως γνώστης Γραφών, Υμνων και Θρησκευτικών κειμένων. Είμαι μπροστά σας ως λαϊκός που αναγνωρίζει τι του στερεί τον ύπνο, τι τον αναστατώνει. Στέκομαι μπροστά σας σαν άνθρωπος που εντοπίζει τα λάθη, που αναγνωρίζει ποια είναι τα σωστά και ποια σφάλματα επαναλαμβάνει.
Βέβαια, κάθε σύγκρουση, δυσκολία ή διαφωνία δεν πρέπει να φαντάζει στα μάτια μας ως πόλεμος καθώς μέσα από αυτή μπορεί να επέλθει η επιθυμητή ισορροπία. Η ωριμότητα της αντιμετώπισης των καταστάσεων εξαρτάται από το σθένος του χαρακτήρα την ψυχραιμία και την Πίστη στην Θεία Πρόνοια. Φαίνεται λοιπόν πως η εξωτερική τάξη ή αταξία απορρέει από την εσωτερική ταραχή. Δεν μας ταράζουν τα γεγονότα, έλεγε ο Επίκουρος, μας ταράζει η αντίληψή μας για αυτά. Φροντίζοντας επομένως την Ψυχή μας κρατούμε την κρίση και την διαύγεια σκέψης μας σε εγρήγορση διατηρώντας την ικανότητά μας να κρίνουμε δίκαια, χωρίς όμως να κατακρίνουμε. Μέσα από το πρίσμα της αγάπης για τον συνάνθρωπο όπως η αγάπη του Κυρίου προς εμάς, και αποδεχόμενοι ότι ως άνθρωποι έχουμε τις ίδιες αδυναμίες, μπορούμε να φτάσουμε στο μεγαλείο της Συγχώρεσης και της προσωπικής Μετάνοιας η οποία μας συμφιλιώνει με έναν εαυτό που δεν συνειδητοποιούσαμε ότι μας αντιμαχόταν.Ως θνητοί πλασμένοι κατ’ εικόνα και κατ ομοίωση, μοιάζουμε στον Δημιουργό ως προς τη δύναμη να συγχωρούμε τον συνάνθρωπο. Κατ αυτόν τον τρόπο έχουμε το χάρισμα να γαληνεύουμε μια ψυχή, όχι όμως να την τιμωρούμε. Αντίστοιχα, είμαστε προικισμένοι με την κρίση να μετανοούμε για τα δικά μας αμαρτήματα και τις δικές μας αδικίες. Ως εκ τούτου, θεωρώ πως η πραγματική γαλήνη και ειρήνη επιτυγχάνεται μέσα από το Μυστήριο της Εξομολόγησης.
Όπως βγαίνει ο αναστεναγμός της θαλπωρής μέσα από τα παιδικά χείλη, έτσι βγαίνει και ο αναστεναγμός της λύτρωσης από την αμαρτία κάτω από το πετραχήλι. Αυτό είναι λοιπόν Ειρήνη: αγάπη, θαλπωρή, λύτρωση, Θεία Χάρη.
ΕΙΡΗΝΗ ΥΜΙΝ