“Πρώτοι στις συντάξεις, τελευταίοι στην παιδεία” γράφει ο Στέργιος Καλπάκης
Σύμφωνα με την Έκθεση Παρακολούθησης της Εκπαίδευσης και της Κατάρτισης 2016, που εκπόνησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το 2014 η Ελλάδα δαπάνησε για την εκπαίδευση ποσό ίσο με το 4,4% του ΑΕΠ και ίσο με το 8,8% του συνόλου των κρατικών δαπανών, με αποτέλεσμα να βρίσκεται, μαζί με άλλες 9 χώρες-μέλη από τις 28 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που ήταν 4,9 % και 10,2 % αντίστοιχα.
Πρόσφατα δημοσιεύθηκαν και τα αποτελέσματα της έκτης διεθνούς αξιολόγησης μαθητών (Program for International Student Assessment) για το έτος 2015, γνωστή και ως PISA, η οποία διεξάγεται κάθε τρία χρόνια και αφορά τις δεξιότητες δεκαπεντάχρονων μαθητών από όλο τον κόσμο στη φυσική, στα μαθηματικά και στην κατανόηση κειμένου. Σε αυτή, συμμετείχαν 540.000 μαθητές από 72 χώρες – μέλη του ΟΟΣΑ, με μέσο όρο ανά μάθημα τους 490 πόντους. Σε ό, τι αφορά την Ελλάδα, τα αποτελέσματα είναι αρνητικά, αφού κατετάγη 43η, ξεπερνώντας, από τις 28 χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μόλις την Κύπρο, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, με μέσο όρο επίδοσης και στα τρία μαθήματα τους 458 πόντους, έναντι 466 το 2012, όπου κατετάγη 42η, 473 το 2009, όπου κατετάγη 25η και 464 το 2006, όπου κατετάγη στην τρίτη κατηγορία χωρών.
Οι κρατικές δαπάνες για την εκπαίδευση και το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των μαθητών αποτελούν βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν το αποτέλεσμα, κυρίως μεταξύ των φτωχότερων χωρών, αλλά δεν είναι οι μόνοι, αφού μεταξύ των πλουσιότερων χωρών εμπλέκονται παράγοντες όπως, ο αριθμός των μαθητών ανά εκπαιδευτικό, ο βαθμός στον οποίο η διδασκαλία απευθύνεται στις ικανότητες και στα ενδιαφέροντα του κάθε μαθητή, μακριά από τις λογικές του μέσου όρου ή της δημιουργίας τμημάτων καλών και κακών μαθητών, η υιοθέτηση σύγχρονων διδακτικών μεθόδων, η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών και η πρόσληψή τους με αξιοκρατικά κριτήρια, οι στόχοι των αναλυτικών προγραμμάτων και η συνεννόηση μεταξύ των διαμορφωτών της εκπαιδευτικής πολιτικής και των εκπαιδευτικών.
Οι χαμηλές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών οφείλονται, κατά την άποψή μου, σ’ ένα συνδυασμό χαμηλών κρατικών δαπανών για την εκπαίδευση, ανύπαρκτης πρακτικής άσκησης για τους υποψήφιους εκπαιδευτικούς και επιμόρφωσης για τους υπάρχοντες εκπαιδευτικούς, ογκώδους ύλης, δυσανεξίας της εκπαιδευτικής κοινότητας στην υιοθέτηση και αξιολόγηση σύγχρονων αναλυτικών προγραμμάτων και διδακτικών μεθόδων και τέλος, στο σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων, όπου σημαντικό κεφάλαιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση μεταφέρεται από τις σχολικές αίθουσες, στις αίθουσες των φροντιστηρίων, με αυτούς που αδυνατούν να ανταποκριθούν οικονομικά να έχουν αυξηθεί δραματικά λόγω της οικονομικής κρίσης.
Ενώ τα μηνύματα που έρχονται από το πεδίο της εκπαιδευτικής πολιτικής δεν είναι ενθαρρυντικά, διαμορφώνοντας μια εικόνα για τη χώρα μας, όπου η εκπαίδευση αποτελεί ζήτημα ήσσονος σημασίας, πριν λίγες ημέρες, δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του ΔΝΤ ένα ενδιαφέρον άρθρο των αξιωματούχων του Ταμείου, Πολ Τόλμσεν και Mορίς Όμπστφελντ, σύμφωνα με τους όποιους, η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα ανέρχεται σε 11 % του ΑΕΠ ετησίως, έναντι του 2,25 % που αποτελεί το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Δε χρειάζεται όμως να πάμε πολύ μακριά. Αρκεί να ανατρέξουμε στους πίνακες που παραθέτει ο πρώην υπουργός, Τάσος Γιαννίτσης, στο βιβλίο του με τίτλο Το ασφαλιστικό και η κρίση (Πόλις, 2016), όπου, για το έτος 2014, η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθε στο 16,4 %, ενώ η κρατική χρηματοδότηση των ασφαλιστικών ελλειμμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθε στο 9,5 %, αποτελώντας το 137,1 % (!) των εσόδων των ταμείων από εισφορές.
Σα να μη έφτανε αυτό, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε και το κοινοβούλιο ενέκρινε, με αυξημένη πλειοψηφία 196 βουλευτών, έκτακτο βοήθημα συνολικού ποσού 617 εκατομμυρίων ευρώ από την υπεραπόδοση των εσόδων, για 1,5 εκατομμύριο συνταξιούχους με σύνταξη κάτω των 850 ευρώ. Τα επιχειρήματα απέναντι σε όσους διαφωνούμε, θεωρώντας ότι τα κονδύλια αυτά θα έπρεπε να κατευθυνθούν σε δράσεις για τη νεολαία, είναι λίγο – πολύ γνωστά. Πρώτον, ότι μέσω των συντάξεων στηρίζονται, έτσι κι αλλιώς, οι νέοι. Αλήθεια αυτή είναι η κοινωνία που ονειρευόμαστε; Στρατιές ανέργων που θα αρκούνται στο χαρτζιλίκι των γονιών και των παππούδων τους; Δεύτερον, ότι οι συνταξιούχοι αποτελούν εκείνη την κοινωνική κατηγορία που επλήγη περισσότερο από την κρίση και τρίτον, ότι δεν πρέπει η μία γενιά να στρέφεται εναντίον της άλλης. Εδώ και πάλι, οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Τάσος Γιαννίτσης σε πρόσφατη συνέντευξη που παραχώρησε στην Athens Voice (14.12.2016), με τίτλο Ποιοι υπέφεραν περισσότερο στην κρίση, η μέση μείωση των εσόδων από συντάξεις ανά νοικοκυριό ανήλθε μόλις σε 5,8 % μέσα στην κρίση, έναντι 27,4 % του εισοδήματος από εργασία και 37,7 % του εισοδήματος από κεφάλαιο. Ταυτόχρονα, από πλευράς φτώχιας, στη χειρότερη θέση βρίσκονται οι νέοι ηλικίας 18-25 ετών, όπου το ποσοστό των φτωχών ανέρχεται σε 21,5%, έπειτα τα παιδιά ηλικίας μέχρι 18 ετών, με ποσοστό φτώχειας 18,7%, στη συνέχεια οι ηλικίες 25-65 ετών, με ποσοστό 15,4%, ακολουθούν οι εργαζόμενοι με 13,6% και τελευταίοι οι ηλικιωμένοι άνω των 64 ετών, με ποσοστό 8,6%. Η σύγκρουση των γενεών έχει ήδη ξεκινήσει, όχι επειδή την επιθυμούμε ή την προκαλέσαμε οι νεότεροι αλλά επειδή οι υφιστάμενες πολιτικές στρέφονται κατά των ανέργων και των νέων.
Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι 7 χρόνια μετά την κατάρρευση του προ μνημονίων μοντέλου, ακόμη δεν έχουμε αναθεωρήσει ως κοινωνία τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τους κάθε φορά υπάρχοντες πόρους, στην κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης, μέσω επενδύσεων στη γνώση, στην έξυπνη εξειδίκευση και γενικότερα σε δράσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας και ταυτόχρονα, με στόχο τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, μέσω ενός κράτος που θα παρέχει ποιοτικές και δωρεάν υπηρεσίες στην υγεία, στην παιδεία και αλλού, αντί επιδομάτων σε ομάδες με ισχυρή επιρροή στο πολιτικό σύστημα.
Η κριτική αυτή δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση. Αφορά πρωτίστως τα κόμματα της αντιπολίτευσης που καμώνονται τα μεταρρυθμιστικά, ενώ μία εβδομάδα μετά το διάγγελμα Τσίπρα δεν είχαν να παρουσιάσουν ούτε μία εναλλακτική, κοστολογημένη πρόταση αξιοποίησης αυτών των κονδυλίων ή έστω ενός μέρους τους σε δράσεις για τη νέα γενιά, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν στα επικοινωνιακά παιχνίδια της κυβέρνησης με την ονομαστική ψηφοφορία. Πώς όμως θα μπορούσαμε να περιμένουμε κάτι διαφορετικό από μία ΝΔ που ακόμη σιωπά για το έλλειμμα που άφησε η κυβέρνησή της στο ασφαλιστικό σύστημα το 2009, από ένα ΠΑΣΟΚ που εν μέσω κρίσης και περικοπών σε όλους τους τομείς του δημοσίου, ώθησε στη συνταξιοδότηση εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους ή από τα υπόλοιπα κόμματα της αριστεράς που, ενώ το κράτος χρεοκοπούσε, διεκδικούσαν όλο και μεγαλύτερες συντάξεις; Κόμματα συνταξιούχων, που απευθύνονται σε συνταξιούχος, αφήνοντας τη νεολαία να τραβάει στον επικίνδυνο και ολισθηρό κατήφορο της αποπολιτικοποίησης.