Νίκος Μανούδης. Πλάθοντας ρόλους, σμιλεύοντας την πέτρα και ζωγραφίζοντας / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Μπαίνοντας στο σπίτι του έχεις την αίσθηση πως η Τέχνη είναι παντού παρούσα.
Δεν είναι μόνο ο αγαπημένος του Γιάννης Τσαρούχης που επιβάλλεται στο χώρο – κάποιες φορές αντιγραμμένος από τον Μανούδη με μεγάλη επιτυχία, σπουδή πάνω στο έργο του- είναι και τα δικά του έργα, αυστηρές αγιογραφίες, και στον αντίποδα ανάλαφρα έργα, πολύχρωμες ομπρέλες που πετούν ή πεταλούδες που ανθίζουν στον κήπο της φαντασίας του. Πιο πέρα, στο τζάκι, οι πέτρες του. Άσπρη πέτρα σμιλεμένη σε απόλυτη αφαίρεση, εξαφανίζει τον όγκο της και μεταμορφώνεται υποβλητικά.
Όμως ο Νίκος Μανούδης, πέρα από το χρώμα και την πέτρα, χρησιμοποιεί ένα άλλο δυσκολότερο υλικό, το λόγο, και μ’ αυτόν πλάθει τους ήρωές του, τους ρόλους των θεατρικών του έργων, που θα ζωντανέψουν στο σανίδι, όταν το έργο θα ανέβει στη σκηνή και θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με το θεατή, κερδίζοντας ή χάνοντάς τον. Και το έκανε ήδη με επιτυχία. Θεατρικά του έργα ανέβηκαν όχι μόνο στη Βέροια, αλλά Κοζάνη, Αθήνα, έφτασαν μέχρι και την Κρήτη. Και συνεχίζει να γράφει…
Άνθρωπος χαμηλών τόνων, μιλά για τον εαυτό του και το έργο του, αφαιρώντας παρά προσθέτοντας. Όμως το αισθάνεσαι πως αποπνέει γνώση, πείρα και σιγουριά. Το Θέατρο είναι ο κόσμος του κι οι ήρωές του γεννιούνται μέσα σ’ αυτόν το μαγικό κόσμο, διεκδικώντας τη δική τους θέση.
………….
Εδώ και χρόνια είστε ένας από τους ανθρώπους της Βέροιας, που έχουν καταθέσει στα πνευματικά πράγματα της πόλης την προσωπική τους οπτική. Εσείς το κάνατε στον τομέα του Θεάτρου και ειδικά στη συγγραφή θεατρικών έργων. Όμως ταυτόχρονα σμιλεύετε την πέτρα, ζωγραφίζετε…
Είστε χημικός και εργαστήκατε ως χημικός στο Χημείο του Κράτους. Πώς συνδυάστηκε αυτή η ιδιότητα, του επιστήμονα των θετικών επιστημών, με τις συγγραφικές και καλλιτεχνικές σας αναζητήσεις;
Νομίζω ότι έχουμε βάλει διαχωριστικές γραμμές σε πολλά πράγματα, οι οποίες δεν ξέρω αν ισχύουν. Μάλιστα, πολλές φορές σκέφτομαι πως η γραφή δεν είναι ιδιότητα μόνο των φιλολόγων, που, γνωρίζοντας τόσο καλά τη γλώσσα και τους κανόνες της, κάποτε εγκλωβίζονται μέσα σ’ αυτήν, ασκώντας πολλές φορές αυστηρή αυτοκριτική στη δική τους γραφή. Αντίθετα, εμείς των θετικών επιστημών δεν διακρινόμαστε γι αυτήν την αυστηρότητα στη χρήση των λέξεων. Είμαστε πιο ελεύθεροι. Νομίζω, λοιπόν, πως σ’ όλους τους ανθρώπους πια ανήκει ο κόσμος των ιδεών και της έμπνευσης.
Εμένα με βοήθησε το ότι σπούδασα θετικές επιστήμες. Γιατί όλη αυτή η θετική σκέψη ζητούσε και ένα αντίβαρο. Η λογική ζητούσε και λίγο το παράλογο, ζητούσε τη φαντασία. Έτσι, δημιουργήθηκε μια πολύ ωραία ισορροπία.
Ξεκινάτε τη γραφή παράλληλα με τη δημιουργία ενός παιδικού κουκλοθίασου, ενώ βραβεύεται και ένα διήγημά σας. Βλέπουμε, δηλαδή, παράλληλα λογοτεχνική γραφή, θεατρική, αλλά και πρακτική ενασχόληση με το θέατρο. Σας κερδίζει τελικά η θεατρική γραφή. Γιατί;
Ένα μου μειονέκτημα, όσον αφορά στο τελικό αποτέλεσμα της δουλειάς μου, ήταν ότι δεν είχα πολλή επιμονή και υπομονή, ώστε να εστιάσω το ενδιαφέρον μου σε ένα πράγμα. Ήθελα με πάθος να εκφραστώ εκείνην την εποχή και το έψαχνα με πολλούς τρόπους. Από μικρός ζωγράφιζα και έγραφα, όμως με κράτησε περισσότερο κοντά της η θεατρική γραφή.
Και μιας και μπαίνουμε στο χώρο του Θεάτρου γενικά, ακόμα ασκούν πάνω μου μια ιδιαίτερη γοητεία όλα όσα σημαίνουν Θέατρο. Αν μπεις πίσω από τις κουίντες και ζήσεις τη μεταμόρφωση των ηθοποιών, που αποβάλλουν τον προσωπικό τους χαρακτήρα και «ενδύονται» το ρόλο, δε μπορείς παρά να γοητευτείς.
Έτσι, λοιπόν, η ακατανίκητη αυτή γοητεία του Θεάτρου με συνεπήρε, χωρίς όμως να εγκαταλείψω τη διάθεση να ζωγραφίζω ή να κάνω γλυπτά, όταν μπορώ. Είμαι… πολυπράγμων. Αυτό όμως δε φέρνει πάντα τα καλύτερα αποτελέσματα. Είναι μάλλον μειονέκτημα. Ίσως, αν καταπιανόμουν αποκλειστικά με ένα είδος, να είχα ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Φαίνεται πως έψαχνα να βρω διάφορους τρόπους έκφρασης και όχι έναν.
Ποιες δυσκολίες παρουσιάζει αλλά και ποια γοητεία ασκεί στο συγγραφέα η γραφή ενός θεατρικού έργου;
Επειδή σχετικά με τη θεατρική γραφή δεν είχα σπουδές, θεωρώ τον εαυτό μου «λαϊκό συγγραφέα», όπως χρησιμοποιούμε τον όρο «λαϊκός ζωγράφος».
Έμαθα παρακολουθώντας. Τεράστιο ρόλο έπαιξε σ’ αυτό η παρουσία του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, καθώς και κάποιων ανθρώπων του Θεάτρου. Ένιωθα ότι παρακολουθώντας συνεχώς βελτιωνόμουν.
Ο λόγος του Θεάτρου είναι λιτός, σπαρτιάτικος, δωρικός. Εγώ ήμουν λίγο περισσότερο «φλύαρος» αρχικά, ίσως επηρεασμένος από τη Λογοτεχνία, και ειδικά την πεζογραφία, (έγραψα διηγήματα και ένα μυθιστόρημα), με την οποία είχα ασχοληθεί. Η θεατρική γραφή όμως έχει την αφαίρεση της ποίησης. Αυτό ήταν μια δυσκολία στη γραφή, που, αν και έχει ελαχιστοποιηθεί, με απασχολεί ακόμα.
Η γοητεία έγκειται στο ότι έχεις τους ήρωές σου ολοζώντανους μπροστά σου και τους βλέπεις την ώρα που γράφεις. Μάλιστα, όταν έγραφα τον «Νοέμβρη», το πρώτο μου έργο, μελετούσα πώς θα μπορούσαν οι ήρωές μου να συμπεριφερθούν και έξω από τις συγκεκριμένες σκηνές που έστηνα, ώστε να είναι περισσότερο ζωντανοί και πειστικοί. Πρέπει να έχεις ολοκληρωμένη άποψη για τον ήρωά σου.
Οι «Εξομολογήσεις γυναικών» αλλά και το «Ιστορία για ελέφαντες» ήταν έργα που ανέβηκαν όχι μόνο στη Βέροια αλλά και αλλού, στην Κοζάνη, στην Αθήνα, στην Κρήτη. Γιατί πιστεύετε πως άρεσαν;
Ας ξεκινήσουμε από τις « Εξομολογήσεις». Ήταν συμπαραγωγή του «Ομίλου Φίλων Θεάτρου» και του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας και πρωτοπαίχτηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών σαν μια κατάθεση στην Ημέρα της Γυναίκας, ανεβασμένο από τον Κώστα Αποστολίδη, που το ανέδειξε.
Απηχούσε τον τρόπο σκέψης και λόγου των γυναικών, όπως είχε εντυπωθεί μέσα μου από κουβέντες συγγενικών προσώπων των παιδικών μου χρόνων (γιαγιάδες, μαμάδες, θείες και φιλενάδες τους) αλλά και από εξομολογήσεις αργότερα κοριτσιών, που με έβρισκαν άξιο της εμπιστοσύνης τους. Είχα, λοιπόν, μια ολοκληρωμένη άποψη για το πώς λειτουργούν οι γυναίκες. Ο συγγραφέας είναι το «ενδιάμεσο» ανάμεσα στη ζωή και στο Θέατρο. Το έργο «κυλούσε», αυτό ήταν το μεγαλύτερο προσόν του.
Στο «Ιστορία για ελέφαντες» αφετηρία ήταν ο θάνατος, το φάσμα του θανάτου, ως μέσου όμως για να αξιοποιηθεί καλύτερα η ζωή. Το πρωταρχικό ζητούμενο για μένα είναι η αξιοποίηση αυτού του δώρου, του δώρου της ζωής. Αυτό, λοιπόν, το πάθος για τη ζωή προβάλλεται έντονα και στα δύο έργα και πιστεύω πως αυτό κερδίζει το θεατή.
Ποια, λοιπόν, πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά ενός θεατρικού έργου, ώστε να έχει απήχηση;
Για να μιλήσουμε για ένα κλασικό έργο και όχι του συρμού και εμπορικό, νομίζω ότι πραγματικά πρέπει να διεισδύσει στην ψυχή, να αγγίξει τις πολύ ευαίσθητες χορδές του θεατή, παράλληλα όμως να έχει μια τέτοια πλοκή, που να τον κρατά συνεχώς σε εγρήγορση με τις ανατροπές του.
Ποιοι Νεοέλληνες θεατρικοί συγγραφείς αλλά και ποιοι ξένοι σάς επηρέασαν στη γραφή σας;
Είμαι λάτρης του Τσέχωφ. Είναι πραγματικά γοητευτικός! Θεωρώ όμως πως στην Ελλάδα τονίστηκε περισσότερο η δραματική διάσταση στο έργο του, ενώ υπάρχει και η ανάλαφρη, με το λεπτό ιδιότυπο χιούμορ του. Πολυδιάστατος! Θεατρικός συγγραφέας, ενδιαφέρων διηγηματογράφος και γιατρός!
Όμως και ο Μπέργκμαν με γοητεύει με τα θεατρικά αλλά και με τα κινηματογραφικά του έργα. Με γοητεύει η φοβερή διείσδυση που κάνει στον ανθρώπινο ψυχισμό. Αλλά και πώς μπορώ να παραλείψω τον Ίψεν, τον Ιονέσκο, τον Ουίλιαμς, και προπαντός τον Πίντερ!
Από τους Νεοέλληνες αγαπώ πολλούς. Τον Καμπανέλη, το Μουρσελά, τον Ποντίκα, το Μάτεση, τους Κεχαίδη-Χαβιαρά… Και από τους νεότερους τον Άκη Δήμου, το Γιώργο Ηλιόπουλο, χωρίς να ξεχνώ τους πάντα διαχρονικούς Τσιφόρο και Σακελάριο.
Ασχοληθήκατε και με το παιδικό θεατρικό έργο. Είναι δυσκολότερη ή ευκολότερη η γραφή του;
Το «Βοήθεια, κολλήσαμε!» ήταν το παιδικό μου που είχε επιτυχία και μάλιστα κυκλοφόρησε και σε cd. Ήταν γέννημα του κουκλοθέατρου και το πρώτο θεατρικό μου.
Θεωρώ ότι η γραφή ενός παιδικού είναι κάτι διαφορετικό. Δεν είναι καθόλου εύκολο το παιδικό θέατρο, αν επιδιώκεις να δώσεις κάτι το οποίο δεν είναι επιφανειακό και τελικά… σαχλό. Το παιδί χρειάζεται τη δική του προσέγγιση.
Συμμετείχατε και συμμετέχετε ενεργά στον «Όμιλο Φίλων Θεάτρου και Τεχνών» της Βέροιας, του οποίου υπήρξατε και πρόεδρος στη διετία 2012-’13. Ποια εμπειρία αποκομίσατε όλα αυτά τα χρόνια απ’ αυτήν τη δραστηριότητα;
Ο «Όμιλος» επανιδρύθηκε το 2006 και ξαναέγιναν εκλογές το 2007 χάρη στο Θόδωρο Πολυχρονιάδη. Χάρη σ΄ αυτόν υπάρχει ο « Όμιλος». Ο Θόδωρος είναι μια… ατμομηχανή ενέργειας, είναι ένας αιώνιος έφηβος!
Προσθέσαμε στον τίτλο του «Ομίλου» και το «Τεχνών», για να συμπεριλάβουμε στις δραστηριότητές μας κι άλλες μορφές Τέχνης πέρα από το Θέατρο. Ανεβάσαμε παραστάσεις και διάφορα δρώμενα – όπως το «Βέροια, πόλη μαγική», αφιέρωμα στα εκατό χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης- βρίσκοντας μεγάλη ανταπόκριση από τον κόσμο.
Εκείνο που μας δυσκόλεψε και μας δυσκολεύει πάντα είναι το ότι, ενώ η Βέροια έχει αίθουσες, έχουμε πάντα μια δυσκολία στην ανεύρεση αίθουσας, όταν θέλουμε ν’ ανεβάσουμε κάποιο έργο.
Η «Στέγη» και ο «Χώρος Τεχνών» χρειάζονται χρήματα, για ν ’ανεβάσουμε κάποιο έργο… Έτσι, χρησιμοποιήσαμε το θεατράκι της Ραχιάς, το οποίο θέλαμε να το κάνουμε και έδρα του Ομίλου. Θα έπαιρνε μ’ αυτόν τον τρόπο και ζωή. Θα δούμε…
Πάντως πέρα από τις παραγωγές και τη γενικότερη δράση μας του Ομίλου, θεωρώ ότι συντελέσαμε αποφασιστικά να πάρει άδεια η Στέγη ως θεατρική σκηνή, καθώς και το θεατράκι της Ραχιάς, που είναι ένα πραγματικό κόσμημα για τον ευρύτερο Δήμο, όπου θα μπορούν να γίνουν πάρα πολλές παραγωγές. Μάλιστα θα μπορούσε να έχει το ΔΗΠΕΘΕ παιδικές παραγωγές κάθε Κυριακή πρωί, ν’ ανεβαίνουν επάνω οι γονείς να παίζουν τα παιδιά τους και να βλέπουν παιδικές παραστάσεις. Θεωρώ, λοιπόν, ότι ο Όμιλος έχει προσφέρει και εξακολουθεί να προσφέρει.
Ποιος είναι ο ρόλος του ερασιτεχνικού θεάτρου στην πνευματική ζωή μιας πόλης;
Είναι σημαντικός, γιατί είναι ένα σκαλοπάτι για τη γνωριμία με το Θέατρο, εφόσον βέβαια γίνεται σωστά. Σ’ αυτό το θέμα είμαι κάθετος. Θέλω το ερασιτεχνικό θέατρο να σέβεται το Θέατρο. Να μην είναι καρικατούρα, να μην είναι εύκολο.
Από το ερασιτεχνικό θέατρο έχουν βγει και ηθοποιοί και σκηνογράφοι και μουσικοί, γιατί το Θέατρο είναι μια Τέχνη που τα έχει όλα.
Ποια είναι η άποψή σας για τα ΔΗΠΕΘΕ αλλά και για τον σημερινό κίνδυνο που αντιμετωπίζουν; Ο ρόλος τους υπήρξε καταλυτικός, όταν ξεκίνησαν, και εξακολουθεί να είναι σημαντικός και σήμερα. Πιστεύετε πως θα τα αφήσουν αλώβητα μέσα στις σημερινές οικονομικές συγκυρίες;
Εγώ είμαι παιδί των ΔΗΠΕΘΕ. Αν δεν υπήρχε το ΔΗΠΕΘΕ της Βέροιας, δεν ξέρω αν θα είχα ασχοληθεί με το Θέατρο στο βαθμό που ασχολήθηκα. Ούτε θα είχα την πορεία που είχα, ξεφεύγοντας από τα σύνορα της Βέροιας. Το εφαλτήριο ήταν για μένα το ΔΗΠΕΘΕ. Υπερασπίζομαι με πάθος τα ΔΗΠΕΘΕ.
Όσο για το μέλλον τους θεωρώ ότι η κρίση πολλές φορές χρησιμοποιείται και ως άλλοθι της απραξίας, οδηγώντας στην αδράνεια. Θεωρώ ότι και με λιγότερα χρήματα και με πολύ καλή διάθεση μπορούν να γίνουν σπουδαία πράγματα. Πρέπει να τα αφήσουν να ζήσουν, γιατί είναι σημαντικοί πυρήνες πολιτισμού.
Και τώρα, τι καινούργιο ετοιμάζετε;
Είναι έτοιμα δύο θεατρικά έργα για το ανέβασμα των οποίων είμαι σε επαφές. Το ένα τιτλοφορείται «Εγώ» και το άλλο « Τα παιχνίδια της τύχης και του θανάτου». Είναι έργα ολιγοπρόσωπα, έργα εσωτερικής αναζήτησης.
Πώς βλέπετε την πορεία του Νεοελληνικού Θεάτρου σήμερα; Δε θα έπρεπε να γράφονται αλλά και να ανεβάζονται περισσότερα νεοελληνικά έργα, που να αγκαλιάζουν και να αποτυπώνουν τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα, τη ζοφερή;
Συμφωνώ απόλυτα μ’ αυτό, αλλά βλέπουμε ότι το εμπορικό θέατρο – υπάρχουν βέβαια κάποιες πειραματικές σκηνές και στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, που φέρνουν το καινούργιο- δε δίνει ευκαιρίες σε νέους συγγραφείς. Βλέπουμε τα ίδια και τα ίδια έργα συνέχεια, και το χειρότερο, βλέπουμε έργα που έχουν σχέση με τηλεοπτικούς πρωταγωνιστές, για να είναι οι κράχτες του έργου.
Έχουν τόσους ηθοποιούς και το «Κρατικό» και το «Εθνικό», που θα μπορούσαν να έχουν δέκα, παράδειγμα, μικρές σκηνές, δίνοντας το λόγο σε νέους συγγραφείς, μέσα από διαγωνισμούς ή υποβολή έργων. Θα έφερναν αυτά τα έργα τον αέρα του σήμερα.
Δυστυχώς όμως θέλουν να γεμίσουν τις αίθουσες με εύκολα πράγματα. Και μπορεί η Αρχαία Τραγωδία και Κωμωδία που παίζονται τα καλοκαίρια να μην έχουν τα χαρακτηριστικά του « εύκολου», δεν παύουν όμως να παίζονται κατά κόρον, ενοχλώντας και με μια αμφισβητούμενη επιμονή στο «μοντέρνο».
Ας αφήσουμε τον Νίκο Μανούδη του Θεάτρου και ας πάμε στον Μανούδη καλλιτέχνη. Δίνετε ψυχή στην πέτρα δημιουργώντας μικρά γλυπτά και ζωγραφίζετε. Συμπληρωματική ενασχόληση με τη θεατρική γραφή ή το ίδιο σημαντική;
Σίγουρα τώρα πια συμπληρωματική. Ασχολούμαι αποκλειστικά με το Θέατρο. Όταν όμως θέλω να αξιοποιήσω τον ελεύθερο χρόνο μου, δίνομαι στη ζωγραφική ή τη γλυπτική μικρών έργων, παράλληλα.
Είστε όμως, το δηλώσατε και πριν από λίγο, κατ’ εξοχήν άνθρωπος του Θεάτρου. Τι είναι, λοιπόν, για σας το Θέατρο; Πώς θα δίνατε τον ορισμό του, όσο πιο σύντομα και πυκνά μπορείτε;
Έχουν δοθεί άπειροι ορισμοί του Θεάτρου. Ο κλασικότερος είναι πως « το Θέατρο είναι ο καθρέφτης της πραγματικότητας». Εγώ επειδή ζω τη γοητεία του από τη στιγμή που ξεκινώ να πλάθω τους ρόλους μέχρι τη στιγμή που το έργο μου θα ανεβεί στο σανίδι, θα πω πως για μένα «το Θέατρο είναι ένα παιχνίδι ζωής». Γιατί παίζεις με τους ήρωες όταν γράφεις, ο σκηνοθέτης παίζει με το πώς θα στήσει το έργο, ο σκηνογράφος, ο ενδυματολόγος… ώσπου στο τέλος βλέπεις αυτό, που είναι ένα δημιούργημα του νου και της ψυχής σου, να ζωντανεύει πάνω στη σκηνή. Ναι, το Θέατρο είναι ένα γοητευτικό παιχνίδι.