Απόψεις Πολιτισμός

“ΒΕΡΜΙΟΝ ΟΡΟΣ” του Γιάννη Τσιαμήτρου

 

Γενικά – Ιστορικά

Το Βέρμιο βρίσκεται στη Δυτική Μακεδονία και τη χωρίζει από την Κεντρική, καθώς υψώνεται δυτικά της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης και ανατολικά του οροπεδίου της Κοζάνης. Στην αρχαιότητα το Βέρμιο αποτελούσε το φυσικό σύνορο ανάμεσα στην Άνω και Κάτω Μακεδονία, δηλαδή τότε ανάμεσα στη Βοττιαία (ανατολικά) και στην Ελίμεια – Εορδαία, οι οποίες βρίσκονται στα δυτικά.

Γιάννης Τσιαμήτρος
Γιάννης Τσιαμήτρος

Σύμφωνα με τους ιστορικούς (με κάποιες, βέβαια, διαφοροποιήσεις τους), πριν τη ρωμαϊκή κατάκτηση η Άνω Μακεδονία κάλυπτε την ορεινή Μακεδονία (σημερινή Δυτική Μακεδονία) και οι πιο γνωστές επαρχίες ήταν η Εορδαία, η Ελίμεια, η Λυγηστίδα, η Ορεστίς κ.α., ενώ η Κάτω Μακεδονία κάλυπτε την πεδινή Μακεδονία (σημερινή κεντρική και ανατολική Μακεδονία) με πιο γνωστές τις επαρχίες Βοτιαία, Αλμωπία, Πιερία, Ανθεμούντα, Κριστωνία, Μυγδονία κ.α.  Βέβαια αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι απόλυτος. Για παράδειγμα, ορισμένοι εντάσσουν την Εορδαία στη Κάτω Μακεδονία. Είναι, ωστόσο, παραδεκτό ότι στο Βέρμιο και στην Πιερία (πρόποδες) με όριο τους  τον ποταμό Αλιάκμονα ξεκίνησε, όπως θα δούμε παρακάτω, η ίδρυση και ανάπτυξη του ισχυρού Μακεδονικού Βασιλείου (7ος π. Χ. αι.).

Στα βόρεια τμήματά του  και συγκεκριμένα στον Άγρα, πάνω από την πόλη της Έδεσσας,  το Βέρμιο συνδέεται με τις νότιες απολήξεις του όρους Βόρα (Καϊμάκτσαλαν), ενώ στο νότιο τμήμα του ο Αλιάκμονας το διαχωρίζει από τα Πιέρια όρη. Το Βέρμιο σήμερα έχει τμήματα του Νομού Ημαθίας (περισσότερο), του Νομού  Κοζάνης και του Νομού Πέλλας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η σημερινή μεγάλη κεντρική κοιλάδα, που απλώνεται  βορειοανατολικά του Βερμίου μέχρι τη Θεσσαλονίκη, κατά την αρχαιότητα καταλαμβανόταν από νερά, κατά τόπους αβαθή, έτσι οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις ήταν  πολύ μικρότερες από αυτές που βλέπουμε σήμερα. Η μεγάλη σε έκταση χαράδρα του Σελιώτικου ρέματος διαχωρίζει το Βέρμιο σε βόρεια και νότια τμήματα.

Ο ιστορικός της Βέροιας Γιώργος Χ. Χιονίδης επισημαίνει ότι αρκετοί δόκιμοι ιστορικοί και αρχαιολόγοι συνέχεαν τα όρια των οροσειρών των Πιερίων και Βερμίου επειδή είναι δυσδιάκριτα και επειδή οι ιστορικές τύχες αυτών των δυο οροσειρών ήταν συχνά κοινές. Υπάρχει – λέει –  σύγχυση σε τέτοιο βαθμό ώστε παγκόσμια γνωστοί ιστορικοί, άλλοι να υποστηρίζουν ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες εγκαταστάθηκαν πρώτα στην Πιερία (Άγγλος πανεπιστημιακός Ν. Hammond) και άλλοι πρώτα στην Ημαθία. Μάλιστα, ο εν λόγω ιστορικός (Χιονίδης), σε σχετική του ομιλία με τίτλο ‘Το Βέρμιο και τα Πιέρια στη μυθολογία και στην Ιστορία’, στη Βέροια το 1996, δίνει πολλά παραδείγματα τέτοιας σύγχυσης. Ένα κτυπητό  παράδειγμα είναι ότι πολλοί ακόμα και σήμερα μπερδεύουν  το Βέρμιο όρος με το Βέρνο και τον Βαρνούντα ή αποδίδουν ολόκληρη την οροσειρά του Βερμίου με το όνομα ενός από τα βουνά της, όπως με το Δόξα (περιηγητής Leake),  Ντούρλα κλπ.

Γιώργος Χ. Χιονίδης
Γιώργος Χ. Χιονίδης

Στην ίδια ομιλία του ο κ. Χιονίδης παρατηρεί ότι το γράμμα -β- υπάρχει στην αρχή αρχαίων ονομάτων πέντε γειτονικών και συγγενών (γλωσσολογικά) οροσειρών (Βέρμιο, Βέρνο, Βαρνούς, Βόρας, Βούρινος, Βερτίσκος), λιμνών (Βεγορίτιδα) ή ακόμα και πόλεων (Βελβενδός, Βέροια). Έτσι, διατυπώνει τη γνώμη ότι πιθανόν όλα αυτά να συνδέονται με την ονομασία των Βριγών (Βρυγών), των πρώτων προϊστορικών κατοίκων της Βέροιας, της Έδεσσας κλπ.  Όταν αυτοί πήγαν στην Μ. Ασία μετέβαλαν το όνομά τους σε Φρύγες και τη νέα πατρίδα τους Φρυγία (Ηρόδοτος, Στράβωνας). Εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι ο μακαρίτης Βεροιώτης δόκιμος φιλόλογος, Γιάννης Μωραλίδης, υποστήριξε ότι το όνομα Βέρμιο σημαίνει ύψωμα κ.τ.λ., θεωρώντας το ελληνική λέξη. Πιθανόν να προέρχεται και από τον βρόμο (αρχαιοελληνικό ρήμα ‘βρέμω’ = βγάζω δυνατό ήχο – κρότο) που σημαίνει βροντή (παρατηρούνταν/νται πολλοί κεραυνοί και βροντές στην περιοχή). Πάντως, αυτά είναι θέματα προς διερεύνηση από ειδικούς γλωσσολόγους.

Ο  Γ. Χιονίδης πάλι  στο βιβλίο του ‘Ιστορία της Βέροιας’, Τόμος Α΄, μας λέει (το αποδίδουμε περιληπτικά):  Έχουμε την πληροφορία από τον Στράβωνα (Ζ, απόσπ. 25) ότι οι πρώτοι κάτοικοι του Βερμίου ήταν  οι Βρίγες, οι οποίοι ήταν Θράκες και, όπως είπαμε προηγουμένως, μετονομάστηκαν σε Φρύγες, όταν πήγαν στη Μ. Ασία. Και ο Ηρόδοτος (VII, 73) μας  λέει περίπου τα ίδια πράγματα. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε με σαφήνεια πότε οι Βρίγες μετακινήθηκαν προς τη Μ. Ασία. Επίσης, τα ιστορικά κείμενα του Ηρόδοτου, Στράβωνα και Αθηναίου είναι σαφή, ώστε να πούμε ότι στο Βέρμιο ήταν οι περίφημοι κήποι του Μίδα (με τα 60φυλλα τριαντάφυλλα), του μυθικού Βασιλιά των Φρυγών. Όλα αυτά βέβαια ανήκουν στα προϊστορικά χρόνια και δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως και κατ’επέκταση υπάρχει σύγχυση για τους πρώτους γενικά κατοίκους της Μακεδονίας.

Θωμάς Γαβριηλίδης,
Θωμάς Γαβριηλίδης

Ο έγκριτος  φιλόλογος και συγγραφέας Θωμάς Γαβριηλίδης, που ζει στη Βέροια, μας διαβεβαιώνει ότι η ‘ερατεινή (πασίχαρη – τερπνή – γοητευτική – αξιαγάπητη) Ημαθία του Ομήρου (226 στίχος της Ιλιάδας) με την εύμορφη πεδιάδα πλαισιώνεται από τους ποταμούς Αλιάκμονα και Λουδία (τον Λυδία του Ηρόδοτου), τα δασωμένα βουνά  Βέρμιο και Πιέρια και τις αιγαιοπελαγίτικες ακρογιαλιές.

Οι μαρτυρίες της αρχαίας γραμματείας για το Βέρμιο είναι ιδιαίτερα περιορισμένες. Ωστόσο, υπάρχει το ιδιαίτερα εύγλωττο απόσπασμα από το 8ο βιβλίο των ‘Ιστοριών’(138) του Ηρόδοτου, το οποίο συμπυκνώνει  γεωγραφικές και ιστορικές πληροφορίες:

«…ποταμὸς δέ ἐστιἐν τῇ χώρῃ ταύτῃ, τῷ θύουσι οἱ τούτων τῶν ἀνδρῶν ἀπ᾽ Ἄργεος ἀπόγονοι ὡς σωτῆρι οὗτος, ἐπείτε διέβησαν οἱ Τημενίδαι, μέγας οὕτω ἐρρύη ὥστε τοὺς ἱππέας μὴ οἵους τε γενέσθαι διαβῆναι. οἳ δὲ ἀπικόμενοι ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης οἴκησαν πέλας τῶν κήπων τῶν λεγομένων εἶναι Μίδεω τοῦ Γορδίεω, ἐν τοῖσι φύεται αὐτόματα ῥόδα, ἓν ἕκαστον ἔχον ἑξήκοντα φύλλα, ὀδμῇ τε ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων. ἐν τούτοισι καὶ ὁ Σιληνὸς τοῖσι κήποισι ἥλω, ὡς λέγεται ὑπὸ Μακεδόνων. ὑπὲρ δὲ τῶν κήπων ὄρος κεῖται Βέρμιον οὔνομα, ἄβατον ὑπὸ χειμῶνος. ἐνθεῦτεν δὲ ὁρμώμενοι, ὡς ταύτην ἔσχον, κατεστρέφοντο καὶ τὴν ἄλλην Μακεδονίην».

Το απόσπασμα αυτό όχι μας δίνει μια θαυμάσια εικόνα του Βερμίου, επιβλητικού, αδιάβατου το χειμώνα, πάνω από τους «κήπους» του Μίδα, γιού του Γορδίου, με τα άγρια ρόδα, αλλά και τοποθετεί το βουνό στο επίκεντρο της μακεδονικής ιστορίας, έστω και μέσω του μύθου, ως ο τόπος τον οποίο χρησιμοποίησαν οι Τημενίδες ως ορμητήριο για να δημιουργήσουν το μεγάλο βασίλειό τους. Σε αυτά τα περιβόλια (κήπους), όπως διηγούνται οι Μακεδόνες, λέει ο Ηρόδοτος διστακτικά,  πιάστηκε σε παγίδα ο Σιληνός. HR-1-540x1024Άλλοι ιστορικοί και ερευνητές τοποθετούνε το Μίδα και τη σύλληψη του Σιληνού στην Ανατολή, όμως οι σύγχρονοι ερευνητές  θεωρούνε τη πληροφορία του Ηρόδοτου (χωροθέτηση του μύθου στην Μακεδονία) ως έγκυρη, παρά τη διστακτικότητα του Ηρόδοτου. Άλλωστε, οι αναφορές αρκετών αρχαίων συγγραφέων  (Θεόπομπος, Κόνων, Καλλισθένης, Στράβων κ.ά.) ωθούνται στο ίδιο συμπέρασμα  (βλ. βιβλιογραφία, Γεώργιος Κ. Μάλλιος  ‘Η σύλληψη του Σιληνού στους κήπους του Μίδα στο Βέρμιο και ο «γόρδιος δεσμός» της φρυγικής παρουσίας στην Μακεδονία’).

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα πάλι με τον Ηρόδοτο, ο  πρόγονος του Αλεξάνδρου 7ου, ο Περδίκκας,  απέκτησε τη βασιλεία των Μακεδόνων περιληπτικά ως εξής: Οι τρεις αδελφοί, ο Γαυάνης, ο Αέροπος  και ο Περδίκκας, απόγονοι του Τημένου, βασιλιά του Άργους (σύμφωνα με μια άποψη της Πελοποννήσου, κατά άλλους του  Ορεστικού της Καστοριάς), έφυγαν από το Άργος και πήγαν στους Ιλλυριούς. Από τους Ιλλυριούς πέρασαν στην Άνω Μακεδονία, στη πόλη Λεβαία, όπου ανέλαβαν εργασία αντί μισθού στον βασιλιά αυτής. Μετά από ένα επεισόδιο με το βασιλιά, για να προστατέψουν τη ζωή τους, κατέφυγαν σε ένα άλλο μέρος της Μακεδονίας (Κάτω Μακεδονία), κοντά στους κήπους του Μίδα του Γορδίου (δηλαδή στο Βέρμιο). Αυτά έγιναν τον 7ο αιώνα π. Χ. και ο Ηρόδοτος τα διηγείται τον 5ο αιώνα π. Χ.,  μαθαίνοντάς τα από Μακεδόνες.

Άλλο ένα απόσπασμα από το 7ο βιβλίο του Ηροδότου, εντάσσει το Βέρμιο – έμμεσα χωρίς να αναφέρει το ίδιο το βουνό – στον πυρήνα της Βοττιαίας και της Μακεδονίδος, ορίζοντας ως σύνορα της περιοχής τον Λουδία και τον Αλιάκμονα:

«μέχρι Λυδίεώ τε  ποταμοῦ καὶ Ἁλιάκμονος, οἳ οὐρίζουσι γῆν τὴν Βοττιαιίδα τε καὶ Μακεδονίδα, ἐς τὠυτὸ ῥέεθρον τὸ ὕδωρ συμμίσγοντες».

Η αρχαιολόγος Ευαγγελία Στεφανή στην εργασία της, με τίτλο «Τοπίο και κατοίκηση στην Ημιορεινή Ημαθία – ‘όρος Βέρμιον άβατον υπό χειμώνος’», καταλήγει:

«…όπως είχε εύστοχα παρατηρηθεί, πολύ πριν τα σύγχρονα αρχαιολογικά δεδομένα προσφέρουν την απαραίτητη τεκμηρίωση, ‘…κατά την αυγή της μακεδονικής ιστορίας, η Μακεδονία ήταν συγκεντρωμένη στις όχθες του Αλιάκμονα’, και, όπως είμαστε πλέον σε θέση να γνωρίζουμε, εκεί άρχισε να αναπτύσσεται, πριν ακόμα την αυγή της ιστορίας, ο πολιτισμός της Μακεδονίας». Με τον Ηρόδοτο συμφωνεί και ο ιστορικός Θουκυδίδης (II 99.2). Πρέπει να σημειωθεί ότι η Βοττιαία (σημερινή Ημαθία και ομηρική ‘ερατεινή Ημαθία’, όπως ειπώθηκε) και η Πιερία, αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα του μακεδονικού βασιλείου πριν την επέκταση του προς ανατολικά και δυτικά.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Πάντως, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης (γνώστες της γενεαλογίας της Μακεδονικής Δυναστείας των Αργεαδών ή Τημενίδων, τοποθετούσαν τον Περδίκκα Α΄ επικεφαλής της οικογένειας (αποδίδοντας του μάλιστα και την ίδρυση του μακεδονικού κράτους, α΄ μισό του 7ου π Χ. αι.), ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί (Ευφορίων, Justinus, Τρώγος, Σύγκελλος, Ευσέβειος, Σολίνος κ.ά.) αποδίδουν την ίδρυση του Μακεδονικού Βασιλείου  και σε βασιλείς παλιότερους του Περδίκκα (Ηρακλείδης Κάρανος, Κοίνος, Τυριμμάς), προερχόμενους από το Άργος της Πελοποννήσου.

Επίσης, κάποιοι περισσότερο μεταγενέστεροι ιστορικοί (π.χ. ο Γερμανός Otto Abel, 19ος αιώνας) υποστηρίζουν ότι  οι Αργεάδες ή Τημενίδες  δεν έφυγαν από το Άργος της Πελοποννήσου, αλλά από το Άργος Ορεστικόν  (Ορεστείαν) της Μακεδονίας (αναφέρθηκε προηγουμένως), στηριζόμενος σε ένα χωρίο του Ρωμαίου  ιστορικού, ελληνικής καταγωγής, Αππιανού Αλεξανδρέως (1ος – 2ος μ.Χ. αι.). Ο Γ. Χιονίδης παραδέχεται ότι ναι μεν υπάρχει αυτό το χωρίο, αλλά υποστηρίζει ότι ο Αππιανός ήθελε να πει ότι οι Μακεδόνες όρμησαν από την Ορεστείαν (Αργος Ορεστικό), αφού είχαν έλθει από το Αργος της Πελοποννήσου και κατέκτησαν την Ημαθία. Και αυτό είναι ορθό, λέει, γιατί ο βασιλιάς τους Κάρανος (κατά τον Σύγκελλο και Ευσέβειο κ.α.), προερχόμενος από το Αργος της Πελοποννήσου, συμμάχησε με τον βασιλιά των Ορεστών κατά των Εορδών και μετά από νίκες κατέλαβε σταδιακά όλη τη Μακεδονία. Συνεπώς, ο Γ. Χιονίδης  συμφωνεί με τη γνώμη των δυο πατέρων της ιστορίας (Ηρόδοτο και Θουκυδίδη) για την προέλευση των Μακεδόνων βασιλέων από το Αργος της Πελοποννήσου.aef80-cea0cf8dceb4cebdceb1

Υπάρχει και η άποψη ότι οι Αργεάδες Μακεδνοί φαίνεται να ήταν  η ισχυρότερη ανάμεσα στις μακεδονικές φυλές και στο τέλος της Χαλκοκρατίας εντοπίζονται στη Πίνδο (Όρος Λάκμος) και στη περιοχή της Καστοριάς, που τότε ονομάζονταν Μάκετα ή Μάκεδα = υψηλή/ορεινή γη (Μαρσύας Μακεδών FGrH, 135/6.10). Με την εμφάνιση των Ορεστών εκτοπίζονται στη περιοχή του Βοϊου ή της Ελιμειώτιδας, από όπου τελικά εγκαταστάθηκαν στην Ημαθία και πήραν την τελική ονομασία Μακεδόνες (N.G. Hammond, The Macedonian State, t II, Paperback, 1989, σελ. 3-14).

Σύμφωνα μάλιστα με τον Ηρόδοτο (Α΄, 56, «το δε δωρικόν … οίκεε εν Πίνδω, Μακεδνόν καλεόμενον»), οι Μακεδνοί ή Μακεδόνες, το όνομα των οποίων παράγεται, όπως και το επίθετο μακρύς, από τη ρίζα μακ- και σημαίνει ‘ψηλός’ ή πιο ελεύθερα ‘αυτός που έρχεται από ψηλά’,  ήταν ένα φύλο ταυτόσημο με τους Δωριείς, το οποίο αρχικά κατοικούσε στην Πίνδο.

Έτσι, από πολλά στοιχεία, όπως και από άλλα (γλωσσικά προπάντων, που δείχνουν τη συγγένεια των διαλέκτων), βασίζεται η υποστηριζόμενη στην παλαιότερη και σύγχρονη ιστορική έρευνα άποψη, σύμφωνα με την οποία η Μακεδονία φιλοξενεί ένα από τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα, με χώρο προέλευσης την περιοχή της Πίνδου.

Ωστόσο, όπως γίνεται αντιληπτό και όπως ειπώθηκε παραπάνω, όλα τα παραπάνω ανήκουν στη προϊστορία, δεν έχουν τεκμηριωθεί ανασκαφικά και αποτελούν απόψεις, ιστορικών, εθνολόγων και άλλων σύγχρονων επιστημόνων, που περιμένουν την αρχαιολογική σκαπάνη, η οποία θα αποκαταστήσει την αλήθεια.

1

Στην ανατολική πλευρά του Βερμίου αναπτύχθηκε έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα και συνεχής κατοίκηση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Στα ελληνιστικά χρόνια η Βέροια (γνωστή και από τη κλασική εποχή), που βρίσκεται στους ανατολικούς πρόποδες του Βερμίου, ήταν η έδρα του ‘Κοινού των Μακεδόνων’, όπου συγκεντρώνονταν σύνεδροι Μακεδόνες από παντού. Ο πόντιος συγγραφέας Στράβων, που έζησε τον 1ο π.Χ. και 1ο μ.Χ. αι., γράφει στην επιτομή του Ζ΄ βιβλίου των ‘Γεωγραφικών του: «…η Βέροια, πόλις εν ταις υπωρείας κείται του Βερμίου όρους…» (βλέπε Γ. Κ. Χιονίδης, ‘Η αρχαία σχέση της Βέροιας με τη Θράκη’, κείμενο του στο βιβλίο ‘Πανελλήνων Θρακών Απαύγασμα’, έκδοση Θρακικής Εστίας Βέροιας).

Και στους Ρωμαϊκούς χρόνους η Βέροια διατήρησε  προνόμια και τη σημαντικότατη αυτή θέση. Ο χρόνος ίδρυσης της πόλης δεν είναι ακριβής και κατά πάσα πιθανότητα ανάγεται στους προϊστορικούς και μυθικούς χρόνους. Η πόλη ιστορικά αναφέρεται από τον Θουκυδίδη το 432 π.Χ., αλλά προϋπήρχε και ‘η αρχή της ανάγεται και χάνεται – σύμφωνα με τον Γ. Χ. Χιονίδη – στους χώρους της Μυθολογίας’, χωρίς να μπορούμε να αποφανθούμε πότε ιδρύθηκε. Σύμφωνα πάλι με τον Γ. Χ. Χιονίδη, όλες οι  ‘Βέροιες’ που υπάρχουν στον Ελλαδικό και ξένο χώρο (Βερόη ή Βέροια – σημερινή  Στάρα Ζαγόρα της Βουλγαρίας, Βέροια (τα)  στον Βασσαρά Σπάρτης, Berea στο Οχάϊο της Αμερικής και Βέροια – σημερινό Χαλέπι Συρίας) είχαν ως η μητέρα (μητρόπολη) πόλη τη μακεδονική Βέροια του Βερμίου.

Με ορμητήριο τη Βέροια  διαδόθηκε ο λόγος του Χριστού στην υπόλοιπη Μακεδονία, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία χωρίς βέβαια να είναι τυχαία η διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου στον χώρο αυτό (50 ή 51 μ.Χ.). Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά για αυτή την αρχαία πόλη και τις γύρω κώμες – χωρία της (Κυναίοι, Καννωνναία, Βλάγανοι, Αύραντον, Γαίμειον, Βάρη Νικίου κ. ά., βλέπε Χατζόπουλος Β. Μιλτιάδης Χώρα και κώμες της Βέροιας’), που θα απαιτούσε ειδική μελέτη – δεν είναι, όμως, του παρόντος.

theatre_mieza-768x482

Στους ανατολικούς πρόποδες του Βερμίου επίσης βόρεια της Βέροιας και κοντά στη Νάουσα (νοητό τρίγωνο Νάουσα – Κοπανός – Λευκάδια) πρέπει να υπήρξε η αρχαία μακεδονική πόλη Μίεζα, ευρήματα της οποίας αποκαλύφτηκαν  από την αρχαιολογία τις τελευταίες δεκαετίες. Η ίδρυσή της συνδέεται με το όνομα μιας μυθολογικής μορφής, της Μίεζας, κόρης του Βέρητα. Αδέλφια της ήταν η Βέροια και ο Όλγανος (ποτάμι – θεότητα). Ενεπίγραφη προτομή του Όλγανου βρέθηκε κοντά στον Κοπανό Νάουσας και εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Βέροιας Το όνομα Μίεζα έχει σχέση με το Μίδα και πιθανόν να είναι η έδρα του Μίδα (μυθικός βασιλιάς των Βρυγών, ονομαστός για το χρυσάφι του). Όπως ειπώθηκε προηγουμένως,  στο χώρο της ερατεινής Ημαθίας, κάτω από το Βέρμιο τοποθετούνται από τον Ηρόδοτο οι βασιλικοί κήποι του Μίδα. Τα αρχαία λείψανα που εντοπίζονται στην ευρύτερη περιοχή των Λευκαδίων και του Κοπανού Ημαθίας, περιλαμβάνοντας οικισμούς, επαύλεις, ψηφιδωτά δάπεδα, δρόμους, γέφυρες, νεκροταφεία και μεμονωμένα ταφικά μνημεία, θεμέλια δημόσιων κτιρίων, ακροπόλεις κλπ, έχουν ταυτιστεί σχεδόν από όλους τους ερευνητές (Πέτσας κλπ) με την αρχαία Μίεζα και τις γειτονικές της κώμες.

Η πόλη γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στους ελληνιστικούς χρόνους και κατόπιν. Αναφέρεται από αρχαίους συγγραφείς (Πλούταρχος, Πτολεμαίος,  Πλίνιος, Στ. Βυζάντιος κ.ά.) ότι στην ευρύτερη περιοχή της Μίεζας στο Νυμφαίο (Ιερό των Νυμφών και Νύμφες είναι η προσωποποίηση της φύσης) στη θέση ‘Ισβόρια’ (πηγές, κεφαλόβρυση) εντοπίστηκε  η σχολή του Αριστοτέλη, όπου σπούδασε ως νεαρός ο Μέγας Αλέξανδρος. Πάγια ήταν η ταχτική των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων να ιδρύουν τις σχολές τους σε ιερούς χώρους.

makedonikos-1

Επίσης βρέθηκαν στη περιοχή Λευκαδίων (περιοχή του Κάτω Αγίου Νικολάου) εντυπωσιακότατοι  Μακεδονικοί τάφοι (ο τάφος της ‘Κρίσεως’ ή ‘Μέγας Τάφος των Λευκαδίων’, ο τάφος Λύσωνος και Καλλικλέους των γιών του Αριστοφάνους, ο τάφος των Ανθεμίων και ο τάφος Kinch), πολλά οργανωμένα νεκροταφεία, οικισμοί, καθώς και αρχαίο θέατρο της πρώιμης ρωμαϊκής περιόδου κλπ. Όλα αυτά φανερώνουν μια δυναμική μακεδονική πόλη. Ακόμα αναφέρεται από κάποιους αρχαίους συγγραφείς (Τίτος Λίβιος), όχι όμως από όλους,  και η πολίχνη Κίτιον (Κισσόπολις), η οποία πιθανόν να ήταν κοντά στη  σημερινή Νάουσα.

Από εργασία των αρχαιολόγων Νεκτάριου Πουλακάκη και Ειρήνης Ψαρρά (Παλαιότερες και νεότερες έρευνες στην περιοχή Τριλόφου – Στενημάχου Ν. Ημαθίας’) πληροφορούμαστε ότι και  στην περιοχή Τριλόφου και Στενήμαχου  βόρεια της Βέροιας στους πρόποδες του Βερμίου βρέθηκαν αρχαιότητες (οικισμοί – νεκροταφεία). Σε αυτό συνέβαλε η επισήμανση και διορατικότητα του εξαίρετου αρχαιολόγου Φ. Πέτσα (1918 – 2004). Τα αρχαιολογικά αυτά ευρήματα χρονολογούνται από τα προϊστορικά χρόνια (αρχαιότερη Νεολιθική περίοδος) μέχρι τα μεταβυζαντινά χρόνια, πράγμα που συμβάλει στη διαπίστωση της εκεί διαχρονικής πυκνής κατοίκησης και παρουσίας του ανθρώπου με σαφή αγροτοκτηνοτροφικό χαρακτήρα. Ο αρχαίος οικισμός του Τριλόφου πρέπει να ανήκε στην περιοχή της  παλιάς Βέροιας νότια και ο αντίστοιχος του Στενημάχου ανήκε στην αρχαία κώμη της Μίεζας βόρεια. Τις δύο πόλεις (Βέροια – Μίεζα) στην αρχαιότητα θα πρέπει να χώριζε το φυσικό ρέμα  Σκροπ, που κατέληγε στο χείμαρρο Κολιμπάκο.

12-6-4-Σέλι-001

Επίσης, ο συγγραφέας Α. Κολτσίδας στο βιβλίο του ‘Ιστορία της Βέροιας’, Α΄τόμος,  Θεσ/νίκη 2012, σελ. 98, γράφει ότι «στην νεότερη νεολιθική περίοδο (προϊστορία) εντάσσεται και ανθρώπινη εγκατάσταση που εντοπίστηκε σε σπήλαιο του Ροδοχωρίου (βορειοανατολικό Βέρμιο), με δύσκολη όμως πρόσβαση για αρχαιολογική παρέμβαση. Περισώθηκαν μόνο κάποια αγγεία και κοσμήματα».

Και στις ημιορεινές περιοχές του νοτιοανατολικού Βερμίου εντοπίστηκαν χώροι με αρχαιολογικό ενδιαφέρον: στη περιοχή Ασωμάτων και Αγίας Βαρβάρας  νεκροταφεία της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου  και των Αρχαϊκών χρόνων (6ος – 5ος αι. π.Χ.), στη περιοχή Λευκόπετρας το  αξιόλογο ‘Το Ιερό της Μητέρας – Αυτόχθονος – των Θεών’ (2ος – 4ος  αι. μ. Χ.), καθώς επίσης και  οικισμός με νεκροταφεία από τους προϊστορικούς χρόνους, στην περιοχή της Μικρής Σάντας (πρώιμη Εποχή του Σιδήρου).

Στην αρχή της πρώτης προχριστιανική χιλιετίας, μας λέγει η αρχαιολόγος Αγγελική Κοτταρίδη, ένα μεγάλο μέρος του σημερινού κάμπου της Ημαθίας ήταν θάλασσα και έλη.

Αγγελική Κοτταρίδη
Αγγελική Κοτταρίδη

Αν προστεθούν και  οι διάφοροι επιδρομείς, η ανεξέλεγκτη δραστηριότητα των ποταμών, ο παγωμένος βοριάς και οι θέρμες (αρρώστια), όλα αυτά ανάγκαζαν τους ανθρώπους να προτιμούν το βουνό. Άλλωστε, οι ορεινές και ημιορεινές περιοχές  ήταν ο πιο κατάλληλος τόπος για την ανάπτυξη των αιγοπροβάτων που αποτελούσε τη βάση της οικονομίας των τότε πληθυσμών και όχι μόνο στην αρχαιότητα. Άρα οι άνθρωποι της πρώιμης εποχής του σιδήρου  στην Ημαθία προτιμούσαν το βουνά (κυρίως τις ημιορεινά) από τον κάμπο. Το ίδιο μας λέει  και η αρχαιολόγος Λιάνα Στεφανή ειδικά για το βόρειο τμήμα του νομού (περιοχή Βερμίου). Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο, όπως ειπώθηκε,  ότι η επιλογή θέσεων των πόλεων (Βέροια, Αιγές, Μίεζα κλπ), που αποτέλεσαν σημαντικά  διαχρονικά κέντρα,  ήταν στους πρόποδες των βουνών της Ημαθίας

Η Α. Κοτταρίδη ακόμα μας πληροφορεί ότι κοντά στη Καλλίπετρα, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βερμίου ανάμεσα στα Ασώματα και τη Λευκόπετρα, στη θέση ‘Τζαμάλα’, η οποία  βρίσκεται νοτιοδυτικά ενός  υψώματος (οχυρωματικού περιβόλου – ‘Ακρόπολης’) που δεσπόζει στο πέρασμα του Αλιάκμονα (στον πόρο της Βόσοβας), βρέθηκαν νεκροταφεία και οικισμοί της πρώιμης εποχής του σιδήρου (11ος – 7ος αι. π. Χ.) και λιγότερο της ύστερης εποχής του χαλκού (1.600 – 1.100 π. Χ.).

Επίσης δυτικά της Βέροιας σε απόσταση 14 περίπου χιλιομέτρων επάνω στο Βέρμιο (περιοχή Κουμαριάς) σε ύψος 700 – 1.200 μέτρων βρέθηκαν από την αρχαιολογία αρχαία κάστρα και οχυρώσεις. Συγκεκριμένα ο αρχαιολόγος  Πουλακάκης Νεκτάριος στο άρθρο του ‘Ο Φ. Πέτσας και η νεότερη έρευνα σε οχυρωμένες θέσεις του Ανατολικού Βερμίου (περιοχή Κουμαριάς)’ περιληπτικά μας λέει:

Στη θέση ‘Μεγάλο Καστρί’ της κοινότητας Κουμαριάς του Δήμου Βέροιας (ύψος 1.241 μ.), στα ΝΔ του σύγχρονου οικισμού (Κουμαριά), σώζονται σε καλή κατάσταση λείψανα αρχαίων τειχών ακροπόλεως σε δυο γειτονικούς λόφους. Είναι σαφές ότι η θέση αυτή (Μεγάλο Καστρί) ήταν στρατηγικής σημασίας με έλεγχο των διαβάσεων προς το Κάτω Βέρμιο (Σέλι), Ξηρολίβαδο και Βέροια.

κ2

Επίσης εντοπίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή Κουμαριάς τρεις νέες οχυρές θέσεις και κιβωτιόσχημος τάφος, που προφανώς ανήκε σε νεκροταφείο ΒΔ της θέσης ‘Μικρό Καστρί’.  Συγκεκριμένα οι θέσεις αυτές  βρέθηκαν σε λόφο στη θέση ‘Μικρό Καστρί’ (ύψους 692 μ.) ΝΑ της Κουμαριάς, στη θέση ‘Πάτωμα’ (ύψους 700 μ.) ανατολικά  της Κουμαριάς και στη θέση ‘Κάστρο’ (ύψους 700 μ.), περιοχή Βρωμοπήγαδου (καθώς πηγαίνει κανείς προς τη Κουμαριά από τη Βέροια).

Όσον αφορά στη  χρονολόγηση των  παραπάνω οχυρώσεων, δεν  υπάρχουν σαφή δεδομένα. Άλλοι  τα τοποθετούν χρονικά γενικά στα προϊστορικά χρόνοι, άλλοι στην Εποχή του Χαλκού, κυρίως από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου μέχρι την ύστερη αρχαιότητα και άλλοι στα ελληνιστικά – ρωμαϊκά χρόνια). Πάντως, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι πιθανός υποψήφιος για  αυτές τις οχυρώσεις, ιδιαίτερα του ανατολικού Βερμίου θα μπορούσε είναι ο Φίλιππος ο Β΄. Ένας σημαντικός λόγος είναι ότι  ο συγκεκριμένος βασιλιάς  ήταν υπέρ μια ισχυρής κρατικής διοίκησης. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι ο ίδιος πρώτη φορά χρησιμοποίησε την οχύρωση πόλεων ως μέσο για να εδραιώσει τον μακεδονικό έλεγχο στη κεντρική Ελλάδα.

O προαναφερθείς αρχαιολόγος (Πουλακάκος Ν.) συμπερασματικά καταλήγει ότι οι οχυρώσεις αυτές ανήκουν σε ενιαίο οργανωμένο δίκτυο ορεινών οχυρωμένων θέσεων που πιθανότατα είναι σύγχρονες (ύστερη κλασική – ελληνιστική εποχή) και πραγματοποιήθηκαν από μια ισχυρή κρατική διοίκηση. Ο σκοπός  δημιουργίας αυτών των θέσεων ήταν διττός: α) η προστασία των αγροτικών – ποιμενικών πληθυσμών της περιοχής και β) η δημιουργία στρατιωτικών φυλακίων για τον έλεγχο των νοτίων διαβάσεων του Βερμίου όρους από τη Βοττιαία στη περιοχή της αρχαίας Ελίμειας και Εορδαίας.

Ο Πουλακάκος γράφει επί λέξη: ‘…Μια τέτοια διάβαση ξεκινάει από τη κοιλάδα της Κουμαριάς και μέσω του Ξηρολιβάδου φτάνει είτε  στην Ακρινή στις δυτικές υπώρειες του Βερμίου, είτε μέσω Καστανιάς στον Πολύμυλο Κοζάνης…’  Προφανώς εννοεί τις δυο ξεχωριστές διαβάσεις από τον νότο (Βέροια) προς δυτικά στην περιοχή της Κοζάνης (Καστανιάς και Ξηρολιβάδου).

1535024_10152181987830982_1200249932_n

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Δρ. αρχαιολόγος Καραμήτρου –  Μεντεσίδη  συμπεραίνει (μετά από πειραματική πραγματοποίηση διάβασης του όρους Βερμίου το 1997) ότι, για την επικοινωνία της Άνω Μακεδονίας  με την Κάτω  Μακεδονία,  η ορεινή διάβαση από την Αιανή στη Μίεζα (μέσω Ακρινής  και Σελίου) ήταν ευχερέστερη  μέσω Βερμίου,  σε σύγκριση με τους δρόμους μέσω Αλιάκμονα.

O γεωγράφος – χαρτογράφος και ιστορικός Μιχαήλ Χρυσοχόος ή Χρυσικός (1834-1921) στο βιβλίο του ‘Βλάχοι και Κουτσόβλαχοι’, Αθήνα 1909 σελ.43 γράφει:

«…το Βέρμιον μάλλον έχει δύο  μόνο διόδους ή ατραπούς, αίτινες φέρουσιν από της Δυτικής Μακεδονίας εις την Ανατολική. Η μία από τα Τουρκοχώρια Δζουμά και Ντοτ-αλή, δια του Ξηρολειβάδου, όπερ κείται επί του οροπεδίου του Βερμίου κατακορύφως, φέρει εις την Βέρροιαν, ήτις είναι και η συνήθης συγκοινωνία. Η άλλη δια των Καλυβίων φέρει εις Νιάουσταν, μεταξύ δε αυτών κείται και το Σέλι, βλαχοχώρια επί των διόδων…».

Ο ιστορικός και πανεπιστημιακός Δ. Κ. Σαμσάρης συγκεκριμένα αναφέρει επί ρωμαϊκής περιόδου μια διακλάδωση της δευτερεύουσας οδικής αρτηρίας (κύριας Εγνατίας προς Σαραντάπορο και Θεσσαλία), που αποσπώταν από το χωριό Πύργοι και έβγαζε στην σημερινή Επισκοπή Νάουσας, αφού περνούσε από την αυχενοδιάβαση του Βερμίου και από τα χωριά Άνω Γραμματικό και Μαρίνα. Γενικά ο Σαμσάρης αναφέρει ότι η Εορδαία κατείχε στρατηγική θέση και είχε στον έλεγχο της σπουδαίους αρχαίους δρόμους και γιαυτό αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του Μακεδονικού Βασιλείου (είπαμε ότι μερικοί την κατατάσσουν στην  Κάτω Μακεδονία). Σχετικά με τις διαβάσεις στο Βέρμιο για την Βοττιαία αναφέρει τρεις: α) τη  διάβαση Χάδοβας ή Καστανιάς στα νότια του βουνού, β) τη διάβαση Γραμματικού στα βόρεια και γ) τη διάβαση Έδεσσας στα ριζά του Βερμίου με το Βόρα στα βορειανατολικά.

Ο Α. Κουκούδης (‘Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας, Εκδόσεις ‘Ζήτρος’, Θεσ/νίκη 2001, σελ. 88) αναφέρει τρεις διαβάσεις στο Βέρμιο (Χάδοβας ή Καστανιάς, Ξηρολιβάδου  και  Πύργων- Κάτω Γραμματικού).

Α. Κουκούδης
Α. Κουκούδης

Πάντως, λίγοι αναφέρουν ότι  η Βασιλική οδός  και η Βλαχόστρατα της Πίνδου του Φιλίππου Β΄, αφού ενώνονταν στον κάμπο της Κοζάνης, περνούσαν από το χωριό Ξηρολίβαδο. Ο καθηγητής γλωσσολογίας του ΑΠΘ Αντώνης Μπουσμπούκης  σε εργασίαΒλάχοι – Αρμάνοι κιρατζίδες – αγωγιάτες’, Ημερολόγιο 2014 του ‘Πολιτιστικού Ομίλου Ξηρολιβάδου’ γράφει:

     ‘Τις μεταφορές στην ευρύτερή-μας περιοχή διευκόλυναν δύο μεγάλες αρτηρίες: η Εγνατία οδός, που έξω από τη Θεσ/νίκη έστριβε προς τα βόρεια, περνώντας από τ’ ανατολικά της Αχρίδας και η Βασιλική οδός (εννοεί βλαχόστρατα) του Φιλίππου, η οποία διέσχιζε τα οροπέδια του Ξηρολιβάδου και της Κοζάνης και μέσα από την χαράδρα της Τσούργιακας και τώρα Αϊτιάς της γρεβενιώτικης Πίνδου,  στα νότια της Σαμαρίνας, οδηγούσε προς την Ήπειρο. Υπολείμματά της σώζονται στην Τσούργιακα και το Ξηρολίβαδο, απ’ όπου περνούσε ο μεγαλοκαρβανάρης Ρόβας και ξεκουράζονταν στο μεγάλο χάνι του Ξηρολιβάδου, που μπορούσε να χωρέσει κάπου 100 αλογομούλαρα’.

Από την Ανακοίνωση του Γ. Α. Πίκουλα στο 7ο Διεθνές Συμπόσιο (τίτλος: Αρχαία Μακεδονία), Θεσ/νίκη 14-18 .10.2002 με τίτλο ‘Οι Διαβάσεις της Πίνδου και ο Φίλιππος Β΄’ μαθαίνουμε ότι η Βασιλική Οδός κατέληγε στα Γρεβενά και στο κάμπο της Κοζάνης από το Σκαμνέλι – Γυφτόκαμπο – Βωβούσα – Περιβόλι  κλπ και η Βλαχόστρατα από το Κεράσοβο – Σαμαρίνα – Φιλιππαίους – Πολυνέρι κλπ.  Επάνω μάλιστα στη Βλαχόστρατα ο Φίλιππος ο Β΄ είχε τέσσερα κάστρα: το  Καστρί Φιλιππαίων (βίλα του Φιλίππου), το Πολυνερίτικο, τον Αγιο Λιά και το Μεσολούρι.

Αλιάκμονας ποταμός
Αλιάκμονας ποταμός

Μετά την παρένθεση για τις διαβάσεις του Βερμίου επανερχόμαστε στα αρχαία ευρήματα: Και στη νοτιοδυτική πλευρά του Βερμίου όρους [Δροσιά (Δρούσκα), Πύργοι (Κατράνιτσα), Μεσόβουνο (Κρίμσια), Καρυοχώρι (Κοζλούκιοϊ), Ερμακιά (Φραγκόσι), Σπηλιά (Βοεβοδίνα), Πολύμυλος, Ακρινή (Ινόμπαση), Βοσκοχώρι (Τσοπανλί)  κ.ά.], όπως  και στην βορειοανατολική του (Άγρας, Μαρίνα, Γεωργιανοί) έχουν εντοπιστεί οχυρώσεις – όπως οι προαναφερθείσες (Κουμαριάς). Βέβαια, εκτός από αυτές που αναφέραμε  έχουμε αρχαίες θέσεις (οικισμοί κλπ) και κινητά ευρήματα (π.χ. επιγραφές) σε πολλές περιοχές της βορειοανατολικής πλευράς του Βερμίου (Μετόχι, Ραχιά, Φυτειά, Κομνήνιο, Στενήμαχος κ.ά.). Το ίδιο συνέβαινε και σε όλες τις πλευρές του Βερμίου, όπως βέβαια και  στα Ημαθιώτικα Πιέρια και σε όλη τη Μακεδονία. Όσον αφορά στις  οχυρώσεις, αυτές διαμόρφωναν ένα αμυντικό δίκτυο και είχαν, όπως ειπώθηκε, μεγάλη στρατηγική και οικονομική σημασία, καθώς εξασφάλιζαν την προστασία των οδών προσπέλασης μεταξύ των περιοχών της Κάτω και Άνω Μακεδονίας. Και ο γνωστός ακαδημαϊκός αρχαιολόγος Α. Κεραμόπουλλος (1870-1960), όπως και η προαναφερθείσα  αρχαιολόγος Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, ερμηνεύει τις οχυρώσεις αυτές ως φυλακτήρια, δηλαδή χώρους καταφυγής σε καιρό πολέμου και   παράλληλα ως χώρους ελέγχου διαβάσεων και συνόρων.

Η Γ. Καραμήτρου – Μεντεσίδη  πιθανολογεί ότι στη θέση, που βρίσκεται σήμερα ο Πολύμυλος Κοζάνης (δυτικοανατολικό Βέρμιο), πρέπει να ήταν και η αρχαία πόλη Εύϊα. Η άποψη αυτή ισχυροποιείται  από το γεγονός ότι η δυτική πύλη των τειχών της Βέροιας, με την οποίαν συνδέονταν ο ρωμαϊκός δρόμος Βέροιας – Κοζάνης (αρχαία Ελίμεια) ονομάζονταν Ευϊαστική. Το όνομα αυτό μνημονεύεται σε αναθηματική επιγραφή που φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βέροιας (περισσότερα: ‘Ιστορία της ΒέροιαςΑ.Μ. Κολτσίδας,  σελ.140, σημ. 209 & σχετική εκεί  βιβλιογραφία).

Βέρμιο-Σέλι-11

Είναι σαφές ότι και μετέπειτα στην βυζαντινή περίοδο η ανθρώπινη παρουσία είναι αδιαμφισβήτητη. Η  Dr Φλώρα Καραγιάννη αρχαιολόγος, βυζαντινολόγος στο βιβλίο  της με τίτλο ‘οι βυζαντινοί οικισμοί στ Μακεδονία μέσα από τα αρχαιολογικά δεδομένα, 4ος 15ος αι.’ μας πληροφορεί ότι  βρέθηκαν από τη Βυζαντινή περίοδο οικισμοί στο Βοσκοχώρι Κοζάνης (νότιο Βέρμιο) στην Ακρινή Κοζάνης (νοτιοδυτικό Βέρμιο), κάστρο στους Πύργους Κοζάνης (στους δυτικούς πρόποδες του Βερμίου), νεκροταφείο στη θέση Αμπέλια  του Δήμου Φιλώτα (δυτικό Βέρμιο). Δεν έχουμε πληροφορίες αν στην  Βυζαντινή εποχή υπήρχαν  χωριά και οικισμοί στο Βέρμιο. Προφανώς θα πρέπει να υπήρχαν!!

Ωστόσο,  στην εποχή της τουρκοκρατίας έχουμε περισσότερους χριστιανικούς (για εύλογους λόγους) οικισμούς και χωριά στο Βέρμιο και δεν πρέπει να παραλειφθεί ότι  στο Βέρμιο (όπως και στα Πιέρια) ήταν τα λημέρια των κλεφτών, τα καπετανάτα και  τα αρματολίκια, που βοήθησαν στην ελληνική επανάσταση και στον Μακεδονικό Αγώνα αργότερα. Συγκεκριμένα, όταν στα 1537, επί σουλτάνου Σουλεϊμάν Α’, οι Οθωμανοί διαίρεσαν τις ορεινές ελληνικές χώρες σε 15 αρματολίκια, το αρματολίκι του Βερμίου ήταν ένα από αυτά.

Κρίνεται απαραίτητο να επισημανθεί ο προστατευτικός ρόλος που έπαιξε ο ορεινός όγκος του Βερμίου  (όπως και των άλλων βουνών μας) στο διάβα των αιώνων της Ιστορίας. Εκεί κατέφευγαν  οι πεδινοί πληθυσμοί της ευρύτερης περιοχής για να προστατευτούν  από τους διαφόρους κατακτητές και  επιδρομείς (Γαλάτες, Γότθοι, Βούλγαροι, Σαρακηνοί, Νορμανδοί, Κομάνοι, Φράγκοι Σταυροφόροι, Καταλανοί, Σέρβοι, Τούρκοι κλπ). Αλλωστε, έχει τονιστεί  από ιστορικούς του Νεοελληνισμού (κυρίως του κορυφαίου σύγχρονου ιστορικού  Απόστολου Βακαλόπουλου) και ξένους περιηγητές η μεγάλη σημασία που είχαν οι ορεινοί όγκοι για την καταφυγή και σωτηρία των πληθυσμών.

Ο Α. Κουκούδης σε  μελέτη του (‘Οι Βλάχοι στη Νάουσα του 1821: Στοιχεία και ενδείξεις διαχρονικής παρουσίας’), χρησιμοποιώντας πλούσια βιβλιογραφία, μας πληροφορεί ότι στο Βέρμιο πρέπει να ήταν γύρω στα 30 χωριά (μικροί και μεγάλοι οικισμοί), τα περισσότερα ήταν εδραία και είχαν οικονομική σχέση με τη Νάουσα και Βέροια. Το πιθανότερο είναι ότι τα χωριά αυτά πριν από την επανάσταση του ‘21 να ήταν ελληνόφωνα (κεντρικά και νότια) και  σλαβόφωνα (βόρεια και πεδινά). Υπάρχουν ενδείξεις και αναφορές ότι  πιθανόν να υπήρχαν και βλαχόφωνα. Το σίγουρο είναι ότι κυρίως μετά την επανάσταση του ‘21 έχουμε βλαχόφωνα χωριά. Τα χωριά και οι οικισμοί, που αναφέρονται  γενικά κατά την Οθωμανική επικράτηση, ήταν:

Χάδοβα (σημερινός Πολύμυλος), Βοσκοχώρι (Τσομπανλί), Ακρινή (Ινόμπασι) Ερμακιά (Φραγκότσι), Μεσόβουνο (Κρίμσια),  Κατράνιτσα (Πύργοι), Παλιονιάουστα (σημερινή τοποθεσία Τούρλα), Κουτσούφλιανη (Άγιος Παύλος), Τουβαρίτσι, Άλγκερι, Περισιόρι, Φούρκα, Φλαμουριά (Στάρι  Πόντ), Γραμματίκοβο (Κάτω Γραμματικό ή Γραμενίκι και Άνω Γραμματικό), Δέδοβον, Ράμνιστα, Τσαρμαρίνοβο,  Φετίτσα ή Φινίτζα (Πολλά Νερά), Ροδοχώρι  (Γκολέμα Ρόκα), Μεταμόρφωση (Δροσύλο ή Δρασίλοβο ή Δαρσίλοβο), Γιαννακοχώρι (Γιακίνα ή Γιαννάκοβο), Αγία Φωτεινή (Όσλιανη), Φυτειά (Τσόρνοβο), Κτίσματα (παλιός οικισμός), Κλαδάκι (παλιός οικισμός), Κωστοχώρι (Κουστοχώρι), Γυμνοχώρι (Γολίσιανη ή Γκολισιάνη),  Τρίλοφος (Διαβόρνιτσα), Διχαλεύρι, Αρκοχώρι ή Αρκουδοχώρι, Λευκόγεια ή Ασπρονέρι (Μπέλλα Μπόντα), Νεοχώρι, Άνω και Κάτω Κοπανός, Στενήμαχος (Χοροβίνα ή Χω(ο)ροπάνι), Μαρούσια, Σέλι (Παλιό, Άνω, Κάτω ή Καλύβια του Μπαντραλέξη), Σκουτίνα ή Σκοτίνα, Καλύβια Ράϊκου, Καλύβια Σαμπανίτσας, Βολάδα ή Περιβολάδα,  Κουμαριά (Ντόλιανη), Δοβρά (σημερινή θέση Καλή Παναγιά), Παλαιοχώρι (παλιός οικισμός), Καστανιά, Ξηρολίβαδο, Άνω Κάτω Λοζίτσι, Τουρκοχώρι, Κρεβατάς, Ντουρμάνι ή Δίρμανι, Τριπόταμος, Γεωργιανοί, Τσαρκόβιανη (σημερινή Μικρή Σάντα), Αϊγιάννης κ.α.

Σημ: στην προηγούμενη αναφορά των χωριών και οικισμών  – από παραδρομή – πιθανόν να γίνεται επανάληψη λόγω των πολλών ονομασίων τους και μερικά να είναι  πεδινά. Είναι, όμως, κοντά στις δυτικές και βόρειες πλαγιές του Βερμίου. Επίσης, οι πληροφορίες για τα χωριά  δεν είναι μόνο από την προηγουμένως αναφερθείσα εργασία  του Α. Κουκούδη.

soumela2

Τα Μοναστήρια που υπάρχουν στο Βέρμιο είναι τα εξής:

  1. Αδελφότητα ΠέλεκανστοΚομνήμιο Βεροίας (γυναικείο).
  2. Μονή Αγίου Γεωργίου ΠεριστερεώταστοΡοδοχώρι Ναούσης.
  3. Μονή Αγίου Ιωάννη Βαζελώνα στον Αγιο Δημήτριο Κοζάνης (πρόποδες δυτικού Βερμίου).
  4. Μονή Θεοτόκου ΚαλλίπετραςστηΡάχη, στην κοιλάδα του Αλιάκμονα (ανδρικό).
  5. Μονή Ασωμάτων.
  6. Μονή Παναγίας ΔοβράστηΔοβρά Βεροίας (ανδρικό).
  7. Μονή Προφήτη Ηλίαστο φράγμα της Αγίας Βαρβάρας στον Αλιάκμονα (υπό ανασύσταση).
  8. Μονή Ταξιαρχών Ναούσης(ερείπια μόνο).
  9. 9. Μονή Τιμίου Προδρόμου Ναούσης(γυναικείο).
  10. ΊδρυμαΠαναγία Σουμελάστην Καστανιά Ημαθίας, που είναι και το γνωστότερο.
  11. Ιερά Μονή Παναγίας του Μελισσίου στο Κωστοχώρι (παλιά, δεν υπάρχει πλέον).

12 Μονή Αγίου Αθανασίου στο Κωστοχώρι (παλιά, δεν υπάρχει πλέον).

13 Μονή Αγίου Νικολάου Φυτειάς (;) (είναι ο σημερινός ναός του Αγίου Νικολάου, ο οποίος αναφέρεται  σε χειρόγραφες ενθύμησες ως ‘μονή του αγίου Νικολάου’).

 Όλη η μελέτη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ‘Ημερήσια τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2016 σε συνέχειες και αποτελεί απόσπασμα του υπό έκδοση βιβλίο  του Γ. Τσιαμήτρου σχετικά με τους βλαχόφωνους του Ανατολικού Βερμίου)

 Σημ: οι πηγές και η βιβλιογραφία βρίσκονται μέσα στα κείμενα.

 Γιάννης Τσιαμήτρος

banner-article

Ροη ειδήσεων