“Ασκήσεις αυταρχισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ στο δρόμο που χάραξε ο Σαμαράς” του Στέργιου Καλπάκη
«Υπάρχει μία σειρά από ανοιχτά ζητήματα, στα οποία την απάντηση δεν μπορούν παρά να δώσουν τα αρμόδια δικαστήρια, ελληνικά και ευρωπαϊκά … Το Σύνταγμα προβλέπει καταρχάς την ελευθερία της έκφρασης και ειδικότερα στο Άρθρο 15 προβλέπεται ότι πρέπει να υπάρχει πολυφωνική και αντικειμενική ενημέρωση. Άρα ένα πρώτο ζητούμενο είναι κατά πόσον αυτό διασφαλίζεται με τον ένα ή τον άλλο αριθμό αδειών. Υπάρχει επίσης και θέμα ως προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι καθεστώς κρατικού μονοπωλίου δεν είναι επιτρεπτό, βάσει του Άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου… δεν μπορώ να προδιαγράψω ποιο θα είναι το δικαστικό αποτέλεσμα.»
Τα λόγια αυτά αν και θα μπορούσαν να είναι απόσπασμα από την ομιλία κάποιου μέλους της αντιπολίτευσης στη συζήτηση της τροπολογίας για τις τηλεοπτικές άδειες, δυστυχώς για την κυβέρνηση, είναι όσα είπε ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Κώστας Χρυσόγονος, σε πρόσφατη συνέντευξή του (Action 24, 12/02/2016) και κατά ένα περίεργο τρόπο συμπυκνώνουν τις ενστάσεις της αντιπολίτευσης. Για ποιο λόγο η κυβέρνηση υποβαθμίζει ή δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη τη σημασία όλων των παραπάνω; Ιδιαίτερο προβληματισμό για την ελευθερία της έκφρασης και την κοινωνική συνοχή οφείλουν να μας προκαλέσουν οι αναλύσεις που παρουσιάζονται τις τελευταίες ημέρες στο δημόσιο διάλογο σχετικά με τα κίνητρά της.
Αρχηγοί κομμάτων της αντιπολίτευσης, βουλευτές, δημοσιογράφοι, ακόμα και ο κύριος Λαφαζάνης κατηγορούν την κυβέρνηση ότι επιδιώκει τον έλεγχο της ενημέρωσης στήνοντας στη θέση της υπάρχουσας, μια νέα διαπλοκή με τους αυριανούς ιδιοκτήτες των τεσσάρων αδειών που δημοπρατεί.
Ορισμένοι προχωρούν περισσότερο και υποστηρίζουν ότι η απαξίωση των ανεξάρτητων αρχών είναι ακόμη ένα βήμα απόκλισης από το δυτικοευρωπαϊκό παράδειγμα φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας και σταδιακής εγκαθίδρυσης ενός αυταρχικού κράτους. Τη θέση αυτή την ενισχύουν η διαχρονική θετική διάθεση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο καθεστώς της Βενεζουέλας αλλά και η κατά καιρούς συνάντησή του στο πεδίο του αντιευρωπαϊσμού με υπερσυντηρητικά πρότυπα τύπου Ορμπάν. Οι αποκαλύψεις για τις προσπάθειες στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ να προσδέσουν τη χώρα στο άρμα της αυταρχικής Ρωσίας –με τις ευλογίες των πιο αντιδραστικών εγχώριων πολιτικών δυνάμεων- αποτελούν ένα ακόμη επιχείρημα προς αυτή την κατεύθυνση.
Υπάρχει όμως και το σενάριο του αποπροσανατολισμού. Σύμφωνα με αυτό, η κυβέρνηση υπό το βάρος των αντιδράσεων των διάφορων κοινωνικών ομάδων μεταθέτει το διάλογο σ’ ένα πεδίο το οποίο θεωρεί προνομιακό. Η «σύγκρουση με την ολιγαρχία» είναι η καλύτερη ευκαιρία για τον ΣΥΡΙΖΑ να αφήσει για λίγο τη ζοφερή πραγματικότητα της διακυβέρνησης και να επιστρέψει στην αγαπημένη του θέση, αυτή της αντιπολίτευσης. Ενδεχομένως, αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση προχωράει με αμφισβητούμενες για τη συνταγματικότητά τους κινήσεις. Ας μη γελιόμαστε. Η κυβέρνηση δεν επιθυμεί τη συναίνεση, ίσα – ίσα προσπάθησε να την τορπιλίσει. Ο Αλέξης Τσίπρας είναι ένας πολιτικός που κυριάρχησε στο πεδίο της σύγκρουσης με το «παλιό πολιτικό σύστημα», τρέφεται από αυτήν. Θα ήταν αυτοκτονικό σε μια φάση έντονης αμφισβήτησής του από την κοινωνία να χάσει το μονοπώλιο της μάχης με τη διαπλοκή.
Εκτός όμως από την επικοινωνιακή αξιοποίηση του ζητήματος, η συγκεκριμένη εκδοχή κρύβει και μια σκοτεινή πλευρά. Είναι η ενοχοποίηση κάθε πολιτικού, δημοσιογράφου και πολίτη που ασκεί κριτική στην κυβέρνηση, η λογική δηλαδή σύμφωνα με την οποία, όποιος διαφωνεί μαζί της είναι όργανο της αντίδρασης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ο διάλογος να μη γίνεται επί της ουσίας των λεγομένων κάποιου αλλά σε ένα πλαίσιο συνομωσίας και υποκίνησης που διχάζει την κοινωνία.
Οι συνέπειες του τρόπου με τον οποίο διαχειρίζεται η κυβέρνηση το ζήτημα των καναλιών θα είναι ανάλογες με αυτές που είχε το κλείσιμο της ΕΡΤ από τη Νέα Δημοκρατία. Πρώτον, δημιουργείται ένα προηγούμενο ουσιαστικής απαξίωσης των ανεξάρτητων αρχών και προώθησης διαδικασιών για τις οποίες απαιτείται ευρεία συναίνεση, μέσα από οριακές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες με ό, τι αυτό μπορεί να σημαίνει για το σεβασμό στη μειοψηφία και στον πλουραλισμού αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να γίνουν μελλοντικά αντικείμενο εκμετάλλευσης από τις εκάστοτε πλειοψηφίες. Επίσης, διαμορφώνονται συνθήκες ανοχής της ελληνικής κοινωνίας στο έλεγχο της ενημέρωσης με αυταρχικές πρακτικές, οι οποίες μάλιστα εντάσσονται σε ένα πλαίσιο κοινωνικού αυτοματισμού.
Οι στρεβλώσεις της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης έδωσαν τη δυνατότητα στον Αντώνη Σαμαρά να συσπειρώσει ένα συντηρητικό ακροατήριο γύρω από την επιλογή του να κλείσει την ΕΡΤ και να το στρέψει εναντίον του εχθρού της εποχής που ήταν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Τις δικές του δυνάμεις προστατεύει σήμερα ο Αλέξης Τσίπρας κηρύσσοντας ανένδοτο εναντίον των καναλιών, τις ημέρες που τα δελτία μονοπωλούν οι κινητοποιήσεις αγροτών και ελευθεροεπαγγελματιών. Από τις συνέπειες δεν μπορούμε να παραλείψουμε και τα φαινόμενα ρεβανσισμού που προκύπτουν σε τέτοιες περιπτώσεις.
Η νέα ΕΡΤ είναι το καλύτερο παράδειγμα. Όσον αφορά την τύχη των εργαζομένων, η αδιαφορία και στις δύο περιπτώσεις είναι χαρακτηριστική.
Η αλήθεια είναι ότι την πενταετία της κρίσης η ελευθερία της έκφρασης και του τύπου υποχώρησαν στην Ελλάδα. Οι απειλές, οι επιθέσεις και η αστυνομική βία εναντίον δημοσιογράφων εντάθηκαν μέσα στο γενικότερο κλίμα κοινωνικής αναταραχής. Την ίδια ώρα, η οικονομική κρίση διαμόρφωσε περαιτέρω συνθήκες εξάρτησης της ενημέρωσης από οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Οι ενέργειες της κυβέρνησης όχι μόνο δε λύνουν αυτά τα προβλήματα αλλά αντιθέτως συνιστούν οπισθοχώρηση, πόσο μάλλον σε περίπτωση κάποιας αρνητικής δικαστικής απόφασης από ελληνικά ή ευρωπαϊκά δικαστήρια. Η τοποθέτηση της χώρας στο ίδιο κάδρο με χώρες όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, σε ζητήματα ελευθεριών, δεν τιμάει ούτε τη ίδια τη χώρα, ούτε την αριστερά.
Στέργιος Καλπάκης