Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Με αφορμή την παρουσίαση του νέου βιβλίου της Αλκυόνης Παπαδάκη, “Θα ξανάρθουν τα χελιδόνια”, στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας, τη Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015, στις 6.30μ.μ, η “Φαρέτρα” δημοσιεύει συνέντευξη της συγγραφέως, που δόθηκε στη Δήμητρα Σμυρνή, στις 19/12/2011.
Συναντηθήκαμε με την Αλκυόνη Παπαδάκη στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας, μια ώρα πριν από την παρουσίαση του τελευταίου της βιβλίου «Τι σου είναι η αγάπη τελικά». Η Αλκυόνη Παπαδάκη των βιβλίων που διάβασα ήταν αυτή η ίδια, η βαθιά ανθρώπινη Αλκυόνη, που καθόταν δίπλα μου, σ’ έναν χώρο γεμάτο βιβλία – το φυσικό της περιβάλλον – απλή, σεμνή, ανεπιτήδευτη, γνήσια και πάνω απ’ όλα εξαιρετικά ζεστή. Η κουβέντα μαζί της κύλησε σα να γνωριζόμασταν χρόνια.
Τα βιβλία σας τα χαρακτηρίζει η ισορροπία ανάμεσα στο ρεαλισμό και το λυρισμό. Αυτοί οι δύο πόλοι τα προσδιορίζουν. Είναι η γονιδιακή παρακαταθήκη του δάσκαλου πατέρα και της ονειροπόλας μάνας, όπως τους αναφέρετε στο ιδιότυπο βιογραφικό σας;
Είναι κι αυτό! Αλλά είναι και οι πολλές, διαφορετικές, τελείως αντίθετες και αντιφατικές καταστάσεις, μέσα στις οποίες μεγάλωσα. Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι, όπου όλοι είχαν τελείως διαφορετικό χαρακτήρα. Άλλος κόσμος ο καθένας. Αυτό που έβλεπα σ’ αυτούς, τους διαφορετικούς ανθρώπους, ήταν ότι ο ένας έδινε χώρο στον άλλο, παρόλο που ήταν τελείως αντίθετοι. Εκτός απ’ αυτούς τους διαφορετικούς χώρους υπήρχαν και διαφορετικές καταστάσεις. Η γιαγιά και ο παππούς μου ήταν άνθρωποι του Θεού, ο πατέρας μου ήταν δημοκράτης, η μάνα μου ονειροπόλα, ο πατέρας μου διακρίθηκε για τη δράση του στην Αλβανία, ο αδελφός της μάνας μου σκοτώθηκε στο βουνό, οι συγγενείς της πήγαν όλοι φυλακή. Πράγματα τελείως διαφορετικά. Όλα αυτά γράφονται στην ψυχή του παιδιού με ανεξίτηλο μελάνι.
Απ’ όλους λοιπόν πήρα. Αλλά και η ζωή που επέλεξα να κάνω είχε αντιφάσεις. Έζησα πολλά πράγματα και απ’ όλα πήρα κάτι. Έχω ζήσει το ρεαλισμό, έχω ζήσει και το λυρισμό. Μου είπανε κάποτε: «Την πένα σας πότε τη βουτάτε στο ροδόνερο και πότε στο αίμα…». Ρεαλισμός και λυρισμός μαζί. Αλλά έτσι δεν είναι και η ζωή μας;
Περάσατε δύσκολα παιδικά χρόνια, όπως εξομολογείστε. Εκεί, σ’ εκείνα τα χρόνια και στα βιώματά σας έχουν τις ρίζες τους οι ολοζώντανοι ήρωές σας; Γνωρίσατε ανθρώπους σαν την εκπληκτική φιγούρα της γριάς Περσεφόνης στο καινούργιο σας βιβλίο ή τους πλάσατε αποκλειστικά με τη φαντασία σας;
Κανέναν ήρωα δεν έπλασα εκ του μηδενός. Όλοι αυτοί οι ήρωες περάσανε σαν σκιές από μέσα μου. Βέβαια επέδρασε και η μυθοπλασία. Τη γριά Περσεφόνη την έπλασα μέσα από μια γυναίκα, που γνώρισα και που ήταν κάπως έτσι. Από κάθε μου ήρωα έχω περάσει από πολύ κοντά, τον έχω «μυριστεί», δε μου είναι άγνωστος. Ξέρω πολύ καλά πώς θα μιλήσει η γριά Περσεφόνη, ξέρω πώς θα μιλήσει η συναισθηματική γυναίκα, η προβληματισμένη, το παιδί. Έχω περάσει πολύ κοντά απ’ όλες αυτές τις καταστάσεις, είναι αληθινές. Δεν προσπαθώ να μπω στην ψυχολογία του άλλου, χωρίς να τον έχω πλησιάσει ως χαρακτήρα. Θέλω οι ήρωές μου να μη μυρίζουνε… «χαρτίλα», θέλω να σπαρταρούνε πάνω στο χαρτί.
Η γραφή σας αρέσει, γιατί συνδυάζει τη γρήγορη κινηματογραφική αφήγηση – άμεσοι, χυμώδεις διάλογοι – με τον ποιητικό στοχασμό. Το βιβλίο σας «Το φως του φεγγαριού» μεταφέρθηκε στην τηλεόραση και κατά τη γνώμη μου αδικήθηκε. Θα ξαναδίνατε τα δικαιώματα βιβλίου σας σε μια τηλεοπτική μεταφορά;
Ναι, πραγματικά, «Το φως του φεγγαριού» αδικήθηκε. Για ένα μεγάλο διάστημα, όταν πήγαινα σε παρουσιάσεις, η πρώτη ερώτηση που μου έκαναν ήταν «γιατί το δώσατε αυτό το βιβλίο σας στην τηλεόραση». Έκανα λάθος. Νόμισα ότι θα είχε καλύτερη τύχη. Δε μπορούσε το βιβλίο αυτό, που είχε τόση ποίηση, να μεταφερθεί στην τηλεόραση. Ευτυχώς το «Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα», που έδωσα, είχε πολύ καλύτερη τύχη. Η μεταφορά ήταν πετυχημένη. Μετά όμως από «Το χρώμα του φεγγαριού» διστάζω να ξαναδώσω βιβλίο.
Πέρα από την ποιητική διάσταση της γραφής σας, στα έργα σας η φύση είναι πάντα παρούσα, σχολιάζοντας τις πράξεις των ηρώων σας. Έχετε επηρεαστεί από την ανάλογη τεχνική των δημοτικών τραγουδιών;
Ομολογώ ότι ναι, αρκετά. Μ’ αρέσουν πολύ τα δημοτικά τραγούδια. Όμως, επειδή και η παιδική μου ηλικία ήταν περίεργη – ήμουν ένα μοναχικό παιδί που έμενε πολύν καιρό χωρίς γονείς – μιλούσα με τα δένδρα, με τα πουλιά, με τη φύση. Αυτό μου έμεινε από τότε, από τα παιδικά μου χρόνια. Οι κάργιες, που επαναλαμβάνονται ως πουλιά στα έργα μου, ήταν παρέα μου στα παιδικά μου χρόνια. Έρχονταν λοιπόν στα κυπαρίσσια του πατρικού μου σπιτιού κι εγώ μιλούσα μαζί τους. Τις έστελνα στο Θεό να κάνουν παράπονα. Ό,τι είχα το έλεγα σ’ αυτά τα πουλιά. Α, έστειλα κι ένα γράμμα στο Θεό. Ήταν μια προσευχή. Το’ χω ακόμα αυτό το γραμματάκι. Ήταν ένα μικρό σημείωμα, που έλεγε: «Αγαπημένε μου Θεέ» – ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών, ούτε τόνοι, ούτε ορθογραφία, απλά μου είχε μάθει ο πατέρας μου να γράφω – «δε μπορώ άλλο να βλέπω στους καθρέφτες μας μαύρα πανιά, δε μπορώ να βλέπω τη μαμά μου να κλαίει, δε μπορώ να βλέπω τον παππού μου άρρωστο. Σε παρακαλώ πολύ να φύγουν όλα αυτά τα πράγματα απ’ το σπίτι μας. Σου μιλάω και δε μ’ ακούς». Το έκλεισα σ’ έναν φάκελο κι έγραψα «Προς τον Θεόν». Αποστολέα έβαλα το όνομά μου και το’ ριξα στο ταχυδρομικό κουτί του χωριού μου. Ο ταχυδρόμος το είδε και το επέστρεψε στον πατέρα μου. Εκείνος δε μου είπε τίποτα τότε. Όταν όμως έγινα 20 χρονών, μου έδωσε πίσω την… «ανεπίδοτη» επιστολή μου.
Είστε συγγραφέας βιβλίων που έγιναν best seller. Η διαφορά σας από πολλές μετέπειτα γυναίκες – συγγραφείς, που σας μιμήθηκαν, είναι ότι τα δικά σας βιβλία συνδυάζουν την αφηγηματική ικανότητα με την ποιότητα, με το σεβασμό στον αναγνώστη. Πολλά σημερινά ευπώλητα βιβλία θυμίζουν σαπουνόπερες. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας σας;
Δεν κρίνω κανέναν. Καθένας έχει το δικό του χώρο παντού και στην τέχνη και στη ζωή. Δεν είμαι καλύτερη από άλλους, είμαι όμως διαφορετική. Λένε ότι το γράψιμο το δικό μου έχει μια αμεσότητα μεγαλύτερη. Την έχει, γιατί όλα αυτά τα πράγματα που γράφω δε μου είναι ξένα. Έχει μια αλήθεια ο λόγος μου. Μ’ αρέσει να ψάχνω στην ψυχή του ήρωά μου όχι στο πρώτο επίπεδο. Πηγαίνω σε βάθος, σε μυστικούς δρόμους, που ούτε ο ίδιος έχει ψάξει. Καμιά φορά, διαβάζοντας ο αναγνώστης, ανακαλύπτει πράγματα που τα’ χει μέσα του. Αυτή είναι η διαφορά. Δεν ξεκίνησα ποτέ με την προοπτική να κάνω επιτυχίες. Κι ούτε με συγκινούσε αυτό ειδικά. Όχι ότι δε χαίρομαι όταν τα βιβλία μου πάνε καλά. Θα ήταν ψέμα. Σε όλους τους ανθρώπους υπάρχει μια ματαιοδοξία, ανθρώπινη, απλά «καλής ποιότητας» ματαιοδοξία.
Πόσο χαράζει δρόμους για το συγγραφέα το ταλέντο και πόσο ο προσωπικός μόχθος της γραφής;
Η γραφή έχει πολύ μεγάλο μόχθο και ψυχικό κόστος. Αναμφισβήτητα πιστεύω στο ταλέντο. Κάποιος δεν αποφασίζει να γίνει ξαφνικά συγγραφέας ή ζωγράφος ή οτιδήποτε άλλο έχει σχέση με την Τέχνη, χωρίς ταλέντο. Από εκεί και πέρα όμως το ταλέντο θέλει δουλειά, πολλή δουλειά. Καμιά σελίδα από κανένα μου βιβλίο δεν είναι γραμμένη με μια πρώτη ή δεύτερη φορά. Είναι σμιλευμένη πολλές φορές. Επειδή γράφω κινηματογραφικά, βλέπω την εικόνα και θέλω να τη φέρω στο χαρτί. Και αυτό δε γίνεται με την πρώτη γραφή. Δε γράφω σε υπολογιστή, γράφω με το χέρι. Κι όταν πια τελειώνει το κείμενο, τότε περνιέται στον υπολογιστή. Το κάθε βιβλίο θέλει το χρόνο του, συνήθως έξι με εφτά μήνες. Σβήσιμο και γράψιμο πολύ.
Ξυπνώ το πρωί και αναρωτιέμαι αν η εικόνα που έχω σκεφτεί θα μπορέσει να γίνει κείμενο. Είμαι αγχωμένη. Πρέπει να τη δουλέψω, για να πειστώ ότι τα κατάφερα. Απλά τώρα, μετά από τόσα χρόνια, έχω πια μια εμπειρία ως προς τη δομή του μυθιστορήματος. Ποτέ όμως δεν είμαι σίγουρη ότι θα καταφέρω να κάνω αυτό που θέλω. Όταν τελειώσει ένα βιβλίο, δεν κάθομαι να γράψω το επόμενο. Θα περάσουν κάποιοι μήνες. Λέω πάντα «δεν ξαναγράφω. Τέτοιο κόστος, με τόσο μόχθο δε θέλω να τα ξαναζήσω. Θέλω να κάνω πιο απλά πράγματα, πιο γλυκά». Μ’ αρέσει η καθημερινότητα. Μ’ αρέσει να κάνω γλυκά, να κεντάω, να χαίρομαι τους φίλους μου.
Όμως με τον καιρό μαζεύω πάλι πράγματα μέσα μου, θέλω να τα μοιραστώ με τους άλλους και ξαναρχίζει η ίδια ιστορία. Ξαναγράφω.
Μετά από 14 πετυχημένα βιβλία έρχεται το 15ο. Θέμα του η αγάπη. Τι σας ώθησε στη γραφή του; Υπάρχει έλλειμμα αγάπης στην εποχή μας;
Ναι και πολύ σοβαρό μάλιστα. Η αγάπη είναι το παν στη ζωή μας. Η αύρα της αγάπης μας κάνει να ξεχωρίζουμε και να λέμε πως είμαστε άνθρωποι. Ξεκίνησα να γράφω αυτό το βιβλίο από μια εικόνα που είχα δει. Εργαζόμουν ως δημοσιογράφος για ένα μεγάλο διάστημα. Ήμουνα 20 – 22 χρονών και μ’ έστειλαν από την εφημερίδα να κάνω ρεπορτάζ σε βρεφοκομείο. Τα δίδυμα που πρωταγωνιστούν στο βιβλίο τα είχα δει τότε. Κάθονταν σε μια γωνιά απόμερα. Ήταν τελείως ίδια. Ακόμη και η κάλτσα, που ήταν ξεχειλωμένη στο ένα κοριτσάκι, ήταν και στο άλλο. Τις είδα και τις αγάπησα. Η εικόνα τους με κυνηγούσε. Στις «Κάργιες» έδωσα μια γεύση από τα δύο αυτά κορίτσια. Ένιωθα όμως ότι δεν «ξεμπέρδεψα» μ’ αυτές. Ένιωθα πως ήθελα να πω κι άλλα. Όσο για την αγάπη, που είναι το κυρίαρχο μοτίβο στο καινούργιο μου βιβλίο, πιστεύω πως αυτή δεν είναι θεωρία. Η αγάπη δεν επιβάλλεται. Η αγάπη, όταν την έχεις μέσα σου, μεταδίδεται από μόνη της. Όταν έχεις αγάπη, δίνεις και παίρνεις. Και τα παιδιά ειδικά τη «μυρίζονται» την αγάπη. Δεν μπορείς να πεις αγαπώ, χωρίς να αγαπάς.
Η εποχή μας ακολουθεί μια φθίνουσα πορεία ως προς τον κόσμο των αξιών. Ποιες αξίες πρέπει να προστατέψουμε; Ποιες μπορούν ν’ αποτελέσουν το συνδετικό ιστό μιας κοινωνίας που ιλιγγιωδώς αποσυντίθεται;
Αυτό με στεναχωρεί πάρα πολύ, γιατί όντως ιλιγγιωδώς αποσυντίθεται. Πιστεύω όμως ότι – επειδή είμαι από τη φύση μου αισιόδοξο άτομο – κάτι θα γίνει. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό. Δεν μπορεί να μην έχουμε μέσα μας αγάπη, αλληλεγγύη, σεβασμό ο ένας για τον άλλο. Πώς θα ζήσουμε χωρίς αυτά; Πώς η ψυχή μας θ’ αποκτήσει γαλήνη; Πρέπει να γυρίσουμε στις αξίες αυτές. Πρέπει να γίνουμε πιο ανθρώπινοι. Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από έναν απανθρωπισμό.
Σ’ όλα τα βιβλία σας δείχνετε μια ολοφάνερη αδυναμία στους νέους. Τώρα που παγιδεύτηκαν σε δίχτυα που τους κρατούν δέσμιους, χωρίς όραμα, χωρίς διέξοδο, πώς νιώθετε γι’ αυτούς;
Οι νέοι ήταν πάντα γύρω μου. Είχα το γιο μου, που πάντα έφερνε φίλους στο σπίτι. Ακόμα και τώρα δεν ξέρω με πόσους θα φάμε το μεσημέρι. Έβλεπα λοιπόν πάντα τις ανησυχίες των νέων. Πολλές φορές τους έβλεπα σαν σκόρπια φύλλα στον άνεμο. Η δική μου γενιά είχε οράματα, σημεία αναφοράς. Μπορεί να διαψεύστηκαν, ο δρόμος όμως για την Ιθάκη έχει σημασία. Τα σημερινά παιδιά δεν έχουν σημείο αναφοράς. Η οικογένεια είναι υπό διάλυση, όραμα και φως για το μέλλον δεν υπάρχει. Βάζουμε τα σημερινά παιδιά μπροστά σ’ έναν τοίχο και τους λέμε «γκρεμίστε τον». Πώς; Πονώ για τους νέους. Τα περισσότερα παιδιά δεν έχουν δύναμη αντίστασης. Πολύ περισσότερο τώρα με τα οικονομικά αδιέξοδα. Πώς να κάνει σπίτι, οικογένεια ένας νέος με 600 ευρώ; Αν βέβαια καταφέρει να βρει δουλειά. Υπάρχουν φοβερά προβλήματα στα σπίτια – το βάρος πέφτει στους γονείς – και θα υπάρξουν ακόμα μεγαλύτερα. Όμως πιστεύω πως είναι μια μεταβατική κατάσταση. Δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουμε έτσι, μέσα στη μιζέρια και την καταχνιά. Κάτι θα γίνει.
Γράψατε προφητικά πριν από χρόνια: «Γέμισε ο τόπος σαλτιμπάγκους, που ξεπουλούν στους πάγκους τους το μέλλον σου./Γέμισε ο τόπος καταπατητές, που μεταμφιεσμένοι σε σωτήρες ακολουθούν σαν τα σκυλιά τα βήματά σου». Σήμερα ζούμε μια εποχή έσχατης ταπείνωσης. Ποιος είναι ο ρόλος του συγγραφέα απέναντι στα γεγονότα;
Όλοι μας έχουμε την υποχρέωση ν’ αντισταθούμε. Καθένας από το μετερίζι, όπου βρίσκεται κι ο συγγραφέας με τα μηνύματα που εκπέμπει με το έργο του. Όλοι πρέπει να κάνουμε κάτι. Ατομικά αλλά και συλλογικά. Από τη μια ατομικά να κρατήσουμε την ανθρωπιά μας και συλλογικά να φωνάξουμε πως δεν μπορούμε άλλο να σκύβουμε το κεφάλι. Δε δέχομαι αυτό που λέγεται ότι για τα σημερινά αδιέξοδα είμαστε όλοι υπεύθυνοι και συνένοχοι. Δεν είμαστε. Νιώθω πολύ θυμό, όταν το ακούω. Πρέπει να ενώσουμε τη φωνή μας και να ορθώσουμε το ανάστημά μας. Δεν είμαστε Γερμανοί κι ούτε πρόκειται ποτέ να γίνουμε. Δε μας πάει να σκύβουμε άλλο το κεφάλι.
Παίρνοντας αφορμή από τα τελευταία λόγια σας, θα ήθελα να κλείσουμε την κουβέντα μας με τους παρακάτω στίχους σας. Ίσως εξηγούν κάποια πράγματα. Ας μιλήσουν αυτοί:
Τι φταις αλήθεια.
Κανείς δε σου’ μαθε το δρόμο για το «εμείς».
Και το χειρότερο, κανένας δε σε εκπαίδευσε
Να επενδύεις στο «εγώ».
Σαν επαίτης εκλιπαρείς μπροστά στην πόρτα του «εσείς».