Στέλιος Μάινας: “Η Τέχνη δεν έχει σώσει τον κόσμο, μπορεί όμως να τον κινητοποιήσει…”
Με αφορμή τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη
Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
Χειμαρρώδης στο λόγο του, με το πάθος του ανθρώπου που ξέρει καλά τη δουλειά του και την αγαπά, με μια σπάνια ισορροπία ανάμεσα στη σεμνότητα και την επίγνωση της προσωπικής αξίας, ο Στέλιος Μάινας μίλά στη faretra.info με αφορμή τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, που παρουσιάζονται αύριο (17-07-14), στο Θέατρο Άλσους «Μελίνα Μερκούρη», από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας, σε συνεργασία με την «5η Εποχή Τέχνης».
Μιλά για το Θέατρο, για τον πόλεμο, για τη Δημοκρατία, για την ιστορική μνήμη, για την οικονομική κρίση και την έκπτωση των αξιών, για τον καλλιτέχνη και τη δύναμη της Τέχνης.
ΔΣ: Για δεύτερη φορά μετά την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» η «5η Εποχή Τέχνης» ανεβάζει έργο του Ευριπίδη, τις «Τρωάδες» στην καλοκαιρινή της περιοδεία. Η επιμονή στον Ευριπίδη σίγουρα δεν είναι τυχαία.
ΣΜ: Θεωρώ τον Ευριπίδη ίσως τον πιο μοντέρνο από τους αρχαίους, το αρχαίους σε εισαγωγικά. Είναι πάρα πολύ σημερινοί και σύγχρονοί μας οι μεγάλοι κλασικοί… και για έναν λόγο παρά πάνω ο Ευριπίδης, γιατί η συλλογιστική του, η αφήγησή του, η προβληματική του είναι τόσο… σημερινή.
Οι «Τρωάδες», για παράδειγμα, που πραγματεύονται ουσιαστικά την ήττα, ξεκινάνε από δύο μεγάλους μύθους, ίσως τους πιο γνωστούς στην αρχαιότητα μέχρι σήμερα, την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια».
Παίρνοντας σαν αφορμή, λοιπόν, αυτή τη μυθολογία που είναι πολύ γνωστή στον κόσμο και ασφαλώς στον τότε κόσμο, χρησιμοποιούσε μια παραβολική, για να πει πράγματα που αφορούσαν και τη δική του εποχή.
Οι «Τρωάδες» γράφτηκαν το 415π.Χ., ένα χρόνο πριν τελειώσει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και μετά τη σφαγή της Μήλου. Ο Ευριπίδης λοιπόν για την παρασπονδία αυτή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας απέναντι στους ηττημένους, γιατί οι Αθηναίοι κατέσφαξαν όλον τον ανδρικό πληθυσμό της Μήλου, ασκεί την κριτική του απέναντί της.
Δεν επιτρέπεται δηλαδή οι δημοκρατίες να φτάνουν σε αυτό το όριο της αισχρότητας και της επιθετικότητας απέναντι στους ηττημένους. Κυρίως με τις «Τρωάδες» ήθελε να τονίσει ότι σε έναν πόλεμο ποτέ δεν υπάρχουν νικητές, υπάρχουν μόνο ηττημένοι.
Τρεις είναι οι συμμετέχοντες νικητές στις «Τρωάδες».
Ο Μενέλαος, ο Ταλθύβιος κι ένας στρατιώτης, τον οποίο προσέθεσε ο Θέμης Μουμουλίδης.
Δύο δηλαδή ουσιαστικά είναι οι νικητές, οι οποίοι είναι οι ηττημένοι. Ο Μενέλαος γυρίζει στη Σπάρτη ντροπιασμένος με αιχμάλωτη την Ελένη, για την οποία έχει υποσχεθεί στην Εκάβη και τις υπόλοιπες Τρωάδες ότι, με το που θα φθάσει στη Σπάρτη, θα παραδοθεί στους οικείους της και θα λιθοβοληθεί, το οποίο φυσικά δε γίνεται.
Η Ελένη αφήνεται ελεύθερη και συνεχίζει να είναι Βασίλισσα της Σπάρτης και ο Ταλθύβιος, στον οποίο δίνεται η εντολή να φέρει τον Αστυάνακτα για να τον ρίξουν από τα τείχη, λέει: «Για τέτοιες εντολές πρέπει να διαλέγουν άνθρωπο αναίσθητο, δεν είμαι εγώ φτιαγμένος για τέτοιες ντροπές».
Το άγος δηλαδή, με δύο λόγια, που φέρουν οι νικητές, εν γνώσει τους, για τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει εις βάρος των ηττημένων. Το φοβερό είναι ότι εμείς ανεβάζουμε τις «Τρωάδες» και στην πολύ κοντινή μας γειτονιά επαναλαμβάνονται στην σύγχρονη πραγματικότητα.
ΔΣ: Ο Αστυάναξ και τα παιδάκια της Γάζας… Απόλυτος συνειρμός!
Και δεν είναι μόνο η Γάζα. Είναι η Συρία, ο Λίβανος… Θέλω να πω ότι ο πόλεμος είναι μια πολύ κοντινή μας υπόθεση. Πριν από μερικά χρόνια ήταν η Γιουγκοσλαβία. Μας γυροφέρνει. Και βέβαια τέτοιες καταστάσεις πλήττουν πολύ περισσότερο τα γυναικόπαιδα. Μην ξεχνάμε ότι οι «Τρωάδες» είναι μια καθαρά γυναικεία τραγωδία.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχουν συνεχώς ηττημένοι. Και βέβαια, πρόσφυγες δεν είναι μόνον οι άνθρωποι που φεύγουν από έναν πόλεμο, αλλά και αυτοί που φεύγουν, για να αποφύγουν έναν πόλεμο.
Οι άνθρωποι που έχουν υποστεί οικονομικό πόλεμο, όπως εμείς τώρα.
Και είμαστε θύματα αυτού του οικονομικού πολέμου. Οι συνταξιούχοι, για παράδειγμα, είναι τα πρώτα θύματα αυτού του μεγάλου οικονομικού πολέμου.
ΔΣ: Και οι αρχαίοι πίστευαν ότι τουλάχιστον οι μεγάλες ηλικίες πρέπει να τυγχάνουν προστασίας. Γιατί τότε οι νέοι δεν είναι άξιοι να διοικήσουν μια πόλη, αν δε σέβονται τους γεροντότερους. Βλέπετε ότι ανατρέπονται οι αξίες.
ΣΜ: Δυστυχώς είμαστε αναγκασμένοι και να επαναπροσδιορίσουμε τις αξίες και να τις ανακαλύψουμε ξανά. Αυτά που θεωρούσαμε δεδομένα, δεν είναι πια.
ΔΣ: Πέρα από τον αντιπολεμικό χαρακτήρα, στο κείμενο προβάλλονται και πολλά άλλα πράγματα, όπως το παιχνίδι της εξουσίας. Το οποίο κινεί τα νήματα και για τον οικονομικό πόλεμο και για όλα τα υπόλοιπα.
ΣΜ: Εξουσία σημαίνει δύναμη, επιβολή. Επιβολή με το καλό ή το κακό ή με τη βία. Λέει ο Ταλθύβιος: «Τα καράβια είναι έτοιμα, γεμάτα λάφυρα».
Όταν ξεκινάει το έργο μας, ο ηττημένος Ποσειδώνας, ο προστάτης θεός της Τροίας, λέει: «Τους ναούς μου εγκαταλείπω». Δηλαδή την πόλη την εγκαταλείπουν ακόμη και οι θεοί της. Ο ηττημένος Ποσειδώνας λέει: «Με νίκησε η Ήρα και η Αθηνά». Και εμφανίζεται η Αθηνά – γιατί είναι μεγάλος συγγραφέας ο Ευριπίδης – και λέει στον Ποσειδώνα: «Αδελφέ του πατέρα μου, άλλαξα γνώμη. Δεν είμαι πια προστάτης των Ελλήνων, γιατί γκρέμισαν τους ναούς μου κλπ, για αυτό θέλω να τους καταστρέψω». Βάζει δηλαδή μια θεά, την Αθηνά, να αλλάξει τον ρου της Ιστορίας, την τύχη των μέχρι σήμερα προστατευόμενων της και να κάνει την επιστροφή τους κόλαση. Και γίνεται κόλαση. Είναι η αρχή ουσιαστικά της «Οδύσσειας».
ΔΣ: Ο Θέμης Μουμουλίδης έχει δώσει στο έργο γραμμή σύγχρονη και σκηνοθετικά και σκηνογραφικά.
ΣΜ: Σωστά. Έχουν αντικατασταθεί, για παράδειγμα, κάποια από τα χορικά με σύγχρονες αφηγήσεις γυναικών αιχμαλώτων από πολέμους. Υπάρχουν κανονικά τα χορικά αλλά ένα στάσιμο έχει αντικατασταθεί από αφηγήσεις γυναικών της εποχής μας.
Σχετικά με τη σκηνογραφία, αυτό το οποίο έφτιαξε ο Γιώργος Πάτσας παραπέμπει σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, σε μια φυλακή. Σε ένα στρατόπεδο είναι συγκεντρωμένες οι Τρωάδες, για να διαμοιραστούν ως λάφυρα στους ηγεμόνες, μαζί με τα υπόλοιπα λάφυρα. Εσύ θα πάς εδώ, εσύ εκεί, εσύ θα γίνεις ερωμένη του Βασιλιά κλπ. Λέει η Εκάβη – ο Αγαμέμνονας βιάζει την Κασσάνδρα στο ναό – «ο Άναξ έχει παράφορο έρωτα για τη θεόπνευστη κοπέλα, είναι αδύνατο να αντισταθεί». Δηλαδή η ειρωνεία του συγγραφέα είναι έκδηλη συνεχώς από την αρχή. Υπάρχει μια αποστασιοποίηση του Ευριπίδη απέναντι στα τεκταινόμενα και τα κριτικάρει με κυνισμό και με ένα μαύρο χιούμορ σχεδόν.
ΔΣ: Μιλήστε μας για τους συνεργάτες σας.
ΣΜ: Πέρα από το σκηνοθέτη, Θέμη Μουμουλίδη και το σκηνογράφο, Γιώργο Πάτσα, στους οποίους αναφέρθηκα, η παράσταση ανεβαίνει σε μετάφραση Κ.Χ. Μύρη και επεξεργασία κειμένου Παναγιώτας Πανταζή και Θέμη Μουμουλίδη.
Τα κοστούμια είναι της Παναγιώτας Κοκορού, και η μουσική του Θύμιου Παπαδόπουλου.
Τους ρόλους και τα χορικά κείμενα ερμηνεύουν:
Η Φιλαρέτη Κομνηνού, ο Άρης Λεμπεσόπουλος, η Ζέτα Δούκα, η Ιωάννα Παππά, η Μαρία Πρωτόπαππα, ο Χρήστος Πλαΐνης, η Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, η Λένα Παπαληγούρα, η Λουκία Μιχαλοπούλου, η Τζωρτζίνα Παλαιοθόδωρου, η Ίρις Μάρα, η Ιώ Κυριακίδη (ακορντεόν).
ΔΣ: Μια και μιλάμε για το μοντέρνο, εδώ και πάρα πολύ καιρό έχουν οι θίασοι αφήσει την κλασική σκηνογραφία, την ενδυματολογία. Αυτό γίνεται μόνο για οικονομικούς λόγους ή για να τονίσουν και τη διαχρονικότητα του έργου;
ΣΜ: Πρέπει να επικοινωνήσεις με το κοινό. Έχεις υποχρέωση. Το αρχαίο δράμα πρέπει να έχει να πει κάτι στο σύγχρονο θεατή. Όχι η μοντερνοποίηση αλλά η διαχρονικότητα των κειμένων πρέπει να έρθει κοντά στο σημερινό θεατή, για να μπορεί να καταλάβει τα νοήματά του.
ΔΣ: Ο Ευριπίδης και η μνήμη…
Θεωρεί τη μνήμη αντίπαλο του χρόνου. Και την προσωπική και τη συλλογική μνήμη.
Πολύ περισσότερο την ιστορική. Ο σημερινός Έλληνας, πιστεύετε, ότι διαθέτει ιστορική μνήμη ή καλύτερα, αντιλαμβάνεται στοιχειωδώς τη σημασία της;
ΣΜ: Τη μνήμη πρέπει να τη διατηρούν οι λαοί αναμορφώνοντας συνεχώς το πολίτευμά τους. Αυτό είναι μεγάλη κουβέντα αλλά θέλω να πω… Η δημοκρατία είναι ένα πολύ ευαίσθητο πολίτευμα. Είναι μόνο για πολιτισμένους, για προηγμένους λαούς.
Όπου πέφτει η Δημοκρατία, χάνεται και η μνήμη, η οποία ουσιαστικά είναι η εγκιβώτιση όλων των μηνυμάτων του παρελθόντος για να μεταφερθούν στο διηνεκές. Με δυο λόγια είναι η διατήρηση των δεδομένων που έχουν οι λαοί και πρέπει να έχουν, για να περάσουν από τη μία φάση στην επόμενη.
Η μνήμη δε διατηρείται στα απολυταρχικά καθεστώτα. Εξαφανίζεται. Δημιουργείται ένα απόλυτο παρόν. Οι λαοί θέλουν να ξεχάσουν, γι αυτό και οι άνθρωποι, όταν περνάνε δύσκολα, δε θέλουν να θυμούνται.
Ο Ευριπίδης λοιπόν, όπως πολύ σωστά είπατε, επιμένει στη διατήρησή της. Λέει ότι η μεγαλύτερη και πιο σημαντική παρακαταθήκη που έχουν οι άνθρωποι είναι η μνήμη τους. Τίποτε άλλο. Αυτή είναι και το φίλτρο για τις πράξεις τους και η ιστορία τους που μεταφέρεται.
Για αυτό οι αρχαίοι μετέφεραν την ιστορία τους από στόμα σε στόμα. Η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια» είναι τα έπη αυτής της μετάδοσης. Η προφορική παράδοση υπάρχει ώστε να εντυπωθούν αυτά μέσ’ την ψυχή σου. Και όταν εντυπωθεί καλά δε χρειάζεται να γραφτεί πουθενά. Έχει γραφτεί μέσ’ το μυαλό σου.
ΔΣ: Σήμερα, πιστεύετε ότι έχουμε τύποις Δημοκρατία;
ΣΜ: Δε θα μπορούσα να ισχυριστώ κάτι τέτοιο, γιατί θα άγγιζε τα όρια του λαϊκισμού. Ο λαϊκισμός είναι επίσης ένας μεγάλος εχθρός που αγκαλιάζει από την ανάποδη τα ολιγαρχικά καθεστώτα, τα οποία στηρίζονται σ’ αυτόν. Η Δημοκρατία είναι μακριά. Είναι πολίτευμα… πολυτελείας. Είναι εχθρός του λαϊκισμού.
ΔΣ: Έχετε ερμηνεύσει μια πολύ μεγάλη γκάμα ρόλων στο θέατρο. Ξεκινάμε από την τραγωδία, περνάμε στο Σαίξπηρ, τον Κουρτ Βάιλ και τόσους άλλους, για να καταλήξουμε στο «Μάουτχαουζεν» του Καμπανέλη.
Πώς νιώθετε όμως, ερμηνεύοντας ειδικά την τραγωδία;
Δηλαδή ο ηθοποιός της Τραγωδίας έχει μια διαφορετική αίσθηση, όταν την ερμηνεύει, νιώθει την κάθαρση που νιώθει κι ο θεατής;
Ποιες είναι οι διεργασίες που γίνονται μέσα στον ηθοποιό;
ΣΜ: Εγώ δεν είμαι ηθοποιός τραγωδίας. Είμαι…(γελώντας) γενικών καθηκόντων! Δεν έχω κάποια ειδίκευση. Ερμηνεύω από ένστικτο. Έχω μάθει κάποια πράγματα, όμως, εννοείται. Το ένστικτο είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της δουλειάς.
ΔΣ: Το ένστικτο ταυτίζεται με το ταλέντο;
ΣΜ: Πέρα από το ταλέντο, μαθαίνεις και συγχρόνως η μάθηση γίνεται έξη. Σε όλα τα επαγγέλματα, όχι μόνο στο δικό μας. Το μήνυμα ο ηθοποιός δεν πρέπει να το έχει υπόψη του.
Κάνω τη δουλειά μου, δηλαδή προσπαθώ με τις τεχνικές και τους κανόνες της δουλειάς μας, να ερμηνεύσω αυτό που μου ανατίθεται, αλλά στη σκηνή δεν μπορεί να έχεις φιλολογική αντίληψη του αντικειμένου, γιατί σου αφαιρεί τους χυμούς που έχει ένας ρόλος.
Μελετητής και στοχαστής μπορείς να είσαι πριν αρχίσει η παράσταση ή μόλις τελειώσει. Κατά τη διάρκεια της παράστασης πρέπει να είσαι αποκλειστικά ερμηνευτής και ηθοποιός, τίποτα άλλο.
ΔΣ: Και εκεί πώς νιώθει ο ηθοποιός, όταν ερμηνεύει έναν τόσο μεγάλο συγγραφέα, όπως είναι ο Ευριπίδης; Νιώθει όπως με τον Σαίξπηρ, τον Καμπανέλη…;
ΣΜ: Τα μεγάλα κείμενα επικοινωνούν. Υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας των μεγάλων κειμένων. Αυτό τα κάνει κλασικά και μεγάλα. Και νιώθει ο ερμηνευτής τη μικρότητά του απέναντι σ’ αυτά τα μεγέθη. Νιώθει ένα δέος. Αναλογίζεται το δυσθεώρητο ύψος με το οποίο αναμετράται.
ΔΣ: Επομένως δέος είναι το κυρίαρχο συναίσθημα και όχι λύτρωση ή κάθαρση.
ΣΜ: Δεν υπάρχει κάθαρση και γενικότερα δεν υπάρχει κάθαρση στην τραγωδία, παρά μόνο για το θεατή, όχι για τον ερμηνευτή.
Ο ερμηνευτής πρέπει να μπαίνει σε μια διαδικασία τεχνική και ψυχολογική, για να μπορεί να ερμηνεύσει έναν ρόλο. Είτε είναι Σαίξπηρ, είτε είναι Ευριπίδης ή ο,τιδήποτε άλλο.
Πόσο μάλλον στα αρχαία κείμενα, τα οποία είναι κρυπτογραφημένα. Εάν δεν έχεις την εσωτερική ικανότητα και την αντίληψη να τα ερμηνεύσεις, τότε αυτά διατηρούν τη δυναμική τους, αλλά δεν αποκαλύπτονται στο κοινό.
ΔΣ: Άρα ξεκλειδώνετε εσείς, σκηνοθέτης και ερμηνευτής, το κείμενο.
ΣΜ: Αυτή είναι η δουλειά μας και ευτυχώς τα μεγάλα κείμενα έχουν πολλές κλειδαριές και αλλεπάλληλες πόρτες.
ΔΣ: Μιλήσαμε όμως μόνο για το θέατρο κι εσείς κάνατε και τηλεόραση και κινηματογράφο και όλα αυτά με εκπληκτική επιτυχία. Και με θαυμαστή ισορροπία μεταξύ του κωμικού και τραγικού.
ΣΜ: Πρέπει να σας πω ότι ο ηθοποιός θα πρέπει και να αποτυγχάνει, για να διδάσκεται και για να μπορεί να δημιουργεί αφετηρίες και να ξαναμαζεύεται. Έχω αποτύχει αρκετές φορές και ακόμα αποτυγχάνω.
ΔΣ: Εμείς δεν το αντιληφθήκαμε πάντως!
ΣΜ: Ξέρουμε να κρυβόμαστε! (γελώντας)
ΔΣ: Πάντως η τηλεόραση σας έχει κάνει γνωστό. Κακά τα ψέματα.
ΣΜ: Αποκλειστικά. Στην τηλεόραση οφείλω την απόλυτη αναγνωρισιμότητα στο ευρύ κοινό.
ΔΣ: Ας μιλήσουμε λίγο για την ποιότητα στην τηλεόραση. Γιατί το ρολόι της ποιότητας σταμάτησε στο «Νησί», όπου πρωταγωνιστούσατε;
Οικονομικοί είναι μόνο οι λόγοι ή έγινε μια συντονισμένη προσπάθεια, με την προχειρότητα και την ευτέλεια των σημερινών σειρών, να διαπλαστεί ο… μη σκεπτόμενος Έλληνας;
Για να μην πω σκληρότερα… ο αποβλακωμένος Έλληνας;
ΣΜ: Μπορεί και να έχετε δίκιο. Έχω την αίσθηση ότι πάνε όλα μαζί. Κατά βάση όμως νομίζω ότι είναι πιο απλά τα πράγματα. Είναι η έλλειψη χρημάτων. Όταν υπάρχει οικονομική δυσπραγία και δεν κινείται η μηχανή, συμβαίνουν και όλα τα υπόλοιπα.
ΔΣ: Θα μπορούσαν, όμως, να υπάρξουν σειρές, χωρίς μεγάλο κόστος. Το «Νησί» σίγουρα ήταν πολυέξοδο και πολυπρόσωπο, και τα γυρίσματά του εκτός έδρας… Αλλά ας πάρουμε τον «Κίτρινο Φάκελο» του Καραγάτση…
ΣΜ: Ήταν πολύ ακριβή παραγωγή.
ΔΣ. Θεωρώ ότι πέρα από τα γυρίσματα τα έξω, το μέσα ήταν ένα στούντιο.
ΣΜ: Όχι, δεν είναι έτσι. Για να σας δώσω να καταλάβετε τα μεγέθη, ο «Κίτρινος Φάκελος» στην εποχή του κόστισε περίπου όσο οκτώ με δέκα σημερινά σήριαλ. Τα σημερινά γυρίζονται με αέρα, θα έλεγα. Δηλαδή το κοστολόγιο των σημερινών, είναι στο όριο της… γελοιότητας.
ΔΣ: Της γελοιότητας όμως είναι και ό,τι βλέπουμε. Γι αυτό κλείσαμε και τις τηλεοράσεις. Βέβαια είναι και το τι κείμενο έχεις μπροστά σου. Τα κείμενα είναι ηλίθια. Υποτιμούν τη νοημοσύνη μας.
ΣΜ: Υπάρχουν συγγραφείς, σεναριογράφοι εξαιρετικά ταλαντούχοι, οι οποίοι όμως χρειάζονται χρόνο. Η έμπνευση δεν είναι κάτι που λες… κάθομαι και γράφω… Αν μου αναθέσετε να γράψω ένα κείμενο, να το γράψω σε μισή ώρα δεν θα μπορέσω. Αν μου δώσετε όμως τρεις μέρες, θα το γράψω καλύτερα. Με την ίδια λογική κινούνται και οι σεναριογράφοι. Δεν τους δίνεται η δυνατότητα, που σημαίνει χρόνος καταρχάς και χρήμα.
Ο σεναριογράφος πληρώνεται για το χρόνο που σπαταλά να σκεφτεί.
ΔΣ: Πιστεύω ότι γίνεται ηθελημένα αυτό το πράγμα. Πλασάρεται ό,τι χειρότερο υπάρχει και αλλοιώνεται το αισθητήριο του Έλληνα…
ΣΜ: Δε νομίζω ότι είναι τόσο προσχεδιασμένο αυτό. Είμαι λίγο πιο αισιόδοξος, ως προς αυτό.
Αν επανακάμψουμε και οικονομικά, σαφέστατα θα δημιουργηθούν καλές συνθήκες.
ΔΣ: Μια που μιλάμε για κείμενο, σενάριο, είχατε συμμετάσχει στο «Μάουτχαουζεν» ως σεναριογράφος με το Θέμη Μουμουλίδη και την Κάτια Σπερελάκη, τη γυναίκα σας.
Επισημαίνω και την έκδοση των διηγημάτων σας στον «Καστανιώτη». Υπάρχει λοιπόν και ο συγγραφέας Μάινας. Γράφετε και κάτι άλλο;
ΣΜ: Γράφω ένα μυθιστόρημα, αλλάζω φόρμα δηλαδή, το οποίο λογικά πρέπει να εκδοθεί και να κυκλοφορήσει μέσα στο 2014.
ΔΣ: Ποια ανάγκη προέκυψε, ώστε να ωθήσει τον καλλιτέχνη στη γραφή;
ΣΜ: Ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να είναι μόνο καλλιτέχνης, πρέπει να είναι βαθιά σκεπτόμενο άτομο, ενεργητικό, δεν πρέπει να είναι μόνο μάστορας. Η δουλειά του ηθοποιού είναι… «τσαγκαρική». Παίρνουμε τη σόλα, χτυπάμε τέσσερις φορές… Η δουλειά σήμερα του ηθοποιού απαιτεί ανώτερο ήθος και πνεύμα.
Απαιτεί διεισδυτικότητα. Όσο περισσότερο μπορεί να αντιληφθεί το κείμενο, πέρα από το ταλέντο που είναι το δεδομένο που πρέπει να έχει, υπάρχει και μια ειδοποιός διαφορά. Το μήνυμα που πρέπει να μεταφέρει στο κοινό. Και αυτό πρέπει να το χεις εσύ. Είναι αυτό που οι άλλοι διαπιστώνουν:
«Α, αυτός έχει κάτι άλλο». Αυτό το κάτι άλλο, που έχεις εσύ, είναι ότι είσαι λίγο πιο σκεπτόμενος από το διπλανό σου.
ΔΣ: Εμείς σας βλέπουμε ως δημιουργό πάντως. Το βιβλίο ακόμα δεν το διάβασα. Αλλά αυτό που λέτε δημιουργική πνοή, φαίνεται και μέσα στο «τσαγκαριλίκι». Ο θεατής πιάνει τον τεχνίτη και το δημιουργό.
ΣΜ: Σαφώς. Βέβαια πιστεύω ότι στη γραφή, στο πρώτο πρόσωπο, όταν ψιθυρίζεις, αφήνεις τον αναγνώστη σου, σε οποιαδήποτε προσωπική στιγμή του να επικοινωνήσει απευθείας με εσένα και μόνο. Είσαι direct. Που σημαίνει ότι τον «έχεις» και σε «έχει»!
ΔΣ: Και κλείνοντας, αφού … «Ηθοποιός σημαίνει φως», πώς ο Στέλιος Μάινας μπορεί και ως καλλιτέχνης και ως πολίτης να «φωτίσει» αυτά τα σκοτάδια που διανύουμε, της οικονομικής, πνευματικής και ηθικής κατάπτωσης; Ποιος είναι ο ρόλος του καλλιτέχνη αλλά και του πολίτη μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι; Πώς τον αντιλαμβάνεσθε;
ΣΜ:Η Τέχνη δεν έχει σώσει τον κόσμο. Δυστυχώς. Μακάρι να μπορούσε να τον σώσει. Μένει ενεή μπροστά σ’ αυτά που συμβαίνουν. Έχει όμως έναν άλλο σκοπό. Να παραδειγματίσει, να κινητοποιήσει, να δημιουργήσει τη λεγόμενη μιμική. Δηλαδή το έναυσμα για κάτι καλύτερο, να κινητοποιήσει τους μηχανισμούς της σκέψης. Να χτυπάει τα καμπανάκια της εγρήγορσης των ανθρώπων, να μην αποκοιμιούνται.
ΔΣ: Εσείς είστε αισιόδοξος…
ΣΜ: Αισιόδοξος είμαι, αλλά είμαι και συγχρόνως πραγματιστής. Ξέρω μέχρι πού φτάνουμε.
ΔΣ: Επομένως ο καλλιτέχνης ταυτίζεται με τον πολίτη στη συγκεκριμένη περίπτωση.
ΣΜ: Ο πολίτης είναι ανώτερος από τον καλλιτέχνη. Είναι δύσκολο να είσαι πολίτης.
ΔΣ: Δεν είναι εύκολο να έχεις και Πολιτεία!
ΣΜ: Η ανθρωπότητα, και ιδιαίτερα η πατρίδα μας, είχε την τύχη μόνο για 100 χρόνια να ταυτίσει την Πολιτεία με τον πολίτη. Αυτά στο χρυσό αιώνα. Το τρελό είναι ότι σήμερα, εμείς, 2.500 χρόνια μετά, όχι μόνο η Ελλάδα αλλά και η Ευρώπη, έχουμε το απόσταγμα και τον απόηχο αυτού που δημιούργησαν για αυτά τα 100 χρόνια, που αν δεν υπήρχαν θα ήταν εντελώς διαφορετική η πορεία της ανθρωπότητας.