Απόψεις Περισσότερο διαβασμένα

Ένα άξιο λόγου μνημείο πολιτιστικής  κληρονομιάς… Άγιοι Ανάργυροι Νησίου, μέσα από την ευαίσθητη ματιά του Φ.  Δαρδαγιαννόπουλου


Συνέχεια της προηγούμενης δημοσίευσης

Ειρήνη Δασκιωτάκη

Υπάρχει μια λαϊκή παράδοση με την οποία σχετίζεται η οικοδόμηση της παλιάς εκκλησίας, των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού.

Πολύ παλιά λοιπόν το χωριό Νησί ήταν διασκορπισμένο σε διάφορα σημεία, 5-10 σπίτια βόρεια, 5-10 σπίτια ανατολικά, άλλα τόσα νότια από τη θέση του σημερινού χωριού.

Ήταν εκεί τα σπίτια όπου υπήρχε ξηρά και δεν πλημμύριζαν από τη λίμνη, από τα νερά του Βάλτου.

Κάποιος κάτοικος του χωριού, λέει η λαϊκή μνήμη, είχε μία ετοιμόγεννη αγελάδα που μία ημέρα δεν επέστρεψε πίσω από τη βοσκή μαζί με τα άλλα ζώα της αγέλης. Πήγε λοιπόν την επόμενη μέρα ο χωρικός μαζί με τον γελαδάρη στα βοσκοτόπια,  αγελαδαριά όπως τα λέγανε, και βρήκε εκεί την αγελάδα του, η οποία όμως είχε γεννήσει.

Αργά το απόγευμα παρακολούθησαν για να δουν πού έχει κρυμμένο το μοσχάρι που είχε γεννήσει και την είδαν να πηγαίνει προς το μέρος όπου περνούσε ο παραπόταμος του Αλιάκμονα, που υπήρχε μέχρι τη δεκαετία του ‘80 έξω από το χώρο της εκκλησίας και περνούσε και τριγύριζε παλιά το χωριό… Μπήκε στο ποτάμι και κατευθύνθηκε σε ένα νησάκι∙ είχαν δημιουργηθεί νησίδες στην πρότερη Λίμνη των Γιαννιτσών.

Εκεί βρισκόταν το μοσχαράκι της, ενώ δίπλα υπήρχε ένα όστρακο μιας θαλάσσιας χελώνας.
Όταν λοιπόν έψαξαν το καβούκι της θαλάσσιας χελώνας. βρήκαν μέσα σε αυτό τοποθετημένα τα λείψανα των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού. Πάνω από το όστρακο, στα κλαδιά μιας παλιουριάς, κρέμονταν μία αναμμένη καντήλα!
Από αυτή την παλιουριά έκοψαν οι  χωρικοί δύο βέργες και τις έδεσαν με σύρμα σταυρωτά, και σταυρώνονταν  οι πιστοί με αυτές την ημέρα της γιορτής των Αγίων. Το σημείο όπου ανακαλύφθηκαν τα λείψανα είναι αυτό όπου είναι τοποθετημένη η Αγία Τράπεζα του μοναστηριακού ναού.

Αρχικά οι κάτοικοι του Νησίου, οι οποίοι βοηθήθηκαν από τους κατοίκους των γύρω ρουμλουκιώτικων χωριών, έχτισαν ένα μικρό εκκλησάκι, ενώ αργότερα ιδρύθηκε το μοναστήρι, έκαναν μετά προέκταση και έχτισαν κελιά κι άλλα κτίσματα.
Τα χρόνια περνούσαν και το μοναστήρι είχε γίνει πόλος έλξης για τους χωρικούς που ήταν διασκορπισμένοι στη γύρω περιοχή.

Κατά το χρονικό διάστημα 1850-1880, ο Αμπντουραχμάν μπέης, ιδιοκτήτης του Νησίου, υποχρέωσε τους χωρικούς που ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή «Μπάχτσι»*, 3 χιλιόμετρα βόρεια του σημερινού χωριού, να μετακινηθούν δίπλα στο μοναστήρι. Έγινε όμως η εγκατάσταση των κατοίκων ανατολικά της Μονής, επειδή τους εμπόδιζε πιο δυτικά ο παραπόταμος του Αλιάκμονα.

Το 2005 επισκέφτηκα το σπίτι του Φώτη Δαρδαγιαννόπουλου, του συγχωρεμένου, που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων.

Ο Φώτης Δαρδαγιαννόπουλος γεννήθηκε το 1913.

Η μητέρα του, το γένος Δέλλα, από το Νησί και ο πατέρας του από το Καμποχώρι, 4,5 χρόνια μακεδονομάχος ήταν ο πατέρας του.

Τον επισκέφτηκα, επειδή πληροφορήθηκα από τους δικούς μου που κατοικούν στο Νησί ότι γνωρίζει πάρα πολλά για την εκκλησία και εγώ τότε είχα την ελπίδα ότι θα συμβάλω στη συντήρηση και την ανάδειξή της.

Δεν υπήρχε πιο ενισχυτικό ντοκουμέντο από τις μνήμες του ανθρώπου αυτού που από πολύ μικρός, όπως μου είπε, μπαινόβγαινε στον περιφραγμένο χώρο της Μονής…

Έτοιμη η κάμερα…

” Έχω κάνει ένα σχέδιο πώς ήταν τότε.”

Το ξετύλιξε με περηφάνια και νοσταλγική μνεία, πραγματικά πολύ ενδιαφέρον το σχέδιο.

Γρήγορα άρχισα να αντιλαμβάνομαι πως πρόκειται για έναν προικισμένο άνθρωπο,

δίκαιο και καλό Χριστιανό.

«Παλιά το μοναστήρι ήταν περιφραγμένο με έναν τοίχο φτιαγμένο από πλιθιά άψητα.

Ο χώρος πρέπει να ήταν γύρω στα 1000 τ.μ..

Στην πάνω πλευρά ήταν το Ηγουμενείο.

Αριστερά και δίπλα στο Ηγουμενείο, στη γωνία και σχεδόν έξω από τον τοίχο, υπήρχε ένας ψηλός περιστερώνας (οικόσιτα περιστέρια για τροφή)…..

Να… εδώ… ήταν τα κελιά για τους μοναχούς και ο ξενώνας με το μαγειρείο για τους προσκυνητές.

40 μέρες κάθονταν μερικές φορές οι προσκυνητές, οι πιο πολλοί το καλοκαίρι αλλά και το Νοέμβριο αρκετοί.

Ήταν τάματα αυτά στη χάρη τους…

Εδώ ήταν το σχολείο και λίγο πιο πάνω, εκεί που είναι σήμερα η πόρτα η μεγάλη, ήταν μία μεγάλη πύλη (τη βλέπω στο σχέδιο… Εμβληματική και με πολλά και μεγάλα γυφτόκαρφα).

Τα κτίσματα ήταν με τον ρουμλουκιώτικο τον τρόπο χτισμένα.

Είχε κοντά και μία όμορφη πέτρινη βρύση, είχε και αχυρώνες και χάνι.

Να! εδώ… (και δείχνει στο σχέδιο)

Ο κεντρικός χώρος ήταν άδειος. Είχε πέντε-έξι τεράστια καραγάτσια και τζιτζιφιές.

Αργότερα, κόψανε τα καραγάτσια και τα πουλήσανε.

Καταχράστηκαν τα χρήματα που ήταν περιουσία της εκκλησίας.

Έξω από τον περίβολο είχε τρεις ντοβρούς, μαντριά δηλαδή.

Έξω από τον περίβολο ήταν και τα σπίτια, περιουσία του μοναστηριού.

Είχε τεράστια περιουσία το μοναστήρι.

Αγελάδες, πρόβατα… χίλια πρόβατα, έλεγε ο πατέρας μου, ότι είχε παλιά.

Εγώ θυμάμαι μικρό παιδί που έλεγαν ο κόσμος:

” Έρχονται τα πρόβατα της εκκλησίας”

Γυρνούσαν από τη βοσκή, από τη λίμνη. Εκεί πήγαιναν και βοσκούσαν και βγαίναμε να τα δούμε. 500 πρόβατα δεν ήταν λίγα.

Ο Θεόδωρος της Καμπανίας (ίσως πρέπει να ερευνηθεί, για να επιβεβαιωθεί),

έκανε σπίτι με τα έσοδα της εκκλησίας.

Εγώ, από 8 χρονών μέσα εκεί ήμουνα.

Βοηθούσα τον μπάρμπα- Τζόλα να κάνουμε τα κεριά, είχε μία λεκάνη όπου έβαζε το λιωμένο κερί κι εγώ έκοβα τα σχοινιά.

Αργότερα ήμουν ψάλτης για πολλά χρόνια…

Πόσοι πέρασαν από αυτό το μοναστήρι!

Το 1917 ήμουν 4 χρονών.

Τότε με την Άμυνα του Βενιζέλου, στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, φιλοξενήθηκαν στο μοναστήρι σύμμαχοι, Ρώσοι, Γάλλοι, Σενεγαλέζοι, ακόμη και Κινέζοι. Θυμάμαι μία φορά που το γεύμα τους ήταν σούπα χελώνας.

Τι να πούμε για τους Μακεδονομάχους… Έρχονταν συχνά εδώ ο καπετάν Γκώνος και έπαιρνε βοήθεια.

Όλοι οι πεινασμένοι, όλοι οι τραυματίες, από εδώ περνούσαν.

Τώρα θυμήθηκα τον Ηγούμενο Μελέτιο.

Ήταν βοτανολόγος γιατρός,..

Είχε δεκάδες μικρά και μεγάλα φιαλίδια για να πειραματίζεται θεραπείες. Όλα αυτά εγκαταλείφθηκαν και καταστράφηκαν.

Το 1925 που ήρθαν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία φιλοξενήθηκαν στο μοναστήρι. Όλοι οι χώροι κατελήφθησαν.

Το σχολείο… το σχολείο ήτανε στολίδι της περιοχής.

Φοιτούσαν παιδιά από το Σχοινά, από το Βρυσάκι, από το Καταφί και από αλλού.

Για όλα αυτά είχε πάρει τέτοιο όνομα η εκκλησία.»

Στη συνέχεια βγήκαμε και κάναμε περιήγηση στο χώρο.

Όταν τον ρώτησα αν η εκκλησία έχει σχέση με αρχαίο ναό, επειδή το δάπεδο έχει μαρμάρινες πλάκες, μου μίλησε για το καμπαναριό που είχε σκαλοπάτι πέτρα μαρμάρινη από τα αρχαία ρωμαϊκά λουτρά που βρέθηκαν έξω από το χωριό.

«Εδώ, Ειρήνη, μία Πασχαλιά που έψελνα και ήμουν μελαγχολικός, έστρεψα το βλέμμα μου στο γυναικωνίτη και είδα την Άννα, τη γυναίκα μου. Αμέσως την ερωτεύτηκα.

Έψαλα μετά τόσο ωραία και με τόσο πάθος που ο παπα-Βαγγέλης μου είπε να το πω ξανά.

Είπα θα το ψάλλω αν όλοι μαζί ψάλλετε.

Όλη η εκκλησία έψελνε το «Χριστός Ανέστη…» Αυτή η μέρα με σημάδεψε…

Έχει κάτι ωραίες ζωγραφιές η εκκλησία και ωραία νταμπλαδωτά…. Πού είναι οι παλιές εικόνες με τα ασημένια καλύμματα και το Ευαγγέλιο;

Πού είναι τα “Ημερολόγια” που ψέλναμε εμείς, τα «Μηνιαία» , τα «Ευχολόγια».

Αυτοί που τα πήραν, ή αυτός που τα πήρε, εύχομαι να τα έχει καλά φυλαγμένα και να πράξει το καθήκον του κάποια στιγμή.

Μακάρι να τη δω να φεγγοβολάει όπως παλιά!»

καλή εβδομάδα με υγεία
Ει. Δα.

Σημείωση Φαρέτρας: Το πρώτο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

banner-article

Ροη ειδήσεων