Ένας οξύμωρος επίλογος… Γιατί; Γιατί για μένα ήταν ο πρόλογος. Αυτό ήταν το πρώτο μου κείμενο που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 2016 στη «Φαρέτρα» με τίτλο “Καταρρέοντας…”. Μέγεθος ευθύνης. Τώρα τα λόγια πλεονάζουν. Άχαρα. Ένα σεμνό αντίο στην Ποιήτρια. Μόνο. Όπως ακριβώς της πρέπει… Α.Π.
… Ασφαλείς χαλαρώσαμε
ορθάνοιχτες αφήναμε τις πόρτες
μπαινόβγαιναν τ’ άστρα
φύλακες απ’ έξω τα όνειρα
τα πήρε ο ύπνος ένα βράδυ…
Κική Δημουλά «Ο λύκος και τα κατσικάκια»[1]
Αυθόρμητη ανάγνωση
Τι συνιστά την ποιητική ευφυΐα; Αν, πώς και κατά πόσο ορίζεται ένα τέτοιο μέγεθος δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν φτάσω κάποτε να ξέρω. Μάλλον είναι ο κώδικας ευαισθησίας, που κάνει τη διαφορά. Είναι οι προσλαμβάνουσες, η διαχείριση υλικού, ο τρόπος να λες πανάρχαιες και πανανθρώπινες αλήθειες με την αμεσότητα την αμόλευτη ενός παιδιού. Να έχεις βασανίσει τόσο τις λέξεις, που το τελικό προϊόν να έχει κρατήσει κάτι από τη γνησιότητα του πρωτόλειου. Κι ας διαβάζεται αμφίσημα και εναλλακτικά. Δεν ξεστρατίζει από τα νάματά του. Γιατί και τα ίδια τα ανθρώπινα παραμένουν ακατάβλητα και ανάλγητα. Οι αγωνίες εσαεί θα προβάλλουν στη διαχρονία τους.
Γράφει λοιπόν η Ποιήτρια:
Μεγαλοδύναμε
αλλιώς υπολογίζαμε
αλλιώτικα προέκυπταν.
Ορθόδοξο μετρήθηκε
της πίστης μας το θρήσκευμα
και όσο και αν
εμφιλοχώρησε
κάποια ειδωλολάτρισσα
αμφιβολία
καμιά σημασία δεν της δώσαμε
τίποτα δε λιγόστεψε
η πίστη στο ακέραιον
επάνω σου
τελείως αφημένη.
Ασφαλείς χαλαρώσαμε
ορθάνοιχτες αφήναμε τις πόρτες
μπαινόβγαιναν τ’ άστρα
φύλακες απ’ έξω τα όνειρα
τα πήρε ὁ ύπνος ένα βράδυ
μπήκε ο λύκος
μας κατασπάραξε
όλα τα κατσικάκια.
Γλίτωσε άραγε ή δε γλίτωσε
εκείνο το μικρότερο κατσικάκι
κρυμμένο πίσω απ’ το ρολόι;
Μα εκεί βρήκε κι αυτό
στου λύκου το στόμα να κρυφτεί;
Στην προκειμένη περίπτωση είναι ο χρόνος, που κυλά αδιάκοπα, που δαμάζει τα πάντα, που τρέχει και κατατρέχει ανελέητος. Είναι ο χρόνος, που αδυσώπητα ήδη «Απ’ τες εννιά» στοιχειώνει τον Καβάφη μες στη θλιμμένη νοσταλγία του. Οι εξομολογήσεις βαραίνουν, καθώς «από το χρόνο τον προδότη ποτέ δε γλύτωσε κανείς», όπως απερίφραστα δηλώνει και ο Νίκος Γκάτσος. Μόνο που ο χρόνος δεν περνά αλλά μάς διαπερνά. Αφήνει ίσως κάποιο αποτύπωμα. Δε μένει παρά στο τέλος να αξιολογηθεί το υπόλειμμα, ακριβώς όπως το ευτελές, ίσως, εύρημα κάποιας αρχαιολογικής ανασκαφής. Άρα ένα μοντέλο τμήσης του γίγνεσθαι με ιστορική χροιά, μια σύμβαση που καταγράφει την ανθρώπινη δράση και τη ροή των πραγμάτων στο διηνεκές, αποκτά στην ποίηση υπόσταση οντολογική και μεταγλωσσική.
Ας επανέλθουμε στο ζητούμενο. Το ποιητικά ευφυές είναι απότοκο μεστού λόγου και νοήματος. Ανακλά ολιστικότητα. Το νοητικό όλον μένει πυκνό και αταλάντευτο. Λόγια σταράτα, κουβέντες ίσιες σαν την αλήθεια. Λέξεις που κόβουν τραχιά όπως το άκοπο χαρτί, όταν χαράζει δάχτυλα ή βίους αβροδίαιτους… Είναι όμως και το παιγνιώδες. Εδώ γράφεται ένα ποίημα για μικρούς και για μεγάλους, όμως για πολύ μεγάλους! Η Δημουλά μάς έχει οικειώσει με την αποφθεγματικότητα ύφους· με τον τόνο της καθημερινής κουβέντας και το πικρό – όχι όμως πικρόχολο – χιούμορ, όταν π.χ απορεί και υπερθεματίζει: «Τι θα φοράς συνεννόηση να σε γνωρίσω ώστε να μη χαθούμε πάλι μες στους πολυπληθείς σωσίες σου[2]»; Πυκνώνει με θαυμαστή οικονομία τη στιχουργία, ώστε να μην επιτρέπει την ελάχιστη απόκλιση. Πουθενά λειψή, πουθενά μπόσικη. Το ίδιο και με τα εκφραστικά μέσα. Πεζολογεί με λυρισμό βραδυφλεγή. Αίρεται στο ύψος της ποίησης, μακριά από τη φλύαρη ποιητικότητα. Εντυπωσιάζει η θαλερότητα της γραφής. Πόση προεργασία, πόσες λέξεις δεν ακυρώθηκαν, πριν αυτοεκτεθούν ως κείμενο! Ασφαλώς η στόχευση παραμένει ευθύβολη και ακριβής. Διατυπώνει την ευθραυστότητα του συναισθήματος με έλλογο ίσως φόβο αλλά χωρίς ιδεαλισμό.
Ξεκινώντας λοιπόν από ένα σκληρόκαρδο παραμύθι, φτάνει σε ένα στυφό, αμήχανο συμπέρασμα. Μακρινή η διαδρομή και ήδη ο λύκος έφαγε τα έξι από τα εφτά κατσικάκια. Διαχρονικά συμβολικός ο αριθμός στο παραμύθι των αδελφών Γκριμ, διακειμενικά επικαιροποιημένη η λειτουργία του στο ποίημα. Ακανθώδης η διαδρομή μέσα στο χρόνο, πόσες απώλειες, πόσες ήττες, πόσους συμβιβασμούς και ανακολουθίες δε μετρά; Είναι βαρύ το τίμημα. Πιο πολύτιμη ωστόσο η τύχη να συμπορευτείς με τη ζωή, με αυτήν την υπέροχη σύμπτωση βίου, για όσο σου μέλλει. Κοινή γαρ η μοίρα… Υπάρχει ωστόσο και μια χαραμάδα διαφυγής. Ίσως το έβδομο κατσικάκι, που με αφέλεια κρύφτηκε πίσω απ’ το ρολόι, να γλυτώσει τελικά. Μια αχτίδα ωχρής αισιοδοξίας προβάλλει. Αισιοδοξία όμως πικρή, γιατί η ζωή είναι ακόμη παρούσα αλλά κι αυτό, το ευλογημένο, μέσα «στου λύκου το στόμα» (in bocca di lupo κατά το παροιμιώδες) πήγε «να κρυφτεί»! Βαυκαλίζεται πως θα ξεφύγει; Ανοιχτό το ποίημα, πρόκληση στο απροσδόκητο, όπως άλλωστε ανοιχτή και συχνά αναπάντεχη είναι και η ίδια η ζωή…
Η πίστη στο χρόνο είναι σύμφυτη με την αγωνία της ύπαρξης. Ο χρόνος γίνεται θεός κι ο άνθρωπος κινείται μετά φόβου θεού στο πεδίο που του ορίστηκε. Η επίκληση στο Μεγαλοδύναμο, σα δάνεια επίφαση από την κλασική γραμματεία, επικυρώνει την πρόθεση. Μόνο που εδώ δεν είναι η τελεστήρια θυσία του ποιητή – μύστη, για να μπορέσει να αποπερατώσει την εργώδη αφήγηση του έπους. Είναι η προσευχή – κατάφαση της ανθρώπινης αδυναμίας, που φύσει ενυπάρχει. Δε διαβάζω απελπισία ή αυτολύπηση στη διαπίστωση του προφανούς· μόνο εγνωσμένη συνείδηση, ίσως και την ενσυναίσθηση της συγκατάβασης σε πρώτο πληθυντικό. Κατανοώντας το πεπερασμένο της ύπαρξης, ο άνθρωπος που είναι ευαίσθητος δέκτης του χρόνου, αξιολογεί, μέσα στο και από το γήρας του, την πρόσκαιρη αλαζονεία που του προσέδωσε η νεότητα. Είναι ονειρικό να αισθάνεσαι παντοδύναμος. Είναι οδυνηρό να είναι πανδαμάτωρ ο χρόνος. Ακόμη κι αν συμφιλιώνεσαι ή συναινείς και έχεις εξασκηθεί να μην τον αισθάνεσαι αντίπαλο και να μην οδηγείσαι στη ματαίωση, ωστόσο αντίκειται στην ανθρώπινη φύση σου να τον νιώθεις πάντα και αμετάκλητα νικητή. Είναι αυτή η προδιαγεγραμμένη νίκη του, ο αέρας μόνιμου θριάμβου που αποπνέει και που σε ταξινομεί ακούσια και αναπόδραστα στο φθαρτό.
Και όσα προηγήθηκαν ήταν ψευδαισθήσεις διαρκείας, σαν την αγωνία που εντείνεται και παρατείνεται. Πόσο αξιοσημείωτοι αυτοί οι φθονεροί παρατατικοί: «αλλιώς υπολογίζαμε, αλλιώτικα προέκυπταν», γιατί «ορθάνοιχτες αφήναμε τις πόρτες»!… Και έρχεται μετά το στιγμιαίο στο παρελθόν και αναπόδραστο στο μέλλον, οι τυραννικοί αόριστοι: «μετρήθηκε, εμφιλοχώρησε, δώσαμε, δε λιγόστεψε, χαλαρώσαμε, μας κατασπάραξε, δε γλίτωσε». Τι κι αν υπήρξαν προσημάνσεις. Δε λήφθηκαν υπόψη. Ποιος άκουσε ποτέ την Κασσάνδρα, ποιος έδωσε σημασία στις «ειδωλολάτρισσες αμφιβολίες»; Εφόσον «ορθόδοξο μετρήθηκε της πίστης μας το θρήσκευμα» ποιος αγαπά, ποιος μπορεί να πιστέψει το αιρετικό; Δεν το αφήνει καν να αναμετρηθεί με το δικό του ανάστημα. Πηγαία συντηρητικό ον ο άνθρωπος εκ φύσεως, πώς και κυρίως γιατί να ανατρέψει ένα βολετό κατεστημένο; Προπάντων μάς διέπει η απερισκεψία, αν όχι η ανοησία. Τι θα μπορούσε να έχει γίνει διαφορετικά; Μάλλον τίποτε. Τι σημασία έχει πια το καβαφικό «Ας φρόντιζαν»; Είναι πάντα η μνήμη, οι δύσκολες αναμνήσεις ή υπομνήσεις που επιμένουν και διατηρούν ενεργό τον ευάλωτο εαυτό. Πόσο δικαιωμένη στ’ αλήθεια η γαλλική παροιμία «Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν έχουν ιστορία»!
Χωρίς φαταλισμό αλλά με ειλικρίνεια βαθιά ας το παραδεχτούμε. Είναι ίδιον της φύσης – και όχι απαραίτητα των αστόχαστων ανθρώπων – η κάμψη και η φθορά. Η έκπληξη εξανεμίζεται, η πλήξη (και το πλήγμα) πλεονάζει… Πριν απ’ αυτά όμως είναι η ζέση, το όραμα, η τρελή δημιουργικότητα της νιότης. Αρκεί αυτή η ευλογία να μη μείνει μόνο μία προδιάθεση. Εδώ ακριβώς επιδικάζεται το μερίδιο ευθύνης στον καθένα. Γιατί όντως είμαστε (και) οι επιλογές μας. Είναι βάναυσο να εκτιμάς ότι σαν άλλες μωρές παρθένες, «τα όνειρα», που τα ’χες «φύλακες απ’ έξω»…«τα πήρε ο ύπνος ένα βράδυ». Γοητευτικά, φευγαλέα και διάττοντα «μπαινόβγαιναν τ’ άστρα» αλλά τι να το κάνεις; Η υπνωτισμένη ζωή περνά και χάνεται. Εσύ επιτρέπεις ή αποτρέπεις την κοιμισμένη συνείδηση· τι, πόσο και σε ποιους αφήνεις τελικά να εμπλέκονται. Ο λύκος πάντα θα καιροφυλαχτεί να σε κατασπαράξει. Μεταμφιέζεται πολλά προσωπεία: της συνήθειας, της ανίας, της απραξίας, της νωχέλειας, της επιθετικότητας – ο φασισμός ελλοχεύει και δυνάμει κατασκευάζεται – της αλλοτρίωσης… Όχι βέβαια ότι στο τέλος λιγοστεύει η μοναξιά. Διότι αυτή, όποιο και όσο βαρύ κι αν είναι το βιωματικό φορτίο, παραμένει τελεσίδικη. Θα υπογράψει και θα σφραγίσει το τέλος με βουλοκέρι.
Και μία ληκτική διαπίστωση. Η Δημουλά, στην αιχμή του ώριμου οψέ, μιλά έντιμα για «Δημόσιο καιρό». Ασυναίσθητα μου θυμίζει το αρχαίο Δημόσιον Σήμα. Η κατάρρευση του κοινωνικού ιστού για παράδειγμα, συνυφασμένη με την παντοδυναμία της εικόνας και τις προβολές της, πλάθουν και λογοτεχνικά συμφραζόμενα. Δυνητικά το ποίημα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εγγράψιμη εφαρμογή στο παρόν. Να καταδεικνύει την περιρρέουσα παρακμή – όχι απλώς κρίση – την ελάσσονα παρουσία – την ωσεί παρουσία – στα πράγματα των σύγχρονων μεσηλίκων. Όμως κάτι τέτοιο θα ήταν υπερβολικό και άδικο. Υπερβολικό, για να καθησυχαστεί η αλαφροΐσκιωτη φαυλότητα μιας ολόκληρης γενιάς. Άδικο για την ίδια την ποίηση…
Αριστοτέλης Αλ. Παπαγεωργίου
Φιλόλογος – Θεατρολόγος
——————————————————————————————-
[1] Από την ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά «Δημόσιος καιρός», Ίκαρος, Αθήνα 2014.
[2] «Ραντεβού με μιαν άγνωστη» στην ποιητική συλλογή «Η εφηβεία της λήθης», Στιγμή Αθήνα 1994.