“Αδέσποτος Κοσμοπολιτισμός – Αναμνήσεις, Τοπόσημα & Highlights πολύ πριν το youtube… ” γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου
( Just as if )
I still can remember…
Αδέσποτος Κοσμοπολιτισμός
Αναμνήσεις, Τοπόσημα & Highlights πολύ πριν το youtube…
Ναι, εντάξει. Το σπίρτο έσβησε, αφού πρώτα κάηκε μέχρι το τέλος. Now the party is over! Αμετακλήτως και ανυπερθέτως. Σύμφωνοι. Όμως, είχαμε ήδη προλάβει να στήσουμε και το δικό μας vanity fair. Να το γευτούμε στο έπακρο και να νιώσουμε την επίγευση. Ακόμη προνοήσαμε να αποσυρθούμε εγκαίρως, πριν μας πλακώσουν τα ερείπια, πριν μας πνίξουν τα αποκαΐδια. Να κατασκευάσουμε τη δική μας, βραχύβια, μυθολογία της παρακμής. Να γίνουμε νοσταλγοί, ενίοτε και νοσταλγικοί, κάποτε χωρίς καν την επίγνωση της νοσταλγίας. Ίσως γιατί η δική μου γενιά έκανε πολλά και νωρίς… Υπήρξαμε ιδιαζόντως αυτάρεσκοι. Δεν ήταν η μόδα, ένας ακόμη εποχιακός συρμός για fashion victims. Κατέληξε να γίνει κοσμοθεωρία. Με αιτία, στοχοθεσία και σκοπιμότητα, με επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα εκατέρωθεν. Δυστυχώς χωρίς πειραματική επαλήθευση, με συμφυή τα επακόλουθα… Τα ζήσαμε λοιπόν και τα χαρήκαμε. Τα επιλέξαμε, δε μας επέλεξαν. Ακολουθήσαμε το κλίμα εποχής εν πλήρει συνειδήσει· με πρόθεση, όχι με πρόφαση. Χωρίς πλέγματα και καθηλώσεις, μακριά από ιδεολογικές ενοχές και ιδεοληπτικές αστυνομεύσεις! Με ανάλαφρη διάθεση και εξωστρέφεια; Αναμφίβολα ναι. Με ελαφρότητα; Μάλλον όχι! Το δηλώνουμε τώρα ευθαρσώς – χωρίς ίχνος αυθάδειας ή μεμψιμοιρίας – και δεν απολογούμαστε. Γιατί; Επειδή μόνο μια φορά είσαι 25 ή 30 ετών; Μα ούτε καν συζητείται! Η νιότη είναι ανεξάντλητη και αλαζονική. Άλλωστε είναι πάντα ο εγχρονισμός, το κατάλληλο timing. Επειδή και είχαμε δουλειά αλλά και εργαζόμασταν σκληρά; Ασφαλώς. Είναι καθοριστικό να είσαι τυχερός και να σου δίνονται οι ευκαιρίες. Τις αξιοποιείς και, όντας ανήσυχος και δημιουργικός, τις μετεξελίσσεις. Φαινομενικά δεν είχαμε λόγο να ανησυχούμε. Η χώρα ακκιζόταν, χαριτωμένα ή άτεχνα, με πρόσχημα την κίβδηλη ευδαιμονία. Η αλήθεια είναι ότι παρουσιάστηκαν οι δυνατότητες. Το αν μεταλλάχθηκαν σε ικανότητες και αναδύθηκαν πρωτοβουλίες, αυτό είναι μια άλλη, σκληρά καταπονημένη, αλήθεια… Συχνά η διαχείριση ήταν άναρχη, άτσαλη, ασύδοτη. Χωρίς ισορροπία, χωρίς μέτρο. Κάπως σαν υδρωπικία. Από τη Σαχάρα στο Νιαγάρα! Αργότερα άλλαξαν δραματικά τα δεδομένα. Ήρθε η αποδόμηση και η κατάρρευση. Όσοι έζησαν την εφηβεία τους στην ιδιόρρυθμη δεκαετία του ’80 ασκήθηκαν στην αντίφαση. Από τη μια το νέο american dream στην εποχή του ρηγκανισμού, των yuppies, των golden boys αλλά και της μαύρης Δευτέρας στη Wall street, όπως και της περεστρόικα· από την άλλη η νεοελληνική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας με τα όποια επιγενόμενα. Η εποχή, ιδίως από το ’90 και μετά, ευνοούσε τον ατομισμό και την εγωκεντρικότητα. Αποθέωνε την καριέρα, τον υλισμό και το δήθεν. Άρχισε να κυριαρχεί η πολυμέρεια και ο τηλεοπτικός πολιτισμός. Οι συλλογικότητες, που προηγήθηκαν ακούγονταν πια σα μακρινοί απόηχοι. Η αίγλη του ’60 φαινόταν έωλη και λυμφατική. Το αγωνιστικό πρόσωπο ή και προσωπείο του ’70, πριν ή μετά τη μεταπολίτευση, έμοιαζε να θαμπώνει άχαρα και να ξεθωριάζει. Ίσως είχε επέλθει νωρίς ο κορεσμός. Παρόλα αυτά προλάβαμε και ακούσαμε πολιτικούς αρχηγούς με στόφα ή επίφαση ηγέτη.
Παρευρεθήκαμε σε συγκεντρώσεις ως ακροατές, πολύ πριν όλα αυτά αποκτήσουν τη λογική ενός ακόμη concept υψηλής τηλεθέασης. Πάντως, ήδη από το millenium και εξής – ιδίως μετά την επίπλαστη ευφορία του Athens 2004 – το πράγμα άρχισε να στραβώνει περισσότερο. Το μεσοαστικό στρώμα ήταν ισχυροποιημένο στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Με στέρεο background έδειχνε να κραταιώνεται. Σήμερα το αποδομούν απερίσκεπτα. Ζήσαμε λοιπόν τότε μέσα στο στρόβιλο της ανεμελιάς, στην κανονιστική που έτεινε να επιβάλλει ο καταιγισμός της πληροφορίας, ο καταναλωτισμός, το παγκοσμιοποιημένο μετείκασμα. Μια εποχή πρωτόγνωρα πλουραλιστική, αισθητικά ανεξέλεγκτη, σχεδόν νεορομαντική. Συγχρόνως δεχόταν, χωρούσε αλλά και συγχωρούσε τα πάντα, το εστέτ και το λούμπεν. Μια εποχή συγκεχυμένη, ετερόκλητη, ανακόλουθη. Πρωτίστως ματαιόδοξη… Η κατεστημένη και ανίκητη μιζέρια του νεοέλληνα σε λαμπερό αμπαλάζ. Ό,τι σήμερα είναι πλέον καθιερωμένο ή έστω déjà vu, ήδη από τότε είχε αρχίσει να δοκιμάζεται, να καρκινοβατεί με θαρρετή αστάθεια. Υπήρξαν βέβαια και οι παράπλευρες απώλειες: αφενός το πολύτροπο, αφετέρου ο αστιγματισμός. Το χύδην και το ατάκτως ερριμένο, ο κουρνιαχτός των ημερών. Ουκ εν τω πολλώ το ευ. Στιβαρό αντίδοτο αποτελούσε πάντα η παιδεία: ο συμφυρμός γνώσης και πείρας, οι υποδομές, η προσωπική και οικογενειακή αγωγή, η επαρκής κοινωνικοποίηση και η εκμαθημένη κοινωνικότητα, η στοχαστική αξιολόγηση και ευαισθησία, η σταδιακή κατάκτηση της ωριμότητας. Η υπερέκθεση αποπροσανατολίζει, φθείρει, καταθλίβει. Υγιή της αντισώματα η εκούσια μόνωση, η περισυλλογή και κυρίως η επαναξιολόγηση και η αφαίρεση, το συνεχές ξεσκαρτάρισμα και η επανεκκίνηση. Ίσως όλο αυτό το στάδιο μάς έμαθε τελικά πώς να μας γνωρίσουμε καλύτερα, να μας εκτιμήσουμε σαφέστερα, να μας αγαπήσουμε και να μας προσέξουμε περισσότερο. Να αυτοπροστατευτούμε από τη ροπή προς τον υλοζωισμό, τη σαγήνη και τη φαιδρότητα της ευκολίας. Να αντιτάξουμε σε ό,τι καραδοκεί και μας καταδιώκει τη θετική ψυχολογία και τα άλλοθί της… Ίσως, επειδή είναι δύσκολο να κατανοηθεί ότι μπροστά στο αέναο – όχι στο αιώνιο – δεν αξίζει να παίρνεις τα παρόντα και πολύ στα σοβαρά. Άλλως βαυκαλίζεσαι και ματαιοπονείς. Να συλλάβουμε, κατά περίπτωση, τη βαρύτητα του εδώ και του τώρα. Όχι γραφικά προσκολλημένοι στο παρελθόν, ούτε ανήσυχοι για το μέλλον. Χρόνια τώρα, διδάσκοντας στους μαθητές τη σημασία του παραδοσιακού πολιτισμού, επανέρχομαι στην αφοριστική θεώρηση του Rex Warner: «Ένα μέρος του παρελθόντος πεθαίνει κάθε στιγμή και η θνησιμότητά του μας μολύνει, εάν προσκολληθούμε σ’ αυτό με υπερβολική προσήλωση. Ένα μέρος του παρελθόντος μένει πάντα ζωντανό και κινδυνεύουμε καταφρονώντας τη ζωντάνια του»… Το ίδιο και στη ζωή. Δεν αποποιείσαι το παρελθόν σου, όμως ζεις ενεργά το παρόν. Δέχεσαι, προχωράς, ίσως και να αναπολείς τρυφερά. Προπάντων δεν εξιδανικεύεις. Αρκεί να διαθέτεις την ψυχή του συλλέκτη, την εστίαση του αποθησαυριστή. Να είσαι ζωηρός, φίλεργος και πολυπράγμων σαν τη μέλισσα. Όπως ακριβώς συμβουλεύει ο Ισοκράτης το νεαρό Δημόνικο, όταν επρόκειτο να βγει στην παλαίστρα της ζωής: «Ώσπερ γαρ την μέλιτταν ορώμεν εφ’ άπαντα μεν τα βλαστήματα καθιζάνουσαν, αφ’ εκάστου δε τα βέλτιστα λαμβάνουσαν, ούτω δει και τους παιδείας ορεγομένους νεανίας μηδενός μεν απείρως έχειν, πανταχόθεν δε τα χρήσιμα συλλέγειν». Όσο αντέχεις και προλαβαίνεις, να κινείσαι και να αναζητάς όπως ο Φιλέας Φογκ ή ο αρχαίος Σόλων, ήτοι «θεωρίης είνεκεν». Μάλλον υπάγεται και αυτό στα ζητήματα συναισθηματικής νοημοσύνης ή ίσως στην κορυφή της πυραμίδας του Μάσλοου. Επιστροφή όμως τώρα στην προηγούμενη φάση. Ακολουθούν πρόχειρες σημειώσεις… So, let’s party. Trendy, cool, mainstream, wannabe, lifestyle, οι συνιστώσες της πιο πρόσφατης belle époque, της πιο αχαλίνωτης νεοελληνικής ευζωίας…
Καταρχάς τα highlights, οι προορισμοί και τα hot spots πέρα από τα συμβατικά αξιοθέατα. Κριτήριο ό,τι ήταν συμβατό με την προσωπικότητα και ταίριαζε με τη διάθεση της στιγμής. Fast and speed. Πρώτα – πρώτα οι συναυλίες, τα κονσέρτα, τα μουσικά σχήματα, τα φευγαλέα στιγμιότυπα… Εμπειρίες ανάτασης και αισθητικής. Πάντα θα θυμάμαι την ώριμη Nina Simone να τραγουδά “My baby just cares for me” στο Θέατρο του Λυκαβηττού, τους Pink Floyd να απογειώνουν το Ολυμπιακό Στάδιο μέσα σε ένα μαγευτικό θέαμα ηλεκτρονικού περφεξιονισμού, τον Bob Dylan και το Van Morison, ζωντανούς θρύλους, στο Γήπεδο της Λεωφόρου. Στο Ηρώδειο πάλι ο Δημήτρης Σγούρος να μαγεύει με το πάθος και την τεχνική του, ο Νουρέγιεφ να χορογραφεί για την Όπερα των Παρισίων την τελευταία του «Λίμνη των Κύκνων», η Μούσχουρη να επανενώνεται με τον μέντορά της, το Χατζιδάκι, για μία μόνο βραδιά και η μεγάλη Shirley Bassey να συγκινεί ερμηνεύοντας “…And I love you so”. Κι όλα αυτά τα φωτεινά, σε ένα μόνο καλοκαίρι στην Αθήνα του 1989. Και πόσα άλλα!… Πριν και κυρίως μετά. Βλέπαμε και ακούγαμε τα πάντα. Συνειδητά, στοχευμένα, απενοχοποιημένα. Πάντα όμως με προδιαγραφές ποιότητας, έστω και πιο πεπλατυσμένες. Αυτήν ακριβώς την πολλαπλότητα προσφέρει στη ζωή και την αισθητική της το αυθεντικό. Ας πούμε η Μαρίζα Κωχ να τραγουδά ολονύχτια «Αρμενάκια» στη Χώρα της Αμοργού μέχρι το ξημέρωμα. Η Ξανθίππη Καραθανάση να γεμίζει το χώρο με την πληθωρική της παρουσία σε πανηγύρι στο Νέο Μαρμαρά Χαλκιδικής. Και η Βέροια, όπου μεγάλωσα, πάντα ανήσυχη και καλλιτεχνικά ενεργή. Πληθώρα εκδηλώσεων από τα «Ημαθιώτικα» πάλαι ποτέ έως σήμερα στην «Εύηχη πόλη». Η Δόμνα Σαμίου με τον Αριστείδη Μόσχο και το Χρόνη Αηδονίδη. Κι ο Μάνος Χατζιδάκις με το Σπύρο Σακκά. Και ο Λουκιανός Κηλαϊδόνης. Και ο Θάνος Μικρούτσικος με τη Μαρία Δημητριάδη αλλά και τη Δήμητρα Γαλάνη. Και ο Κώστας Θωμαΐδης με την ξέχωρη βιρτουοζιτέ στο μαντολίνο. Και η Σόνια Θεοδωρίδου, όταν πρωτοξεκινούσε με υποτροφία του ιδρύματος Maria Callas, να εντυπωσιάζει στο spiritual «Sit down, servant». Ο φακός συνεχίζει καταγράφοντας με zoom υψηλής ευκρίνειας. Ο Αλέξανδρος Μυράτ με την Καμεράτα. Ο Νικίτα Μανγκαλόφ σε ένα ρεσιτάλ ιδιαίτερων απαιτήσεων στη Βουδαπέστη. Ή η χορωδία του Γιέιλ στην Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου της Χάιφα. Και η μπάντα με τα χάλκινα της Γουμένισσας να συναρπάζει στο μακεδονίτικο συρτό, τη «Μίρκα». Τα μοναδικά αφιερώματα στο “Half Note”. Ο Μίμης Πλέσσας στο «Zoom» της Πλάκας με την Ζωίτσα Κουρούκλη να επανεμφανίζεται αιωρούμενη φωνητικά σε jazz ακροβασίες. Η ισχύς εν τη ενώσει της Φαραντούρη με τη Γιαννάτου και την Πασπαλά στη Μονή Λαζαριστών. Ο Pavarotti στον επίλογο της λαμπρής του καριέρας στο «Θέατρο Γης». Η “Carmen” του Bizet σε συναρπαστικό μπαλέτο φλαμένγκο. Ο Γκόραν Μπρέγκοβιτς στο «Κανναβουργείο» της Έδεσσας και στο encore πολλοί από το κοινό να του φωνάζουν «ντρούγκο». Η Ελένη Καραΐνδρου στα ερείπια της Βασιλικής του Αγίου Αχίλλειου στην Πρέσπα. Ο Μαρκόπουλος με το Χαλκιά να ιχνηλατεί τη μουσική μας παράδοση και ο Ξαρχάκος να πειραματίζεται πάνω στον Τσιτσάνη. Η Μοσχολιού να τραγουδά τον «Αλήτη» του Ζαμπέτα χωρίς μικρόφωνο. Το «Χάραμα» στην Καισαριανή. Ο Μίκης Θεοδωράκης στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το χειμώνα του 1994 και η Αυτοκρατορική Παιδική Χορωδία της Βιέννης το Δεκέμβρη του 2002 στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Η Αγνή Μπάλτσα στο “O mio babbino caro” το 1997 για τη Θεσσαλονίκη ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Η Luz Casal στο “Piensa en mi” για μια ακόμη φορά. Η αισθαντικότητα της Dulce Pontes στα πορτογαλέζικα fados. Η Δριβάλα να υποστηρίζει με θέρμη τη Lucia di Lamermoor ερμηνεύοντας “Regnava nel silencio” .
Τα αυθεντικά ρεμπέτικα με τη Λιλή στο «Μινουί» της Δεσπεραί, τον Ξηντάρη στο Κάστρο της Σκοπέλου, τον Τάκη Μπίνη στη «Στοά των Αθανάτων», τη Μαριώ στα Λαδάδικα, τον «Κάβουρα» στα Εξάρχεια ή τη Βούλα με μοναδική συνοδεία το ακορντεόν της στην Πλατεία Αβησσυνίας. Το jazz festival κάτω από το μεσαιωνικό πύργο στη Σάνη της Χαλκιδικής. Η Αλέξια να τραγουδά Cole Porter με ένα θαυμάσιο κουιντέτο στο «Θεατράκι» στα Ξυλάδικα, κάπου στη δυτική Θεσσαλονίκη. Οι συναυλίες αναγεννησιακής μουσικής στο κάστρο της Νάξου και στο μεγάλο καθεδρικό της Πράγας. Να σου όμως και η γνήσια πανηγυριώτικη ατμόσφαιρα του «Σκάρου» στην Ακομινάτου, κάτω από την Ομόνοια! Οι συνεργασίες, οι προσδοκώμενες και οι απρόβλεπτες. Και όλες οι μεγάλες φωνές. Πόσα στιγμιότυπα! Η Μαρινέλλα να τραγουδά το «Άνοιξε πέτρα» στο «Ρεξ» a capella με συνοδεία κρουστών. Η Τσανακλίδου με τον Τάκη Φαραζή στην εβραϊκή Χάβρα της Βέροιας σχεδόν να μυσταγωγούν, η Αρβανιτάκη και «…όσα ποτέ δεν είπαμε αυτά δε λησμονιούνται», ο αειθαλής Βασίλης Παπακωνσταντίνου, οι Άγαμοι Θύται όντως σε υψηλό βολτάζ με τη Ρούλα Μανισάνου, αξεπέραστη στο “What’s up” των 4 Non Blondes. Η Άλκηστη Πρωτοψάλτη οποτεδήποτε, κυρίως όμως στις παραστάσεις που σκηνοθετούσε ο Βουτσινάς και εμφανιζόταν αγέρωχη πάνω σε άμαξα καραβανιού, η Αλεξίου να τραγουδά αλλιώς το «Βάλε τ’ άσπρα σου», ο ανεξάντλητος Γιάννης Πάριος με πρόγραμμα μαμούθ τριών ωρών στο «Φιξ», όπου κάποια στιγμή εμφανιζόταν σε βιντεοσκοπημένα clips μαζί με το Στέλιο Καζαντζίδη. Η Άννα Βίσση στα live να μεταμορφώνεται σκηνικά σε καλλιτεχνικό χαμαιλέοντα. Στους χορούς της φοιτητικής εστίας η Αρλέτα να τραγουδά “Imagine”, o Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ “You make me dizzy miss Lizzy”, ενώ από το Νίκο Παπάζογλου να θυμάσαι μες στην κοσμοσυρροή ένα ντέφι και μια κόκκινη μπαντάνα… Η ακριβής εσωστρέφεια της Γαλάνη στο «Μην τον ρωτάς τον ουρανό» και το “All alone am I”, o άψογος επαγγελματισμός του Νταλάρα αλλά και η τραγικά σπαραγμένη φωνή της Τζένης Βάνου, που ωστόσο ακόμη και τότε, παρέμενε τονικά άψογη. Ο εξαίρετος Μανώλης Μητσιάς των χαμηλών τόνων και αντίστροφα ο εξωστρεφής και ταλαντούχος Ζαχαράτος να υποστηρίζει την αλήθεια του με περισσή ειλικρίνεια, όταν τραγουδούσε “I am what I am”. Οι «έντεχνοι» σαν το Μαχαιρίτσα, το Λέκκα και τον Τσακνή και τους Κατσιμιχαίους. Ο Ηλίας Ανδριόπουλος να υπενθυμίζει τα «Γράμματα στο Μακρυγιάννη» πάντα παρέα με την Άλκηστη και τον Καλογιάννη.
Ο Κραουνάκης να τρολλάρει μουσικά τη Λίτσα Διαμάντη, όταν είχαν συνεργαστεί, στο «Άσε με να σ’ αγαπάω» κι εκείνη να του απαντά στα ίσα με το «Χάρτινο το φεγγαράκι». Και η Μαίρη Λίντα να χορεύει «Χιώτης μάμπο» τριάντα τόσα χρόνια μετά και η Σακελλαρίου σα διαχρονικά λαϊκή Μπάρμπυ στο «Ιστορία μου». Και ο Βοσκόπουλος ιδιότροπα αισθαντικός σε ένα του comeback στο «Κι εσύ θα φύγεις». Η Μαντώ να είναι εφάμιλλη vocalist με τη Whitney Houston. Ο Φραγκούλης στο γαλλικό ρεπερτόριο αλλά και σε οτιδήποτε προερχόταν από μιούζικαλ. Ο Σαββόπουλος, ο δικός μας Νιόνιος, έχοντας πλάι του τη Μελίνα Κανά να ξαναμιλά για «Τα πιο ωραία παραμύθια» στο «Μύλο» της Θεσσαλονίκης. Τραγουδοποιοί σαν το Λάκη Παππά, το Γιάννη Αργύρη στις «Εσπερίδες» και το σπουδαίο κιθαρίστα Νότη Μαυρουδή να ξαναφέρνουν κάτι από την αύρα του Νέου Κύματος. Ο μοναχικός Αλκίνοος, οι πιο χαμηλόφωνοι σαν το Λιδάκη και το Λουδοβίκο των Ανωγείων, η ιδιαίτερη Γεωργία Συλλαίου, η στιβαρή Βενετσάνου, ο Χατζηγιάννης με αυθεντική pop quality, οι μελωδικές αποδράσεις με δεξιοτέχνες όπως ο Νικολόπουλος και ο Πολυκανδριώτης, η πρωτογενής Βιτάλη, ακόμη και οι απίστευτοι λαρυγγισμοί του Χριστοδουλόπουλου, σα να τραγουδάει λαϊκά gospel. Ο Μανώλης Ρασούλης, χρόνια ολόκληρα και φευγάτα, στο «Πλατώ». Ασφαλώς και οι πιο πρόσφατοι, ο Ρέμος, η Πάολα, ο Πλούταρχος. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την πολλά υποσχόμενη Νατάσα Μποφίλιου. Φωνές αξιοσημείωτες, ανεξαρτήτως ρεπερτορίου. Σε τελική ανάλυση ποιος (είναι αυτός που) θα κρίνει;
Να έχεις ακούσει φωτισμένους Δασκάλους, πολύ πριν η επωνυμία τούς καταστήσει ακαδημαϊκούς superstars. Να αισθάνεσαι τα μαθήματά τους σχεδόν σαν εμπειρία μεταρσίωσης. Από το Μανόλη Ανδρόνικο, το Δημήτρη Μαρωνίτη, την Ελένη Αρβελέρ, τον Ευτύχη Μπιτσάκη και τον Ευάγγελο Χρυσό στο Nicholas Hammond, τον Alexander Kazhdan, την Άννα Φραγκουδάκη και το Ματθαίο Γιωσαφάτ. Ή πιο πρόσφατα την Αγγελική Λαϊου, το Χρίστο Τσολάκη και τη Μαρώ Ευθυμίου. Να κάθεσαι κάπου, απόμερα και σιωπηρά, και να απορροφάς mot a mot ό,τι κι αν έχουν να σου πουν ή ό,τι εκούσια αποσιωπούν ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Τίτος Πατρίκιος και η Κική Δημουλά…
Να αγαπάς τα στέκια, τα εποχιακά και όσα έχουν ήδη νικήσει το χρόνο. Από το αχνό χτες στο αδρό σήμερα. Κάπως σαν αγέραστα νηπενθή… Δεν είναι πεσιμισμός, όμως όταν δε ζητάς πολλά, τότε σου έρχονται. Και ακολούθως τα λίγα σου φαίνονται, συν τω χρόνω, περισσότερα. Σα μεταφυσική ακολουθία του ασύγχρονου. Τελικά είναι ζήτημα οπτικής. Αμέτρητες λοιπόν οι προτάσεις. Ας μείνουμε εδώ σε ελάχιστα κι εμβληματικά. Δεν πρόκειται για αναλυτικό κατάλογο του menu, ούτε για hit parade! Εξαρχής τα καφέ και τα μπιστρό της Μεσευρώπης. Το “Zentral” και το “Demel” στη Βιέννη, το “New York” στη Βουδαπέστη, το “Kadenz” στη φοιτητούπολη του Göttingen, το “Grand Hôtel” στην Πράγα. Το “Deux Magots” στο Παρίσι. Τα ρεστοράν μινιατούρες στο Strattford upon Avon. Το “Adlon Kempinski” στο Βερολίνο. Το “Pera Palace”, που λάτρεψε η Άγκαθα Κρίστι, και η Βασιλική Κινστέρνα στην Κωνσταντινούπολη. Το “Florian” στη Βενετία. Το “Trimontium” στη Φιλιππούπολη και το “Sheraton” στη Σόφια. Και η λατρεμένη Αθήνα με τη Φιλόμουσο Εταιρεία στην Πλάκα, τα διαχρονικά “GB Corner” και το “Zonar’s”, τα μεσημέρια στου Ψυρρή και το Μοναστηράκι. Ο Φιλόπαππος και ο Λόφος του Στρέφη. Το Αστεροσκοπείο και τα Αναφιώτικα. Ο «Διόνυσος» στη Διονυσίου Αεροπαγίτου με τη σινεμασκόπ θέα της Ακρόπολης. Το «Περιβόλι του ουρανού». Ο «Σταύλος» και η «Αθηναίων Πολιτεία» στο Θησείο. Το «Άμα λάχει», η «Ροζαλία», Το «Στέκι της Ξανθής» στα Εξάρχεια, όπως και η «Ιντριγκα» και το «Ρεσιτάλ». Το «Πεντελικόν» και η ονειρική Όθωνος στην Κηφισιά, μαζί και το “Escoba” στο Κεφαλάρι. Η «Αίγλη» στο Ζάππειο, το “Jazz in Jazz” και το “Kiku” στο Κολωνάκι. Το “Sui Generis” και το “Memphis”, το «Μπρίκι» στη Μαβίλη, το “Galaxy” στο Χίλτον, το Γκάζι. Και πιο κάτω, στη θάλασσα, το “Balux” στη Γλυφάδα και το “Bo” στη Βούλα, τα ουζερί και τα ατέλειωτα πέρα δώθε από την Καστέλλα ως τον Προφήτη Ηλία.
Αμέτρητα άλλα σε ευρεία γεωγραφική διασπορά, χωρίς χρονολογική συνέπεια. Στη Θεσσαλονίκη της πολυσυλλεκτικότητας η γευσιγνωσία είναι καθεστώς. Το ουζερί στη στοά της Αριστοτέλους και ο «Μόλυβος», το «Ούζο στον Πίνακα» και πολλά ακόμη στην Πλατεία Άθωνος. Η ατέλειωτη πασαρέλα του καφέ τα μεσημέρια στη Μητροπόλεως, τη νύχτα στα παλιά Λαδάδικα, που πλέον επανακάμπτουν, και το καλοκαίρι στην ή περί την Πλαστήρα, από το “Mistral” και το «Απέρριτον» ως το «Χαμόδρακα». Και στην άνω πόλη πότε ο «Τζότζος», πότε το «Τσινάρι», πότε ο «Πράσινος Μύλος». Τα στέκια στην πλατεία Ναυαρίνου. Τα ιστορικά ήδη από τα 80’s «Μικρό Καφέ» και “Belair” στη Βογατσικού, όπως και το “Rosebud”, ο «Μανδραγόρας», ο «Βελερεφόντης» και η «Μπαντιέρα». Τα πλωτά μπαρ, τα καφέ ή τα ρέστοραν, όπως ήταν κάποτε το “Colombo”, που θυμίζουν τα bateaux mouches του Σηκουάνα. Και σήμερα ακόμη η dolce vita να συνεχίζεται στη «Ζώγια» και τα «Νησιά», στο «Τρεις κι εξήντα» στον πεζόδρομο της Αγίας Θεοδώρας, σ’ όλο το Μπιτ Παζάρ και το Καπάνι. Και μαζί μ’ αυτά το το all time classic “De facto” και το “Cardhu”, το ‘Tre Marie” και το “Mandon” αλλά και το “Be” για brunch, πλάι στο γοητευτικό «Εξέλσιορ» του Μεσοπολέμου. Σαφώς και όλα τα τοπόσημα κοσμοπολιτισμού κοντά ή δίπλα στη θάλασσα. Στη Σαντορίνη το “Franco’s”, το “Koo Club” και το “Enigma” των υψηλών ντεσιμπέλ. Στη Σάνη το “Mojito” και στην Κω το “Kahlua”. Το “Amalour” στην Ύδρα, το «1673» στην Πάτμο, και το “Borzoi” στη Σκιάθο. Το θρυλικό “Caprice”, όταν υπήρχε ακόμη και εφόσον μπορούσες να βρεις διαθέσιμο κάθισμα, για να πιεις κοκτέιλ με φόντο το ηλιοβασίλεμα στη Μύκονο… Και μέσα σε όλα αυτά να μην αφήνεις ποτέ τίποτε να πέσει χάμω: Μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους, μνημεία της φύσης, συλλογές τέχνης, πινακοθήκες. Από το θησαυρό του Τουταγχαμών και το Λούβρο ως το σπήλαιο του Διρού και τη Μελισσάνη. Ποτέ όμως σαν αρπακτικό, με νεοπλουτίστικη αμβλύνοια. Ούτε με τις υπερβολές του εστετισμού. Πάντα τόσο, όσο το μέτρο επιτάσσει. Μόνο με τη φινέτσα του ρέκτη, την ευγένεια του άρχοντα. Δεν πρόκειται για άθροισμα παραστάσεων. Ούτε για ταξιδιωτικό οδηγό με τα best of. Είναι δομή. Γιατί τελικά, τίποτε δεν είναι ούτε γίνεται καρτ ποστάλ, αν εξαρχής διαθέτεις τη ματιά του ταξιδιώτη, την ψυχή και τη βιωμένη αλήθεια του περιηγητή. Να θέλεις να δεις, να οσφρανθείς, να περπατήσεις, ίσως και νοερά να ανασυστήσεις τα πάντα. Αυτά είναι τελικά το χρυσάφι, τα collective items ψυχής διά παντός. Αυτά θα είναι το πολύτιμο βιος του βίου διά βίου…
Να συγκρατείς εικόνες. Αυθόρμητα και υποσυνείδητα. Χωρίς φίλτρα και εκλογικεύσεις, χωρίς επεξεργασία. Είναι οι εγγράψιμες αναφορές σου. Τα έξω ερεθίσματα και οι εσωτερικές διαδρομές. Η ιστορική τους αιτιότητα. Οι πανίσχυρες παραστάσεις και παρατάσεις μνήμης, τρυφερές, αισθαντικές και ανάλγητες. Να αφήνεσαι, χωρίς να εγκαταλείπεσαι, στην επίθεση του φευγαλέου: Η ώρα του δειλινού στο Ληξούρι. Οι κάθετοι βράχοι στο Κερί της Ζακύνθου. Η Χοζοβιώτισσα και η Αγία Άννα στην Αμοργό. Η Χώρα αλλά και η Άνω Μεριά στη Φολέγανδρο. Η πλατεία του Πύργου στην Τήνο. Οι βάθρες, στο Φονιά της Σαμοθράκης, αλλά κι ανάμεσα στο μεγάλο και το μικρό Πάπιγκο. Η Επάνω πόλη στη Σύρο. Η Μονή της Χώρας και ο Βόσπορος. Εν γένει η η συγκλονιστική γεωγραφία της Κωνσταντινούπολης. Το Ιμαρέτ στην Καβάλα. Ο Γερολιμένας, το Οίτυλο και η Τσίμοβα στη Μάνη.
Η Παναγία η Κοσμοσώτειρα στις Φέρες του Έβρου, η Παναξιώτισσα στη Ναυπακτία και η Βλαχέρνα στην Άρτα. Το Κουμ Καπί και η αρχαία Γόρτυνα στην Κρήτη. Ο τάφος του Ομήρου, το Μαγγανάρι και η παραλία της Κουμπάρας στην Ίο. Η Πόρτα Παναγιά στην Πύλη Τρικάλων. Η Γραμμένη Οξιά και η θέα της Οίτης στη Ρούμελη. Ο δρόμος από το Καρπενήσι ίσαμε την Προυσιώτισσα. Το Ναύπλιο και τα Γιάννενα. Το μονοπάτι από το Βραδέτο ως την Μπελόη στα Ζαγόρια. Τα σύνορα της Ελλάδας του 1880 στο γεφύρι της Πλάκας, που πλέον έχει καταρρεύσει. Τα αρχοντικά δίπλα από το Σακουλέβα στη Φλώρινα. Η οδός των Ιπποτών στη Ρόδο και το παραδοσιακό καφενείο στην παλιά πόλη με το βοτσαλωτό δάπεδο–κόσμημα. Τα αρχοντόσπιτα της Σύμης. Οι παραλίες από τη Θάσο και την εξωτική Χαλκιδική ως τη Μεσσηνία, τους Λειψούς και την Ελαφόννησο. Ευλογημένη όλη η Ελλάδα! Η Μικρή Βενετία στη Μύκονο, το Grand Canal στη Βενετία, το Canal d’ Amour στη βόρεια Κέρκυρα. Το καστρομονάστηρο και η πλατεία της Αγιά Λεβιάς στην Πάτμο. Η θέα του αρχιπελάγους από τη Μονεμβασιά.
Η Αγόριανη στον Παρνασσό πολύ πέρα, κατά τη γνώμη μου, από την Αράχοβα ή τον Άγιο Αθανάσιο. Ο οδοντωτός από τα Καλάβρυτα ως το Διακοφτό. Η λίμνη Οστρόβου δίπλα από τις ράγες του τρένου στη διαδρομή από τη Θεσσαλονίκη προς τη Φλώρινα. Το ίδιο ισχύει και για το δρομολόγιο από τα Δίκαια ως την Αλεξανδρούπολη, πλάι στο ποτάμι, το φθινόπωρο. Τα χωριά του Ασπροποτάμου κι ολόκληρος ο ορεινός όγκος από το Σμόκοβο και τη Μονή Ρεντίνας ίσαμε την Ευρυτανία. Ο σιδηροδρομικός σταθμός του Βόλου. Η ατμόσφαιρα της Κομοτηνής. Οι καμάρες και το κάστρο στην Καρύταινα, η βιβλιοθήκη της Ανδρίτσαινας, η Δημητσάνα. Τα «Πριόνια» Ολύμπου. Η Τσαγκαράδα, η Βυζίτσα και οι Μηλιές στο Πήλιο. Η παραλία της Νταμούχαρης. Το ιερό «ξόανο» του Αγίου Γεωργίου στην Ομορφοκκλησιά και το Ντολτσό της Καστοριάς. Το Βαρόσι και στην Έδεσσα και στα Τρίκαλα.
Στα Τρίκαλα πάλι το Κουρσούμ τζαμί με την αξεπέραστη ραδινότητα της σχεδίασης. Οι τοιχογραφίες στα αρχοντικά του Σβαρτς στα Αμπελάκια και της Πούλκως στη Σιάτιστα. Η τραχύτητα του Ομαλού, το τοπίο της Πρέβελης και η έξοδος στο Λιβυκό. Η αρχαία Νικόπολη στην Ήπειρο. Όλη η μέσα διαδρομή στον Κίσσαβο. Η θέα από το το Ζάλογγο και οι πελάδες της λιμνοθάλασσας στο Μεσολόγγι. Το Σελιμιγιέ τζαμί στην Αδριανούπολη. Η γέφυρα με τα λιοντάρια πάνω από το Δούναβη στη Βουδαπέστη. Η Pont Alexandre στο Παρίσι και οι κήποι των Βερσαλλιών. Το πέταγμα με αερόστατο πάνω από τη Σαχάρα αλλά και η βόλτα με λαντώ στην όαση. Η μίνι κρουαζιέρα στο Νείλο την ώρα που δύει ο ήλιος. Η πολύτοξη γέφυρα των Σκοπίων πάνω στο Βαρδάρη και το ασύγκριτο μεσαιωνικό χρώμα της Οχρίδας. Το τελεφερίκ Stella Maris από το Πανόραμα στην παραλία της Χάιφας. Η αραβική Γιάφα δίπλα στο Τελ Αβίβ. Το κάστρο του Warrick. Η Regent street. Το Αλ Χαλίλ και το Καπαλή Τσαρσί. Όλες αυτές οι ανατολίτικες μεδίνες της μυρωμένης, πολύχρωμης ραθυμίας. Τα αστραφτερα βιτρώ και οι διασταυρούμενοι νευρώνες στην αρχιτεκτονική της Παναγίας των Παρισίων. Η υποβλητικότητα του Αγίου Στεφάνου στη Βιέννη. Το εξώκοσμο φως της Αγίας Σοφίας στην Πόλη. Οι πυραμίδες, μνημειακά τόσο απόλυτες και σαρωτικές, που εξαφανίζουν κάθε τι θνητό. Η Οδός του Μαρτυρίου και ο Πανάγιος Τάφος στην Ιερουσαλήμ.
Οι σκάλες της Μονμάρτης, όπως και της Γεροκωστοπούλου ως τα Ψηλά Αλώνια στην Πάτρα. Τα νεοκλασικά της Κύμης και της Αίγινας. Οι Εγκρεμνοί στη Λευκάδα. Όλη η παλιά πόλη της Ξάνθης. Οι αλήτικες βόλτες στο West End του Λονδίνου. Η ακαδημαϊκή μεγαλοπρέπεια της Οξφόρδης. Η τελειότητα της Επιδαύρου. Η Σλοβενία την άνοιξη. Η Παναγία της Τυν στην Πράγα και ο Μολδάβας. Το ρωμαϊκό υδραγωγείο της Καισάρειας στην Παλαιστίνη. Το Ελ Τζεμ, αντίγραφο του Κολοσσαίου της Ρώμης, στην Τυνησία αλλά και τα ερείπια της αρχαίας Καρχηδόνας. Η βενετσιάνικη Ναύπακτος, ο Μυστράς και το Γεράκι στη Λακωνία. Το Κολόσσι της Φράγκικης Κομμανταρίας στην Κύπρο, μαζί και το Κάστρο της Λεμεσσού, όπου τέλεσε τους γάμους του ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος. Τα Ερείπια του Μαυσωλείου στην αρχαία Αλικαρνασσό. Οι φοίνικες στο Βάι αλλά και στην Αγία Ειρήνη της Πάρου. Η προτεσταντική τάξη και ηρεμία στους πεζοδρόμους της Κοπεγχάγης καθώς και το Μουσείο πορσελάνης. Η εντυπωσιακή ευρωστία του Αμβούργου και το Sans Soucis. Πάντα ο Παρθενώνας και το ακατανίκητο αθηναϊκό φως.
- OK, well the party is over. Πάμε για άλλα καλύτερα. Let’s go on!…