Κάθε χρόνο στις 7 Απριλίου γιορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Υγείας, ημερομηνία που συμπίπτει με την ημερομηνία ίδρυσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας το 1948. Είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να εστιάσουμε πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα που αφορά στην υγεία και να οργανωθούν δράσεις ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης. Το θέμα που έχει οριστεί για την Παγκόσμια Ημέρα Υγείας του 2017 είναι η κατάθλιψη.
Η κατάθλιψη εμφανίζεται με τη μορφή «επεισοδίων», των οποίων η βαρύτητα μπορεί να κυμαίνεται από ήπια έως σοβαρή. Άλλοι άνθρωποι μπορεί να εμφανίσουν ένα και μοναδικό επεισόδιο στη ζωή τους και άλλοι μπορεί να εμφανίσουν μία χρόνια ή υποτροπιάζουσα μορφή της νόσου με περισσότερα καταθλιπτικά επεισόδια.
Πολύ συχνά, η κατάθλιψη συγχέεται με το μελαγχολικό συναίσθημα που πολύ φυσιολογικά νιώθουμε, κατά διαστήματα, όλοι ανεξαιρέτως. Αυτό που τη διακρίνει, λοιπόν, από το φυσιολογικό μελαγχολικό συναίσθημα είναι η μακροχρόνια και επίμονη ψυχική δυσφορία. Η δυσφορία αυτή γίνεται ανησυχητική, όταν διαρκεί περισσότερο από δύο εβδομάδες, καθώς επηρεάζει αρνητικά την ικανότητα των ατόμων να ολοκληρώνουν ακόμη και τις πιο απλές καθημερινές δραστηριότητες. Παράλληλα, εκτός από την επίμονη θλίψη, παρατηρείται απώλεια του ενδιαφέροντος για συμμετοχή σε δραστηριότητες που κάποιος απολάμβανε παλιότερα, καθώς και από δυσκολίες διεκπεραίωσης σημαντικών υποχρεώσεων. Επίσης, παρατηρείται συνδυαστικά η εμφάνιση και κάποιων άλλων συμπτωμάτων που μπορεί να διαφέρουν από άτομο σε άτομο (απώλεια ενεργητικότητας, αλλαγές στην όρεξη για φαγητό, αλλαγές στον ύπνο, άγχος, σωματικές ενοχλήσεις, μειωμένη συγκέντρωση, αναποφασιστικότητα, ανησυχία, αίσθημα αναξιότητας, ενοχής ή απελπισίας, αυτοκαταστροφικές ή αυτοκτονικές σκέψεις). Η κατάσταση που προκύπτει από όλα τα παραπάνω, προκαλεί πολύ δυσάρεστες συνέπειες στις προσωπικές σχέσεις, καθώς και στην ικανότητα βιοπορισμού. Στη σοβαρότερη μορφή της, η κατάθλιψη μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην αυτοκτονία.
Είναι απαραίτητο να σημειωθεί, ότι η κατάθλιψη δεν αποτελεί ένδειξη αδυναμίας στο χαρακτήρα ενός ατόμου. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η αιτιολογία της νόσου είναι πολυπαραγοντική. Αυτό που είναι κρίσιμης σημασίας για την πορεία της νόσου είναι το πόσο έγκαιρα θα γίνει αντιληπτή και θα αντιμετωπιστεί με τη βοήθεια ενός επαγγελματία.
Δύο από τους πιο γνωστούς μύθους γύρω από την κατάθλιψη είναι ότι 1) ένα άτομο με «ισχυρό» χαρακτήρα μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάθλιψη μόνο του και 2) ότι η κατάθλιψη περνά μόνη της, χωρίς θεραπεία. Η πραγματικότητα είναι ότι η κατάθλιψη δε θεραπεύεται μόνο με τη δύναμη της θέλησης. Μάλιστα, η αναζήτηση βοήθειας από ειδικούς είναι μία πράξη που υποδηλώνει ώριμη σκέψη. Επίσης, η κατάθλιψη μπορεί σε ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων να περάσει μόνη της, αφού προηγουμένως έχει ταλαιπωρήσει το άτομο για αρκετούς μήνες. Η πολυμορφία των συμπτωμάτων και η ταύτισή τους με αυτά άλλων νόσων παραπλανούν, κι έτσι η κατάθλιψη δε διαγιγνώσκεται έγκαιρα. Επιπλέον, η προκατάληψη και ο κοινωνικός στιγματισμός που συνοδεύουν τις ψυχικές διαταραχές αποτρέπουν τους ανθρώπους από το να απευθύνονται σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας.
Σε ό,τι αφορά στη θεραπευτική αντιμετώπιση, κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Ανάλογα με την ένταση των συμπτωμάτων και το πόσο καιρό απασχολούν το άτομο, επιλέγεται το αντίστοιχο θεραπευτικό σχήμα, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει ψυχοθεραπεία ή/και φαρμακευτική αντιμετώπιση. Σε σοβαρές περιπτώσεις, στις οποίες υπάρχει συμπτωματολογία που αποτελεί απειλή για τη ζωή του ατόμου (άρνηση λήψης τροφής, σχέδιο για αυτοκτονία) μπορεί να συστηθεί νοσηλεία. Πάντως, σημαντικός σύμμαχος στην θεραπευτική προσπάθεια είναι η ύπαρξη υποστηρικτικού περιβάλλοντος – συγγενείς ή φίλοι, που αναλαμβάνουν ρόλο εμψυχωτικό και κινητοποιητικό (προς το να ζητήσει το άτομο επαγγελματική βοήθεια, να μην απομονωθεί, να μην αποσυρθεί από βασικές δραστηριότητες).
Κλείνοντας, πολύτιμο «όπλο» ενάντια στην κατάθλιψη είναι η σωστή και έγκυρη ενημέρωση. Μέσα από αυτήν επιτυγχάνεται η καλύτερη και ουσιαστικότερη κατανόησή της νόσου. Το επόμενο βήμα, αμέσως μετά την ενημέρωση, είναι η συνεργασία με ειδικούς και η δημιουργία μιας θεραπευτικής σχέσης που θα χαρακτηρίζεται από εμπιστοσύνη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι πιθανότητες για θετική έκβαση είναι πολύ αυξημένες.
* Η Βαλεντίνη Μπόχτσου είναι ψυχολόγος στην Εταιρία Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας