“Ιδεολογικά σημαινόμενα και πολιτικές συντεταγμένες του Μεσοπολέμου” γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου
Σχηματικά θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει το μεσοπόλεμο ως μία θλιβερή παρένθεση ανάμεσα στις δύο παγκόσμιες συρράξεις, που τόσο τραγικά στιγμάτισαν τον 20ο αιώνα. Ασφαλώς δεν πρόκειται για μία ιστορική φάση ιδεολογικής στασιμότητας, κοινωνικής αδράνειας ή πολιτικής καθήλωσης. Αντιθέτως, η μεταβατική αυτή περίοδος είναι πολλαπλά φορτισμένη. Παρουσιάζει κινητικότητα και διέπεται από οριακές αντινομίες. (Ηobsbawm, 2006, 21). H συνθετότητά της έγκειται στις επιτελούμενες διεργασίες και εξελίξεις. Το ιδιότυπο αυτό «ιντερμέδιο» είναι μία εποχή εύθραυστης ισορροπίας και ανασφάλειας. Διαρκώς εγκυμονεί κινδύνους. Παρά τη φαινομενική δυστοκία, θα επωαστεί τελικά η τερατογένεση. Το ανόσιο απότοκο αυτής της εκκόλαψης θα είναι το αυγό του φιδιού!…
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος κληροδότησε ζόφο και ανεπούλωτα τραύματα. Τραγικό του επιστέγασμα υπήρξαν τα οκτώμισι εκατομμύρια νεκρών και τα είκοσι εκατομμύρια ακρωτηριασμένων πολεμιστών. Όσα καταγράφει ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ στο έργο του «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο» αποτελούν μία εύγλωττη, όσο και σπαρακτική, αποτύπωση της πραγματικότητας. Ο μεγάλος πόλεμος δε συνέθλιψε μόνο κάθε ίχνος ελπίδας ή αισιοδοξίας. Οδήγησε ταυτόχρονα σε ποιοτική καταρράκωση του ανθρώπινου ήθους. Η ψυχική φθορά, η πνευματική εκτράχυνση και η ηθική αλλοτρίωση ήταν τα επαίσχυντα συνεπόμενα. Τα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας κυριάρχησαν. Κυρίως επλήγησαν τα οικονομικώς ασθενέστερα στρώματα. Η εργατική τάξη καθώς και οι αγροτικοί πληθυσμοί πλήρωσαν το βαρύτερο φόρο αίματος. Οι επιζήσαντες έμελλε να έλθουν αντιμέτωποι με την οικονομική συρρίκνωση και την επαπειλούμενη απαξίωση. Οι απόμαχοι βρέθηκαν σε οδυνηρή θέση. Επειδή δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα να εργαστούν, εξέπεσαν σταδιακά στην κοινωνική ανυποληψία και την περιθωριοποίηση (Ράπτης, 2000, 163).
Στη διάρκεια του πολέμου τρεις ιστορικές αυτοκρατορίες κατέρρευσαν, επισύροντας στην ανυπαρξία τις δυναστείες των Αψβούργων στην Αυστροουγγαρία, των Χοεντσόλερν στην πρωσική Γερμανία και των Ρομανώφ στη Ρωσία. Ταυτόχρονα, στο ίδιο διάστημα συντελέστηκε και η πλέον ανατρεπτική κοινωνική μεταβολή, η ισχυρότερη μετά τη γαλλική επανάσταση. Με την επικράτηση των μπολσεβίκων τον Οκτώβριο του 1917 και την εδραίωση των σοβιέτ, η Ρωσία θα αποτελέσει το πρώτο έρεισμα, το προπύργιο της κομμουνιστικής ιδεολογίας σε παγκόσμια κλίμακα. Σταδιακά θα μετεξελιχθεί στην Ένωση των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Άλλωστε η χώρα είχε ήδη οδηγηθεί σε πλήρη αποσύνθεση, πριν την εξέγερση και την επιβολή των οπαδών του Λένιν. Η σιτοδεία, οι ανταρσίες αλλά και οι μαζικές λιποταξίες από τα τσαρικά στρατεύματα επιβεβαιώνουν την αμετάκλητη παρακμή (Αρβελέρ – Aymard, 2000, 368). Η επαναστατική διαδικασία θα νομιμοποιήσει την καθεστωτική ανατροπή, θα παγιώσει νέα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα και θα αναδιαρθρώσει δραματικά το αχανές κράτος. Σε πρώιμο στάδιο ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός διέπεται από ανυπέρβλητη αισιοδοξία και παρουσιάζεται πιο ήπιος και ευέλικτος. Με την άνοδο του Στάλιν όμως στην ηγεσία του ΚΚΣΕ θα εκδηλωθούν φαινόμενα αναδίπλωσης και μετακύλισης προς τον ολοκληρωτισμό. Το μονοκομματικό καθεστώς, που ήδη από το 1921 είχε καθιερώσει ο Λένιν, σταδιακά θα μεταβληθεί από το Στάλιν σε μονοκρατορία, με σύμφυτα όλα τα νοσηρά επιγενόμενα μίας τέτοιου τύπου διακυβέρνησης: προσωπολατρία, ασφυκτικός έλεγχος της ηγεσίας, ηθική καταρράκωση, εκτοπισμοί και εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων, επινόηση εχθρών του λαού, κατασκευασμένα κατηγορητήρια και καταδίκες τους σε δίκες – παρωδίες με συνοπτικές διαδικασίες. Η δογματική ακαμψία και η ιδεολογική μονολιθικότητα θα κατευθύνουν πλέον τις όποιες πολιτικές επιλογές. Η χειραγώγηση και οι μηχανισμοί μαζικής προπαγάνδας θα ενεργοποιηθούν ως οι κύριοι μοχλοί της καθεστωτικής επιβολής (Αρβελέρ – Aymard, 2000, 369, Ράπτης, 2000, 179 κε).
Η συνθήκη των Βερσαλλιών με τις επιμέρους συμπληρωματικές συνθήκες του Τριανόν, του Σεν Ζερμαίν, των Σεβρών και του Νεϊγύ θα επισφραγίσουν τελεσίδικα τη λήξη της αδόκητης πολεμικής αναμέτρησης. Τους όρους της ειρήνης υπαγόρευσαν οι νικήτριες δυνάμεις της Εγκάρδιας Συνεννόησης (πλην ασφαλώς της κομμουνιστικής Ρωσίας, η οποία είχε ήδη αποχωρήσει το 1918 υπογράφοντας την ταπεινωτική συνθήκη του Μπρεστ – Λιτόφσκ). Στη θέση των παλαιών μορφωμάτων με την πληθυσμιακή πανσπερμία και την πολιτισμική πολυσυλλεκτικότητα θα εγκαθιδρυθούν νεοπαγή κράτη, με αμφιλεγόμενη σύνθεση, με αδύναμα ερείσματα και πολλά εσωτερικά προβλήματα, που καλούνται να τα επιλύσουν έγκαιρα, προκειμένου να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους. Οι εδαφικές διεκδικήσεις εκατέρωθεν οριοθετούνται σε νέες συντεταγμένες, ενώ ο καθορισμός της γεωστρατηγικής σημασίας, ανά ζώνη επιρροής, εννοιολογικά διευρύνεται και επαναπροσδιορίζεται. Τα περιβόητα «14 Σημεία» του Αμερικανού προέδρου Ουίλσον για την κρατική ανεξαρτησία και την αυτοδιάθεση των λαών δεν εισακούστηκαν στο ακέραιο, ούτε εφαρμόστηκαν επί της ουσίας. Αντιθέτως, κατέληξαν έωλα και ανενεργά σε πολλά καίρια σημεία τους, καθώς επικύρωναν για μία ακόμη φορά τα συμφέροντα των ισχυρών (Burns, 2006, 828). Ομοίως και η Κοινωνία των Εθνών, προδρομική έκφανση του σημερινού Ο.Η.Ε, δεν κατόρθωσε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων∙ καθώς δε συμπεριελάμβανε στις τάξεις της την ηττημένη Γερμανία και τη σοβιετική Ρωσία κατέληξε μάλλον νεκρό γράμμα. Οι δυνατότητες παρέμβασης για κολασμό των αυθαιρεσιών υπήρξαν ισχνές έως ανύπαρκτες.
Η πραγματικότητα, που ανακύπτει μετά το πέρας του πρώτου μεγάλου πολέμου στην Ευρώπη χαρακτηρίζεται κατεξοχήν από ρευστότητα και σύγχυση, ιδεολογική και πολιτική.
Κράτη με ισχυρή αστική παράδοση, όπως ήταν επί παραδείγματι η Βρετανία και η Γαλλία, αρχίζουν να υιοθετούν σκληρότερη πολιτική, προκειμένου να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον κίνδυνο της κομμουνιστικής εξάπλωσης. Εκτός αυτού, η αύξουσα παρεμβατικότητα των Η.Π.Α στα πεπρωμένα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων δυναμιτίζει τις τρέχουσες εξελίξεις. Διογκώνεται η ανασφάλεια. Μολονότι η μεγαλοϊδεατική αντίληψη υποχωρεί ή και καταρρέει, εντούτοις ο νεοαποικιακός ανταγωνισμός των ισχυρών εμμένει αναλλοίωτος. Δε δύναται πλέον να προσλάβει χαρακτήρα ιμπεριαλιστικής αντιπαλότητας. Ωστόσο η επιδίωξη για άνοιγμα των αγορών και πολύπτυχη οικονομική διείσδυση εγκαινιάζει ένα νέο πεδίο αναφοράς. Οι κάτοχοι των μέσων παραγωγής εφαρμόζουν αυστηρότερα οικονομικά προγράμματα, με συνέπεια να εξωθούν την ήδη εξαθλιωμένη εργατική τάξη σε κατάπτωση πέρα από τα όριά της. Η κατάσταση ασφαλώς θα εκτραχυνθεί με το οικονομικό κραχ του 1929 και τα διογκωμένα κοινωνικά προβλήματα που επισώρευσε.
Η φτώχεια που επισώρευσε το Μεγάλο Κραχ του 1929…
Στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 η αστική δημοκρατία διέρχεται σοβαρότατη κρίση. Το πολιτικό σύστημα, που ακεραίωνε τον οικονομικό φιλελευθερισμό και τις κοινωνικές του συγκείμενες δέχεται πλήγμα συντριπτικό. Αντιθέτως, πρυτανεύουν τα αυταρχικά καθεστώτα και οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες, που τα επενδύουν και τα υποστηρίζουν. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε όλη σχεδόν την Ευρώπη κατά το 1938 τα μόνα κράτη, που έχουν απομείνει αλώβητα και εξακολουθούν να διαθέτουν δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, είναι οι σκανδιναβικές χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Τσεχοσλοβακία και η Ελβετία (Ράπτης, 2000, 187). Και στην Ελλάδα, αντιστοίχως, η μετάβαση από τη δικτατορία του Πάγκαλου (1925) στη δικτατορία του Μεταξά (1936) σημειώθηκε σε ένα πλαίσιο πολιτειακής αστάθειας, κυβερνητικής ανωμαλίας και πολιτικών αντεγκλήσεων. Αντιθέτως, το 1920, στο τέλος του πολέμου, η Ευρώπη εξακολουθούσε να συγκροτείται από κράτη με αστικό πολιτικό προσανατολισμό. Ο κοινοβουλευτισμός και οι φιλελεύθεροι θεσμοί απειλούνται άμεσα από ακροδεξιά πολιτικά σχήματα. Υιοθετούν και αναπαράγουν ακραίες εθνικιστικές τάσεις, αποθεώνουν το μιλιταρισμό και το ρατσισμό, ενώ εμφορούνται και από αντικομουνιστικό μένος.
Ο ιταλικός φασισμός και ο γερμανικός ναζισμός (ως οριακή του παραμόρφωση) κερδίζουν έδαφος και οπαδούς με εντυπωσιακά μαζική υποστήριξη. Ενστερνίζονται το ρατσισμό και τον αντισημιτισμό, ευαγγελίζονται ένα σχεδόν σωτήριο μεσσιανισμό και επικαλούνται τη θεωρία του ζωτικού χώρου (παραφθορά της ομόλογης ρητορείας, που κατά τον όψιμο 19ο αιώνα ανέπτυσσε ο Τσάμπερλεν). Καταφεύγουν στον εθνικισμό, τον οποίο και προτάσσουν ως κυρίαρχο ιδεολόγημα αλλά και ως αντισταθμιστικό παράγοντα στην κρατούσα παθογένεια. Ο δογματικός πειθαναγκασμός, η φανατική προσήλωση στα θέσφατα των κυβερνώντων, η εμμονή στο τρίπτυχο «Πατρίδα – Θρησκεία – Οικογένεια» καθαγιάζουν το λόγο της εξουσίας. Συνακόλουθα δικαιώνουν και τις όποιες απόπειρες φυλετικής εκκαθάρισης, καθώς συνάπτονται και με κριτήρια πολιτικού εξορθολογισμού.
Η υποστήριξη μάλιστα από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία προσφέρει και το αναγκαίο θρησκευτικό επίχρισμα. Η έννοια της ελευθερίας διακυβεύεται και χρησιμοποιείται κατά το δοκούν αλλά και κατά την περίπτωση έως την αυτοαναίρεσή της. Τα κηρύγματα του εθνικιστικού φανατισμού και της μισαλλοδοξίας βρίσκουν πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης σε πολλά από τα νεοσύστατα κράτη. Κατά βάση προσεταιρίζονται τις πλατιές μάζες των απαίδευτων και συντηρητικών πληθυσμών, που συχνά διέπονται από αδιάλλακτη θρησκοληψία. Οι περιπτώσεις πχ της αγροτικής Πολωνίας και της Ισπανίας κατά το μεσοπόλεμο είναι ενδεικτικές.
Ανακύπτει εύλογα το ερώτημα γιατί σε αυτήν την κρίσιμη φάση το σύστημα της κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας δεν έπεισε. Γιατί δεν κατόρθωσε να ανακόψει την ορμητική προσήλωση – προσκόλληση των πολιτών προς τις επιλογές ολοκληρωτικού χαρακτήρα; Πόσο ελκυστικός θα μπορούσε να είναι εν τέλει ένας στρόβιλος ανατροπών, που νομοτελειακά θα οδηγούσε το κράτος στην αποδόμηση και τον πολίτη στην τυφλή υποταγή; Μάλλον η επιχειρηματολογία των αστών πολιτικών σε μία τόσο δύστοκη ιστορική συγκυρία φαινόταν ισχνή και εφεκτική (Hobsbawm, 2006, 185 κε). Προβαλλόταν άτονα και πάντως ενταγμένη στη λογική του «το μη χείρον βέλτιστον». Εάν σήμερα αποκηρύσσουμε (με βδελυγμία;) τον όποιο ολοκληρωτισμό, αυτός ο αφορισμός οφείλεται στην πικρή πείρα και γνώση, που σώρευσε στην ανθρωπότητα η κτηνωδία του Β΄ παγκόσμιου πολέμου. Η αντίστιξη θεμελιώνεται σε μεγέθη υπαρκτά: όταν, για παράδειγμα, ο αυταρχικός συγκεντρωτισμός του Φράνκο στην Ισπανία καταλύθηκε με το θάνατό του, μόλις το 1975! Πραγματολογικά η εύθραυστη ειρήνη στην περίοδο 1945 – 1990 σηματοδότησε την απόληξη ενός αιώνα αλλόκοτου, αντιφατικού και, από κάθε άποψη, «σύντομου»: σύντομου σε ιστορική διάρκεια, επειδή ακριβώς σημάνθηκε από ταχύρρυθμες διεργασίες οριοθέτησης αλλά και από ραγδαίες εξελίξεις. Παράλληλα, ανατροφοδοτείται ο προβληματισμός για την προοπτική των φαινομένων. Αναζητούνται οι ενδεχόμενες επιλογές ή και τα προσδοκώμενα, που η σύγχρονη ιστορική φάση του υπερεθνικισμού και του παγκοσμιοποιημένου διακυβεύματος προοιωνίζεται ή και επιτάσσει.
Αριστοτέλης Αλ. Παπαγεωργίου
Φιλόλογος – Θεατρολόγος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αρβελέρ Ε. & Aymard M., (2000) Οι Ευρωπαίοι – Νεότερη και σύγχρονη εποχή (Τόμος Β΄), Μτφρ Π. Μπουρλάκης – Σ. Κακουργιώτης – Κ. Γεωργοπούλου, Εκδ. Σαββάλας, Αθήνα
- Burns E.M., (2006) Ευρωπαϊκή ιστορία, Ο δυτικός πολιτισμός: Νεότεροι Χρόνοι, Μτφρ. Τ. Δαρβέρης, Εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη
- Hobsbawm E., (2006) Η εποχή των άκρων – Ο σύντομος 20ος αιώνας, Μτφρ. Β. Καπετανγιάννης, Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα
- Ράπτης Κ., (2000) Γενική ιστορία της Ευρώπης κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα (Τόμος Β΄), Εκδ. Ε.Α.Π, Πάτρα