“Το σύστημα συγγένειας στις ημινομαδικές κοινότητες των Σαρακατσάνων” γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου
Οι ανθρωπολογικές παρατηρήσεις του John Kennedy Campbell
Οι ποιμενικοί πληθυσμοί και οι παράμετροι του νομαδικού ή ημινομαδικού τους βίου συνιστούν πρόσφορο πεδίο έρευνας στην κοινωνική ανθρωπολογία. Η ευρεία γεωγραφική διασπορά και τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά της κοινοτικής τους οργάνωσης προσείλκυαν ανέκαθεν το ενδιαφέρον των μελετητών. Εν προκειμένῳ οι Σαρακατσάνοι, με τις πανάρχαιες καταβολές και τις αρχέγονες παραδόσεις τους, συνιστούν μία ιδιάζουσα περίπτωση στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου[1]. Οι ορεσίβιοι αυτοί πληθυσμοί «απλοί και πρωτόγονοι, σπαρμένοι σ’ όλο τον κορμό της ελληνικής χερσονήσου, αμόλυντοι από αλλόφυλες επιμειξίες, με οδηγό τους το ένστιχτο της αυτοσυντήρησης, διαγράφουν χιλιάδες τώρα χρόνια στον ίδιο χώρο την ιδιότυπη και ανεξάρτητη σταδιοδρομία τους»[2].
Ο διαπρεπής Βρετανός ανθρωπολόγος J. K. Campbell (1923–2009) εργάστηκε στην Ελλάδα κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Aσχολήθηκε συστηματικά με τους νομάδες ποιμένες της βόρειας Πίνδου. Εστίασε την έρευνά του στο περίπλοκο σύστημα συγγένειας (σόι) των Σαρακατσάνων και την κοινωνική λειτουργία του. Μελέτησε την κουλτούρα και την εθιμική τους παράδοση. Κατέγραψε ταυτόχρονα τους κώδικες τιμής και το πλαίσιο των ηθικών αξιών που διαπερνά τη νοοτροπία τους. Τόνισε την κανονιστική της εθιμοτυπίας και τις απαιτήσεις για την αυστηρή τήρησή της. Ανέλυσε εμπεριστατωμένα το status της ιεραρχίας καθώς και τις δομές εξουσίας και προστασίας ή πατρονίας (patronage) εντός των ορίων της κοινότητας. Συζήτησε τους εναλλακτικούς μετασχηματισμούς των μορφωμάτων ηγεσίας. Τέλος, επισήμανε τις σχέσεις αλληλοϋποστήριξης αλλά και ανταγωνισμού ανάμεσα στα τσελιγκάτα[3]. Ο Campbell εργάστηκε με εμβρίθεια και μεθοδολογική συνέπεια που αποτυπώθηκε στα πορίσματα έρευνας. Οι εθνογραφικές παρατηρήσεις επιτρέπουν τη διακρίβωση σταθερών εκτιμήσεων. Τα συμπεράσματά του είναι δόκιμα, επειδή ακριβώς αποτελούν το προϊόν ενδελεχούς διερεύνησης. Ειδικότερα διαπιστώνεται:
√ Η ζωή των Σαρακατσάνων είναι σκληρή, σχεδόν ασκητική· απαιτεί οργάνωση και προσήλωση απαρέγκλιτη στις απαιτήσεις της καθημερινότητας. Πρόκειται για ποιμενικούς πληθυσμούς διακινούμενους (transhumant) σε ετήσια βάση εντός μίας πλατιάς γεωγραφικής περιφέρειας. Το σαρακατσάνικο κονάκι ως πρότυπο κοινοτικής δομής είναι απλό και φαινομενικά ευανάγνωστο. Η σχέση τους με την αστική ζωή προβάλλει περιπτωσιακή. Ιστορικά δε μαρτυρείται οικονομική μετανάστευση ή εμπορική διασπορά, ενώ στην περίπτωσή τους η αστικοποίηση θα έρθει όψιμα ως απόρροια ακούσιου εξαναγκασμού. Δεν συσπειρώνονταν σε εμπορικές συντεχνίες, όπως επί παραδείγματι οι Βλάχοι, που μετακινούνταν με τα καραβάνια τους προς τη βόρεια Βαλκανική και την κεντρική Ευρώπη. Δεν υπήρξαν αγωγιάτες κυρατζήδες, πραματευτές ή κλεισουράρχες. Τα καλοκαίρια νέμονται τους ορεινούς βοσκότοπους, ενώ το χειμώνα καταφεύγουν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά. Επιλέγουν τις πλησιέστερες πεδινές περιοχές για διαχείμαση. Ο εορτασμός του Αγίου Δημητρίου το φθινόπωρο και του Αγίου Γεωργίου κοντά στο Πάσχα ή, το αργότερο, η γιορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης την άνοιξη, τίθενται αντίστοιχα ως οι ετήσιες σταθερές για μετακίνηση από τα πεδινά στα ορεινά και ανάστροφα μέσα στη συγκεκριμένη χρονική ακολουθία. Συνεπώς ο βίος τους υπάγεται σε μία άτυπα συντεταγμένη, αν και αυστηρά οριοθετημένη, νομοτέλεια.
√ Οι Σαρακατσάνοι είναι κατά βάση πληθυσμοί ορεσίβιοι. Στα βουνά ξαναβρίσκουν τη φυσική τους ταυτότητα. Εκεί ζουν και αναζωογονούνται, ανιχνεύουν τις αναφορές τους και αισθάνονται αυθεντικοί. Η μεγάλη γεωγραφική διασπορά της κοινότητας κατά τους χειμερινούς μήνες, η βασανιστική ανεύρεση νέων βοσκοτόπων, η πάλη με τα δύσκολα καιρικά φαινόμενα, οι καθημερινές αντιξοότητες, για να διατηρήσουν τα κοπάδια τους ακέραια αλλά και να τα επαυξήσουν, όλα αυτά τους καταπονούν κατά την περίοδο της διαχείμασης. Το καλοκαίρι επανέρχονται στα ορεινά[4]. Παρόλο που το χειμώνα είναι διασκορπισμένοι σε γεωγραφική έκταση μεγαλύτερη των πεντακοσίων τετραγωνικών χιλιομέτρων, τότε θα ανταμωθούν ξανά, θα επισκεφτούν τους συγγενείς τους που ζουν μακριά, τότε θα κανονιστούν τα συνοικέσια και θα γίνουν οι περισσότεροι γάμοι. Τότε ακριβώς φαίνεται ότι επικρατεί στη ζωή των Σαρακατσάνων εντονότερο το αίσθημα της φυλετικής κοινότητας. Ο χειμώνας στον κάμπο είναι μια μορφή εξορίας, το καλοκαίρι όμως η επάνοδος στα βουνά είναι η επιστροφή στο ζωτικό τους χώρο, ένας πραγματικός νόστος.
√ Σε επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης το μοντέλο διαβίωσης των Σαρακατσάνων είναι εξαιρετικά απλό. Βάση ορισμού και στοιχειώδη μονάδα της κοινοτικής συγκρότησης αποτελεί η οικογένεια, είτε στην πυρηνική της μορφή (γονείς και άγαμα παιδιά) είτε, συνηθέστερα, στην εκτεταμένη τυπολογία. Στο διευρυμένο αυτό σχήμα συμπεριλαμβάνονται οι οικογένειες των έγγαμων αγοριών. Αμέσως μετά το γάμο τους συνενώνουν τις νέες οικογένειες, που προκύπτουν, στον πατρικό οικογενειακό ιστό. Συνεπώς πρόκειται για την ανδροτοπική εγκατάσταση του ζεύγους με κριτήριο την patria potestas[5]. Σε πρώτη φάση επιλέγεται αυτός ο μηχανισμός οικονομικής διαχείρισης. Η κατανομή εργασιών εντός του οικογενειακού πλαισίου όπως και η περιουσία, υφίστανται από κοινού και εξ αδιαιρέτου. Αργότερα, σε βάθος ορισμένου χρόνου, δηλαδή έπειτα περίπου από μία δεκαετία κοινής συμβίωσης στο ίδιο κονάκι, επέρχεται η διάσπαση αυτής της εκτεταμένης οικογένειας. Το κάθε ζευγάρι των έγγαμων γιων έχει στο μεταξύ αποκτήσει τουλάχιστον από δύο παιδιά. Επίσης, πατέρας και αδελφοί έχουν ήδη εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους απέναντι στα ανύπαντρα κορίτσια της οικογένειας, μεριμνώντας για το γάμο και την προικοδότησή τους[6]. Ο μικρότερος αδελφός τότε αναλαμβάνει να γηροκομήσει τους γονείς του. Το κοπάδι και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία της πατρικής οικογένειας εφεξής διαχωρίζονται και ισοκατανέμονται. Το κάθε ζευγάρι στήνει πλέον το δικό του νοικοκυριό. Συνεπώς ο συγγενικός δεσμός μεταξύ των ομοπάτριων αδελφών ατονεί και οι έως τότε αμοιβαίες υποχρεώσεις τους προς το σόι υποχωρούν. Ο νέος πατέρας ενδιαφέρεται πρωτίστως για το συμφέρον της δικής του οικογένειας σε σχέση με το συμφέρον των άλλων μελών της αρχικής συγγενικής ομάδας. Στη βασική ομάδα της οικογενειακής εστίας οι Σαρακατσάνοι συσπειρώνονται κοινωνικά με τους αμφιπλευρικούς συγγενείς τους έως το βαθμό των δευτέρων εξαδέλφων. Όμως εκ των πραγμάτων ο οικογενειακός θεσμός σὺν τῷ χρόνῳ παρουσιάζει σχετική αυτονομία. Σταδιακά μεταμορφώνεται σε χαλαρό σχηματισμό. Στις ποιμενικές αυτές κοινότητες, τις βαθιά ανταγωνιστικές, οι ορίζουσες ανάμεσα σε «δικούς» και «ξένους» είναι απόλυτες και αδιαπέραστες. Οι σχέσεις παραμένουν υποδόρια συγκρουσιακές. Η αντιπαλότητα συνιστά άτυπα μία κοινωνική λειτουργία που ανατροφοδοτείται. Το σχήμα αυτό επιβιώνει με διαχρονικότητα αταλάντευτη. Πρόκειται για διπολισμό ενδεικτικό της νοοτροπίας τους και υπαγορευμένο από την ανάγκη.
√ Στον κόσμο των Σαρακατσάνων το συγγενικό σύστημα και το ομόλογο πλέγμα σχέσεων, που το καθορίζει, λειτουργεί ως καταλύτης[7]. Μολονότι ο χαρακτήρας του γάμου προτάσσεται ως ανδροκρατικός και πατροτοπικός, με εμφανείς τις διακρίσεις υπέρ των αρσενικών παιδιών, ωστόσο το σόι στην πραγματικότητα είναι αμφιπλευρικό (bilateral), καθώς συνυπολογίζονται ισοδύναμα οι πατρικοί αλλά και οι μητρικοί συγγενείς. Πρόκειται για κοινό γνώρισμα φυλετικής οργάνωσης πολλών λαών της μεσογειακής λεκάνης. Οι εξ αίματος συγγενείς εκ προοιμίου περιβάλλονται με σχέσεις αγάπης και εμπιστοσύνης. Δεν πρέπει κανείς να τους αδικήσει ή να τους εξαπατήσει. Τη συνεργασία μεταξύ συγγενικών οικογενειών επιβάλλουν πρακτικοί λόγοι. Η μέριμνα των συνενωμένων κοπαδιών και γενικότερα οι κτηνοτροφικές εργασίες απαιτούν πολλά χέρια. Η συνδιαχείριση της κοινής περιουσίας – έστω και εάν υφίσταται περιστασιακά – είναι απολύτως ισότιμη. Σπανίως σε αυτήν την εργασιακή ομάδα (στάνη ή παρέα ή συντροφιά), που απαρτίζουν διευρυμένες οικογένειες, εισχωρούν μη συγγενικά πρόσωπα. Οι ξένοι είναι πάντα δυνάμει εχθροί. Η περίπτωση της ζωοκλοπής ως ένα είδος αρνητικής αμοιβαιότητας μεταξύ των αντίπαλων οικογενειών είναι χαρακτηριστική. Για το λόγο αυτό θεωρείται σχεδόν ανυπόληπτος όποιος σχετίζεται φιλικά με μη συγγενικό του πρόσωπο.
√ Στην αυτή λογική οι συγγενείς εξ αγχιστείας αντιμετωπίζονται με καχυποψία και επιφυλακτικότητα. Στο σαρακατσάνικο μικρόκοσμο, όπως άλλωστε και σε κάθε κλειστό κοινωνικό σύστημα, ίσχυε απολύτως η ενδογαμία. Υπήρχε πάντοτε ο φόβος «να μη βγει το σόι απ’ το νταμάρι». Ο «ξένος» όφειλε να συσσωματωθεί στο νέο του περιβάλλον, να εγκολπωθεί τις αξίες του. Έπρεπε καταρχάς να γίνει οπωσδήποτε δεκτός – άρα «δικός» – στην καινούργια οικογένεια που εισερχόταν – πάντα με τους δικούς της όρους. Η τελετουργία του γάμου είναι αποκαλυπτική αυτής της τάσης. Οι συνοδοί του γαμπρού, οι πράτιμοι, φτάνουν έφιπποι στο κατώφλι της νύφης και με τρόπο θορυβώδη προσπαθούν να τρομάξουν τους συγγενείς της. Οι τελευταίοι αντιδρούν άμεσα, προσπαθώντας, κάποτε και με πυροβολισμούς, να τους κατεβάσουν από τα άλογα και να τους γελοιοποιήσουν. Η Χατζητάκη – Καψωμένου επισημαίνει ότι για αυτήν ειδικά την περίπτωση «θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε δύο στίχους από ένα γαμήλιο τραγούδι που χαρακτηρίζει το γαμπρό και φίλο και εχθρό: «Απόψε, κυρά νύφη, της πεθεράς σου ο γιος /θα μπει ξεσπαθωμένος σα φίλος σαν εχθρός». Άλλωστε τονίζει ότι ακόμη και «μετά το γάμο η νύφη στο νέο σπιτικό θεωρούταν ξένη μέχρι να αποκτήσει παιδιά»[8].
√ Την κοινωνική έκφανση της οικογένειας συνέχει ένας ιδιότυπος κώδικας τιμής. Το οικογενειακό γόητρο, η περηφάνια, πρέπει να μένουν αλώβητα από οποιοδήποτε ενδεχόμενο κοινωνικής απαξίωσης. Το φαίνεσθαι και η έξωθεν καλή μαρτυρία είναι πολύ σημαντικά· ιδίως όταν καραδοκεί η απειλή του αρνητικού σχολιασμού ή της αποδοκιμασίας για το όποιο κοινωνικό ολίσθημα. Σχεδόν αρχέγονα κυριαρχούν και αναπαράγονται οι σημάνσεις του πολιτισμού της ντροπής. Η γυναίκα είναι ο κύριος φορέας της ηθικής δεοντολογίας. Οφείλει μπροστά στους άντρες να έχει χαμηλωμένο το βλέμμα και να παραμένει σιωπηλή, να υποτάσσεται, να επιδεικνύει αιδημοσύνη. Η κοινωνική νοηματοδότηση της ντροπής για τις γυναίκες διασφάλιζε την τιμή των αντρών στη συγκεκριμένη μικροκοινωνία. Αντιστοίχως, ο άντρας πρέπει σε κάθε περίπτωση να διαφυλάσσει το κύρος της οικογένειας και να φροντίζει με κάθε τρόπο για την ευημερία της. Και εδώ ακριβώς έγκειται η ιδιορρυθμία της σαρακατσάνικης περίπτωσης. Ενδεχομένως μέσα στα όρια του ανταγωνισμού επικυρώνονται τα αθέμιτα μέσα διεκδίκησης ή αντεκδίκησης, ακόμη και οι πρακτικές βίας. Πρόκειται για αναγκαιότητα επιβεβλημένη, προκειμένου το οικογενειακό κύρος να παγιώνεται κοινωνικά και να περιφρουρείται.
Αριστοτέλης Αλ. Παπαγεωργίου
Φιλόλογος – Θεατρολόγος
[1] Οι Σαρακατσάνοι διαμένουν σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Εύβοιας και της νότιας Πελοποννήσου. Βλ. σχετικά και Αγγελική Χατζημιχάλη «Σαρακατσάνοι» (1957), Ίδρυμα Αγγελικής Χατζημιχάλη, Αθήνα. Με αφορμή την επανέκδοση του έργου της Χατζημιχάλη το 2007, πρβλ. και το άρθρο «Νομαδική ζωή: Πώς μία αστή των Αθηνών ανακάλυψε και ανέδειξε τον πολιτισμό ενός ποιμενικού λαού» της Χαράς Κιοσσέ στο «Βήμα» της 6ης Ιανουαρίου 2008.
[2] Χατζημιχάλη, όπ., 2007. Για την Αγγελική Χατζημιχάλη η μελέτη του κόσμου των Σαρακατσάνων υπήρξε έργο ζωής. Η ίδια, παρακινημένη προφανώς από το δόγμα για επιστροφή στις ρίζες του νεοελληνικού πολιτισμού που κυριάρχησε ποικιλότροπα στη γενιά του 1930, «έμεινε στις καλύβες τους, παρακολούθησε τις γυναίκες στις υφαντουργικές τους εργασίες, τους άνδρες στις κτηνοτροφικές τους δραστηριότητες, βγάζοντάς τους από την αφάνεια και διαλύοντας τις προκαταλήψεις της ελληνικής κοινωνίας λόγω του νομαδικού τους βίου ως το 1955». Ήταν δε τόσο αγαπητή στις σαρακατσανέικες φάρες ανά την Ελλάδα, ώστε σχεδόν την είχαν «υιοθετήσει». Βλ. σχετικά και την ανάρτηση της Ιωάννας Ρωμανού «Παγκόσμια ημέρα της γυναίκας – Αγγελική Χατζημιχάλη, μια ξεχωριστή γυναίκα» (Σάββατο 8–3–2014) στο ιστολόγιο «Διαδικτυακό αντάμωμα Μουσθενιωτών». Παραδίδεται μάλιστα ότι την ημέρα του θανάτου της το 1965 από σεβασμό «οι τσελιγγάδες έβγαλαν τα κυπροκούδουνα από τα γιδοπρόβατα, κατά την πανάρχαια συνήθεια όταν πεθαίνει πρωτοτσέλιγγας, και ξαρμάτωσαν τα γκεσέμια τους, οι λαϊκοί βιοτέχνες σταμάτησαν τα τσιακ-τσιακ στα εργαστήριά τους και οι Σαρακατσάνες εσφράγισαν τα αργαλειά τους στη μνήμη της»… Την πληροφορία παραθέτει ο Νέστορας Μάτσας στο έργο του «Στέγη από ουρανό–Σαρακατσάνικο οδοιπορικό», Εκδ. Εστίας, Αθήνα, 1978. Πρβλ. και Κιοσσέ όπ, 2008.
[3] Στο επιστημονικό πεδίο της κοινωνικής ανθρωπολογίας το εθνογραφικό έργο του Campbell παραμένει εμβληματικό. Υιοθετώντας τις αρχές του δομολειτουργικού μοντέλου διεύρυνε ερμηνευτικά το θεωρητικό πλαίσιο. Αντιστοίχως μετατόπισε το ερευνητικό φάσμα από το γεωγραφικό «εξωτισμό», (πχ «άγριες» φυλές ή νομάδες της Αφρικής ή της Ασίας) που έως τότε το διείπε και εστίασε πλέον στο χώρο της Μεσογείου, ιδίως στη μελέτη των λαών της νότιας Ευρώπης. Προφανώς ακολουθεί τα ίχνη του Fernand Braudel και ασπάζεται την πεποίθηση ότι η mare nostrum των Ρωμαίων αφομοιώνει κουλτούρες, είναι αμοιβαία πολυπολιτισμική και λειτουργεί ως ενοποιητικός παράγοντας. Το ενστάλαγμα των ερευνητικών πορισμάτων για τους Σαρακατσάνους της Ηπείρου καταγράφεται το 1964 στην κλασική πλέον πραγματεία του «Honour, Family and Patronage: A Study of Institutions and Moral Values in a Greek Mountain Community», Oxford: Clarendon Press. Ειδικότερα για τις συγγενικές δομές, που κατεξοχήν μας απασχολούν εδώ, βλ. τη μελέτη του «The kindred in a greek mountain community» (1963) στο Julian Pitt Rivers (editor): «Mediterranean Countrymen Essays in the Social Anthropology of the Mediterranean», Greenwood Press Publishers: pp. 73–96. Για τη συνολική προσφορά του ερευνητή και την πολιτεία του βλ. Χρυσούλα Χατζητάκη–Καψωμένου (2000) «Το εθνογραφικό έργο του John K. Campbell», «Εγνατία» 6, 255–266 (το δοκίμιο αποτέλεσε την τιμητική προσφώνηση κατά την αναγόρευση του ως επίτιμου διδάκτορα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ το Μάρτιο του 2000) καθώς και Ευθύμιος Παπαταξιάρχης 2010 «Η εθνογραφική πράξη και τα όριά της: Ο John Campbell σε σχέση με τους συγχρόνους και τους προγόνους», «Σύγχρονα Θέματα» 110, 44–56. Πρβλ. επίσης και τη νεκρολογική αναφορά του ιστορικού Richard Clogg στην εφημερίδα «The Guardian» της 21ης Σεπτεμβρίου 2009.
[4] Ειδικότερα οι ποιμένες Σαρακατσάνοι της βορειοδυτικής Πίνδου ήταν συγκροτημένοι σε μικρές ομάδες (= κονάκια και τσελιγκάτα) και εγκαταστημένοι σε ημιμόνιμους οικισμούς, που απαρτίζονταν από 100 έως 300 περίπου άντρες και γυναικόπαιδα. Την εποχή που μελέτησε ο Campbell το συγγενικό τους σύστημα και το ανάπτυγμά του αριθμούσαν στη συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη περί τα 4000 άτομα. Με διάταγμα της κυβέρνησης Μεταξά, το 1938 απολάμβαναν πλέον ισότιμα δικαιώματα στη νομή των αιγοπροβάτων τους με τους μόνιμους κατοίκους του Ζαγορίου, από τους οποίους έως τότε υποχρεώνονταν να νοικιάζουν τα βοσκοτόπια. Εκεί έστηναν πια τα κονάκια τους. Το χειμώνα εγκαθίσταντο σε χωριά της μεσόγειας ή και της παράλιας ζώνης από τη νότια Αλβανία ως τις περιοχές της Άρτας και της Πρέβεζας. Σταδιακά πολλές από αυτές τις ομαδώσεις εγκατέλειψαν την κτηνοτροφία και στράφηκαν αποκλειστικά στην υλοτομία. Όμως η εκβιομηχάνιση της παραγωγής, η ανάπτυξη εγγειοβελτιωτικών έργων και η εγκατάσταση των προσφύγων μετά το 1922 περιόρισαν δραστικά τους πεδινούς βοσκότοπους.
[5] Βλ. Χατζητάκη–Καψωμένου ό.π 2000, 259. Πρβλ. σχετικά και την ανάρτηση του Γιώργου Καψωμένου «Claude Levi-Strauss και Ανθρωπολογία της Συγγένειας», ανάρτηση στο διαδικτυακό blog «Πραξεολογία, Ανθρωπολογία, Κοινωνιολογία, Φιλοσοφία, Πολιτική» (23 Φεβρουαρίου 2008).
[6] Τα κορίτσια της οικογένειας με το γάμο ενισχύουν την οικογενειακή περιουσία του συζύγου τους – κατά το πρότυπο των ομηρικών ἀλφεσιβοιῶν. Έκτοτε η νύφη αποκόπτεται ουσιαστικά από την πατρική της οικογένεια και εντάσσεται – μάλλον υπάγεται – στο νέο περιβάλλον, αυτό της οικογένειας του συζύγου της. Ακόμη και σήμερα στη δυτική Μακεδονία κυρίως, αλλά και στην Ήπειρο, επιβιώνει το νυφιάτικο τραγούδι «Έβγα μάνα μου». Σε ρυθμό μοιρολογιού απευθύνεται η μελλόνυφη κόρη στη μητέρα της και με παράπονο την προτρέπει:
Έβγα μάνα μου να ιδείς το ήλιο / και αν εβράδιασε, πες μου να φύγω.
Ψες στη μάνα μου, αύριο, αχ στα ξένα,/ στα αντραδέρφια μου τ’ αγαπημένα.
Θέλεις, ράνε μου, γλυκιά μου μάνα,/ θέλεις ράνε μου μαργαριτάρι
κι αργυρό σταυρό να με φυλάει.
Πρβλ. στο διαδικτυακό ιστότοπο http://youtube/XKEPdn0Dibg το νυφιάτικο αυτό τραγούδι του αποχωρισμού μάνας – κόρης σε συγκλονιστική ερμηνεία από την Ξανθίππη Καραθανάση.
[7] Η διαπίστωση παραπέμπει απευθείας στον Ηρόδοτο (Βιβλίο 8 – «Οὐρανία» § 144): «… αὖτις δὲ τὸ ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα…». Ο τρόπος βιοπορισμού και η συγγένεια καθορίζουν τη φυλετική ιδιοσυστασία και την πολιτισμική ταυτότητα των λαών παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους.
[8] Βλ. Χατζητάκη–Καψωμένου ό.π, 2000, 261.