
Η μπλε σκληρή σακούλα βρομοκόπαγε πετρέλαιο και συναγωνίζονταν τα πρασάτα λουκάνικα που χύμα μέσα της περίμεναν την ώρα και τη στιγμή που θα πλατσούριζαν στο καυτό λάδι, που θα μπερδεύονταν με φρέσκα αυγά, δυο είδη τυριών, ίσως κάποια πιπεριά, λίγο έξτρα μαυροπίπερο και ένα δυο ακόμη αρωματικά. Γούστα είναι αυτά! Τότε, με βεβαιότητα, τα λουκάνικα θα βάζανε κάτω μια και καλή την μπόχα της χοντρής πλαστικής σακούλας και η δική τους βαριά μυρωδιά, ευθύς αμέσως, θα γινόταν ευωδία.
Άφησε στον πάγκο της κουζίνας του την μπλε χοντρή σακούλα -προσωρινά, ποιος ξέρει; – και πήγε αμέσως στο μπάνιο, απογοητεύοντας την αρμαθιά. Μάταια ήλπιζε εκείνη. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του με ορμή, ξεφυσώντας και αναθεματίζοντας. Όσες φορές κι αν τόλμησε να κοιτάξει τον εαυτό του στον πιτσιλισμένο, πλέον, καθρέφτη, ένα αόρατο χέρι -μάλλον ο ίδιος του ο εαυτός- του το απαγόρευε βίαια. Όσες σκέψεις κι αν έκανε μέσα στον αχταρμά του μυαλού του, όσες προσπάθειες κι αν κάνανε αυχένας και μάτια, η κατάληξη παρέμενε το ίδιο αποτυχημένη. Το αόρατο χέρι εξουσίαζε τα πάντα πάνω του. Ποτέ δε συναντήθηκε το βλέμμα του με το είδωλό του.
Δεν σκούπισε ούτε μια σταγόνα από πάνω του, παρά κατέληξε μπροστά στην παλιά λευκή πληγωμένη από τα χρόνια και τους κακοχειρισμούς προηγούμενων κατόχων, πόρτα του ψυγείου του. Η μοναδική μπύρα που δροσίζονταν -διότι το ψυγείο δεν κατέβαζε θερμοκρασίες ικανοποιητικές, απλά δρόσιζε τα ελάχιστα υπάρχοντά του- πιάστηκε μέσω της παλάμης του από το λαιμό της, έχασε από ένα απότομο χτύπημά του στην πλάτη της καρέκλας το σκαλπ της και με συνοπτικές διαδικασίες κατέληξε εκεί που της προορίζονταν από γεννησιμιού της. Με δυο ανάσες μόνο.
Ακολούθησε μια μικρή πορεία έως το παράθυρο που έβλεπε ακάλυπτο –παράνομο άνοιγμα στο ελάχιστο φως- και στοχασμοί ολίγων λεπτών. Σκάλισε τον τριχωτό αφαλό του όρθιος ως ήταν, έπαιξε ασυναίσθητα με το χνούδι που για μια φορά ακόμη μαζεύτηκε απρόσκλητο εκεί ακριβώς και με το μακρύ του νύχι μάζεψε από τη έσω πλευρά του ό,τι μαζεύονταν.
Όποιος δεν έγινε πατέρας δεν ξέρει τίποτα. Όποιος δεν πόνεσε, δεν έκλαψε για το παιδί του, δεν θα τον καταλάβει. Όποιος δεν κινδύνεψε να χάσει το παιδί του θα τον χλεύαζε.
Ελάτε, ρε καριόληδες, στη θέση μου, να σας πω εγώ μετά. Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια, λέτε κάποιοι. Οικογένεια και μόνο οικογένεια, σας απαντώ. Σκοτώνω για το παιδί μου, ακούτε καριόληδες; Σκοτώνω ό,τι βρεθεί μπροστά μου. Τίποτα δε θα σεβαστώ. Μήτε πατρίδα, μήτε θρησκεία. Στο διάολο όλα. Άντε γιατί… Σύνορα και μαλακίες, θεοί και δαίμονες! Βρε κι εσείς το ίδιο θα κάνατε. Για ελάτε στο χορό. Μπείτε να χορέψετε -που δεν σας το εύχομαι- μπείτε να χορέψετε κι ελάτε να τα πούμε μετά. Να βλέπω τα βήματά σας και να σας κρίνω. Ο ρυθμός σε πάει μόνος του. Και τους χορευτές ή θα τους σεβαστείς ή θα σε πετάξουν έξω απ’ το χορό. Θα σε ποδοπατήσουν στο λεπτό. Μπήκες στο χορό, θα χορέψεις. Και αφήστε τις φαφλάτες και τις ηθικολογίες. Αυτά είναι για έξω απ’ το χορό. Κι εγώ ρε καριόληδες, που μάθατε να κρίνετε μόνο, έχω δυόμιση χρόνια που χορεύω. Ασταμάτητος χορός μέρα και νύχτα σε ρυθμούς που δε γνώριζα. Δουλειά, γιατρούς, νοσοκομεία, απογοητεύσεις. Χρέη, κλάματα, πόνους, εφιάλτες. Και πάλι από την αρχή. Που θα μου πείτε ‘μένα. Τι κοιτάς, ρε; Κοίτα με στα μάτια άμα σε παίρνει τόσο δα. Κι εσύ κι ο άλλος. Τι κοιτάτε! Με το μαχαίρι στο λαιμό δυόμιση χρόνια. Ούτε για εδώ, μήτε για εκεί. Φίλησα πόδια και κατουρημένες ποδιές. Ποιες ιδεολογίες, ρε, και ποια πίστη! Στο πρώτο εξάμηνο αυτά. Μέχρι να αδειάσει όλο το βιβλιάριο τραπέζης μου. Μέχρι να ξετινάξω και των γονιών μου. Μέχρι να ξεπουλήσω το χτηματάκι -την προίκα της Μαιρούλας, ντε- όσο όσο, σε ‘κείνον τον κερατά που είναι και επίτροπος στην εκκλησία τ’ Άη Δημήτρη. Μέχρι να φύγουν ένα προς ένα τα έπιπλα και όλες οι ηλεκτρικές συσκευές του σπιτιού για μια χούφτα χαρτονομίσματα. Σε έξι μήνες μέσα. Ή τους τα ακουμπάς ή… Σκατά σε όλους σας. Ιδεολογίες… Όλα σκατά, ρε.
Πήγα κι έπιασα δυο φίλους. Το και το. Κάντε ανακοινώσεις, ζητήστε λεφτά από τους κύκλους μας, ρε παιδιά. Δεν υπάρχει Δημόσιο, πώς να το κάνουμε! Δεν υπάρχει Κράτος! Όλα τα διέλυσαν. Είκοσι δύο χρόνια ένσημα πρώτη φορά τους χρειάστηκα και οι πόρτες τους κλειστές. Ελεημοσύνη θέλω, τους είπα. Στα ίσα. Έ-χω α-νά-γκη. Πώς αλλιώς; Μαζέψανε δυο χιλιάρικα. Αυτά όλα κι όλα. Ούτε για ένα μήνα δηλαδή. Να κάνουμε μια συναυλία, ρε παιδιά, να ζητήσουμε βοήθεια από τον δήμο… τόσα χρόνια έτρεχα για όλους τους· τίποτα.
Πήγα στην ενορία μου, στον Άη Δημήτρη. Έπιασα τον παπά-Νεκτάριο που είχαμε πιει και κάνα τσίπουρο κάποτε. Θα βοηθήσουμε όσο μπορούμε, παιδί μου, μα μας βρήκες σε δύσκολη περίοδο, ανακατασκευάζουμε το καμπαναριό, βλέπεις. Πού να πρωτοδώσει ο κόσμος μας; Φτωχή ενορία. Και το καμπαναριό θα πέσει αν το αφήσουμε έτσι. Να πέσει και να σας πλακώσει όλους, βρε παλιοτόμαρα. Πέτρα στην πέτρα να μη μείνει.
Προσευχήθηκα, μετανόησα, ισοπεδώθηκα.
Έριξα τα μούτρα μου ένα πρωινό -ακριβώς μετά την τρίτη θεραπεία- και χτύπησα την πόρτα του Περιφερειάρχη. Κάποιος τον ήξερε, κάποιος του μίλησε, πήρα το θάρρος και πήγα. Τι να ‘κανα; Με δέχτηκε δεν μπορώ να πω. Εκεί στο μεσημέρι. Ας είναι, είπα. Ας είναι. Τόσες δουλειές έχει. Περιφερειάρχης είναι. Θα σε βοηθήσουμε, άνθρωπέ μου. Κι εμείς παιδιά μεγαλώνουμε. Βάζει το χέρι στην τσέπη του, που λες, και μου αφήνει μέσα στις παλάμες μου έξι πενηντάρικα. Έπειτα μου χτυπά την πλάτη λέγοντάς μου ότι ο ίδιος δεν θα καταχραστεί ποτέ του δημόσιο χρήμα. Από τα δικά του μου δίνει. Α, και να μην τον ξεχάσω, είπε. Η ζωή είναι αλισβερίσια, είπε. Ναι, ρε το τομάρι. Δε θα σε ξεχάσω, απάντησα. Τα πήρα και δε θα σε ξεχάσω. Να πω ψέματα; Τα πήρα. Άφωνος, άλαλος κι ανέκφραστος. Κι έφυγα δεν ξέρω κι εγώ πώς. Δε θυμάμαι τίποτα. Μήτε πώς γύρισα στο σπίτι, μήτε πώς ξαναβρέθηκα στο νοσοκομείο ντυμένος με τα ρούχα μου φορεμένα ανάποδα στο πλάι του μικρού.
Ή θα έκλεβα για να φύγουμε στο εξωτερικό -μόνο εκεί στην Ελβετία υπάρχει τρόπος ή έστω ελπίδα- ή θα γινόμουνα ο ρουφιάνος του αφεντικού.
Τα έβαλα κάτω, έκανα κι ένα σχέδιο για το πού και το πώς θα χτυπούσα, έκανα και τον σταυρό μου και ξεχύθηκα βραδιάτικα σε μαγαζάκια της γείτονος πόλης. Για ληστεία. Έτρεμα. Ψάρι όξω απ’ τα νερά του. Κουκούλα, μάσκα ιατρική, γάντια του χειμώνα και ένα μακρύ σταυροκατσάβιδο για την απειλή. Τρομάρα μου.
Απόπειρα πρώτη. Μπακαλικάκι. Το φερμάριζα ώρα. Εν τέλει, αγόρασα ένα μπουκάλι νερό εκτός ψυγείου, άφησα και μπουρμπουάρ…
Απόπειρα νούμερο δύο, ένα ζαχαροπλαστείο. Κέρασα σ’ ένα πιτσιρίκι μια σοκολάτα. Είχε, βλέπεις, τα ματιά του παιδιού μου. Και το χαμόγελό του. Ίδιο ακριβώς. Πριν μου αρρωστήσει…
Δεν είμαι εγώ για τέτοια, το πήρα απόφαση.
Τι με κοιτάτε, ρε; Μουδιάσατε; Τσογλάνια του κερατά, που μου ‘ρθατε για τσαμπουκά, λες και δεν ξέρατε!
Ε, ναι. Έγινα ο ρουφιάνος του αφεντικού μας. Τι να ‘κανα; Καλύτερα να λήστευα; Μα δεν μπορούσα, ρε σας λέω. Τράπεζα; Εδώ δεν μπορούσα ζαχαροπλαστείο θα κοιτούσα τις τράπεζες! Βρε, άντε από ‘κει…
Μου αύξησε τον μισθό. Διπλάσιο. Και μου έδωσε και τριάντα χιλιάρικα δανεικά για αρχή. Θα ακολουθήσει κι άλλο ποσό υποσχέθηκε φτάνει να κάνω σωστά τη δουλειά μου. Θα την κάνω. Κι ας μου κρεμάσετε κουδούνια κι ας μη μου ξαναμιλήσει κανείς. Χέστηκα. Ο μικρός αύριο φεύγει για Ελβετία. Αν ζούσε η Μαιρούλα θα με φιλούσε. Ήρωα θα με ‘φτιαχνε. Άγαλμα θα μου έστηνε. Όλα της τα πήρε ο μικρός. Όλα. Μέχρι και την αρρώστια της…
Έξω, στο πλατύσκαλο ακριβώς, σαν έφευγε το πρωί για την δουλειά, κοντοστάθηκε -έχοντας ακόμη έντονες καούρες από τα λουκάνικα που έφαγε την προηγούμενη- και είδε στον τοίχο της πρόσοψης του σπιτιού του γραμμένη με μαύρη μπογιά τη λέξη ‘Ιούδας’.
Έκανε εικόνα τα μάτια του γιου του και της Μαιρούλας του, βούρκωσε, άπλωσε βήμα, πέταξε την μπλε σακούλα -με όλες τις ενοχές του μέσα της- στον κάδο των απορριμμάτων και έβαλε πλώρη για τις ρουφιανιές του. Τα είχε ζυγίσει όλα στο μυαλό του. Πάντα προς κάπου θα γέρνει το ένα τάσι.
……………