
Παλιά, στα χωριά υπήρχαν θυμάμαι λέξεις που μας ήταν παντελώς άγνωστες. Δεν τις πρόφερε κανένα στόμα γιατί δεν τις είχε ακούσει ποτέ ως τότε κανένα αυτί. Όπως, για παράδειγμα, κανείς στον κόσμο δεν μιλούσε για αστροναύτες πριν από τον Ιούλιο του ’69, έτσι και στο χωριό κανένας δεν κουβέντιαζε για καλοκαιρινές διακοπές. Τόσο άγνωστη ήταν σ’ εμάς η έννοια της φράσης, όσο μια λέξη από ξένη γλώσσα που μπορεί να ακουγόταν γνώριμη, όμως στην ουσία δεν σήμαινε απολύτως τίποτα.
Κι αυτό γιατί από τη μέρα που έκλειναν τα σχολεία, ως τον Σεπτέμβρη που ξανάνοιγαν, οι μόνες «διακοπές» που ως έφηβοι γνωρίζαμε ήταν στα χωράφια του κάμπου. Πότισμα, σκάλισμα, ράντισμα και μάζεμα. Από το τσαπί στην τσουγκράνα και από το φτυάρι στην ψεκαστήρα. Λάσπες ως το γόνατο. Σκόνη πηχτή και ιδρώτας σαν νερό. Από το νυσταγμένο λυκαυγές ως το λυτρωτικό λυκόφως μέσα στα μπαμπακοχώραφα, τις καλαμιές και τις φάρμες. Άλλοτε ξυπόλυτοι στις χορταριασμένες αυλακιές και άλλοτε κρεμασμένοι σαν τα πιθήκια στις φορτωμένες ροδακινιές.
Τη χρονιά εκείνη, 1978 ήταν, ο πατέρας είχε σπείρει σ’ ένα χωράφι πατάτες. «Σπούντα» θυμάμαι τις έλεγαν. Αμερικάνικη ποικιλία, μας είχαν πει. Μεγάλες πατάτες! Δεν χωρούσε δεύτερη η χούφτα σου. Δουλειά ξεθέωμα. Όσο νόστιμη είναι η άτιμη τηγανιτή στο πιάτο, τόσο μόχθο σου ζητάει για να τη βγάλεις από τη γη. Το κορμί σκυμμένο ως κάτω, σαν προσκυνητής χωρίς εκκλησία και τα χέρια σβέλτα. Ο έμπορος περίμενε και Αλβανοί για μεροκάματο δεν υπήρχαν. Εργάτες ήταν όλη η οικογένεια και χασομέρια δεν είχε.
Κι ένα βράδυ, θυμάμαι, μετά το φαγητό που είχε ετοιμάσει η μάνα – τι άλλο από τηγανιτές πατάτες; – είχα πέσει νωρίς για ύπνο. Κορμί δεν όριζα από το ολοήμερο σκύψιμο. Χέρια, πόδια, όλα πιασμένα. Η χαρά του Μορφέα που σ’ αρπάζει στο λεπτό. Ήταν δεν ήταν έντεκα και είχα βυθιστεί με μια ανάσα.
Ένα ξαφνικό κούνημα στο κρεβάτι κι αμέσως ακόμα ένα. Το τζάμι του παραθύρου δίπλα μου έτριξε. Η πόρτα από την καρυδένια ντουλάπα του δωματίου άνοιξε μ’ εκείνον τον συρτό ήχο του μεντεσέ. Χέρι όμως δεν την είχε ξεκλειδώσει. Τα μάτια άνοιξαν ψάχνοντας απορημένα τον απρόσμενο θόρυβο της νύχτας. Όμως το κορμί ακούνητο, από την κούραση.
Σε δευτερόλεπτα, ξανά κούνημα. Πιο δυνατό. Πετάχτηκα. Το πάτωμα έτρεμε. Η μάνα από δίπλα τσίριξε. Φόβος ενστικτώδης και αρχέγονος. Βγήκα τρέχοντας στην αυλή με μια ναυτία όμοια μ’ αυτή που μ’ έπιανε όταν περνούσαμε το ποτάμι με τη βάρκα. Μείναμε στην αυλή να κοιταζόμαστε αμίλητοι, ασάλευτοι και τρομαγμένοι.
Ήταν μακριά η Θεσσαλονίκη και δεν έφταναν ως εμάς οι σπαρακτικες φωνές από τους σαράντα εννιά ανθρώπους που εκείνη ακριβώς την ώρα συνθλίβονταν στα χαλάσματα της πολυκατοικίας στην πλατεία Ιπποδρομίου.
……….
Σημείωση του συγγραφέα: Το παραπάνω διήγημα-χρονογράφημα γράφτηκε με αφορμή τη συμπλήρωση σαράντα εφτά χρόνων από τον καταστροφικό σεισμό στη Θεσσαλονίκη.
…………………………..
