Βιβλίο Λογοτεχνία

Βιβλιοκριτική: Βασίλης Νιτσιάκος “Και το σώμα θυμάται” / γράφει η Χρυσούλα Πατρώνου – Παπατέρπου

Να συστηθώ: Μια μικροαστή, γεννημένη και μεγαλωμένη στην πόλη της Καστοριάς με καταγωγή από τη μεριά του πατέρα το Νεστόριο, και μάλιστα από το Βαριμπόζι, από δε της μητέρας μου, όσο μπορώ να γνωρίζω, από το Πισοδέρι ο παππούς, από την Καστοριά, η γιαγιά.

Καμιά σχέση με τη ζωή στο χωριό, το οποίο, του πατέρα μου φυσικά, γνώρισα όταν ήμουν ήδη έφηβη. Της μάνας μου το πατρογονικό χωριό, μόνο σαν περαστική. Με δυο λόγια: όσες εικόνες και εντυπώσεις είχα και έχω, είναι είτε από αφηγήσεις ή από αναγνώσματα. Άρα, το σώμα δεν θυμάται τίποτε από τα μέρη αυτά.

   Ναι, αλλά έρχεται στα χέρια μου το βιβλίο του Βασίλη Νιτσιάκου, μέσω μιας φιλικής σχέσης με συγγενικό του πρόσωπο, και μπαίνω στον πειρασμό να βάλω το σώμα μου να θυμηθεί κι αυτό κάτι από την παιδική μου ηλικία. Κάτι που να ‘χει σχέση με ζωντανά. Ελάχιστα πράγματα. Τα περισσότερα με ψάρια, γάτες και πουλερικά. (όπως τα πουλερικά Νιτσιάκος!). Αμυδρά και για μια κατσίκα που έδινε ο πατέρας μου σε ένα γειτονόπουλο να πάει να τη βοσκήσει μαζί με πολλές άλλες γειτόνων στην κοντινή πλαγιά, στα πέτρινα χρόνια. Όλα αυτά σαν μια μακρινή εικόνα. Κανένα δέσιμο, καμιά συγκίνηση. Επειδή δε μεγάλωσα στην πόλη που ήταν το κέντρο επιχειρήσεων κατά τα χρόνια του Εμφυλίου, το σώμα άλλα θυμάται και άλλα παραδείχνει.

   Από τη ζωή στο χωριό, εικόνες πολλές και πολύ όμορφες αποκόμισα διαβάζοντας τα «ΑΠΑΝΤΑ» του Κρυστάλλη και καταφεύγω σ’ αυτά κάπου-κάπου για να αντλώ πληροφορίες και να ξεκουράζεται η ψυχή μου από τις αντίστοιχες του άστεως… Τώρα, αν μπορώ να χαρακτηρίσω την Καστοριά άστυ…Γιατί όχι;

   Τέλος πάντων. Με τον Βασίλη Νιτσιάκο παραμάσχαλα, και με πρόθεση κάτι να γράψω για το βιβλίο του, αρχίζω την ανάγνωση και δεν σταματώ παρά μόνο όταν τα μάτια μου δίνουν το σήμα: φτάνει. Διαπιστώνω πως δεν διαβάζω. Τον έχω δίπλα μου και τον ακούω να λέει, να λέει και να μη χορταίνω τη γλώσσα του τη γλαφυρή, τους γύρους του στα ορεινά χωριά της Πίνδου, όπου τον ακολουθώ μαγεμένη με τις απίθανες περιγραφές της καθημερινότητας των κτηνοτρόφων, το δέσιμό τους με τα ζωντανά, όλα με δικό τους όνομα, τη σχέση του μ’ αυτά, τους καημούς και τα βάσανα μα και τα γλέντια και τις χαρές τους.

   Οι θύμησες του σώματος δεν έχουν αρχή και τέλος. «Ψηφίδες βιωματικής λαογραφίας» τις αποκαλεί και έτσι ακριβώς είναι. Τώρα, πώς τοποθετεί την κάθε ψηφίδα για μας που προσπαθούμε να βάλουμε κάποια σειρά, όχι και τόσο απλό. Ξεκινάς και περιμένεις να αραδιαστούν με την…αράδα. Ο Βασίλης, όμως, αλλιώς τις τοποθετεί: θαρρώ ανάλογα με το τι θυμάται κάθε φορά το σώμα του. Το αποτέλεσμα, ένα καταπληκτικό ψηφιδωτό, το οποίο, από όποια μεριά, ή μάλλον όποια σελίδα κι αν το ξεκινήσεις, το ίδιο σοφά θα βρεις τοποθετημένες τις ψηφίδες. Θα δεις, θα γευτείς, θα απολαύσεις τη ζωή του βουνού και της στάνης, θα θαυμάσεις τη σχέση του συγγραφέα με τη φύση και, οπωσδήποτε, την άψογη χρήση της γλώσσας από έναν πράγματι βαθύ γνώστη των άπειρων δρόμων που ανοίγει αυτή με όλα της τα τοπικά ιδιώματα και την ξεχωριστή της ομορφιά. Αθυρόστομος, τρυφερός, κρίνων και επικρίνων. Προπαντός ανθρώπινος, αληθινός.

   Θα τα πάρω, πάντως, από την αρχή, έτσι για να μην μπερδευτώ και σας κουράσω. Θυμάται, λοιπόν το σώμα του, θυμάται την επαφή τη σωματική με τα νεογέννητα αρνάκια που κρατούσε στα χέρια του δυο δυο για να τα πάει στη στάνη, τις μανάδες τους να τρέχουν ξωπίσω του και να γλείφουν τα υγρά των αρνιών μαζί με τα χέρια του…Θυμάται το άγγιγμα του μαστού των προβάτων, όταν έβαζε τα αρνάκια στη θηλή να μάθουν το βύζαγμα. Μαζί με τη θηλή, βύζαιναν και το δάχτυλό του… Είναι δυνατόν να ξεχάσει το σώμα μια τέτοια στιγμή;

   Ή εκείνη την ώρα που ενηλικιώθηκε και έγινε άντρας στα δέκα του χρόνια; Όταν σε μια ανοιξιάτικη μπόρα κι ενώ ετοιμάζονταν για το βραδινό άρμεγμα, το σκηνικό του καιρού έγινε εφιαλτικό, έβαλε τα κλάματα και ο ξάδελφος τού έριξε μια σφαλιάρα λέγοντάς του «Τι κλαις ρε! Εσένα θα κοιτάξουμε ή τα πρόβατα;» Αυτές, δεν είναι περιγραφές ενός απλού γεγονότος. Θέλοντας και μη, συμμετέχεις στα δρώμενα και ανακαλείς στη μνήμη σου αντίστοιχα περιστατικά, όχι απαραιτήτως ποιμενικά, που σε ανάγκασαν να ενηλικιωθείς πριν την ώρα σου και να μυηθείς στον κόσμο των μεγάλων.

   Ο καιρός παίζει κύριο λόγο στην ζωή των κτηνοτρόφων, χειμώνα καλοκαίρι. Μ’ αυτόν πρέπει να παλεύουν συνεχώς, να τον σέβονται με όλα του τα νάζια και τα τερτίπια. Και να τα βγάζουν πέρα, χωρίς δυσάρεστες συνέπειες για τα ζωντανά και για τους ίδιους. Με φρόνηση και υπομονή. Από την κούνια τα διδάσκονται. Εκεί γράμματα και αλφάβητο δεν χρειάζονται απαραίτητα, δεν βλάπτουν, σίγουρα, κιόλας. Και η «Παρθένα Φύση», που κάθε άλλο παρά παρθένα είναι, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας, μια και έπαψε να είναι παρθένα από τη στιγμή που υπάρχει ανθρώπινη κοινωνία και πολιτισμός, είναι το άμεσο περιβάλλον, στο οποίο κινούνται οι άνθρωποι των κοπαδιών. Τα δέντρα παντού τριγύρω τους. Εμείς εδώ στις πόλεις θέλουμε να τα αφανίσουμε και να τα αντικαταστήσουμε με τσιμέντο, πολύ πιο προσοδοφόρο, θεωρούμε. Ξέρουν τι καρπούς δίνουν και πότε, σε τι υψόμετρο ευδοκιμούν και μας λέει ότι ιδιαίτερα τα οπωροφόρα, σηματοδοτούσαν την οργάνωση του χώρου και του χρόνου μ’ έναν καθοριστικό τρόπο, κυρίως για τα παιδιά. Καταλήγει με μία μοναδική σε ένταση, κατά τη γνώμη μου, φράση: Τα δέντρα, η ζωή μας και η ζωή τους…

   Την κλοπή ενός κοπαδιού του πατέρα του από Αλβανούς περιγράφει στις σελίδες 34-36, και επανέρχεται με μαγικό τρόπο σ’ αυτήν σε ένα άλλο κεφάλαιο, στη σελίδα 160, όταν αναφέρεται στον Μπάλιο, ένα άλογο σημαδιακό, με γαλανά μάτια. Γράφει: Σε σύμμασα. Σε εμπιστεύτηκα σε άλλα χέρια. Λίγο μετά Αλβανοί έκλεψαν το κοπάδι του πατέρα μέρα μεσημέρι κοντά στο σύνορο. « Δεν σου το είπα; Το άλογο…»Το ίδιο καλοκαίρι στον κάμπο έβαλαν φωτιά στις καλαμιές, φύσηξε δυνατός αέρας κι ο στάβλος μας με όλες τις ζωοτροφές για το χειμώνα έγινε στάχτη. « Δεν σου το είπα; Το άλογο…» «να δούμε πώς θα τριτώσει το κακό…» « Δεν σου το είπα; Το άλογο… Μου το είπαν τα γερόντια… Κάθε εκατό χρόνια γεννιέται τέτοιο πράμα». Σφάξτε το. Ο Μπάλιος ή Πετρούλης έφυγε πριν λίγους μήνες. Πήγε να συναντήσει τον πατέρα. Να του ειπεί πως δεν έφταιγε αυτός… Οι προκαταλήψεις παίρνουν και δίνουν. Μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει και σήμερα ανάμεσά μας;

   Ακριβώς μετά το κεφάλαιο με την κλοπή του κοπαδιού από τους Αλβανούς, αρχίζει ένα νέο, με τίτλο «Κλεψιά». Άλλο κλοπή, άλλο κλεψιά και περιγράφει τις παιδικές κλεψιές φρούτων από ξένα δέντρα. Αυτή την εμπειρία την έζησα κι εγώ στα παιδικά μου χρόνια, τότε που η πόλη μου είχε και κήπους και αυλές. Τα παιδικά παιχνίδια, τα οποία βοηθούσαν με τον τρόπο τους στη μύηση αγοριών και κοριτσιών στον κόσμο των μεγάλων, είναι κι αυτά μέρος των σωματικών αναμνήσεων του Βασίλη. Νομίζω και των αγοριών στην πόλη μας. Μεικτά παιχνίδια, όμως, ούτε θυμάμαι, ούτε νομίζω πως απολαμβάναμε τότε. Αυστηρές οι προδιαγραφές «καλής και κόσμιας αγωγής» στο… άστυ!

   Τα γουμάρια. Με ονοματεπώνυμο κι αυτά… Κι εκεί διαβάζω πως μέχρι και γομάρια από την Κύπρο μας είχε στείλει η Ούντρα, τότε, με το σχέδιο Μάρσαλ. Τα γουμάρια, λοιπόν, και αισθήματα διέθεταν και συναισθήματα, κι ας, χωρίς αιδώ, αποκαλούμε κάποιον «γομάρι» όταν συμπεριφέρεται άσχημα, πράγμα που τα κακόμοιρα τα ζώα, κατά τον Βασίλη, κάθε άλλο παρά «γαϊδουρινά» φέρονται.

  Την «αντιθετική συμπληρωματικότητα» μεταξύ γεωργίας και κτηνοτροφίας εξηγεί με παραστατικό τρόπο στο κεφάλαιο «Οι Βλάχοι και οι άλλοι» και αναφέρει ένα σωρό παροιμίες σχετικές με τις σχέσεις των δύο . Μου άρεσε ιδιαίτερα το «αν δεν σε χέσει ο Βλάχος το χωράφι, προκοπή δεν έχει!».

   Για το Ζαγάρι, που η αφεντιά μου μέχρι που διάβασα το κεφάλαιο αυτό, συνέδεα τη λέξη μόνο με τιποτένιο άνθρωπο, κάθε άλλο παρά τιμητικό προσδιορισμό χαρακτήρα, έμαθα πως  πρόκειται για τοποθεσία ανάμεσα στο Ντένισκο και το Νιστράμι, βοσκοτόπι δηλαδή, που μάλλον πήρε το όνομά του από το χωριό Άγιος Ζαχαρίας, που οι Βλάχοι, ή μάλλον οι Αλβανοί παλιότερα, μετέτρεψαν σε Ζαγάρι. Εκεί ανακάλυψε ο συγγραφέας- ερευνητής το καθολικό του παλιού μοναστηριού και έμεινε έκθαμβος τόσο από την αρχιτεκτονική του όσο και από τις αγιογραφίες του. Μακάρι να είχα κάποτε την ευκαιρία να θαυμάσω κι εγώ και την τοποθεσία μα και τον ερειπωμένο ναό…

   Απολαυστικό το «Τραϊ γκαβό». Περιγράφει με τόση τρυφερότητα και χιουμοριστική διάθεση το κατσίκι που μεγάλωσε «κιόρο», δηλαδή τυφλό από το ένα μάτι. Πανέμορφο, μας λέει και γλύκας. Πώς να μην τον συμπαθήσουμε κι εμείς;

   Όταν φτάνω στο κεφάλαιο «Ψωμί», αμέσως επανέρχονται στη δική μου μνήμη φράσεις από τα παιδικά μου χρόνια, πολύ πιο πριν από εκείνα του Βασίλη. Ναι, κι εμείς δεν έπρεπε να πετούμε ψωμί στα σκουπίδια, κι εμείς δεν έπρεπε να τρώμε ψωμί μετά τη δύση του ήλιου και πολλά άλλα. Ανατρέχω, ωστόσο, και στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Thomas Bürgenthal, ο οποίος πέθανε πριν δύο χρόνια, ενός από τους πιο γνωστούς παγκοσμίως νομικούς στον τομέα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και δικαστή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ο ίδιος, Εβραϊκής καταγωγής, επέζησε δύο γκέτο, του Auschwitz, της τρομακτικής πορείας θανάτου και του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Sachsenhausen, σε ηλικία δέκα χρονών. Γράφει στη σελίδα 85: «αν και δεν είμαι θρήσκος, θεωρώ ακόμη και σήμερα αμαρτία να πετώ ψωμί. Όσο μπαγιάτικο κι αν είναι, περπατώ χιλιόμετρα για να ταΐσω πουλιά ή, το αφήνω στη γυναίκα μου να το διαχειριστεί.».

   Συνομιλεί, ή μάλλον απευθύνει τον λόγο σ’ ένα κοτσύφι στη σελίδα 140 και καταλήγει με το γνωστό δημοτικό τραγούδι που ψάλλουμε στον τόπο μου τα κάλαντα: «ξενιτεμένο μου πουλί και αλαργινό κοτσύφι…» Ένα κείμενο γεμάτο λυρισμό που εκφράζει τον πόνο και τον νόστο των ξενιτεμένων.

   «Τα πράγματα δεν είναι, γίνονται. Γίνονται μέσα από σχέσεις. Και οι τόποι. Δεν υπάρχουν πρώτα και μετά συσχετίζονται, δημιουργούνται μέσα από τις σχέσεις. Και τα πράγματα και οι τόποι αποκτούν νόημα καθώς διαμεσολαβούν ανθρώπινες σχέσεις. Και έτσι γίνονται. Όταν βλέπουμε τη σχέση του ανθρώπου με τα πράγματα και όχι τις ανθρώπινες σχέσεις όπου τα πράγματα διαμεσολαβούν, χάνουμε το νόημα των πραγμάτων.». Το κράτησα ως υπόμνηση για ό, τι γίνεται γύρω μου, στις καθημερινές μου σχέσεις. Αυτά στη «Ρόκα και το Φούσο»

 Όσο για το «μαύρο πρόβατο», με βάση .και την κτηνοτροφική του εμπειρία, μας λέει πως δεν είναι το «μαύρο πρόβατο» των άλλων. Συνεχίζει λέγοντας πως στους κτηνοτρόφους, γενικά, δεν υπάρχει κάποια προκατάληψη απέναντι στο μαύρο πρόβατο. Τα μαυροκέφαλα, μάλιστα, εκτιμώνται ιδιαίτερα για την ομορφιά τους και συχνά τα κάνουν γκισέμια αρματώνοντάς τα με μεγάλα κουδούνια. Σε κάθε σελίδα κι ένας θησαυρός γνώσεων για τη ζωή των κτηνοτρόφων, μία ενδελεχής μελέτη, τόσο περίτεχνα δουλεμένη, δοσμένη όμως με μία μοναδική απλότητα και μαστοριά.

    Στο διήγημα «Μπόσια», απολαυστικό πράγματι, μας περιγράφει τη δική του διονυσιακή εμπειρία πρώτης επαφής με τις Φρασεριώτισσες που κατουρούσαν όρθιες, διότι, φυσικά δεν φορούσαν βρακί ενώ την ίδια ώρα σκάλιζαν στα χωράφια. Πολλές αναφορές στα τελετουργικά, και την εθιμική ελευθεριότητα των κοινωνιών στα μέρη αυτά.

    Οι «Γκρεκοί και Βλάχοι», μια πολύ προσεκτική μελέτη πάνω στη κατηγοριοποίηση των κατοίκων μιας περιοχής ανάλογα με τις εθνοτικές ομάδες από την οποία αποτελείται η περιοχή αυτή. Πραγματικός θησαυρός, το κείμενο. Κάπου, στο τέλος, καταλήγει: Σκεφτείτε τον Γκέργκι- αν το προφέρω σωστά- να βρίσκεται στο δίλημμα αν είναι Βλάχος ή Αλβανός. Στο παραπάνω πλαίσιο το δίλημμα δεν τίθεται, διότι οι δύο ταυτότητες είναι διαφορετικής κατηγορίας. Δεν προκύπτουν ως αμοιβαία αποκλειόμενες αλλά ως η μία μέρος της άλλης, καθώς η επιμέρους εθνοτική καθίσταται τμήμα της ευρύτερης εθνικής ταυτότητας ή, γιατί όχι, υποτάσσεται σ’ αυτή.

   Στα «δάχτυλα δεν είναι ίσα», σκιαγραφείται όλη η μαγκιά του Έλληνα και, δυστυχώς, δίκιο έχει. Και τελειώνω με τον απερίγραπτο, εξαιρετικό «Εγώ ο Στυλιανός». Το απόλαυσα, συγκινήθηκα, έκλαψα και γέλασα.

Σας συνιστώ ανεπιφύλακτα την ανάγνωση του βιβλίου «Το σώμα θυμάται». Θα θυμηθείτε πολλά κι ας μην είναι ακριβώς το δικό σας σώμα που τα θυμάται.

   Εύχομαι στον συγγραφέα του καλοτάξιδο και σύντομα να μας χαρίζει κι άλλα ενθυμήματα.

…..

(* Η Χρυσούλα Πατρώνου – Παπατέρπου είναι συγγραφέας-μεταφράστρια)

………………..

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ