Άρθρα Κοινωνία

“Η Κοινωνία της Αχρειότητας” / γράφει ο Άρης Ορφανίδης

Η λέξη «αχρειότητα» δεν είναι καινούργια. Εντοπίζεται ήδη στα αρχαία ελληνικά κείμενα, και σηματοδοτεί την εσωτερική αποσύνθεση του ήθους, την απώλεια του μέτρου, την έκπτωση από την αρετή. Δεν υποδηλώνει απλώς ηθική αναξιότητα, αλλά την απουσία εκείνων των όρων που καθιστούν έναν άνθρωπο ή μια κοινωνία άξια σεβασμού. Στην εποχή μας, η αχρειότητα παύει να είναι εξαίρεση· γίνεται δομή, επιβλητική κανονικότητα. Έχουμε εισέλθει σε μια φάση ιστορική όπου ο κυνισμός, η ιδιοτέλεια, η επιτήδευση και η ηθική αφασία ορίζουν τον «μέσο όρο».

Η λέξη “αχρειότητα” παραπέμπει στην ηθική ευτέλεια, στην απουσία αξιών, στην εσωτερική αξιακή έκπτωση και παρακμή του ανθρώπου. Δεν πρόκειται απλώς για μια κοινωνική δυσλειτουργία, αλλά για μια βαθιά υπαρξιακή κρίση που διαπερνά τους θεσμούς, τις συμπεριφορές, τον ίδιο τον τρόπο ύπαρξης. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, βιώνουμε έναν συλλογικό εκφυλισμό του λόγου, του ήθους και της ευθύνης – μια πορεία προς την αχρειότητα, όχι ως πρόσκαιρο φαινόμενο, αλλά ως δομική πραγματικότητα.

Η κοινωνία της αχρειότητας δεν προκύπτει εξαιτίας μεμονωμένων εκτροπών ή κακών ηγετών. Είναι το αποτέλεσμα της μακρόχρονης διάβρωσης των αξιακών θεμελίων ενός πολιτισμού. Το διακύβευμα δεν είναι μόνο θεσμικό ή πολιτικό· είναι υπαρξιακό. Ο σύγχρονος άνθρωπος μοιάζει να έχει αποδεχτεί την ηθική σχετικοποίηση ως απαράβατο κανόνα: δεν υπάρχει το καλό, παρά μόνο το χρήσιμο, το αποτελεσματικό, το λειτουργικό. Όπως έγραφε ο Μαξ Βέμπερ, η «ορθολογικότητα του μέσου» έχει αποσυνδεθεί από την «ηθικότητα του σκοπού». Ο άνθρωπος μετατρέπεται σε μονάδα αξιολόγησης, ποσοτικοποίησης, διαχείρισης – όχι σε φορέα νοήματος.

Η κοινωνία της αχρειότητας αναδύεται μέσα από μια γενικευμένη κουλτούρα ηθικού σχετικισμού, όπου κάθε αξία καθίσταται διαπραγματεύσιμη και το μόνο κριτήριο απομένει η χρησιμότητα ή, ακριβέστερα, η ωφελιμότητα και η ιδιοτέλεια. Ο Καντ, στην Κριτική του Πρακτικού Λόγου, προβάλλει το αίτημα να πράττουμε κατά τρόπο ώστε να μπορούμε να θέλουμε η πράξη μας να καταστεί καθολικός νόμος. Σε αντίθεση με αυτήν την αρχή της καθολικεύσιμης ηθικής, η κοινωνία της αχρειότητας λειτουργεί με το ακριβώς αντίθετο πρόταγμα: το «ό,τι με συμφέρει». Ο άνθρωπος δεν είναι πλέον σκοπός καθ’ εαυτόν αλλά εργαλείο· ο άλλος δεν είναι εταίρος του κοινού βίου, αλλά εμπόδιο ή μέσο για προσωπική ανέλιξη. Ο Καντ υπερασπίζεται την αυτονομία του ηθικού υποκειμένου, που πράττει όχι από φόβο ή προσδοκία ανταμοιβής, αλλά από σεβασμό προς τον ηθικό νόμο. Στην κοινωνία της αχρειότητας, όμως, ο ηθικός νόμος καταστρατηγείται: ο άνθρωπος παύει να θεωρείται αυτοσκοπός και μετατρέπεται σε εργαλείο.

Αυτή η εργαλειοποίηση του ανθρώπου είναι εμφανής στον δημόσιο λόγο. Η πολιτική, αντί να συγκροτείται ως χώρος κοινού λόγου και κοινού αγαθού, διολισθαίνει σε επικοινωνιακές τεχνικές και διαχείριση εντυπώσεων. Ο πολιτικός δεν πείθει δια της αλήθειας, αλλά δια της επιτήδειας προσαρμογής στο θυμικό των μαζών. Η ευθύνη μετατρέπεται σε αφήγημα, και το ψεύδος δεν θεωρείται ανηθικότητα, αλλά εργαλείο στρατηγικής. Σε τέτοιο πλαίσιο, η αχρειότητα δεν είναι το αντίθετο της ικανότητας· είναι η κυρίαρχη μορφή ικανότητας στον διαστροφικό καθρέφτη της εξουσίας.

Στο πολιτικό πεδίο, αυτή η μετάλλαξη είναι εξόφθαλμη. Οι ηγεσίες –σε Ελλάδα και αλλού– λειτουργούν σε ένα πλαίσιο απόλυτης αποϊδεολογικοποίησης και κυνικής επικοινωνίας. Οι λέξεις αδειάζουν από νόημα· η «ευθύνη» είναι αφήγημα, όχι πράξη· η «συγγνώμη» εργαλείο επιβίωσης· η «δημοκρατία» θέατρο εντυπώσεων. Ο λαϊκισμός, δεξιός ή αριστερός, δεν είναι απλώς ρητορική· είναι η επίσημη γλώσσα της αχρειότητας. Δεν πείθεις με επιχειρήματα, αλλά με διαφημιστικά τρικ. Δεν κυβερνάς με αρχές, αλλά με στρατηγικές συγκάλυψης. Η διαφθορά δεν κρύβεται αλλά τουναντίον αποθεώνεται, μεταμφιεσμένη μάλιστα (τι περισσό θράσος!!!) σε επιτυχία.

Ωστόσο, η κοινωνία της αχρειότητας δεν είναι μονοσήμαντα αποτέλεσμα των “επάνω”. Δεν φταίνε μόνο οι ηγέτες. Η κοινωνία της αχρειότητας συντηρείται από τη συνενοχή των πολλών. Όταν οι πολίτες αποδέχονται το ψεύδος ως «αναγκαίο κακό», όταν εξισώνουν τον έντιμο με τον απατεώνα, όταν δεν θυμώνουν πια μπροστά στην προσβολή της αξιοπρέπειας, τότε η δημοκρατία εκφυλίζεται σε θεατρικό διάλειμμα. Το ήθος των πολιτών, όπως το φαντάστηκε ο Ρουσσώ, δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στο θεσμικό πλαίσιο· απαιτεί παιδεία ελευθερίας και εσωτερική πειθαρχία. Σήμερα, όμως, η κυρίαρχη παιδεία είναι εργαλειακή, τεχνοκρατική, απονευρωμένη από αξιακά περιεχόμενα. Οι νέοι μαθαίνουν να «πετυχαίνουν», όχι να στοχάζονται. Μαθαίνουν να «πουλάνε» τον εαυτό τους, όχι να καλλιεργούν τον εαυτό τους. Όταν οι πολίτες παύουν να διακρίνουν την ποιότητα από την προσποίηση, όταν επιβραβεύουν το θράσος και την ιδιοτέλεια, όταν δεν απαιτούν λογοδοσία αλλά αρκούνται στην ατομική εξυπηρέτηση, τότε η ηθική πτώση γίνεται συλλογική. Η φαινομενικά αθώα φράση “όλοι ίδιοι είναι” δεν είναι ουδέτερη· είναι δήλωση παραίτησης, άρνηση διάκρισης, αποδοχή του μηδενός. Στην πραγματικότητα, όπως υπαινίσσεται η Χάνα Άρεντ στη θεωρία της κοινοτοπίας του κακού, το κακό δεν χρειάζεται τέρατα· αρκούν πρόσωπα καθημερινά που παύουν να σκέφτονται ηθικά.

Το φαινόμενο αυτό ενισχύεται από την πολιτισμική μετάλλαξη που βιώνουμε. Η αχρειότητα διαποτίζει ακόμη και το αισθητικό πεδίο. Η κυριαρχία της εικόνας –εφήμερης, εύπεπτης, εντυπωσιακής– αλλοιώνει το αισθητικό κριτήριο. Το κιτς, η υπερβολή, το χυδαίο πλασάρονται ως «κουλτούρα». Οι τηλεοπτικές περσόνες, οι ψηφιακοί «ήρωες», οι influencers του τίποτα, αποτελούν πλέον πρότυπα. Και η τέχνη –σε μεγάλο της μέρος– σιωπά ή προσαρμόζεται. Η αισθητική υποχώρηση –η αποθέωση του κιτς, της επιφάνειας, του εύκολου– δεν είναι απλώς θέμα γούστου, αλλά σύμπτωμα βαθύτερης αξιακής κρίσης. Όταν ο πολιτισμός γίνεται κατανάλωση εικόνας και όχι έκφραση νοήματος, όταν η τέχνη υπηρετεί την αγορά και όχι την αλήθεια, τότε και το συλλογικό ήθος αλλοιώνεται. Η κοινωνία της αχρειότητας δεν απορρίπτει απλώς την ηθική· την αντικαθιστά με έναν κενό ηδονισμό, που βαφτίζει την ασημαντότητα “ελευθερία” και την αδιαφορία “ανοχή”.

Η Κοινωνία της Αχρειότητας τρέφεται από τη λήθη. Όχι την απλή λήθη του παρελθόντος, αλλά τη λήθη της δυνατότητας για κάτι άλλο. Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ έλεγε πως «ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος» – και σε αυτό ακριβώς εστιάζει το δράμα της αχρειότητας: στην εγκατάλειψη της ελευθερίας για χάρη της ευκολίας. Η αχρειότητα δεν συνίσταται απλώς στην κατάρρευση της ηθικής· είναι υποκατάσταση του νοήματος με το βολικό. Είναι η ηδονή της αδιαφορίας· η συνήθεια του «να περνάς καλά» χωρίς να σκέφτεσαι τι σημαίνει το «καλά».

Μέσα σε αυτό το σκοτεινό τοπίο, προβάλλει όμως και το ερώτημα: υπάρχει εναλλακτική; Μπορούμε να αντισταθούμε στην αχρειότητα χωρίς να γίνουμε οι ίδιοι κυνικοί ή μισάνθρωποι; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, αλλά είναι δυνατή. Ξεκινά από την εκ νέου καλλιέργεια του ήθους, της παιδείας, της ευθύνης. Δεν πρόκειται για επιστροφή σε κάποια “καλή παλιά εποχή”, αλλά για την ανάκτηση της ικανότητας του κριτικού στοχασμού, της αληθινής παιδείας – εκείνης που δεν εκπαιδεύει υπηκόους αλλά πολίτες. Πολίτες με αιδώ, με διάθεση συμμετοχής, με εσωτερική πειθαρχία, με όραμα προόδου.

Χρειαζόμαστε πολίτες που δεν θα ικανοποιούνται με το «λιγότερο κακό», αλλά θα διεκδικούν το «καλύτερο δυνατόν». Που θα τολμούν να πουν «όχι» όταν όλοι χειροκροτούν, που θα υπερασπίζονται τον αδικημένο ή τον διαφορετικό όταν όλοι τον διαπομπεύουν.

Η αντίσταση στην αχρειότητα δεν είναι πρωτίστως πολιτικό σχέδιο· είναι υπαρξιακή στάση. Είναι η άρνηση να συμβιβαστεί κανείς με το ελάχιστο, η απόφαση να σκέφτεται και να πράττει με γνώμονα το “πρέπει” και όχι το “συμφέρει”. Είναι η απόπειρα να αρθρωθεί ξανά λόγος δημόσιος που να μην προσβάλλει τη νοημοσύνη και την αξιοπρέπεια. Είναι, εν τέλει, η πράξη εκείνη που βλέπει στον Άλλον όχι ένα μέσο ή έναν αντίπαλο, αλλά έναν συμμέτοχο του κόσμου.

Η Κοινωνία της Αχρειότητας δεν είναι φυσικός νόμος, αλλά συλλογική επιλογή και ατομική ευθύνη. Μπορούμε ακόμη να επιλέξουμε έναν άλλο προσανατολισμό – δύσκολο, αντιδημοφιλή, αλλά βαθύτατα ανθρώπινο. Αρκεί να θυμηθούμε ότι ο κόσμος δεν αλλάζει πρώτα με νόμους ή διατάγματα αλλά με ανθρώπους που επιμένουν να σκέφτονται συνεργατικά, να αγαπούν και να πράττουν με αξιοπρέπεια. Ίσως τελικά η αχρειότητα να μην είναι το τέλος της ηθικής, αλλά το εφαλτήριο από το οποίο μπορεί να αναγεννηθεί απ’ τις στάχτες της.

……………….

banner-article

Ροη ειδήσεων