Αναγνώστες Λογοτεχνία Πολιτισμός

Διονύσης Διαμαντόπουλος “Μεγάλη αγαπημένη”

Δύο τριγωνικές χειρολαβές που κρέμονταν με ιμάντες δεξιά κι αριστερά πάνω από το κρεβάτι κρατούσαν τα χέρια του ψηλά και ανοιχτά μεταξύ τους για να βρίσκονται μακριά από το πληγιασμένο σώμα του. Το σεντόνι που σκέπαζε τη γύμνια του ήταν προσεκτικά τεντωμένο στα πλαϊνά κάγκελα για να μην έρχεται σε επαφή με τα τραύματά του. Αν δεν βρισκόταν πάνω σε νοσοκομειακό κρεβάτι θα έμοιαζε με τον Εσταυρωμένο τη στιγμή της Αποκαθήλωσης.

Παρά την εντελώς άβολή και κουραστική στάση που ώρες ώρες μυρμήγκιαζε το κορμί του, ο Ξενοφώντας έκανε ιώβεια υπομονή και σπάνια παραπονιόταν στις νοσοκόμες που μπαινόβγαιναν στο μονόκλινο δωμάτιό του φορώντας μάσκες και ολόσωμες φόρμες προστασίας. Ο κίνδυνος μόλυνσης των πληγών ήταν μεγάλος και ο Έλληνας ασθενής έπρεπε να είναι καλά προστατευμένος.

Λίγες μέρες πριν, ο Ξενοφώντας, σφαδάζοντας από τους πόνους μεταφερόταν με ασθενοφόρο από το λιμάνι του Νόρφολκ της Βιρτζίνια στο γειτονικό νοσοκομείο του Νιούπορτ Νιουζ. Το πλοίο του με το όνομα «Άνδρος», ένα φορτηγό τύπου λίμπερτυ δέκα χιλιάδων τόνων, από αυτά που είχαν παραχωρήσει οι ΗΠΑ στην Ελλάδα μετά τη λήξη του β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε δέσει ανοιχτά του λιμανιού περιμένοντας να φορτώσει κάρβουνο όταν, με εντολή του πρώτου μηχανικού, είχαν αρχίσει από νωρίς το πρωί εργασίες συντήρησης στο λεβητοστάσιο.

Κατά τις οκτώ είχαν ξυπνήσει και τον Ξενοφώντα που βρισκόταν στον πιο βαθύ του ύπνο αφού ως τρίτος μηχανικός έκανε πάντοτε βάρδια 12 με 4 το πρωί. Καθώς όμως είχε ανάγκη από τις υπερωρίες, πετάχτηκε από το κρεβάτι, έριξε στα γρήγορα λίγο νερό στο πρόσωπό του, φόρεσε τις σκουρόχρωμες φόρμες, αυτές που έκρυβαν τις βρωμιές από τα λάδια και τα γράσα των μηχανών και βγήκε  αγουροξυπνημένος από την καμπίνα του.

Κρατώντας σφιχτά τη μεταλλική κουπαστή άρχισε να κατεβαίνει την  απότομη στενή σκάλα που οδηγούσε στην κοιλιά του πλοίου. Στα ρουθούνια του ένιωθε έντονα την αλλαγή του αέρα, καθώς η ευχάριστη πρωινή δροσιά του καταστρώματος έδινε γρήγορα τη θέση της σε μια πνιγηρή ζέστη που προερχόταν από τον ατμό των μηχανών και τη βαριά μυρωδιά του πετρελαίου και του καμένου λαδιού.

Είχε συνηθίσει αυτόν τον αποπνικτικό συνδυασμό της αόρατης κάπνας και της κορεσμένης μυρωδιάς του λεβητοστάσιου που με τον καιρό είχε νοτίσει βαθιά τα ρούχα και το δέρμα του. Μηχανικός ήταν εξάλλου, που φιλοδοξούσε κάποτε να γίνει πρώτος και οι μηχανές των πλοίων ήταν η μεγάλη του αγάπη. Από τότε που φοιτούσε στον «Πυθαγόρα», τη νυχτερινή σχολή μηχανικών του εμπορικού ναυτικού στον Πειραιά, δεν έβλεπε ποτέ τις μηχανές σαν ψυχρές και άψυχες κατασκευές, αλλά σαν ζωντανές γιγάντιες μεταλλικές καρδιές που πάλλονταν στον δικό τους ρυθμό για να δώσουν ζωή και κίνηση στο πλοίο.

Με πείσμα, επιμονή και μελέτη είχε μάθει καλά τα σωθικά των μηχανών στα λίμπερτυ και είχε γίνει ο αγαπημένος τρίτος του πρώτου μηχανικού. Αυτός ήταν ο λόγος που τη μοιραία εκείνη ημέρα τον είχαν σηκώσει από το κρεβάτι πριν ακόμα χορτάσει τον ύπνο του. Ο φλογαβλωτός ατμολέβητας έπρεπε να επισκευαστεί το συντομότερο καθώς παρουσίαζε μειωμένη απόδοση των ορίων ατμοπαραγωγής και ο Ξενοφώντας ήταν ο πλέον ειδικός σ’ αυτό.

Αφού πέρασε και τον τελευταίο μπουλμέ βρέθηκε στο βασίλειο της φωτιάς και του σιδήρου με τα μέλη του πληρώματος της μηχανής να κινούνται σαν σκιές στο μισοσκόταδο. Τα πρόσωπά τους γυάλιζαν από τον ιδρώτα. Οι λαχανιασμένες ανάσες τους ακούγονταν κοφτές, ενώ το βλέμμα τους μαρτυρούσε πως δεν είχαν ιδέα για το πώς θα επισκεύαζαν τη ζημιά.

Ο Ξενοφώντας πλησίασε και έστησε το αυτί του ακούγοντας προσεκτικά το γουργουρητό του λέβητα. Ύστερα, τράβηξε από την πίσω τσέπη του ένα κομμάτι στουπί και καθάρισε καλά τα ρολόγια για να ελέγξει την ικανότητα παροχής ατμού και τα όρια μεταβολής της ατμοπαραγωγής. Ανεβοκατέβασε μερικές ασφάλειες στον πίνακα ελέγχου. Δοκίμασε να ανοιγοκλείσει μερικούς διακόπτες, ώσπου διαπίστωσε πως το πρόβλημα βρισκόταν σε ένα επιστόμιο. Από αυτά που βρίσκονταν στο σώμα του λέβητα και οδηγούσαν τον ατμό στα διάφορα συστήματα του πλοίου.

Ζήτησε να του φέρουν ένα συγκεκριμένο κλειδί και χωρίς καθυστέρηση άρχισε να επισκευάζει το επιστόμιο. Ένα σύριγμα ατμού ακούστηκε ξαφνικά και αμέσως μετά ένας απότομος πνιχτός ήχος. Πριν προλάβει να καταλάβει τι συνέβαινε και να αντιδράσει, ένα κύμα καυτού ατμού με ζεματιστό νερό πετάχτηκε ορμητικά από το επιστόμιο πέφτοντας πάνω στο στήθος και την κοιλιά του.  Τινάχτηκε ολόκληρος. Ούρλιαξε από τον πόνο. Η ανάσα του κόπηκε.  Κραυγάζοντας προσπάθησε να βγάλει από πάνω του τη φόρμα που σαν πυρωμένο σίδερο είχε κολλήσει στο κορμί του. Από το τρέμουλο δεν μπορούσε να πιάσει τα κουμπιά. Την τράβηξε δυνατά από το ύψος του γιακά και την ξέσχισε ως κάτω. Με λαχανιασμένη την ανάσα από τους φρικτούς πόνους άρχισε να τρέχει προς τη σκάλα. Βγήκε στο κατάστρωμα ελπίζοντας πως ο δροσερός αέρας θα απάλυνε το μαρτύριό του από το τσούξιμο που γινόταν όλο και πιο ανυπόφορο.

Έτρεξαν κοντά του ο καπετάνιος και ο πρώτος μηχανικός. Τον ξάπλωσαν στον διάδρομο του ακομοδέσιου, δίπλα από μια πόρτα όπου έκανε ρεύμα. Από κοντά και ο υποπλοίαρχος με το φαρμακείο στο χέρι. Όμως τι να του έκανε κι αυτός; Ούτε γιατρός ήταν ούτε φάρμακα είχε για τόσο μεγάλα εγκαύματα.  Ο καπετάνιος έδωσε αμέσως εντολή να σφυρίξει συνθηματικά η μπουρού καλώντας για βοήθεια. Μέχρι να έρθει ένα ρυμουλκό για να τον βγάλει στη στεριά, κάποια μέλη του πληρώματος   είχαν αρχίσει τα γιατροσόφια. Άλλος του έβαζε μελάνι. Άλλος πασάλειβε τις πληγές με πελτέ ντομάτας, ενώ ο μάγειρας επέμενε να του βάλουν μέλι. Ό,τι είχε ακούσει ο καθένας στο χωριό του για να καλμάρουν τους πόνους που τον έκαναν να σφίγγει τα δόντια και να χτυπιέται σαν το ψάρι έξω από το νερό.

Με το κορμί μελανοκόκκινο από το μελάνι και την ντομάτα και μην σταματώντας λεπτό να βογγάει, ο Ξενοφώντας μεταφέρθηκε με το ασθενοφόρο στην κλινική εγκαυμάτων του νοσοκομείου του Νιούπορτ Νιουζ. Την αρχική έκπληξη των γιατρών για τα ελληνικά γιατροσόφια ακολούθησε η επίπονη προσπάθειά τους να καθαρίσουν από πάνω του το μελάνι και να απολυμάνουν τις ανοιχτές πληγές που είχαν προκαλέσει τα δεύτερου βαθμού εκτεταμένα εγκαύματα.

Μετά την περιποίηση των τραυμάτων ο Ξενοφώντας οδηγήθηκε στο μονόκλινο δωμάτιο του δευτέρου ορόφου απ’ όπου μπορούσε να δει κανείς όλο το λιμάνι της πόλης. Εκτός από τον ίδιο που, καθηλωμένος στο κρεβάτι του και με τα χέρια κρεμασμένα ψηλά, η μόνη θέα  που έπεφτε στα μάτια του ήταν η λευκή οροφή του δωματίου.

Μια βδομάδα μετά, οι φυσαλίδες στο σώμα του είχαν αρχίσει να υποχωρούν, όχι όμως και ο πόνος που ώρες ώρες ήταν διαπεραστικός και μόνο τα παυσίπονα μπορούσαν να τον καταπραΰνουν. Το δέρμα του σε κάποια σημεία είχε πάρει μια ροδαλή απόχρωση, ενώ αλλού είχε δημιουργήσει σκουρόχρωμες ουλές. Ήθελε να ρωτήσει τους γιατρούς που τον επισκεπτόταν πρωί βράδυ για την πορεία της υγείας του, αλλά τα περιορισμένα αγγλικά του δεν τον βοηθούσαν. Και από το καράβι δεν είχε φανεί κανείς για να κάνει τον μεταφραστή. Βέβαια και να ήθελε κάποιος δεν θα μπορούσε, αφού το επισκεπτήριο δεν επιτρεπόταν σε κανέναν, ενώ λίγες μέρες μετά το ατύχημα το λίμπερτυ, φορτωμένο με κάρβουνο, είχε σαλπάρει για το Ρότερνταμ. Το φορτίο έπρεπε να παραδοθεί στη συμφωνημένη ημερομηνία και ο οίκτος δεν περιλαμβάνεται ποτέ στους υπολογισμούς των ναυτιλιακών εταιρειών.

Έτσι, εντελώς μόνος και ακίνητος πάνω σε ένα κρεβάτι, μετρούσε τις ώρες και τις μέρες αγωνιώντας για την πορεία της υγείας του και για τον χρόνο που θα απαιτούσε η ανάρρωσή του. Το μόνο που τον παρηγορούσε ήταν κάποια «very good» που του έλεγαν οι γιατροί και οι νοσοκόμες στο τέλος των επισκέψεων κουνώντας ικανοποιημένοι το κεφάλι τους.

Και καθώς στις ώρες της μοναξιάς ο νους του ανθρώπου συνηθίζει να γυρίζει στα περασμένα, λες και έχει έναν δικό του τρόπο να δραπετεύει από τα μεγάλα προβλήματα, ο Ξενοφώντας ταξίδευε συχνά πίσω στο χωριό του στη Χαλκιδική. Τότε που δούλευε παραγιός βόσκοντας γελάδια και πρόβατα καβάλα στο γαϊδουράκι του. Θυμόταν το κουραστικό θέρισμα με το δρεπάνι και το μεροκάματο που δεν ήταν παρά μερικοί τενεκέδες σιτάρι για το ψωμί της οικογένειάς του. Άλλοτε πάλι έφερνε στον νου του τη σκληρή δουλειά στα καμίνια παραγωγής ξυλοκάρβουνου όπου δεν μαύριζαν μόνο τα ρούχα και το πρόσωπό του αλλά και η ψυχή του, αφού το πενιχρό μεροκάματο δεν έφτανε να ταΐσει τα νεανικά του όνειρα.

Πιο έντονα όμως σκεφτόταν την κάθοδό του στην Αθήνα αμέσως μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του και τη θητεία του στο πολεμικό ναυτικό. Τότε που, με τη βοήθεια ενός υπαξιωματικού στον ναύσταθμο της Σαλαμίνας, είχε μάθει καλά ό,τι είχε σχέση με τις παλινδρομικές ατμομηχανές και τους λαβύρινθους των ατμοστρόβιλων. Από τότε είχε αγαπήσει τις μηχανές των πλοίων που τον οδήγησαν στη συνέχεια στη σχολή μηχανικών του εμπορικού ναυτικού. Και από τη σχολή μηχανικών στο πρώτο του μπάρκο με ένα λίμπερτυ από το Μάντσεστερ στην Αργεντινή. Έναν ολόκληρο μήνα είχε κρατήσει εκείνο το παρθενικό ταξίδι. Για έναν μήνα το μάτι του δεν έβλεπε παρά μόνο τον μολυβένιο ουρανό και τους δαντελένιους αφρούς της θάλασσας. Γι’ αυτόν όμως ήταν ο μήνας του μέλιτος με τη μεγάλη του αγαπημένη. Τη θάλασσα.

Αλλά καθώς δεν υπάρχει αληθινή αγάπη απαλλαγμένη από βαθιές πληγές και πόνο, ο Ξενοφώντας πλήρωνε το αντίτιμο της αγάπης του στον απέραντο υγρό καθρέφτη του ουρανού ξαπλωμένος πάνω σε ένα νοσοκομειακό κρεβάτι, με τα εγκαύματα να σφίγγουν το δέρμα του σαν να τον τρυπούσαν χιλιάδες καυτές βελόνες.

Μια από εκείνες τις ημέρες που ο νους του Ξενοφώντα αναπολούσε και πάλι νοσταλγικά τα περασμένα και ενώ οι πληγές του είχαν αρχίσει σιγά σιγά να κλείνουν, μπήκε απρόσμενα στο δωμάτιό του μια νοσοκόμα. Δίπλα της στεκόταν μία ευπαρουσίαστη και χαμογελαστή γυναίκα που το μάτι του δεν την έκανε πάνω από πενήντα. Πριν προλάβει η νοσοκόμα να κάνει τις αναγκαίες συστάσεις, η άγνωστη γυναίκα πλησίασε το κρεβάτι. «Είμαι η Κατερίνα» είπε ευγενικά, με τον Ξενοφώντα να την κοιτάζει έκπληκτος, ρίχνοντας ταυτόχρονα το βλέμμα του στο  σεντόνι να δει αν σκέπαζε καλά τη γύμνια του.

Όταν η νοσοκόμα τους άφησε μόνους, έπιασαν αμέσως την κουβέντα. Ο Ξενοφώντας της μίλησε για την περιπέτειά του στο καράβι ενώ η  Κατερίνα του διηγήθηκε την οικογενειακή της ιστορία. Για τους γονείς της, που είχαν φτάσει στην Αμερική μετανάστες από την Πελοπόννησο. Για τον άντρα της, που εργαζόταν σε πλωτή πλατφόρμα πετρελαίου στον κόλπο του Μεξικού και για τη συνήθειά της να επισκέπτεται τα νοσοκομεία του Νόρφολκ και του Νιούπορτ Νιουζ προσφέροντας βοήθεια σε Έλληνες ασθενείς που είχαν ανάγκη και ήταν μόνοι.

Από την ημέρα εκείνη η Κατερίνα επισκεπτόταν σχεδόν κάθε μέρα τον Ξενοφώντα. Του έφερνε καλομαγειρεμένα σπιτικά φαγητά, του έκανε συντροφιά που είχε τόσο ανάγκη, ενώ συχνά έκανε τον διερμηνέα με τους γιατρούς και τις νοσοκόμες. Ο Ξενοφώντας την έβλεπε σαν το δώρο που του είχε στείλει αναπάντεχα ο Θεός. Σαν τη μάνα του που τον φρόντιζε παιδί όταν αρρώσταινε. Σαν τη μεγαλύτερη τύχη μέσα στην ατυχία του.

Λίγες μέρες αργότερα οι γιατροί του έδωσαν το πολυπόθητο εξιτήριο. Η χαρά του έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν ο πράκτορας από το γραφείο της πλοιοκτήτριας εταιρίας στη Νέα Υόρκη τον ειδοποίησε να μείνει για μια βδομάδα σε ένα ξενοδοχείο περιμένοντας να επιβιβαστεί, ως τρίτος μηχανικός, στο δεξαμενόπλοιο «Λεωνίδας» που θα έπιανε στο Νόρφολκ για να ξεφορτώσει. Η αγωνία του ως τότε ήταν μεγάλη καθώς υπήρχε η πιθανότητα να χάσει τη θέση του τρίτου που του προσέφερε μια σημαντική επιπλέον αμοιβή.

Την επόμενη κιόλας ημέρα από το εξιτήριό του, ο Ξενοφώντας βρισκόταν καλεσμένος για γεύμα στο σπίτι της Κατερίνας. Τον είχε υποδεχτεί στην πόρτα η κόρη της Αλεξάνδρα. Μια όμορφη κοπέλα με μακριά σγουρά μαλλιά και μεγάλα μαύρα μάτια που είχε το χαμόγελο και την ευγένεια της μητέρας της. Οι τρεις τους έφαγαν, κουβέντιασαν, ήπιαν καφέ, με τον Ξενοφώντα να αισθάνεται τόσο οικεία από τη φιλοξενία μάνας και κόρης που δεν είχε καταλάβει πώς είχε κοντέψει να πιάσει η νύχτα.

Και η παρέα των τριών τους συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες. Έβγαιναν για φαγητό. Πήγαιναν στον σινεμά. Περπατούσαν για ώρες στο μεγάλο Χάντιγκτον Παρκ, με την οικειότητα να γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Ενώ η Κατερίνα δεν έχανε την ευκαιρία να μιλάει για την όμορφη πόλη του Νιούπορτ Νιουζ και τις μεγάλες ευκαιρίες που προσέφερε στους νέους για δουλειά, μακριά από τη μοναξιά των πλοίων και τους κινδύνους που κρύβει η θάλασσα για τους ναυτικούς.

Ταυτόχρονα, ο Ξενοφώντας, δεν άργησε να διακρίνει στις κλεφτές ματιές της Αλεξάνδρας το ενδιαφέρον της προς αυτόν.  Τον κοίταζε πάντα με θαυμασμό όταν μιλούσε για το χωριό και τα παιδικά του χρόνια, ενώ με το χαμόγελό της προσπαθούσε να τον κάνει να αισθάνεται όμορφα κοντά της. Ένα απόγευμα μάλιστα είχαν βγει μόνο οι δυο τους στο μεγάλο πάρκο. Περπάτησαν κάτω από τα ψηλά δέντρα, ήπιαν καφέ δίπλα στη λίμνη, είπαν αστεία  και συζήτησαν για πολλά, εκτός από αυτά που ίσως περίμενε να ακούσει η Αλεξάνδρα.  Ο Ξενοφώντας γνώριζε καλά πως μια δέσμευση μαζί της θα τον κρατούσε για πάντα εκεί στο Νιούπορτ Νιουζ, μακριά από τη θάλασσα, τη μεγάλη του αγαπημένη.

Ένα περίπου χρόνο μετά, όταν το «Λεωνίδας» ξανάπιασε στο Νόρφολκ, ο Ξενοφώντας τηλεφώνησε στην Κατερίνα. Την επόμενη μέρα πήρε ένα ταξί και κρατώντας στα χέρια του μια όμορφη ανθοδέσμη και ένα κουτί γλυκά, πήγε στο σπίτι της. Εκείνη, τον υποδέχτηκε με το ίδιο ευγενικό χαμόγελο και μια ζεστή αγκαλιά. Στο σαλόνι βρισκόταν και η Αλεξάνδρα με τον αρραβωνιαστικό της. Έναν νεαρό Έλληνα, πρώην ανθυποπλοίαρχο του εμπορικού ναυτικού, που λίγους μήνες πριν είχε νοσηλευτεί στο νοσοκομείο του Νιούπορτ Νιουζ και είχε αποφασίσει να μείνει για πάντα εκεί.

…………..

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ