“Πάσχα του 2025: Άλλη μια νίκη του καλού στο κακό που αναβάλλεται” / γράφει ο Γιώργης- Βύρων Δάβος

Η Ανάσταση του Tiziano
Μέσα στην όποια κατανυκτικότητα έχει παραμείνει στην τελετή του Επιταφίου, είτε πρόκειται για την εαρινή συμβολογία των Ορθοδόξων ή την υποβλητική, τρομακτική σχεδόν, εσχατολογία των Δυτικών Παθών, στο τέλος θεωρούμε αναμφισβήτητο να υπερισχύει η νίκη της ζωής επί του θανάτου και του φόβου του, ως αντανάκλαση της επικράτησης στην προαιώνια πάλη τους του καλού πάνω στο κακό. Όμως, αντικρίζοντας σήμερα τα γεγονότα και προσπαθώντας να τα ερμηνεύσουμε, όσο μας αφήνουν οι «διαβολές» της μεσολαβημένης κι ελεγχόμενης πληροφορίας, δυνόμαστε ακόμη να ισχυρισθούμε πως η συμβολική τούτη νίκη εκφράζεται ακόμη συμβολικά κι ενίοτε πρακτικά;
Μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ένα «κράτος του καλού» κι απαλλαγή από τον φόβο του θανάτου απέναντι στη Σταύρωση και τον Επιτάφιο ενός λαού στη Γάζα, στα Πάθη των κυνηγημένων μεταναστών και προσφύγων σε θάλασσες και καταυλισμούς, στα θύματα των φανατισμένων τρομοκρατών που οπλίζονται από τον φανατισμό -τον οποίο αμφίδρομα γεννά, ως μόνο όπλο αντίστασης, η μισαλλοδοξία, ο κυνισμός και η αλαζονεία των ισχυρών- και τον ρατσισμό απέναντι στον Άλλον γενικά; Ποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι το κακό κι ο φόβος πατάσσονται μπροστά σε όσους χάνονται ή υποφέρουν από τις φυσικές καταστροφές -ακόμη και στον αναπτυγμένο κόσμο- σαν εκφράσεις όχι πλέον του μεταλλαγμένου ηθικού κακού, αλλά της φυσικής του εμφάνισης, όταν αυτή σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε κοντόθωρες ή ωφελιμιστικές ανθρώπινες παρεμβάσεις στο περιβάλλον; Ή απέναντι στα θύματα του «συμβεβηκότος», του τυχαίου κακού, όπως στους σεισμούς της Μιανμάρ ή σε άλλα μέρη, τα οποία μ’ όλη του την ανεπτυγμένη τεχνολογία δεν μπορεί (ή δεν θέλει) να αντιμετωπίσει; Πώς να πιστέψει κανείς βλέποντας τις αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, τη φτώχεια, τον πληθωρισμό, την απελπισία και την περιθωριοποίηση, που προκαλεί το μονοπωλιακό καπιταλιστικό μοντέλο κι η αδηφαγία του; Ζούμε «στον καλύτερο δυνατό κόσμο; κατά τον Λάιμπνιτς. Αυτόν που μας επαγγέλλονται οι πολλαπλασιαζόμενοι οι απόστολοι της «Θεοδικίας» ή οι σωτήρες του Χαίλντερλιν, έτσι όπως τους ερμηνεύει ο Χάιντεγγερ, που αναδύονται από το σκότος, προκειμένου να οικοδομήσουν (κυριολεκτικά) τη νέα επίγεια Ιερουσαλήμ, εάν τους αφεθεί η ολοκληρωτική εξουσία να εκριζώσουν το κακό (βλέπε Τραμπ, Νετανιάχου, Μιλέι, Μελόνι κλπ). Έναν κόσμο «πέραν του Καλού και του Κακού», μία νέα ράτσα ανθρώπων -μάλλον υπερανθρώπων- απαλλαγμένων από την παραδοσιακή ηθική αντίληψη, που η τεχνολογία και το κέρδος καταφέρνουν να διαστρέψουν -όχι όμως προς τη διεύθυνση που ο εμπνευστής του Θανάτου του Θεού και της ηθικής του Φρίντριχ Νίτσε θα ήθελε.

Είτε στη μεταφυσική του σημασία, είτε στη φυσική του πραγματικότητα, το κακό αποτελεί μια αέναη προβληματική διερώτηση, που ιστορικά κι ιδεολογικά οδηγεί σε αντιθετικές και αέναα αντικρουόμενες πεποιθήσεις, ανάλογα με το ποιος ερμηνεύει τα δεδομένα και τα γεγονότα. Εάν περιέτρεχε σήμερα τους καιρούς μας, ο προφήτης του Θανάτου του Θεού, ο Νίτσε, είναι πλέον βέβαιον πως θα παραδεχόταν την αποτυχία της, εν είδει προφητείας, διακήρυξής του για τον άνθρωπο του μέλλοντος «Πέραν του Καλού και του Κακού». Ακούγοντας τις ιερεμιάδες των δυτικών ηγετών γύρω από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο εισηγητής του Θανάτου του Θεού και του Τέλους της Μεταφυσικής, θα διέβλεπε μία διολίσθηση του ανθρώπινου πνεύματος στην απολυταρχική εσχατολογία της πολυμίσητης του πλατωνικο-σωκρατικής ιστορικιστικής διαλεκτικής. Αυτής που στην «ανοιχτότητα» των προσωκρατικών αντέτασσε ή το «είναι», ή το «τίποτα». Ιδιαίτερη δε, αποκαρδίωση θα του προκαλούσε το πόσο ξέπεσε η δική του «φόρμουλα», πως δεν υπάρχουν δεδομένα παρά μόνον ερμηνείες, στις χειραγωγούμενες ανακοινώσεις της αμερικανικής κυβέρνησης και των δυτικών της συμμάχων, όσον αφορά τον καθορισμό του κακού και την αναγόρευση του καλού, ανάλογα με τις προτεραιότητες της εκάστοτε προεδρίας. Δεδομένου ότι η σημερινή διακυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ δεν διακατέχεται ούτε καν από δεδομένα ή έστω ερμηνείες, αλλά από διαθετικές παρορμήσεις και προσωπικές ιδεοληψίες, που μήτε κι η πολυμισητή του ιουδεοχριστιανική θρησκεία μπορεί να ενσωματώσει, η έκπληξή του θα ήταν πολλαπλάσια.
Ούτως ή άλλως από καιρό οι ερμηνείες έχουν τωόντι έναν απόλυτο σχετικό χαρακτήρα, αφ’ ής στιγμής οι κανόνες κι οι ιδέες αφέθηκαν με το μεταμοντέρνο στη διάκριση της λεκτικής αμφισημίας. Η εφαρμογή τους επαφίεται στη σχετική ερμηνεία όποιου έχει τη δύναμη να την επιβάλλει. Ο ορισμός, λοιπόν, του «κακού» δεν εναπόκειται στην εμπειρική κι επικοινωνιακή συναποδοχή του sensus communis, αλλά στην απόλυτη επιβολή του ως τετελεσμένη απόφαση από τα ΜΜΕ. Και φυσικά στη στρατιωτική υπεροχή και δύναμη του ισχυρού -όπως συμβαίνει με την ισραηλινή προπαγάνδα ή την υποθετική ευρωπαϊκή ανωτερότητα απέναντι στην εξ Ανατολών απειλή.
Εκείνο όμως που αδέκαστα γίνεται αντιληπτό, είναι πως το «κακό» στην ουσία πολλές φορές δεν προέρχεται μόνο από μία απειλή πυρηνικού πλήγματος, από επιθέσεις με χημικά κι άλλες δόλιες μεθόδους που απεργάζονται οι φαύλοι τιμητές του «κακού». Όπως στην περίπτωση του Τζορτζ Μπους, που είχε απολυτοποιήσει το Κακό στον τοτινό ισλαμιστικό άξονά του και είδε το «κακό» να κτυπά τόσο τη χώρα του, αλλά και ολάκερον τον κόσμο, με τη μορφή της φυσικής καταστροφής: το τσουνάμι αρχικά, κατόπιν τον τυφώνα Κατρίνα. Αλλά και σήμερα η Δύση βλέπει το κακό να πραγματώνεται όχι μόνον στη ραγδαία κλιμάκωση των ανθρωπογενών επιπτώσεων από τις κλιματικές αλλαγές, αλλά και σε απόλυτα φυσικά αίτια, όπως ο σεισμός στην Τουρκία. Οι εκατόμβες των θυμάτων από τέτοιου είδους καταστροφές, που ναι μεν δεν μπορούν να προβλεφθούν και να αποτραπούν, αποδεικνύουν όμως περίτρανα πως το κακό δεν είναι τόσο η αόριστη απειλή ενός πολέμου ΝΑΤΟ-Ρωσίας, ΗΠΑ-Κίνας, Δύσης-Ισλάμ, αλλά η αδιαφορία του ίδιου του επίδοξου φορέα του καλού (του δυτικού ανθρώπου) να συμβάλλει στη βελτίωση της ζωής του ανθρώπινου γένους. Από το να οικοδομεί κτίρια όχι με αποκλειστικώς κερδοσκοπικά κριτήρια, βαπτίζοντάς το ανάπτυξη, μέχρι τη διάθεση φαρμάκων για το AIDS στην Αφρική, ή για την ελονοσία και να συνδράμει γενναία τις προσπάθειες για τη μείωση της φτώχειας. Ή να αναλάβει πρωτοβουλίες πραγματικά για μία ουσιαστικά αειφόρα ανάπτυξη, με γνώμονα την ευημερία και την ισονομία στις ευκαιρίες και τη διανομή του παγκόσμιου πλούτου, και να υπογράφει και εφαρμόζει ουσιαστικά τις διεθνείς συνθήκες για τις περιβαλλοντικές καταστροφές. Θέματα, που αποτελούν τη συνέπεια του δικού του οράματος για το «καλό» στον κόσμο.
Μη λησμονούμε πάντως πως μέσα στην ιστορία το κακό πάντοτε συνέπιπτε με τον άνθρωπο και τις πράξεις του: από την ηροδότεια ύβρη και τη θουκυδίδεια «ψυχολογία του πάθους», την αυγουστίνεια διάκριση της Civitatis Dei/Civitatis Terrestrae, και τις θεάρεστες, ιερές, σταυροφορίες, ίσαμε τη φρίκη των γκουλάγκ και του Άουσβιτς. Πλείστες είναι οι περιπτώσεις που (ας το πάρουμε αντίστροφα) το «καλό» ταυτίζεται με τη «δημιουργική καταστροφή» (από το φιλοσοφείν με το σφυρί του Νίτσε και των επιγόνων του -Λ. Στράους, Σχολή του Σικάγου- έως την οικονομική δημιουργική καταστροφή του Σούμπετερ), που παρά τις ευεργετικές επαγγελίες της έχει τουναντίον τα ίδια αποτελέσματα με το κακό που καλείται να διορθώσει. Όπως επίσης, το πραξικόπημα του Πινοτσέτ στη Χιλή, ή οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Συρία, τώρα στην Ουκρανία και η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης του 2008, της πρόσφατης υφεσιακής πανδημίας ή τους κακοποιούς πολέμους στη Μέση Ανατολή, που ευφημιστικά βαφτίστηκαν «αμυντικοί» ενάντια στην τρομοκρατία και κατέληξαν σε μια κυνική γενοκτονία.
Σε τούτες κι άλλες πολλές, κορυφώσεις του κακού πάντοτε βρισκόταν στο κέντρο τους ο άνθρωπος κι η «ελεύθερη βούληση», τούτο το «θείο» δώρο, που του επέτρεψε να προτιμήσει να στείλει στον Σταύρο τον υιό του Θεού, αντί του Ζηλωτή Βαραββά. Είναι η δική του, ανθρώπινη, δράση και βούληση εκείνη που άλλωστε με τα αποτελέσματά της κινούσε πάντοτε τα νήματα της συμφοράς. Ακόμη και σε περιπτώσεις που μοιάζει να μην ευθύνεται ο ανθρώπινος παράγοντας: στην περίπτωση της πανώλης στον Μεσαίωνα, ή στις συνέπειες του σεισμού, των πανδημιών ή κάθε είδους φυσική και κλιματική καταστροφή. Γιατί, δεν είναι κάποιος Αττίλας ή επίγονός του εκείνος που οφείλεται για τις φονικές συνέπειες του φυσικού κακού: είναι απεναντίας η γιγάντωση των πόλεων κι η αστική ανάπτυξη, με τις πλημμελείς συνθήκες ασφαλείας που επιβάλλει το κέρδος. Είναι η βαθμιαία καταστροφή της φύσης, που πολλαπλασιάζει και ενισχύει την εξάπλωση επιδημιών. Και η τεχνολογική υπερβολή, όχι μόνον στην παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων, πολεμικού υλικού, όσο περισσότερο στη χρήση της στην αγροτοπαραγωγική αλυσίδα ή στην καταστροφή καλλιεργήσιμων εκτάσεων και υδάτινων πόρων (για να μην πούμε για τον εγκληματικό επισιτιστικό αποκλεισμό της υφαρπαγής γαιών) είναι η μεγάλη πηγή της σύγχρονης επενεργείας του κακού επί της Γης. Ακόμη κι οσάκις το κακό τούτο ταυτίζεται με την απειλητική έννοια του «Άλλου» ως μετανάστη ή του εχθρού, ο οποίος εξαναγκάζεται από τις συνθήκες και τους πολέμους να μετοικήσει ή να διεκδικεί ζωτικό χώρο.
Αλλά ακόμη και στην προσωποποιημένη του μορφή, το κακό ως «δαίμων» (παραφθορά του σωκρατικού εσωτερικού δαιμονίου), κι ως «διάβολος», που αρέσκεται να παραπλανά τον άνθρωπο, διαβάλλοντας την αλήθεια και στρέφοντάς τον στον σφαλερό δρόμο (και γιατί να μην διακρίνονται, ερωτώ, οι ταγοί του σημερινού «καλού» σε μία τέτοια ριζική διαβολή του ορθού, πράττοντες το κακό ενώ πιστεύουν πως δρουν ορθά;» στα πρότυπα ενός άλλης τάξεως του εγελιανού «δόλου της Ιστορίας»), τούτη η έννοια έχει στο κέντρο της πάντοτε τον άνθρωπο. Οι διάφορες προσωποποιήσεις του «κακού» και του «καλού» είναι τόσο αντίστοιχες και σχετιστικές συνάμα, που κατ’ ουσίαν δεν ξεχωρίζει κανείς (ανάλογα με την οπτική ή ιδεολογική γωνία) εάν ο ίδιος ο Τραμπ, ο Νετανιάχου, οι Αγιατολλάχ, οι νεοφασίστες, είναι καλοί ή κακοί. Όπως έλεγε ο Χέγκελ, ο Θεός του Λάιμπνιτς που έχει εκχωρήσει την «ελεύθερη βούληση» είναι σαν τον έμπορο στην αγορά: δρα μόνο επιλεκτικά, όπως ο έμπορος μπορεί να πουλήσει μόνο ό,τι διαθέτει και δεν ευθύνεται εάν το προϊόν του (εδώ ο άνθρωπος, οι δυνατοί του σημερινού κόσμου) είναι ελαττωματικό ή σάπιο.

Μοιάζει όλο και περισσότερο να πλησιάζει η εικόνα στη σχολαστική, μεσαιωνική, παράδοση του Μποναβεντούρα, και δώθε. Εκεί όπου το κακό είναι μία παρώθηση του «παθητικού νου» του ανθρώπου, που αθέλητά του πράττει το κακό. Το κακό δεν αποτελεί μία θεμελιακή αντίθεση του καλού, αλλά μία εγγενή της φύσης του ανθρώπινη αδυναμία. Η νιτσεϊκή θεωρία του υπερανθρώπου, που υψώνεται πέραν του καλού και του κακού τρέφεται από την αντίδραση σε τούτην την παθητικότητα (κυρίως δε τη μαλθακότητα και την απεμπόληση του αναντίρρητου ανδρισμού που επιθυμεί οποίος φιλοσοφεί με το σφυρί). Ο άνθρωπος της νέας εποχής, που ευαγγελίζεται ο φιλόσοφος της Βασιλείας, θα εξεγείρεται πάνω από τις αδυναμίες και τα πάθη του, καταφάσκοντας στην ενστικτώδη βούληση για δύναμη και δεν θα υποτάσσεται -ακριβώς όπως κηρύττουν πως πράττουν άνθρωποι σαν τον Τραμπ, τον Ίλον Μασκ, τον Μπους, τον Σαλβίνι, τον Ορμπάν, τους καθ’ ημάς κρυπτοφασίστες ορθόδοξους της ΝΙΚΗΣ κλπ-σε εκείνα. Η μνησικακία του (ressentiment) θα στρέφεται ενάντια στις ουτιδανές σκέψεις της εκδίκησης και της υπερίσχυσης επί του άλλου.
Βέβαια, χωρίς να επικαλείται έναν αδιάλλακτο, επιστημονικό κι ορθολογικό, ανθρωπολογικό κοσμοπολιτισμό τύπου Καντ, αλλά κι αντίθετα με όπως τον ερμηνεύουν, πάλι παραποιώντας τα δεδομένα οι νεοαπολογητές του, ο Νίτσε επικαλείται ένα φυσικό ένστικτο που θα πηγάζει από την ανάγκη να ισχυροποιηθεί ο άνθρωπος, μακριά από μεταφυσικές ηθικολογίες και μισαλλοδοξίες. Το αντίθετο με την ερμηνευτική αυθαιρεσία των σημερινών «υπεράνθρωπων», που πολιτεύονται με το σφυρί και επιδιώκουν να ξεκινούν τους (οικονομικά) αδύνατους. Όπως ξιφουλκούσε ενάντια στο «ξανθό γερμανικό κτήνος» της τυποποιημένης υπακοής και πειθαρχίας, της συνείδησης της μάζας και της σύγκρουσης, ο Νίτσε θα καταφρονούσε σήμερα το μηδενισμένο πλήθος των καθοδηγούμενων ΜΜΕ και τους φορείς του παγκόσμιου πολιτικο/οικονομικο/κοινωνικο/θρησκευτικού μηδενισμού της υπεροχής του ισχυρού και του κοινωνικού δαρβινισμού.
Η εικόνα της ιστορίας που προάγουν οι ηγέτες, που και πάλι με κάποιον αφηρημένο κι ελαστικό ηθικό κανόνα τους ταυτίζουμε με κάποιο «τυπικό» κακό, αποτελεί την έκφραση μίας ντετερμινιστικής, εσχατολογικής, άποψης για την αναγκαστική επικράτηση του ούτως ειπείν καλού, που θα επιφέρει τη διάλυση της ίδιας της ιστορίας στο βασίλειο του «Θεού». Μία ιστορία, στις θεολογικοπολιτικές συνθήκες της οποίας δέει να υποτάσσεται ψυχή τε και σώματι ο άνθρωπος, εκχωρώντας ακόμη και το liberum arbitrium στη δύναμη του Λεβιάθαν.
Όπως ακριβώς στην ιστορία του Ιώβ, καθώς μας θυμίζει σε ένα έκτακτο βιβλίο του για την έννοια του Κακού ο Rudiger Safranski, ο οποίος στη μάχη του με τον μακρύχρονο «πειρασμό» (που του επιβάλλεται ως ένα εξωτερικό αίτιο, μέσα από το στοίχημα του Θεού με τον Σατανά), ο Ιώβ επαφίεται στον Θεό χωρίς να έχει κατανοήσει ορθολογικά την πηγή των δεινών του. Απεναντίας, τούτο το τυφλό και χαιρέκακο καλό (όπως αποδεικνύεται κι από τις παραβολές της αδικίας στην αμοιβή των εργατών της νύχτας και της ημέρας, και του εκ γενετής τυφλού παιδιού που ο ίδιος ο Χριστός παραδέχεται πως δεν πληρώνει για αμαρτίες του, αλλά επειδή έτσι αρέσει στον Θεό), στη χριστιανική θεολογία είναι απόλυτο και δεν ταυτίζεται με καμία άλλη ορθολογική κι αναγκαία οντότητα, καθώς φέρει μέσα του την απόλυτη επιθυμία του, συνεπώς ορίζει τον πριν και μετά χρόνο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ένα τέτοιο αντίστοιχο υπόδειγμα σχεδιάζει να εφαρμόσει η μιντιακή, οικονομική εξουσία: το μέλλον του κόσμου θα εξαρτάται από την έκδικη κι αμείλικτη επιθυμία της κι όχι από τις ορθολογικές συναποφάσεις των φορέων της ανθρώπινης δράσης. Σχέδιο που εφαρμόζεται χωρίς οίκτο, καθώς το κράτος (ως λέξη: δύναμη, επικράτηση κι ως έννοια πολιτική) είναι έννοια ορθολογική (άρα πραγματική) τόσο “αυτή καθαυτή”, όσο και “δι’ εαυτής”, κατά τον Χέγκελ, και τελικός σκοπός του εαυτού του. Με τούτην την άποψη ασμένως σπεύδουν να ταυτισθούν οι νεοφιλελεύθεροι στοχαστές, τύπου Φουκουγιάμα και πολιτικοί μηδενιστές όπως ο Τραμπ ή ο σφαγέας των βρεφών Νετανιάχου. Άνθρωποι του ressentiment, που δεν αγγιζει η οικτίρμονα στάση του σταυρικού «αφες αυτοίς, ου γαρ οιδασιν τι ποιουσι» (ως μία κατάφαση της ευστόχησε αντίληψης του αρχαιοελληνικού πνεύματος περί αμαρτίας ως λάθους της λογικής και υπερπίεσης του θυμικού) και επιτάφια θλίψη. Και γι’ αυτούς, όπως και για τον Χέγκελ, ο οίκτος είναι το αίσθημα κι η ηθική που είναι εκπεφρασμένη στο συναίσθημα, το οποίο εν προκειμένω είναι ανυπόληπτο, «αμαρτωλό» κι υποταγμένο στην απολυταρχικά μεταλλαγμένη νέα «βούληση για δύναμη». Αλλά όπως τονίζει κι ο Ν. Μπερντιάεφ, «η ελευθερία, που αγνοεί τον οίκτο (όπως τούτη που ευαγγελίζονται πολλοί από τους ηγέτες και του καλού και του κακού) καταντά δαιμονική».
Δυστυχώς, οι σημερινοί καθαρόαιμοι μηδενιστές μαζί με την επίπλαστη προσπάθειά τους να γκρεμίσουν το ψεύδος, γκρέμισαν μαζί και την αλήθεια. Πασχίζοντας να πείσουν πως δρουν εντέλει ενάντια στο κακό, υπό την κατηγοριακή, μερική και μιντιακή μορφή της έννοιας, όρθωσαν στη θέση του το Απόλυτο Κακό της ανθρώπινης αδικίας και του ψεύδους, της ηθικολογίας που καλύπτει προσχηματικά τις ανομολόγητες επιθυμίες της επικράτησης πάνω στον άλλο. Η θεία παρέμβαση που τα Πάθη και η Σταύρωση συμβολοποιούν, εάν κριθούν με αντικειμενικό κριτήριο την πραγματικότητα, αλλά και τον κυνισμό απέναντι στην αμφιβολία του Μονογενούς μπροστά στο μαρτύριό του, επαναφέρουν το ερώτημα του Χάνις Γίονας για την Έννοια του Θεού μετά το Άουσβιτς (σήμερα τη Γάζα ή τη Συρία): εάν δεν μπορεί να παρέμβει για να αποτρέψει το κακό, είναι αδύναμος κι αφήνοντάς μας ελεύθερους να πράττουμε ό,τι θέλουμε μας επιβάλλει να αρνηθούμε την παρέμβασή του, το «θαύμα» του. Πρόκειται, θα λέγαμε για έναν Θεό, είτε αδύναμο, είτε σαδιστή, που αφήνει όχι μόνον τον Υιό του, αλλά κυρίως το ίδιο του το δημιούργημα του να χαθεί, προσμένοντας στο όνομα της θρυλούμενης «κατ’ εικόναν κι ομοίωσην» με το εξανθρωπισμένο μίαν Ανάσταση, που διαρκώς αναβάλλεται επί της Γης.