
Τρία χρόνια πριν από το θάνατο του Αλέκου Φασιανού, τον Γενάρη του 2019, η LIFO ξεναγείται στο σπίτι του με τη δημοσιογράφο Μερόπη Κοκκίνη να συζητά με τον ζωγράφο και τον φωτογράφο της Πάρι Ταβιτιάν να απαθανατίζει τον καλλιτέχνη μέσα στον χώρο, που ο ίδιος δημιούργησε. Έναν χώρο που αποτελεί μόνος του ένα ολόκληρο καλλιτεχνικό σύμπαν!
……………
Μερόπη Κοκκίνη
Βρίσκεται σε έναν ήσυχο δρόμο στου Παπάγου, απ’ αυτούς που βλέπεις ακόμα παλιές μονοκατοικίες και νεραντζιές φυτεμένες στα πεζοδρόμια. Απ’ έξω καταλαβαίνεις αμέσως ότι πρόκειται για το σπίτι ενός ιδιαίτερου ανθρώπου. Εμφανές μπετόν και τούβλα είναι το χαρακτηριστικό της οικίας, τουλάχιστον εξωτερικά.
Αν και είναι τριώροφο δεν έχει τίποτα το πομπώδες και ούτε ίχνος επίδειξης. Τα μεταλλικά πουλιά και η κλασική φιγούρα σήμα-κατατεθέν του καλλιτέχνη που βρίσκονται στην είσοδο του σπιτιού όμως προδίδουν τον ιδιοκτήτη του, τον Αλέκο Φασιανό.
«Ετοιμαστείτε να εισέλθετε μέσα στο φασιανικό σύμπαν» μάς προδιαθέτει κι η νεαρή Βικτώρια, η κόρη του, η οποία ήταν εκείνη που μας προέτρεψε να τον επισκεφθούμε. «Πολλοί δεν γνωρίζουν ότι ολόκληρο το σπίτι του Αλέκου είναι σαν ζωντανό μουσείο, αφού τα πάντα έχουν σχεδιαστεί και επιμεληθεί από τον ίδιο».
«Δεν χρειάζεται να πάω στο ατελιέ για να δημιουργήσω κάτι. Η έμπνευση μπορεί να μου έρθει την ώρα που περπατάω στον δρόμο ή καθώς βράζω ρύζι στην κουζίνα».
Τα μωσαϊκά πατώματα με τα ιδιαίτερα χρώματα και τα σχέδια που παραπέμπουν κατευθείαν στο έργο του, οι λέξεις «Χαίρε» και «Έλα» στο δάπεδο των εισόδων του κάθε ορόφου, τα έπιπλα και τα τραπέζια που έχει σχεδιάσει ο ίδιος, τα πλακάκια, τα κάγκελα στα παράθυρα, τα φωτιστικά, τα μαξιλάρια μέχρι και τα πόμολα στις πόρτες. «Καθόταν πάνω από τους μαστόρους καθώς χτιζόταν το σπίτι και τους έλεγε ακριβώς τι να κάνουν» λέει η Βικτωρία.
Σίγουρα πάντως πρόκειται από τους λίγους Έλληνες ζωγράφους που βρήκε τόσο μεγάλη ανταπόκριση εκτός συνόρων. Ίσως επειδή το έργο του είναι τόσο ανθρωποκεντρικό. Κάθε πίνακάς του μοιάζει να είναι μια παραλλαγή της μεγάλης καθημερινής ιστορίας: είτε πρόκειται για έναν Αθηναίο που πάει για ψώνια με το ποδήλατο στη γειτονιά, είτε για το ζευγάρι που κάνει έρωτα σε ένα πολύ συνηθισμένο δωμάτιο, είτε για τον καβαλάρη που κατεβαίνει με το άλογό του σε μια παραλία για να παίξει με τα κύματα.
«Δεν κάνω τίποτα αυτόν τον καιρό, περιμένω να μου έρθει η έμπνευση. “Άνδρα μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον” δεν λέει ο Όμηρος; Παρομοίως και ο Ησίοδος στα Έργα και Ημέρες παρακαλεί τις Ελικωνιάδες μούσες να τον εμπνεύσουν. Έτσι κάθομαι κι εγώ και περιμένω» θα μας πει μόλις καθίσουμε μέσα στο σαλόνι του πρώτου ορόφου του σπιτιού.
Λέει πως κάποτε αγχωνόταν μήπως και χάσει την έμπνευσή του ή μπας και στερέψει το ταλέντο του. Του το είχε επισημάνει πρώτη η μητέρα του όταν ήταν μικρός και της ανακοίνωσε ότι ήθελε να γίνει ζωγράφος. Του είχε πει: «Γίνε φιλόλογος (σ.σ. ήταν κι εκείνη φιλόλογος και πολύ μορφωμένη γυναίκα) και τις Κυριακές μπορείς να ζωγραφίζεις. Γιατί τι θα απογίνεις αν γίνεις ζωγράφος και χάσεις το ταλέντο σου;».
Του είχε γίνει λοιπόν βραχνάς αλλά δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα γινόταν καθηγητής. Βασικά δεν υπήρχε περίπτωση να μη γίνει ζωγράφος. Και δεν ήταν θέμα απόφασης αλλά είχε να κάνει με το ότι τον οδηγούσε το πάθος του. «Αποφάσεις παίρνουν εκείνοι που δεν έχουν πάθος» λέει καθώς χαϊδεύει με το χέρι του το ξύλινο μπράτσο της πολυθρόνας μέσα στην οποία κάθεται.
Τα έπιπλα ολόκληρου του σπιτιού είναι όλα δικές του κατασκευές. Περίπου δηλαδή. «Τα βρήκα στην πλατεία Αβησσυνίας στο Μοναστηράκι. Τα πήρα και τα έκανα όπως τα ήθελα. Τα αναμόρφωσα» θα πει.
Σε λίγο προτείνει να πάμε να δούμε το ατελιέ του. «Σας έχει συμπαθήσει πολύ, δεν εξηγείται διαφορετικά» λέει η Βικτώρια η οποία έχει μείνει έκπληκτη με αυτή την πρόσκληση. «Ούτε εμένα την ίδια δεν αφήνει καμιά φορά να μπω στον χώρο του»
«Δεν χρειάζεται να πάω στο ατελιέ για να δημιουργήσω κάτι. Η έμπνευση μπορεί να μου έρθει την ώρα που περπατάω στο δρόμο ή καθώς βράζω ρύζι στην κουζίνα» λέει καθώς ανεβαίνουμε τα σκαλοπάτια για να βρεθούμε στο τελευταίο επίπεδο του κτιρίου.
Μέσα στο ατελιέ πάντως αποκλείεται να μην σε κυριέψει το δέος γνωρίζοντας μάλιστα ότι αποτελεί άβατο, σχεδόν, για όλους. Μισοτελειωμένα έργα, μπογιές, πινέλα και μια μαξιλάρα στη μέση του δωματίου. «Εκεί κάθεται κατάχαμα και ζωγραφίζει» λέει η Βικτώρια. «Έχει μια παιδικότητα ο τρόπος που δημιουργεί, όπως και τα ίδια τα έργα του μάλιστα».
Αυτή την παιδικότητα μας είχε επισημάνει και λίγο νωρίτερα όταν μας έδειχνε μια μυστική ροζ πόρτα που υπάρχει μέσα σε μια ντουλάπα στο υπόγειο του σπιτιού. Από εκεί βγαίνεις και πας σε έναν άλλο χώρο. «Οι μυστικές πόρτες είναι η λατρεία του Αλέκου. Του θυμίζουν τα παιδικά του χρόνια που κρυβόταν κάτω από τα τραπέζια για να κρυφακούει τις κουβέντες που έκανε η μάνα του με τις φιλενάδες της» είχε πει η Βικτώρια.
Τον ρωτάω γιατί θέλει να δείχνει την κίνηση στα έργα του. «Είναι δύσκολο να αποδώσεις την κίνηση επειδή η ζωγραφική είναι ακίνητη. Μάλιστα κάποτε με είχαν ρωτήσει πώς γίνεται να ανεμίζουν τα μαλλιά από τη μια μεριά και η γραβάτα από την άλλη στους πίνακές μου; “Πρόκειται για tremboulance” τους είχα απαντήσει. Πάντως για να επιστρέψουμε στην κίνηση η μεγαλύτερη επανάσταση στη τέχνη έγινε όταν από τα αρχαία ειδώλια που στέκονταν ακίνητα κατόρθωσαν λίγο μετά οι κλασικοί να βάλουν το ένα πόδι μπροστά από το άλλο για να αποδώσουν τη κίνηση. Έτσι ξεφύγαμε από την ακινησία. Δεν είναι φοβερό;»