Η «εκθρόνιση» των Άσαντ στη Συρία, ύστερα από 50 χρόνια εξουσίας, είναι προφανές ότι δρομολογεί – ή αφήνει περιθώρια να δρομολογηθούν – εξελίξεις που θα αναδιαμορφώσουν το τοπίο στην πολύπαθη χώρα.
Κατ’ αρχάς δύο πυλώνες στήριξης του καθεστώτος (η Ρωσία και το Ιράν) υποχρεώθηκαν σε υποχώρηση, γεγονός που επιτάχυνε την πτώση του Άσαντ και δίνει στην Τουρκία την ευκαιρία να υλοποιήσει τις φιλοδοξίες της, που ουδέποτε έκρυψε.
Πρωταρχικός στόχος της Άγκυρας είναι όχι απλώς η αποτροπή της δημιουργίας κουρδικού κράτους στα σύνορά της, αλλά και η αμφισβήτηση της αυτονομίας που απολαμβάνουν οι Κούρδοι υπό την αμερικανική προστασία στα βορειοανατολικά εδάφη της Συρίας.
Ο Ερντογάν, έχοντας επενδύσει (εξοπλίζοντάς τους ποικιλοτρόπως) στους αντικαθεστωτικούς (ισλαμιστές) που απομάκρυναν τον Άσαντ, επιδιώκει τον έλεγχο της νέας κατάστασης στη Συρία.
Ήδη οι δυνάμεις των ισλαμιστών του ηγέτη των αντικαθεστωτικών στη Συρία Αλ Τζολάνι πολεμούν τους Κούρδους για λογαριασμό της Άγκυρας. Οι φιλοδοξίες της Άγκυρας, ωστόσο, έχουν να αντιμετωπίσουν δύο ισχυρότατες αντίρροπες δυνάμεις: τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.
● Οι Ηνωμένες Πολιτείες, μέσω της προστασίας που παρέχουν στους Κούρδους, έχουν δημιουργήσει στρατιωτικά προγεφυρώματα προκειμένου να ελέγχουν τα πετρελαιοφόρα κουρδικά εδάφη.
● Το Ισραήλ, επίσης, έχει κάθε λόγο να μην είναι ικανοποιημένο με τη νέα (υπό τον έλεγχο της Τουρκίας) κατάσταση και φροντίζει με τους βομβαρδισμούς κατά των στρατιωτικών υποδομών της Συρίας να ανεβάσει το κόστος της τουρκικής εμπλοκής.
Ήδη, σύμφωνα με αμερικανικά δημοσιεύματα, ο τουρκικός στρατός είναι έτοιμος να εισβάλει στα συριακά εδάφη όπου βρίσκονται οι Κούρδοι (και οι Αμερικάνοι). Πράγμα που σημαίνει τεράστιο οικονομικό κόστος και σοβαρές τριβές στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι το μεγάλο παιχνίδι μόλις ξεκινά και η κατάληξή του μόνο βέβαιη δεν είναι, όσο κι αν ο Ερντογάν κατάφερε να κερδίσει τον πρώτο γύρο και να εμφανιστεί στο «τραπέζι» ως μεγάλη δύναμη, αντιμέτωπος με τους υπόλοιπους μεγάλους παίκτες στην περιοχή.