Πολλές φορές νοσταλγώ τα περασμένα και νιώθω πως ο νους μου αβίαστα ξεφυλλίζει μια μια τις σελίδες των αναμνήσεων, που όσο κι αν είναι καταχωνιασμένες βαθειά μέσα μου, ξεπροβάλλουν μπροστά μου ολοζώντανες.
Ξανθή Σταυρουλάκη
Καθώς γυρνάω σελίδα, πέφτω πάνω στις παιδικές μου αναμνήσεις…
Γυρίζω πίσω στα παιδικά χρόνια και πριν καλά καλά κλείσω τα μάτια μου, ζωντανεύουν ξανά μπροστά μου οι εικόνες από την γειτονιά μου, την παλιά γειτονιά μου με τα πλινθόκτιστα προσφυγικά σπίτια, όπου η καθημερινότητα ήταν γεμάτη ζωντάνια και χρώμα.Όμορφα και ανέμελα χρόνια! Τότε που οι γειτονιές γέμιζαν με τις φωνές και τα γέλια των παιδιών, που οι μυρωδιές των φαγητών πλημμύριζαν τη γειτονιά και η ευωδιά των λουλουδιών διαχεόταν παντού.
Τότε που οι τζιτζιφιές καμαρωτές καμαρωτές στόλιζαν τα πεζοδρόμια πριν αποφασίσουν οι ιθύνοντες να τις ξεριζώσουν και να ”φυτέψουν” πολυκατοικίες.
Αλήθεια ποιος δεν θυμάται τους κεχριμπαρένιους καρπούς της τζιτζιφιάς, τα τζίτζιφα, παρόμοια με τους χουρμάδες, που μας γλύκαιναν τα χρόνια της φτώχειας και της ανέχειας!Τότε που οι ηλικιωμένες γυναίκες έβγαζαν τις καρέκλες έξω από τα σπίτια κι άρχιζαν το λακιρντί για οτιδήποτε τις απασχολούσε κι εκεί μεταξύ λακιρντί και κουτσομπολιού βάφτιζαν με παρατσούκλια όποιον δεν συμπαθούσαν.
Σαρίκαπκα, Γκιοτλού Σοφία, Καράκατη, Κιορνίκος, Μπουντουρλού….
”Μμμ…έλεγε” η Στάσα.”Την είδες τη γεροντοκόρη την Ντουνιαγκιοζελί; Φοράει τα πασούμια της τα καινούρια και τα χτυπάει μπας και την ακούσει κανένας γαμπρός. Μωρ΄ ποιος θα την πάρει αυτή;” Θυμάμαι τις καλοκαιρινές μέρες, τότε που η ζέστη έκανε την άσφαλτο να αναστενάζει, εμείς ξυπόλητα, παίζαμε ατελείωτα παιχνίδια μέχρι ν’ ακούσουμε τη φωνή της μαμάς να μας φωνάζει να μπούμε στο σπίτι γιατί είχε σκοτεινιάσει για τα καλά.
Οι αλάνες και το ρέμα ήταν το αγαπημένο μας μέρος, όπου παίζαμε με τα άλλα παιδιά κρυφτό, κυνηγητό, τα μήλα, κουτσό, πεντόβολα, σχοινάκι και πολλά άλλα ομαδικά παιχνίδια.
Μέσα απ’ αυτά παίρναμε μαθήματα ζωής που μας δίδαξαν τη σημασία της συνεργασίας, της αλληλεγγύης και του σεβασμού.
Θυμάμαι, μια φορά την εβδομάδα μαζευόμασταν σε μια αυλή, όπου εκεί μέσα ο Καραγκιόζης έπαιρνε σάρκα και οστά.
Απλώναμε το σεντόνι ανάμεσα σε δυο δέντρα και οι φιγούρες του Καραγκιόζη έπαιρναν ζωή με τον φωτισμό του φακού.
Όλη η γειτονιά ερχόταν με χαμόγελα και προσμονή.
Οι γονείς έφερναν καρέκλες, τα παιδιά κάθονταν στο χώμα με μάτια γεμάτα θαυμασμό και οι ηλικιωμένοι παρακολουθούσαν με νοσταλγία, θυμούμενοι τις δικές τους παιδικές παραστάσεις.
Ο ήχος των γέλιων έδινε ζωή στην ατμόσφαιρα και κάθε βράδυ ήταν μοναδικό.
Η γειτονιά ήταν μια μεγάλη οικογένεια που μοιραζόταν γέλια, ιστορίες και αναμνήσεις.
Στην παλιά μου γειτονιά οι δρόμοι έχουν πολλές ιστορίες να διηγηθούν.
Τα μικρά μαγαζιά με τις ξύλινες πόρτες και τις πολυκαιρισμένες βιτρίνες, ήταν οι χώροι όπου οι γείτονες συναντιούνταν για να ανταλλάξουν νέα.
Ο παλιός φούρνος του Τζανιδάκη με την μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού, τα λογής λογής κουλουράκια και τα πολίτικα γλυκά σου έσπαγαν τη μύτη.
Το χασάπικο του Αντρέα με την ξύλινη επιγραφή και τα κρεμασμένα κρέατα στα τσιγκέλια ήταν ένας χώρος όπου μαζευόντουσαν συνήθως γυναίκες κι εκεί μέσα άκουγες συνταγές για το πώς θα μαγειρέψεις τα διάφορα κρεατικά.
”Δοκίμασέ το με λάδι και ρίγανη και θα με θυμηθείς, βάλε και λίγο σκορδάκι” έλεγε ο Αντρέας με ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη.
Το κουρείο του κυρ Γιορδάνη ήταν απέναντι από το μπακάλικο του παππού μου, του Δημητρού του Τσαούση.
Ο κυρ Γιορδάνης ήταν ένας χαμογελαστός άνθρωπος.
Κάθε πρωί καθώς ανέβαζε τα ρολά του μαγαζιού του φώναζε: ”Καλημέρα σε όλους! Έτοιμοι για ανανέωση;”
Ο κυρ Γιορδάνης δεν ήταν απλώς ένας κουρέας, ήταν και ψυχολόγος. Όταν κάποιος καθόταν στο κάθισμα για να τον κουρέψει ή να τον ξυρίσει ξεκίναγε την κουβέντα.
Ρωτούσε για τη ζωή του, τις χαρές και τις λύπες του και πολλές φορές του έδινε συμβουλές που προέρχονταν από την καρδιά του. Είχε το ταλέντο να μεταμορφώνει όχι μόνο τα μαλλιά αλλά και τις ψυχές των ανθρώπων.
Ο Ιάκωβος ο παγωτατζής, ήταν ο βασιλιάς του καλοκαιριού.
Με πόση λαχτάρα τον περιμέναμε!
Με το τρίκυκλο του γεμάτο χρώματα και γεύσεις γυρνούσε στους δρόμους και φώναζε: “Παγωτό χωνάκι, το καλό καϊμάκι” !
Η στιγμή που ακούγαμε το τρίκυκλο να πλησιάζει ήταν μαγική. Κάθε παιδί έτρεχε, προσπαθώντας να φτάσει πρώτο για ν’ αγοράσει το παγωτό χωνάκι που από πάνω o Ιάκωβος έριχνε εκείνο το παχύρευστο βύσσινο. Η πρώτη δαγκωνιά ήταν πάντα η καλύτερη. Το καϊμάκι έλιωνε αργά αργά στο στόμα, ενώ το βύσσινο ακολουθούσε με την πλούσια γεύση του που σε έκανε να θες να φας κι άλλο κι άλλο…
Θυμάμαι ότι το καθημερινό μου στέκι ήταν στο μαγαζί του κυρ Ιπποκράτη.
Ο κυρ Ιπποκράτης είχε τους καλύτερους πασατέμπους και στραγάλια που δεν συγκρίνονταν με κανένα άλλον. Είχε όμως κι άλλες λιχουδιές που δεν άφηναν ασυγκίνητο ένα παιδί.
Ήταν ένας γλυκός άνθρωπος με κόκκινα μάγουλα που δεν είχε ψεγάδι. Τον αγαπούσε όλη η γειτονιά, γιατί ήταν πάντοτε χαμογελαστός και είχε πάντοτε έναν καλό λόγο να πει για όλους.
Το μαγαζί του ήταν ένας κόσμος γεμάτος με γεύσεις, με χρώματα και με μυρωδιές από το καβούρντισμα των ξηρών καρπών.
Εκεί κατέθετα τον οβολό μου σε καθημερινή βάση.
“Γιαγιά θα μου δώσεις ένα πενηνταράκι;” έλεγα στη γιαγιά μου. “Πάλι λεμπλεμπί θα πάρεις;” μου έλεγε.
Με το που μου έδινε η γιαγιά τις εικοσάρες ή το πενηνταράκι έτρεχα εκεί για να τα εξαργυρώσω.
Αχ..!! αυτή η γειτονιά και ποιόν να πρωτοθυμηθώ..!
Τον Μπάμπη το γαλατά, τον Μπόυ με τα σουβλάκια, που όταν περνούσαμε απ’ έξω τρέχανε τα σάλια μας και περιμέναμε πώς και πώς να έρθει το Σάββατο, για ν΄αγοράσουμε το λαχταριστό σουβλάκι με το ντονέρ!
Τον κυρ Γιώργο το ράφτη, τον Λευτέρη τον μανάβη, τον κυρ Μιχαλάκη τον ηλεκτρολόγο, τη Σόνια με το μικροβιολογικό εργαστήριο, το Στάθη που είχε το καθαριστήριο ρούχων και φυσικά, δεν θα μπορούσα να ξεχάσω τον παγοπώλη.
Ο παγοπώλης ερχότανε με ένα τρίκλικο καρότσι προκειμένου να μεταφέρει τις κολόνες του πάγου. Για να μη λιώνει ο πάγος τον σκέπαζε με τσουβάλια και φυσικά έπρεπε να κινείται γρήγορα, να είναι σβέλτος στη δουλειά του. Για να μη παγώνουν τα χέρια του φορούσε χοντρά γάντια και για εργαλεία είχε ένα πριόνι να κόβει τον πάγο και έναν γάντζο με τον οποίο χτυπούσε την κολόνα, για να ανοίξει και να τη μεταφέρει στα σπίτια ή στα μαγαζιά.
Τι όμορφα χρόνια γεμάτα νοσταλγία!
Καθώς τα χρόνια περνούσαν η παλιά μου γειτονιά άλλαξε.
Άλλοι άνθρωποι απομακρύνθηκαν, άλλοι κλείστηκαν στις πολυκατοικίες, άλλοι έφυγαν από τη ζωή κι έτσι η γειτονιά μου, η γειτονιά των γονιών μου και των παππούδων μου άρχισε να αλλάζει.
Τα ρέματα μπαζώθηκαν, στις αλάνες ξεφύτρωσαν πολυκατοικίες και τα προσφυγικά σπίτια άρχισαν να εγκαταλείπονται.
Τα προσφυγικά σπιτάκια μισογκρεμισμένα, όπως είναι σήμερα, στέκονται εκεί σαν μάρτυρες του παρελθόντος για να θυμίζουν ότι αυτά στέγασαν τους πρώτους πρόσφυγες που ήρθαν στη Σαφράμπολη διωγμένοι από την πατρίδα τους και θαρρείς πως κουβαλούν στους ρημαγμένους τοίχους τους όλη την ιστορία τους.
Καθώς τα κοιτάς με πόνο καρδιάς, νομίζεις ότι σου φωνάζουν με κάθε τρόπο ότι εδώ κάποτε υπήρχε ζωή και κοιτάζοντας τις μισογκρεμισμένες πόρτες, νομίζεις ότι ξαφνικά θα προβάλλει κάποιος και θα σε καλωσορίσει.
Όμως, οι φάκελοι που είναι σκαλωμένοι στις πόρτες, γράμματα χωρίς παραλήπτη φωνάζουν πως οι πόρτες δεν θ’ ανοίξουν πια…
Παρ’ ολ’ αυτά τα σπίτια στέκονται εκεί υπομονετικά, περιμένοντας τον φακό κάποιας φωτογραφικής μηχανής να τα απαθανατίσει και σε προτρέπουν να κάνεις γρήγορα γιατί σε λίγο θα σωριαστούν…
…………….
* Σαφράμπολη: γειτονιά προσφυγική στη σημερινή Νέα Ιωνία της Αθήνας
……………..