Άρθρα Βιβλίο Ιστορία Πολιτισμός

Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: Τασούλα Βερβενιώτη «Οι Άμαχοι του Ελληνικού Εμφυλίου», εκδόσεις Κουκκίδα

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ

«ΟΙ ΑΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ…»

  • Ένα εξαιρετικό βιβλίο που διάβασα-μελέτησα πρόσφατα, με τον τίτλο: «Τασούλα Βερβενιώτη, Οι Άμαχοι του Ελληνικού Εμφυλίου. Η δυναμική της μνήμης, Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2021» (Σχ. 14 x 20, σσ. 656), το οποίο δικαιολογημένα φρονώ ότι πήρε κρατικό βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού το 2022, με πήγε χρόνια πίσω, στις δεκαετίς του 1950 και 1960, και με έκανε να ανακαλέσω στη μνήμη δεκάδες αφηγήσεις οικείων και συγχωριανών από τα χρόνια του «Εμφύλιου», που έληξε στις 28 Αυγούστου 1949, με τις μάχες στον Γράμμο και στο Βίτσι. Αφηγήσεις για όσους ήταν «ανταρτόπληκτοι» σε παράγκες στην Λάρισα, Στο Γκαζέλο, στον Αγιο-Κωνσταντίνο, στα Σουφλάρια και στην Νέα Σμύρνη, και το πώς είχαν εκείνο τον καιρό οι συνθήκες, «μη ξέροντας από πού να προφυλαχθείς». Αφηγήσεις για συγχωριανούς που πήραν οι αντάρτες, κι ήταν παιδιά κάτω από 17 χρονών ηλικία και το πώς κατόρθωσαν να «ξεφύγουν» από τα βουνά της Κοζάνης, και να επιστρέψουν ποδαρόδρομο στο χωριό τους.
  • Αφηγήσεις για την Γεωργία του Τσέγκου που κρύφτηκε μέσα σε οστεοφυλάκιο σε κάποιο χωριό στην Μακεδονία, νηστική πάνω από μια βδομάδα, και μετά που «παραδόθηκε» στον στρατό «σώθηκε» και επέστρεψε στο χωριό. Και άλλες τέτοιες που δεν είναι της παρούσας ώστε να τις αφηγηθώ… Και μου ξύπνησε παιδικές μνήμες, τότε που σχολιαροπαίδι όντας, έρχονταν αξιωματικοί στου στρατού και έγγραφαν στους εξωτερικούς τοίχους του Δημοτικού Σχολείου ας με κόκκινα κεφαλαία και μεγάλου μεγέθους γράμματα: ΚΚΕ = ΑΙΜΑ και ΕΔΑ = ΠΡΟΔΟΣΙΑ!

  • Μας μοίραζαν μετά μικρά βιβλιαράκια με εικονογραφήσεις για το «παιδομάζωμα» που έκαναν οι κομμουνιστές, οι ζωγραφιές να παριστούν «αντάρτες με κονσερβοκούτια και να αποκεφαλίζουν μωρά και μεγάλους»! Κι ύστερα μας μάθαινα τραγούδια για την Φρειδερίκη την βασίλισσα, «Φρειδερίκη της Ελλάδος / η βασίλισσα γλυκιά» (κατά την επαναλαμβανόμενη επωδό)! Ακολουθούσε επίδειξη διαφόρων ειδών, σχημάτων και μεγεθών χειροβομβίδων και ναρκών, και αμέσως μετά μάς γινόταν η σύσταση: «Όταν βρούμε νάρκη η χειροβομβίδα στην ύπαιθρο, μαζεύουμε πέτρες μεγέθους δύο παλαμών η εκάστη, τις τοποθετούμε σχηματίζοντας κύκλο γύρω από την χειροβομβίδα ή την νάρκη, και κατόπιν πάλι με πέτρες σχηματίζουμε ένα βέλος προς τον κύκλο και γράφουμε με κεφαλαία γράμματα από κάτω: ΝΑΡΚΗ».
  • Και σαν παιδιά φωστήρες, τα μαθαίναμε αυτά καλά και μετά ξαμολιόμασταν στα γειτονικά βουνά, στις παρυφές του Κίσσαβου, κι αναζητούσαμε νάρκες και χειροβομβίδες, ώστε να πράξουμε με συνέπεια τα όσα μας δίδαξαν οι κύριοι αξιωματικοί. Σε ένα γειτονικό χωριό, σκοτώθηκαν δυο παιδάκια αδέλφια, σχολιαροπαίδια, γιοι του Τρικαλιάνου… Όλα αυτά μου ήρθαν στην μνήμη και άλλα και άλλα που «η δυναμική της μνήμης» τα φέρνει στον παρόντα χρόνο.
Καταφύγιο Αγράφων. «Ξέφτι» από το παρελθόν…

  Βέβαια, το επώνυμο της συγγραφέως έφερε στην μνήμη μου και το χωριό Βέρβενα/Βέρβαινα Αρκαδίας, όπου εκεί είχε ο μέγας Θόδωρος Κολοκοτρώνης το στρατόπεδό του, μάλλον παλιά βλαχοχώρι, όπως έλεγε ο μακαρίτης φίλος μου Κωστής Τυροβολάς, εκδότης της περιοδικής  έκδοσης-εφημεριδούλας «Τα Ωραία Βέρβαινα», εκ Βερβαίνων ορμώμενος ο ίδιος, στην οποία κατά την δεκαετία του 1990, δημοσιεύτηκαν και κάποια ιστορικά κείμενά μου.

  • Η συγγραφέας είναι της «σχολής» που ασπάζεται την άποψη ότι οι προφορική μαρτυρία μπορεί να απεικονίσει την «ιστορική εξέλιξη» εξ ίσου καλά με τις «γραπτές πηγές», και πολύ περισσότερο όταν οι «μαρτυρίες/αφηγήσεις» προέρχονται εκ στόματος γυναικών, γιατί οι γυναίκες που κρατούν καλά σφαλισμένο το στόμα τους, είναι αυτές που κρύβουν μέσα τους και τις περισσότερες αλήθειες. Αναζήτησε τους «πληροφορητές/αφηγητές» (γυναίκες και άντρες) στο χωριό των Αγράφων (νομού Καρδίτσας) ΚΑΤΑΦΥΓΙ, που στα χρόνια του Ελληνικού Εμφυλίου, «και στα δύο αντάρτικα», υπήρξε θέατρο μαχών, συγκρούσεων, εξελίξεων. Και όπως παντού και πάντα, θύματα των πολέμων ήταν και είναι ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ.
  • Τα παιδιά της περιόδου του Εμφυλίου από το Καταφύγι είναι οι «ιστορούντες» στην Τασούλα Βερβενιώτη, η οποία με πλήθος ελληνικών και ξένων πηγών, επιβεβαιώνει ή όχι την μνήμη τους. Και έτσι, με μαεστρία και «ιστορική σταυροβελονιά» η συγγραφέας μας αποκαλύπτει πτυχές πολλών θεμάτων, που ουδέποτε έχουμε υποψιαστεί, και που η άνετη αφήγηση το καθιστά το βιβλίο ευανάγνωστο και προσιτό στο ευρύ κοινό. Και να πώς εξηγεί η ίδια την επιλογή του Καταφυγιού και των Καταφυγιωτών στην έρευνά της:

Το Καταφύγι και οι Καταφυγιώτες

Το Καταφύγι βρίσκεται στα βουνά, τα Άγραφα. Από το Πλάι, μια τοποθεσία στην άκρη του χωριού όπου γινόταν η «βόλτα» και λειτουργούσε ως μια δεύτερη πλατεία, μπορείς να αγναντέψεις την οροσειρά της Πίνδου και τον αυχένα της Νιάλας. Όταν πήγα στο Καταφύγι για να καταγράψω τις προφορικές μαρτυρίες των κατοί- κων, δεν υπήρχε ενήλικας που να μην ήξερε τι έγινε στη Νιάλα τον Απρίλη του 1947. Επρόκειτο για ένα σημαντικό γεγονός του ελληνικού εμφυλίου πολέμου: οι στρατιώτες και οι αντάρτες, εξαιτίας μιας μεγάλης χιονοθύελλας, κοιμήθηκαν για μια νύχτα στις ίδιες σκηνές· ήταν Μεγάλο Σάββατο. «Η μνήμη καίει» στα βουνά, όπως λέει και ο ποιητής. Λίγο πιο έξω από το χωριό, οι κορυφογραμμές σχηματίζουν την εικόνα μιας γυναίκας ξαπλωμένης: από το κεφάλι έως τα ακροδάκτυλα των ποδιών. Από το μπαλκόνι του σπιτιού που με φιλοξένησε, μπορούσα να δω όλη την κορυφογραμμή της Πίνδου, έως τον Γράμμο.

Στη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944), ο ρόλος του χωριού ήταν σημαντικός για το αντάρτικο, κυρίως λόγω της γεωγραφικής του θέσης. Βρίσκεται κοντά στη Ρεντίνα, όπου ήταν η Σχολή Αξιωματικών του ΕΛΑΣ, και όχι μακριά από το Περτούλι, όπου είχε την έδρα του το Γενικό Στρατηγείο. Βρισκόταν, επίσης, κοντά στο αεροδρόμιο του ΕΛΑΣ, εκεί όπου σήμερα είναι η Λίμνη Πλαστή- ρα. Το πιο κοντινό χωριό, η Καστανιά, με το οποίο είχαν στενές σχέσεις, είχε λειτουργήσει ως βάση και σταθμός των υπηρεσιών του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΚΚΕ.

Εκεί, στην Καστανιά, ήταν η έδρα μας. Ο Καραγιώργης ήταν Γραμματέας του Γραφείου περιοχής Θεσσαλίας [του ΚΚΕ]. Στην έδρα έμενε μόνιμα ο Δεύτερος Γραμματέας του Γραφείου περιοχής, ο Κωτσάλας ο Βασίλης, παλιός σύντροφος, Ακροναυπλιώτης, ήθος λαμπρό, εξαίρετος σύντροφος. Εκεί ήταν και η έδρα της Εθνικής Πολιτοφυλακής και ήταν η έδρα γενικά όλων των υπηρεσιών. Εκεί λειτουργούσε και εστιατόριο που εκεί έτρωγαν όλες οι υπηρεσίες, όλα τα γραφεία, όλοι οι σύντροφοι, όλοι που είχαν μαζευτεί εκεί πέρα, και ο άμαχος πληθυσμός που ήταν μαζεμένος, και διάφορες υπηρεσίες εξυπηρετήσεως του αγώνα. Δεν μπορούσε να είναι σαν και οι περαστικοί, γιατί ήταν ως κλειδί, γιατί διοχετεύονταν από κει και πέρα στην Ήπειρο, Μακεδονία, Κεντρικό Στρατηγείο… Από κει περνούσαν όλοι. Απ’ την Καστανιά! (Μαρία Καραγιώργη)

Την προφορική μαρτυρία της Μ. Καραγιώργη, που αφορά την περίοδο της Κατοχής, συμπληρώνει έγγραφο του ΓΕΣ που συντάχθηκε στη διάρκεια του εμφυλίου (1.3.1949). Ο Στρατός θεωρούσε το υψίπεδο της Νευρούπολης, όπου βρίσκονται η Καστανιά και το Καταφύγι, «χώρον ιδιαιτέρας αξίας» και «νευραλγικόν σημείον», το επίκεντρο της «ορεινής σπονδυλικής στήλης Πίνδου – Αγράφων». Από εκεί ξεκινούσαν ακτινωτά οδικές αρτηρίες προς τη Στερεά Ελλάδα, τον Θεσσαλικό κάμπο, το υψίπεδο του Σμόκοβου, τη λίμνη Ξυνιάδα και την Όθρυ, αλλά και τα Χάσια, την Πίνδο και τον Γράμμο. Επίσης, θεωρούσε την περιοχή ως ορμητήριο των «Κ.Σ.» (Κομμουνιστο-Συμμοριτών) για τις επιθέσεις τους στον Θεσσαλικό κάμπο και την πεδιάδα της Καρδίτσας, ως βάση εκκίνησης των δυνάμεών τους «προς πάσαν κατεύθυνσιν», καθώς και ως «επιμελητειακό σταθμό των εκ λεηλασιών προερχομένων ειδών» (ΓΕΣ/ΔΙΣ, ΑΕΠ τόμ. 12, έγγρ. 44).

Τα ορεινά χωριά, όπως το Καταφύγι, ποτέ δεν ήταν ούτε εννοιολογικά ούτε γεωγραφικά, εντελώς απομονωμένα· αποτελούν μικρόκοσμους, κάθε άλλο παρά ομοιογενείς. Οι κάτοικοί του μοιράζονταν πληθώρα πολιτισμικών στοιχείων με την Καρδίτσα, τον Βόλο ή την Αθήνα, λόγω εμπορικών ή πελατειακών σχέσεων, αναζήτησης εργασίας ή για σπουδές. Οι μεγαλύτεροι, με τους πολέμους, είχαν βρεθεί σε μέρη ακόμα πιο μακρινά· ένας από τους προέδρους του χωριού, το 1922, είχε πορευτεί με τα πόδια από το Εσκί Σεχίρ έως τα παράλια της Μ. Ασίας. Κάποιοι είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική. Ήξεραν το παραμύθι με τον βασιλιά που είχε τρεις κόρες· δεν ήξεραν ότι τον έλεγαν Ληρ, ούτε είχαν ακούσει για τον Σαίξπηρ· το νόημά του όμως το είχαν κατανοήσει.

Τη δεκαετία του 1940, οι Καταφυγιώτες έτρεφαν ζώα και καλλιεργούσαν τη γη για αυτοκατανάλωση. Η καλλιέργεια με το αλέ- τρι ήταν αντρική δουλειά, ενώ με την τσάπα γυναικεία. Οι γυναίκες ήταν νοικοκυρές, μαγείρισσες, αλλά και μοδίστρες ή γιατρίνες, χω- ρίς τυπικά προσόντα. Οι σπουδαγμένες γίνονταν μαίες ή δασκάλες. Μερικοί άντρες, εκτός από τις ασχολίες με τα ζώα και τα χωράφια, γνώριζαν μια τέχνη. Όσοι είχαν φοιτήσει στο Γυμνάσιο μπορούσαν να γίνουν μέχρι παπάδες, δάσκαλοι, αξιωματικοί της Χωροφυλακής ή του Στρατού. Σημαντικός ήταν και ο ρόλος των παιδιών μέσα στην κοινότητα. Δούλευαν παράλληλα με το σχολείο· τους ανέθε- ταν τη φύλαξη και τη βοσκή των ζώων. Ο χώρος όπου κινούνταν όλοι ήταν συγκεκριμένος και οι αρμοδιότητες καθορισμένες: Ένας άντρας δεν πήγαινε στη βρύση, αφού οι γυναίκες κουβαλούσαν το νερό στο σπίτι, ούτε μια γυναίκα στο καφενείο, όπου οι άντρες έπαιζαν χαρτιά· οι παραινέσεις του ΕΑΜ ενάντια στη χαρτοπαιξία ποτέ δεν εισακούστηκαν. Η γη και τα ζώα, το βιος, ανήκε στον πα- τέρα, και όλα τα μέλη της οικογένειας έπρεπε να τον υπακούνε. Η εξουσία του, όμως, είχε αρχίσει να αμφισβητείται, κυρίως από τους γιους, που ήταν πια «γραμματιζούμενοι».

Η οικογένεια ήταν πυρηνική, αλλά λειτουργούσε μέσα σε ένα εκτεταμένο δίκτυο, το σόι. Αυτή αποφάσιζε εάν και ποιο παιδί της θα μεταναστεύσει, θα σπουδάσει ή θα σταματήσει το σχολείο, καθώς και εάν, πώς και πότε θα παντρευτεί. Οι γάμοι συνάπτονταν ανάμεσα στις οικογένειες, ακόμα και εάν προϋπήρχε γνωριμία των νέων· οι γονείς καθόριζαν την προίκα. Στο πλαίσιο της οικογένειας γινόταν η παραγωγή αλλά και η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Ερευνώντας τα συναισθήματα των νέων που οδηγούσαν στον γάμο και τη δημιουργία οικογένειας, στο αντίστοιχο κεφάλαιο του βιβλίου, μπορούμε να δούμε τον τρόπο που άλλαξαν οι σχέσεις εξουσίας μέσα στην οικογένεια, και γενικότερα στην κοινωνία, κατά τη δεκαετία του 1940.

Στις αγροτικές κοινωνίες οι άνθρωποι σκεφτόντουσαν και λειτουργούσαν με βάση διαφορετικούς κοινωνικούς κανόνες για την πολιτική, τη θρησκεία, την οικονομία, την εργασία και την οικογενειακή ζωή από ό,τι στις πόλεις. Στο Καταφύγι οι κοινωνικές ιεραρχίες δεν καθορίζονταν μόνο από τον πλούτο, το βιος, αλλά και από την «αξιάδα». Διέθεταν κάποια στοιχεία αυτοδιοίκησης, ένα εθιμικό δίκαιο που οι κανόνες του βρίσκονταν στα βάθη των αιώνων. Ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας υπήρχε συνεργασία και αλληλεγγύη, ως μία αναγκαία προϋπόθεση για να ανταπεξέλθουν στον τεράστιο όγκο των αγροτικών εργασιών και την έλλειψη τεχνικών μέσων. Ωστόσο, η κλεψιά ήταν διαδεδομένη· κυρίως η ζωοκλοπή, όπως σε όλη την ελληνική ύπαιθρο. Το ΕΑΜ/ΚΚΕ προσπάθησε να εξορθολογίσει τις παλιές, τις προκαπιταλιστικές λογικές, και προπαγάνδιζε ότι έπρεπε να ζητάνε τα εργαλεία από τους συγχωριανούς τους, αντί να τα κλέβουν. Όλοι ήξεραν ότι ο Πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ τιμωρούσε πολύ αυστηρά τους κλέφτες∙ και επιπλέον, το όραμα της νέας κοινωνίας, όπου όλοι θα είχαν φαΐ, ήταν ένας ακόμα λόγος για το σταμάτημα της κλοπής.

Οι Καταφυγιώτες ήθελαν να αλλάξουν τη ζωή τους και ενστερνίστηκαν το όραμα της Λαοκρατίας. Επιθυμούσαν να έχουν κάποιες από τις ανέσεις και τα αγαθά των ανθρώπων που ζούσαν στις πόλεις. Τα παιδιά ήθελαν μια μπάλα λαστιχένια και όχι φτιαγμένη από κουρέλια. Την είχαν δει όταν ήρθαν στο Καταφύγι κάποια παιδιά από την Αθήνα. Όλοι ποθούσαν να έχουν χρήματα για να αγοράσουν προϊόντα που δεν παρήγαν, όπως ρύζι, ζάχαρη, καφέ, ή για να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Χρήματα αποκτούσαν με την υλοτομία, σε μεγάλο βαθμό λαθραία. Τα ξύλα τα έκοβαν από το διπλανό δάσος και τα πουλούσαν στην Καρδίτσα. Επιστρέφοντας, πολλές φορές «για να μην μείνει το μουλάρι στο σπίτι το βράδυ και τρώει έτοιμο χορτάρι, κοιμόντουσαν έξω από το χωριό». Τίποτα δεν περίσσευε: ούτε το χορτάρι. Και όλοι δούλευαν· δούλευαν σκληρά.

Οι Καταφυγιώτες διεκδίκησαν την καλύτερη κοινωνία με τα όπλα. Στήριξαν το αντάρτικο και αρκετοί νέοι έγιναν αντάρτες· δυσκολεύτηκαν λιγότερο από τους νέους των πόλεων, γιατί η διατροφή τους ήταν λιτή και το σώμα τους πιο σκληραγωγημένο. Από παιδιά μάθαιναν να τα βγάζουν πέρα με τις φυσικές δυσκολίες· μόνα τους. Ήταν εξασκημένοι να περπατούν στα κατσάβραχα χωρίς παπούτσια, και η αντοχή στο κρύο αποτελούσε προτέρημα. Ένα από τα βασικά «βραβεία» μεταξύ των αγοριών ήταν ποιος θα μπει πρώτος στο ποτάμι την άνοιξη. Το νερό ήταν πολύ κρύο, γιατί προερχόταν από τα χιόνια που έλιωναν στα βουνά. Ήθελαν όμως να πουν στα άλλα: «Ω, εμείς κάναμε μπάνιο! Σαν να πήραμε την πρωτιά. Το χρυσό!». Σε μια εποχή που δεν είχαν ακόμα επινοηθεί οι «έξυπνες βόμβες», η σωματική αντοχή, η ρώμη, έπαιζε πρωταρχικό ρόλο, όπως και στο αντάρτικο.

Παρ’ όλη την επιθυμία τους για την αλλαγή της κοινωνίας, δεν αμφισβήτησαν τον θεσμό της οικογένειας ούτε την πίστη τους στον Θεό, αν και πίστευαν και στα μάγια, τα ξόρκια και τις κατάρες. Η προσδοκία της καλύτερης κοινωνίας έβαινε παράλληλα. Το καινούριο πάντα γεννιέται μέσα από το παλιό: Μέσα στην εκκλησία μυήθηκαν και ορκίστηκαν να πολεμήσουν ενάντια στους κατακτητές. Έτσι κι αλλιώς στις εθνικές επετείους, οι παρελάσεις του ΕΛΑΣ γίνονταν πάντα μετά τη δοξολογία. Οι καθοδηγητές και οι καθοδηγήτριες του Κόμματος που έρχονταν στο χωριό, μαζί με το όραμα της κοινωνικής αλλαγής, μετέφεραν και στοιχεία πολιτισμού: Μάθαιναν τα κορίτσια να φτιάχνουν πανιά για την περίοδο· έδειξαν στους νεαρούς Επονίτες να παίζουν θέατρο, καθώς και τους νέους χορούς, τους ευρωπαϊκούς, όχι κυκλικούς. Εξακολουθούσαν όμως να χορεύουν και σε κύκλους· αρχικά χωριστούς για τους άντρες και για τις γυναίκες. Στον τελευταίο χορό των ανταρτών στην πλατεία του χωριού, η Σταμάτω θυμάται τις «ανταρτίνες που χορεύαν στην πλατεία με… όχι μόνο με τα παιδιά του χωριού… και από άλλα μέρη». Τα «παιδιά» ήταν τα αγόρια, και τα κορίτσια, παρόλο που δεν ήταν συγχωριανοί τους, χόρευαν μαζί τους στον ίδιο κύκλο. Το γεγονός σηματοδοτεί μια μεγάλη κοινωνική ανατροπή· η πα- ρουσία των γυναικών στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ) ήταν συντριπτικά μεγαλύτερη από τον ΕΛΑΣ. Και στα θέματα των σχέσεων οι ανατροπές ήταν μεγαλύτερες.

Οι ιστορίες που αφηγήθηκαν οι Καταφυγιώτες συνθέτουν ένα παζλ αναμνήσεων: στην Κατοχή οι Ιταλοί και οι Γερμανοί στρατιώτες δεν εγκαταστάθηκαν στο χωριό τους· τους είδαν μόνο από μακριά. Οι δυσκολίες άρχισαν μετά την Απελευθέρωση, με τις τρομοκρατικές συμμορίες, τις οποίες όμως διαχειρίστηκαν με σύμπνοια· δεν υπέφεραν όπως τα χωριά του κάμπου. Ο ερχομός του Στρατού ήταν που διαφοροποίησε το σκηνικό της ζωής τους. Το 1947 υποχρεώθηκαν να φύγουν από το χωριό τους, να αφήσουν τα χωράφια τους, να πουλήσουν τα ζώα τους και να ζήσουν στην Καρδίτσα· η πλειονότητα στον προσφυγικό καταυλισμό. Επέστρεψαν στο χωριό τους το 1950, σχεδόν έπειτα από τρία χρόνια. Πολλοί νέοι, με στόχο μια καλύτερη προσωπική (όχι πια συλλογική) ζωή, έφυγαν για το Βέλγιο, τη Γερμανία ή την Αθήνα· ως υπερήλικες, σε μια ηλικία που ευνοεί την ανασκόπηση στο παρελθόν, κατέθεσαν τις μαρτυρίες τους.

Οι συνεντεύξεις αυτές έγιναν στο τέλος του 20ού αιώνα. Δεν θα μπορούσαν να είχαν γίνει τις δεκαετίες του ’50, του ’60, του ’70 ή του ’80, γιατί ο εμφύλιος υπήρξε ένα τραυματικό γεγονός για όλη την ελληνική κοινωνία και ένα θέμα ταμπού. Η πολιτική συγκυρία και, κυρίως, οι πολιτικές αλλαγές είναι αυτές που διαφοροποιούν τα κοινωνικά πλαίσια της μνήμης και μπορούν να προσδώσουν στο παρελθόν μια διαφορετική ερμηνεία, που καθορίζει και τη γραφή της Ιστορίας. Ακόμα και μετά την επτάχρονη δικτατορία, ακόμα και μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και τον Νόμο 1285/1982, με τον οποίο η Εαμική Αντίσταση αναγνωρίστηκε ως Εθνική Αντίσταση, ο εμφύλιος δεν ήταν «αυτόνομα» ανακοινώσιμος, αλλά συχνά συγχεόταν με το «έπος» της Αντίστασης.

Καταφύγι Αγράφων, σήμερα.

Την αλλαγή πλεύσης στην Ιστοριογραφία για τον εμφύλιο σηματοδοτεί ένα γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας: το τέλος του Ψυχρού Πολέμου· το 1989 που «έπεσε» το τείχος του Βερολίνου και στη συνέχεια διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση. Το 1989, η ελληνική εκδοχή του τέλους του Ψυχρού Πολέμου σηματοδοτείται από τη συγκυβέρνηση της Δεξιάς με την Αριστερά, το κάψιμο των «φακέλων» της Ασφάλειας, αλλά και την αναγνώριση του «συμμοριτο- πόλεμου» ως «εμφύλιου πολέμου»∙ αφού πέρασε μια πενταετία για να αφομοιωθούν οι αλλαγές, οι μνήμες του εμφυλίου έγιναν κοινωνικά αφηγήσιμες. Αυτή την εποχή πήγα στο Καταφύγι. Η συγκυρία ήταν ευνοϊκή για την έρευνα.

Η καταγραφή των συνεντεύξεων αποτέλεσε γεγονός για όλο το χωριό, και οι κουβέντες, με ένταση, συνεχίζονταν το βράδυ στην πλατεία. Με διάφορους τρόπους, όλοι συμμετείχαν σε αυτήν την Ιστορία. Όταν τρεις γυναίκες αποφάσισαν να δώσουν μαζί συνέντευξη, και στη συνέχεια ήρθε και μία τέταρτη, για να συμπληρώσει αυτά που μου είχε πει την προηγούμενη μέρα, ακούστηκε μια αντρική φωνή απέξω να φωνάζει: Ε!!. Οι άντρες στο καφενείο ήξεραν πού βρισκόμασταν και τον είχαν στείλει να μας πει –με τον τρόπο τους– να τελειώνουμε.

Η έρευνα προσπάθησε να καταγράψει όλες τις πολιτικές απόψεις. Η οικογένεια του Θωμά ήταν δεξιά, ενώ του Αγαθοκλή αριστερή. Και οι δύο έγιναν αστυφύλακες. Και οι δύο ομολόγησαν ότι τα κατάφεραν χρησιμοποιώντας το πελατειακό σύστημα: Ο πρώτος «έβαλε μέσον» έναν συγχωριανό στρατιωτικό που γνώριζε έναν δεξιό πολιτευτή, ο δεύτερος πλήρωσε δέκα χρυσές λίρες για να σβηστεί το φρόνημα, χρησιμοποιώντας «κανάλια» που ξεκινούσαν από το χωριό και έφταναν στην πρωτεύουσα. Πήρα συνέντευξη και από δύο παπάδες: Ο Κώστας ήταν αντάρτης του ΔΣΕ και ο Νι- κόλας γιος αντάρτη· δεν γνώρισε τον πατέρα του, γιατί γεννήθηκε όταν αυτός είχε επιστρατευτεί. Στη μαρτυρία του Νικόλα έχουμε μια περίπτωση μετα-μνήμης, όπως την όρισε η Marianne Hirsch: τη μνήμη της επόμενης γενιάς, που δεν έζησε τα τραυματικά γεγονότα, αλλά τα ενσωμάτωσε μέσα από αναμνήσεις, φωτογραφίες, συμπεριφορές, ώστε να θεωρεί ότι αποτελούν και δικές της μνήμες. Η μετα-μνήμη χαρακτηρίζει όλους όσους μεγάλωσαν ακούγοντας τις τραυματικές εμπειρίες της οικογενειακής ιστορίας. Πρόκειται για ενός είδους συλλογική μνήμη που διατηρείται ζωντανή μέσω της καθημερινής επικοινωνίας για 80 έως 100 χρόνια· περίπου τρεις έως τέσσερις γενιές μπορούν να επικαλεστούν το παρελθόν ως «δικό τους».

Η οικογένεια αποτελεί ένα προνομιακό πεδίο μεταβίβασης της μνήμης. Δυο κόρες, η Κατίνα και η Σταμάτω, μίλησαν για τη χήρα μάνα τους, τη Σταυρούλα, η οποία, παρόλο που αρνιόταν να υπακούσει στις εντολές των ανταρτών, έκρυψε σπίτι της τον αριστερό αδελφό της. Ο Ηλίας αναφέρθηκε στον παππού του, κομματάρχη της Δεξιάς, και τους τρεις θείους του, αδέλφια του πατέρα του, που ήταν αξιωματικοί του Στρατού· ο ένας και στον ΕΛΑΣ. Η Ευτυχία μίλησε για τον πατέρα της, που ήταν μέλος της ηγεσίας του ΕΑΜ/ΚΚΕ του χωριού και φυλακίστηκε· ο αδελφός της ήταν στον ΕΛΑΣ, αλλά με το ξέσπασμα του εμφυλίου ο πατέρας του τον έστειλε να γίνει δάσκαλος. Ο Φίλιππος, αντάρτης του ΕΛΑΣ, μίλησε κυρίως για την παράδοση των όπλων· δεν εντάχθηκε στον ΔΣΕ. Ο Σπύρος, που επιδίωξε στη διάρκεια της Κατοχής να γίνει μέλος του ΚΚΕ, στον εμφύλιο επιστρατεύτηκε από τον ΔΣΕ και παραδόθηκε στον Εθνικό Στρατό, όπως και η πολιτική ηγεσία του χωριού. Οι τότε νέοι εξήγησαν ότι οι περισσότεροι από τους γονείς τους συνέχισαν να κάνουν τις καθημερινές τους ασχολίες χωρίς συμμετοχή στα δρώμενα. «Ο πατέρας μου δεν ήταν πουθενά. Τη δουλειά του μόνο. Δεν νοιαζόταν για τίποτα. Αλλά ο αδελφός του πατέρα μου ήταν αριστερός», είπε η Ακριβούλα – και όχι μόνο. Η αδιαφορία έχει και αυτή ένα ειδικό βάρος, όπως και η ένταξη.

Το Καταφύγι ήταν ανταρτοχώρι ή, αλλιώς, ανταρτοκρατούμενο, αλλά δεν ήταν μια «μικρή Μόσχα», όπως το Μανταμάδος στη Λέσβο ή ο Ζιάκας Γρεβενών, ούτε ένα «κόκκινο χωριό», όπως το Αμπελόφυτο Σερρών. Το Καταφύγι δεν ανήκε στο βαθύ κράτος της «Παλιάς Ελλάδας», όπως η Πελοπόννησος, ούτε στις «Νέες Χώρες», όπως η Μακεδονία και η Θράκη, όπου η ύπαρξη πολλών και διαφορετικών εθνοτικών ομάδων έδωσε έναν πιο άγριο τόνο στην εμφύλια σύρραξη. Το Καταφύγι βρίσκεται στην ορεινή Θεσσαλία, και οι κάτοικοί του έζησαν με ένταση και την Αντίσταση και τον εμφύλιο. Από το χωριό, «δύο σκοτώθηκαν στο πρώτο και 48 στο δεύτερο αντάρτικο», είπε ο Ηλίας. Στην Κατοχή, ο ένας αντάρτης σκοτώθηκε στη μάχη που έδωσε ο ΕΛΑΣ στο Μουζάκι, και ο άλλος κατά λάθος, ενώ καθάριζαν τα όπλα. Η διάκριση της Βασίλως ανάμεσα στο «πρώτο» και το «δεύτερο» αφορά το προσωπικό, οικογενειακό βίωμα: «Στο πρώτο το αντάρτικο ήταν και ο αδελφός μου αντάρτης. Στο δεύτερο, δεν ήταν αντάρτης. Στο δεύτερο ήταν στη φυλακή». Ο χαρακτηρισμός του ΔΣΕ και του εμφυλίου ως «δεύτε- ρου» αντάρτικου (μέχρι και σήμερα) αναδεικνύει τη συνέχεια με το «πρώτο»· γινόταν ενάντια στους νέους κατακτητές, Άγγλους και Αμερικάνους, που απειλούσαν το έθνος. Ο ταξικός του χαρακτήρας, στον βαθμό που υπήρχε, απομειωνόταν ή απαλειφόταν.

Το Καταφύγι, ως παράδειγμα, δεν συνιστά μια ειδική, μια μοναδική περίπτωση, αλλά κάτι πιο γενικευμένο, που ισχύει σε πολλές περιπτώσεις. Ίσως γι’ αυτό, μέσα από τις ιστορίες των κατοίκων του, μπορεί κάποιος να ανιχνεύσει τον εμφύλιο με πιο καθαρή ματιά. Οι Καταφυγιώτες στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκαν στο αντιστασιακό κίνημα, στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της ορεινής Ελλάδας. Πολέμησαν για την απελευθέρωση της πατρίδας τους, αλλά και για να αλλάξουν τη ζωή τους, να ζήσουν καλύτερα, όπως μεγάλες κοινωνικές κατηγορίες, σε όλο τον κόσμο, είχαν ελπίσει ότι, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια πιο δίκαιη κοινωνία· και από αυτή την άποψη το Καταφύγι λειτουργεί αντιπροσωπευτικά.

Το βομβαρδισμένο σχολείο του Άγιου Γερμανού.

  • Η συγγραφέας με το πλήθος των μαρτυριών που συνέλεξε καταγράφοντάς τες και με το πλήθος των καταχωριζόμενων πληροφοριών από πρωτογενείς πηγές προς διασταύρωση των λεχθέντων, υποδεικνύει και έναν επιστημονικό τρόπο άψογης διαχείρισης του συλλεγμένου προφορικού υλικού, και την διαδρομή αναζήτησης της πραγματικής ιστορικής αλήθειας. Το επισημαίνω αυτό διότι τελευταία κυκλοφορούν μυθιστορήματα (βασιζόμενα σε λεχθέντα κάποιου αφηγητή, χωρίς καμιά διασταύρωση με άλλες πηγές για την αξιοπιστία των λεχθέντων) και «μαρτυρίες προσώπων» για τον Εμφύλιο (π.χ. για τα γεγονότα του Λιτόχωρου), χωρίς καμιά διασταύρωση με άλλες πηγές, σε ένα πνεύμα στην κυριολεξία «αναθεωρητισμού της ιστορίας», εδραζόμενες στις πιο φαντασιακές και υποκειμενικές αντιλήψεις των τεκταινομένων, υπό το πρίσμα των σημερινών ή των τότε «ιδεοληψιών» των αφηγητών. Αυτές οι αφηγήσεις όμως δεν συνιστούν ιστορία, ούτε καν μαρτυρία… Τον ορθό επιστημονικό τρόπο για την αποστασιοποιημένη και αντικειμενική προσέγγιση τέτοιων θεμάτων τον υποδεικνύει εύστοχα η Τασούλα Βερβενιώτη στο «Τασούλα Βερβενιώτη, Οι Άμαχοι του Ελληνικού Εμφυλίου. Η δυναμική της μνήμης, Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα 2021», αλλά και σε άλλες μελέτες της που έχει εκδώσει παλαιότερα. – Και σε ό,τι αφορά στους Καταφυγιώτες, η συγγραφέας επισημαίνει:

Το 1946, προτού το Καταφύγι Αγράφων εκκενωθεί από τον Στρατό και οι Καταφυγιώτες γίνουν πρόσφυγες, ζούσαν εκεί 210 παιδιά, από νεογέννητα έως 14 ετών. Το 1952, μετά τον επαναπατρισμό των κατοίκων του, ο αριθμός των παιδιών είχε μειωθεί στα 168. Το 1960, το σχολείο είχε 65 μαθητές, το 1975 είχε 20, και το 1984 έπαψε να λειτουργεί, γιατί δεν υπήρχαν πια μαθητές. Το 1991 ζούσαν στο χωριό 138 άνθρωποι, από τους οποίους μόνο 24 ήταν κάτω από πενήντα χρονών.

Η συρρίκνωση αυτή του πληθυσμού δεν αποτελεί μια ιδιομορφία. Υπάρχουν εκατοντάδες άλλα ορεινά και ημιορεινά χωριά σαν το Καταφύγι, τα οποία εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι είχαν μεγάλη εμπλοκή στον εμφύλιο και μέχρι τότε ζούσαν κυρίως με την αυτοκατανάλωση, σχεδόν έξω από την οικονομία της αγοράς. Μετά το τέλος του πολέμου, η επικράτηση του κράτους των εθνικοφρόνων και η οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε οδήγησε στη μείωση του πληθυσμού τους.

Οι ιστορίες που ακολουθούν αποτελούν μια προσπάθεια να αναδειχτούν οι συνθήκες ζωής των κατοίκων του, μετά τον επαναπατρισμό τους. Αφορούν την παραγωγή και την κατανάλωση, τις κοινωνικές αλλά και τις διαπροσωπικές σχέσεις, τον τρόπο που οι άνθρωποι συνευρίσκονταν στην οικογένεια και στην κοινότητα. Αφορούν την ιατρική, τη γέννα, καθώς και την εκπαίδευση· την κοινωνική θέση των αντρών, των γυναικών και των παιδιών. Πάνω απ’ όλα, όμως, αφορούν τα συστήματα αξιών, αλλά και τα οράματα που καθοδήγησαν τη ζωή τους και τους ώθησαν να πά- ρουν μέρος σε ένα κίνημα που οραματιζόταν μια άλλη, καλύτερη, κοινωνία, τη Λαοκρατία.

Αφηγήτριες από το Καταφύγι, κοριτσόπουλα στα χρόνια του Εμφύλιου.

Με τη διάψευση του οράματος, προσπάθησαν να φτιάξουν τη ζωή τους μέσα στο πλαίσιο που τους πρόσφεραν οι νέες συνθήκες. Διατήρησαν τους δεσμούς συγγένειας, στηρίχτηκαν και στήριξαν το πελατειακό κράτος, εντάχθηκαν στην οικονομία της αγοράς και κάποιοι πλήρωσαν για να αφαιρεθούν τα φρονήματά τους από τους προσωπικούς τους φακέλους. Οι μηχανισμοί που έσβηναν τα φρονήματα λειτούργησαν και ως βαλβίδα αποσυμπίεσης, σε μια κοινωνία που ήταν έτοιμη να εκραγεί από τη βία της φτώχειας και την καταστολή. Η τελευταία ιστορία αφορά τη διαμόρφωση της μνήμης για τον διχασμό του χωριού. Διαβάζοντας αυτές τις ιστορίες, ίσως αποκτήσουμε σαφέστερη εικόνα για τις μεταπολεμικές δεκαετίες, γιατί η κατανόηση του παρελθόντος βοηθά να σχηματίσουμε ένα σαφέστερο και καλύτερο όραμα για το μέλλον.

  • Σε συνέντευξη της στην Κατερίνα Στεργίδου, τον Σεπτέμβριο του 2018, η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη, μεταξύ άλλων, υποστήριξε και τα κάτωθι, σχετικά με τον τρόπο που συνθέτει τις ιστορικές μελέτες της:

«Καταρχάς, και ο ιστορικός είναι μέρος της ιστορίας· υπάρχω κι εγώ μέσα σε μια εποχή, σε μια κοινωνία∙ κοινωνικοποιούμαι τη δεκαετία του ’60 που ήτανε μια πάρα πολύ δυναμική δεκαετία για όλον τον κόσμο -ίσως και η μόνη καλή δεκαετία του 20ού αιώνα. Γίνεται η Χούντα, προσπαθούμε να κατανοήσουμε πού είμαστε και πού πηγαίνουμε και μέσα σε αυτό υπάρχει ο Μάης του ’68, υπάρχει ένα γυναικείο κίνημα. Με τη μεταπολίτευση έρχεται και στην Ελλάδα… Εκείνη την εποχή αρχίζουμε να ψάχνουμε, να δούμε τι έγινε πριν…, τίνος προέκταση ήταν η Χούντα; Φτάνουμε στη δεκαετία του ’40 -όχι ολόκληρη, αλλά μέχρι ένα σημείο, μέχρι την Αντίσταση, το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ. Εκεί υπάρχουν βέβαια οι αντάρτες -σου θυμίζω την καταπληκτική εικόνα του Μελετζή, τον δάσκαλο αντάρτη, που τον φωτογραφίζει από χαμηλά, οπότε αυτός φαίνεται πάνω στα σύννεφα.

Υπάρχει μια ωραιοποίηση και μια ηρωοποίηση. Και από όλη αυτή την ιστορία λείπουν οι γυναίκες, και για μένα είναι σημαντικό να ψάξω να τις βρω. Αυτά γίνονται πριν ξεκινήσω το διδακτορικό μου, τότε που ήμασταν στις ομάδες. Ψάχναμε να βρούμε τι γίνεται. Να σκεφτείς ότι οι πρώτες συνεντεύξεις που έχουμε πάρει είναι το 1983, μπορεί και νωρίτερα, αλλά αυτές έχω∙ δηλαδή το διδακτορικό το ξεκίνησα τουλάχιστον πέντε χρόνια αργότερα. Ήθελα να βρω ποιες γυναίκες ήταν, πριν από μας, οργανωμένες. Γίνονταν βέβαια και έρευνες για το θέμα της ψήφου, το οικογενειακό δίκαιο, το θεσμικό πλαίσιο, αλλά μέσα στο δικό μου μυαλό ήταν σαφές ότι εκτός από τις γυναίκες που είχαν τη δυνατότητα να πάνε στο εξωτερικό, να δουν κι άλλους παρόμοιους συλλόγους κλπ. και να διεκδικήσουν δικαιώματα, τα οποία μπορούσαν και να τα κατακτήσουν λόγω της κοινωνικής τους θέσης, υπήρχαν και κάποιες άλλες.

Έψαξα να βρω καταρχήν την ΠΕΓ (Πανελλήνια Ένωση Γυναικών) που έδρασε τη δεκαετία του ’60, πριν τη Χούντα. Και κάνοντας συνεντεύξεις με γυναίκες της ΠΕΓ ανακάλυψα ότι πριν από αυτές υπήρξαν κάποιες άλλες· είχε συμβεί μια πολύ πιο μεγάλη ιστορική τομή πριν από τη δεκαετία του ’60 που εγώ γνώρισα στην εφηβεία μου∙ η Αντίσταση. Όταν πήρα την υποτροφία από το ΙΚΥ για να κάνω το διδακτορικό μου, είπα ότι θέλω να κάνω τις γυναίκες στην Αντίσταση. Ήταν και μια αδικία, γιατί διάβαζες τα βιβλία και έβλεπες φωτογραφίες και μπορεί να έβλεπες, ας πούμε, στη 10η Μεραρχία -είχε βγει τότε το σχετικό βιβλίο- σε μια φωτογραφία να υπάρχουν και καμιά-δυο γυναίκες, και ενώ από κάτω έλεγε ποιος είναι ποιος για όλους τους άνδρες, οι γυναίκες δεν υπήρχαν. Κανείς δεν έλεγε τίποτα για αυτές. Μου προτάθηκε να κάνω τα συσσίτια της Αρχιεπισκοπής, αλλά απάντησα με πολύ μεγάλη σαφήνεια ότι εγώ θέλω να δω τις ένοπλες γυναίκες.

Το δύσκολο ήταν να βρεις υλικό. Έμοιαζε σαν να ήταν όλα κρυμμένα. Αποδελτιώνοντας τις αντιστασιακές εφημερίδες της εποχής, έπεσα πάνω σε ένα γράμμα μίας αντάρτισσας με τίτλο «Ελληνοπούλες στ’ άρματα» και από κάτω υπέγραφε: «Ανθυπολοχαγός Λίζα«. Μου φάνηκε απίθανο ότι υπήρχε στον ΕΛΑΣ μια ανθυπολοχαγός Λίζα! Ήταν από τη 9η Μεραρχία. Άρχισα να την ψάχνω, γιατί ήδη είχα δικτυωθεί με τους ανθρώπους για να συγκεντρώνω πληροφορίες, καθώς αρχεία δεν είχαμε. Και τη βρήκα στην Κοζάνη. Πήγα και την είδα. Με φιλοξένησε σπίτι της. Σιγά, σιγά άρχισα να κατανοώ τι γίνεται, ποιες ήταν αυτές οι γυναίκες.

Δεν ήταν κάτι εύκολο, γιατί υπήρχε μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην Αθήνα και στην επαρχία. Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα· δεν ήξερα τίποτα για την ελληνική επαρχία. Αυτές όμως οι γυναίκες που εντάχθηκαν στο αντιστασιακό κίνημα και μάλιστα κρατούσαν όπλο δεν είχαν καμία σχέση με τις φεμινίστριες και τις μορφωμένες γυναίκες των πόλεων· ήταν αγρότισσες. Η επαρχία ήταν ένας άλλος, εντελώς διαφορετικός κόσμος και απόλυτα διακριτός από αυτόν της Αθήνας. Έπρεπε λοιπόν να κατανοήσω τι ήταν αυτό το κίνημα το οποίο πραγματικά στηρίχτηκε στην επαρχία και να βρω έναν τρόπο να κατανοήσω αυτές τις γυναίκες ώστε να γράψω το βιβλίο, να κάνω το διδακτορικό μου. Υπάρχει και κάτι άλλο σχετικά με το θέμα που ρωτάς: πες μου με ποιο θέμα ασχολείσαι να σου πω ποιος είσαι. Ο ιστορικός δεν μπορεί να ασχοληθεί με όλα τα θέματα. Ακόμα κι αν ο καθηγητής του φορέσει «καπέλο» ένα θέμα δεν θα μπορέσει να το βγάλει πέρα καλά για έναν απλό λόγο: δεν θα είναι δικό του. Αυτά για το βιβλίο για τις γυναίκες στην Αντίσταση που ήταν και το διδακτορικό μου

Βερβενιώτη, Τασούλα

Η Τασούλα Βερβενιώτη σπούδασε στο Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Aθηνών, με Διδακτορικό στο Πάντειο Πανεπιστήμιο: «Οι Συναγωνίστριες. Τα Αίτια της Συμμετοχής και η Δράση των Γυναικών στις Εαμικές Αντιστασιακές Οργανώσεις 1941-1944». Εργάστηκε ως ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Princeton. Έχει διδάξει στη Μέση Εκπαίδευση, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Διετέλεσε επιμορφώτρια και σχολική σύμβουλος, και έχει εργαστεί στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών και στην Ανωτάτη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης. Εργάστηκε σε Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας, όπου έχει χρηματίσει Θεματική υπεύθυνος Κοινωνικού Γραμματισμού. Έχει συμμετάσχει σε διεπιστημονικές επιτροπές και ομάδες, ενώ διαθέτει πλούσιο ερευνητικό έργο. Η ερευνητική δραστηριότητα επικεντρώνεται στην κοινωνική ιστορία των δεκαετιών 1940 και 1950. Έχει γράψει πλήθος άρθρων σε συλλογικούς τόμους και ιστορικά περιοδικά στα ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Μια από τις τελευταίες της εργασίες αφορά στον ελληνικό εμφύλιο: «Charity and Nationalism», στο Paola Bacchetta and Margaret Power (επιμ.) «Right-Wing Women: From Conservatives to Eχtremists Around the World» Routledge, Νέα Υόρκη και Λονδίνο 2002. – Την πλούσια και ενδιαφέρουσα εργογραφία της (το συγγραφικό έργο της) μπορεί να το βρει ο αναγνώστης στον ακόλουθο ιστότοπο:  biblionet.gr

  • Έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο-μελέτη, που απευθύνεται στο επιστημονικό και στο ευρύ κοινό, με τρόπο κατανοητό και πειστικό, με πρωταγωνιστές τις γυναίκες ως τις κινούσες τα νήματα της (αθέατης) ιστορίας, αξιοποιώντας την μνήμη ως επιστημονικό εργαλείο και όχι ως μια απλή αναπόληση του παρελθόντος. Το δε θέμα που πραγματεύεται είναι μια από τις «πληγές» του νέου ελληνισμού και της σύγχρονης Ελλάδας, του οποίου δεν γνωρίζουμε όλες τις πτυχές. Όπου χύνεται «εμφύλιο αίμα αφήνει πίσω του κατάρες» έλεγαν οι παλιότεροι στο χωριό μου. Και για να εξορκίσει κανείς τις κατάρες, έναν μόνον τρόπο έχει! Την αλήθεια… Αυτήν νομίζω ότι διερεύνησε και έδωσε πειστικά οι συγγραφέας, για μια περίοδο που πέρα από τους «πολεμιστές» τα κύρια θύματά του ήταν οι γυναίκες και τα παιδιά… Όσοι νοιάζονται για την εθνική μας αυτογνωσία, ας σπεύσουν να το διαβάσουν.
banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας