Μ’ αφορμή τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα: «Πλυντήριο» των τραγικών ελλείψεων σε ουσιαστικά μέτρα πρόληψης και προστασίας των γυναικών
Πηγή: Eurokinissi
Την τελευταία βδομάδα, τα φώτα της δημοσιότητας έχουν συγκεντρώσει οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης της ΝΔ για τα αποτρόπαια εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας και βίας κατά των γυναικών, διαφημίζοντας ανάμεσα στα άλλα τις νέες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.
Αφορμή στάθηκε η περίπτωση κακοποίησης γυναίκας από τον σύζυγό της, γνωστό ποινικολόγο, που απολάμβανε ιδιαίτερης προβολής με εμφανίσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές και σε εκδηλώσεις της κυβερνητικής παράταξης στα πανεπιστήμια, στις οποίες κατήγγειλε την κακοποίηση γυναικών.
Η κυβέρνηση της ΝΔ προκλητικά επιδιώκει να παρουσιάσει ως μέσο πρόληψης και αντιμετώπισης τέτοιων αποκρουστικών εγκλημάτων τον νέο Ποινικό Κώδικα, εξαγγέλλοντας και νέες ρυθμίσεις. Εντάσσεται στη συνολική προσπάθεια να αθωωθεί ο αντιδραστικός για τα λαϊκά δικαιώματα και ελευθερίες χαρακτήρας του Ποινικού Κώδικα, να «ξεπλυθεί» η πολιτική διαχρονικά των κυβερνήσεων για τις τραγικές ελλείψεις σε ουσιαστικά μέτρα πρόληψης και προστασίας των γυναικών από την πολύμορφη βία.
Εστιάζουν αποπροσανατολιστικά στο ποινικό πλαίσιο…
Όπως έχει αποδειχθεί, η αυστηροποίηση του ποινικού πλαισίου από μόνη της δεν αρκεί για να βάλει «φρένο» σε βίαιες, κακοποιητικές συμπεριφορές σε βάρος των γυναικών. Εξάλλου, ο δράστης του πρόσφατου περιστατικού, λόγω της επαγγελματικής του ιδιότητας ως ποινικολόγου, γνώριζε πολύ καλά τις προβλεπόμενες ποινές και όλο το ισχύον πλαίσιο. Αυτό, όμως, δεν τον απέτρεψε από την εγκληματική του πράξη.
Ταυτόχρονα, μένει στο απυρόβλητο ότι μια σειρά προβλέψεις για την ποινική μεταχείριση των δραστών ήδη υπάρχουν. Ωστόσο, στην πράξη η εφαρμογή τους χωλαίνει. Δράστες ενδοοικογενειακής βίας που καταγγέλλονται δεν εντοπίζονται στο πλαίσιο της αυτόφωρης διαδικασίας, είναι ζήτημα ακόμα και το αν αναζητούνται από την αστυνομία. Ασφαλιστικά μέτρα εκδίδονται αλλά μένουν κενό γράμμα. Δεν ενεργοποιείται η αυτεπάγγελτη διαδικασία σε περιπτώσεις που αυτή προβλέπεται, ενώ θύματα κακοποίησης αποτρέπονται από το να καταθέσουν μηνύσεις.
Η εκδίκαση των υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας παραπέμπεται σε τακτικές δικάσιμους, που μπορεί να ορίζονται πολλούς μήνες μετά, με αποτέλεσμα η διαδικασία να απομακρύνεται από τον χρόνο τέλεσης της εγκληματικής πράξης. Στο διάστημα αυτό, όπως έχει καταγραφεί σε συγκεκριμένες πρόσφατες περιπτώσεις, η εγκληματική συμπεριφορά δραστών κλιμακώνεται.
Οι υποθέσεις φτάνουν στο ακροατήριο παίρνοντας μια θέση στο πινάκιο ανάμεσα σε μια σειρά αδικήματα διαφόρων ειδών και τύπων. Καμία πρόνοια δεν υπάρχει για την ίδρυση οικογενειακών δικαστηρίων, στελεχωμένων με δικαστές και προσωπικό που θα διαθέτει την απαραίτητη εξειδίκευση. Άρα, είναι τουλάχιστον υποκριτικές οι διακηρύξεις της κυβέρνησης και του υπουργού Δικαιοσύνης για επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών.
Την ίδια ώρα που μια γυναίκα περνάει έναν Γολγοθά μέχρι την τελεσίδικη καταδίκη του δράστη ενδοοικογενειακής βίας, αντιμετωπίζοντας τις πολυδάπανες και μακροχρόνιες νομικές διαδικασίες με κίνδυνο ακόμα και για τη ζωή της, άμεσες είναι οι δικαστικές αποφάσεις που βγάζουν παράνομες τις απεργίες, ενώ συνδικαλιστές και συνδικαλίστριες σέρνονται στα δικαστήρια για την αγωνιστική τους δράση.
Αποδεικνύεται, με τον πιο δραματικό τρόπο, κάτι πιο βαθύ: Αυτό το σάπιο αστικό κράτος, οι θεσμοί και οι μηχανισμοί του είναι εχθρικοί απέναντι στον λαό, στη νεολαία και τις ανάγκες τους. Είναι επιλεκτικά ανίκανοι να προστατέψουν την ανθρώπινη ζωή, αλλά ικανοί να ανταποκριθούν άμεσα στην προστασία των συμφερόντων του κεφαλαίου.
«Ξεπλένουν» την εγκληματική πολιτική του «κόστους – οφέλους»
Η προσπάθεια να μετατοπιστεί το κέντρο βάρους της συζήτησης γύρω από τις ποινές, την προφυλάκιση, την προσωρινή κράτηση, τους περιοριστικούς όρους, έχει αποτέλεσμα να απομακρύνεται η προσοχή από το κύριο: Από την ανάγκη για μέτρα πρόληψης, προστασίας και στήριξης των γυναικών από την πολύμορφη βία.
Είναι πρόκληση η προσπάθεια της κυβέρνησης να παρουσιάσει ως «δίχτυ ασφαλείας» για τις γυναίκες μέτρα όπως το panic button, που αποδεικνύονται τραγικά ανεπαρκή για την προστασία τους. Την ίδια στιγμή, προσπαθούν να κρύψουν κάτω από το χαλί τις διαχρονικές ευθύνες της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων που αφήνουν τις γυναίκες χωρίς ουσιαστική δωρεάν νομική, ψυχολογική, κοινωνική στήριξη και προστασία με κρατική ευθύνη.
Παρά τις αυξανόμενες ανάγκες, παραμένουν δραματικές οι ελλείψεις στο δίκτυο δομών για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών. Σε όλη την Ελλάδα λειτουργούν μόλις 44 Συμβουλευτικά Κέντρα, στο 13% των δήμων, και 20 Ξενώνες Φιλοξενίας. Στην Αττική, υπάρχουν μόνο 10 Συμβουλευτικά, στους 8 από τους 66 δήμους της και 3 Ξενώνες.
Εκτός από τον μικρό αριθμό των δομών κυριαρχεί η υποστελέχωση, αφού η χρηματοδότηση και η λειτουργία του δικτύου εξαρτώνται από ευρωπαϊκά προγράμματα με ημερομηνία λήξης, πηγαίνοντας από παράταση σε παράταση. Το μεγαλύτερο μερίδιο διοχετεύεται κυρίως σε ένα αποσπασματικό και πολυδαίδαλο δίκτυο ΜΚΟ αντί για κρατικές δημόσιες δομές.
Η πλειοψηφία των εργαζομένων δουλεύουν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ακόμα και δεκαετίες, σε καθεστώς «ομηρίας», αφού η αναγκαία πρόσληψη και μονιμοποίηση όλου του αναγκαίου εξειδικευμένου προσωπικού δεν θεωρείται «επιλέξιμη δαπάνη» σύμφωνα με την ΕΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εργαζόμενες στη γραμμή SOS 15900 μένουν ακόμα και για μήνες απλήρωτες.
Την ίδια ώρα, δεν εξασφαλίζεται η άμεση, επείγουσα φιλοξενία των γυναικών και των παιδιών τους για την προστασία τους. Η εξασφάλιση μιας θέσης σε ξενώνα φιλοξενίας μπορεί να πάρει και μήνες για τις προβλεπόμενες εξετάσεις και διαδικασίες ένταξης, κάτω από τις ελλείψεις στις δημόσιες δομές Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και Ψυχικής Υγείας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παρατείνεται η παραμονή της γυναίκας στο κακοποιητικό περιβάλλον, με κίνδυνο για την ίδια τη ζωή της.
Τα ολιγόμηνα και κακοπληρωμένα προγράμματα κατάρτισης των κακοποιημένων γυναικών, που παρουσιάζει η κυβέρνηση ως λύση, δεν απαντούν στην εργασιακή ανασφάλεια, η οποία αποδεδειγμένα αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για να ξεφύγει μια γυναίκα από μια βίαιη, παθογόνα σχέση. Το κύριο είναι η εξασφάλιση του δικαιώματός της στη μόνιμη και σταθερή δουλειά, με αξιοπρεπή μισθό, για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της οικονομικά ανεξάρτητη.
Το κριτήριο της ευαισθησίας κάθε κυβέρνησης για το ζήτημα της βίας κατά των γυναικών προσδιορίζεται από τα λεγόμενα όρια της αντοχής της καπιταλιστικής οικονομίας. Πρόκειται για την εγκληματική πολιτική που υπηρετεί η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ, όπως και προηγουμένως οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, που λογαριάζει ως «κόστος» για το κράτος και τους επιχειρηματικούς ομίλους τα αναγκαία μέτρα ολόπλευρης στήριξης των κακοποιημένων γυναικών.
Η «αγωνία» τους αφορά στο κόστος που έχει η βία κατά των γυναικών στο αστικό κράτος και την καπιταλιστική οικονομία. Χαρακτηριστικά, τα επιτελεία της ΕΕ, που η ΝΔ και τα άλλα αστικά κόμματα «χειροκροτούν», μετράνε σε ευρώ πόσο «κοστίζει» η αναζήτηση υγειονομικής περίθαλψης, η αυξημένη χρήση της Ποινικής Δικαιοσύνης, οι υπηρεσίες προστασίας κακοποιημένων γυναικών ή ακόμα και εγκαταλελειμμένων παιδιών, υπολογίζοντας ότι φτάνει τα 290 δισ. ευρώ τον χρόνο.
«Σάπιες αξίες, σάπια ιδανικά, φρικιαστικά εγκλήματα το σύστημα γεννά»
Η ματωμένη αλυσίδα των αποτρόπαιων εγκλημάτων σε βάρος γυναικών, ανήλικων κοριτσιών επιβεβαιώνει ότι υπάρχει ένα βαθύτερο σάπιο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό υπόβαθρο, που γεννά τους δράστες – «τέρατα» και αφήνει τις γυναίκες ευάλωτες στην ανασφάλεια και τη βία.
Οι οικονομικοί και κοινωνικοί καταναγκασμοί, οι οποίοι αναπαράγονται στην καπιταλιστική κοινωνία που έχει για θεό το κέρδος, αφήνουν και σήμερα βαριά τη σκιά τους στη ζωή των γυναικών. Αποτελούν εμπόδια στη δυνατότητα να ζουν χειραφετημένες οικονομικά, κοινωνικά, συναισθηματικά. Αυτό είναι το θερμοκήπιο μέσα στο οποίο συνεχίζουν να καλλιεργούνται αναχρονιστικές και αντιδραστικές αντιλήψεις που αντιμετωπίζουν τη γυναίκα ως «λάφυρο», ως «ιδιοκτησία» και «κτήμα» του άντρα.
Αντανακλώνται σε συμπεριφορές υποτίμησης της προσωπικότητάς της, στη διαμόρφωση προσωπικοτήτων ικανών να διαπράξουν τέτοιες εγκληματικές πράξεις σε βάρος της γυναίκας, που φτάνουν μέχρι και τη δολοφονία. Το έδαφος αυτό, όμως, το διαμορφώνουν και οι νόμοι που υπηρετούν την ατομική ιδιοκτησία, την εκμετάλλευση, τη «ζούγκλα» του ανελέητου ανταγωνισμού.
Απέναντι σε αυτήν τη σήψη και τη δυσωδία της σημερινής εκμεταλλευτικής κοινωνίας, που έχει στο DNA της τη βία και τη γυναικεία ανισοτιμία, η μόνη ανάσα αισιοδοξίας είναι ο δρόμος της αγωνιστικής διεκδίκησης. Όσο δυναμώνει ο αγώνας ενάντια στη γενεσιουργό μορφή βίας, την καπιταλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση, θα σπάνε στην πράξη «οι σάπιες αξίες και τα σάπια ιδανικά που το σύστημα γεννά».
Εκεί χτίζεται ασπίδα προστασίας για κάθε γυναίκα απέναντι στην πολύμορφη βία, ώστε να βρίσκει το θάρρος και την αντοχή να παλέψει για μια ζωή απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση, τη βία, τη γυναικεία ανισοτιμία.
Αναδημοσίευση από τον «Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 22-23 Ιούνη 2024.