Κερασάρης ο Μάης έρχεται με τις παπαρούνες και φεύγει με τις κόκκινες χάντρες του τις γυαλιστερές και πολύτιμες, αν σκεφτείς την τιμή τους στην αγορά. Τις τελευταίες ημέρες την παράσταση έχουν κλέψει τα κεράσια τα οποία έκαναν είσοδο σε λαϊκές, super market και μανάβικα με ρεπορτάζ να κάνουν λόγο ακόμη και για πώληση τους στα 16 ευρώ το κιλό!
Μα καιρός είναι αυτός!
Μάης γδάρτης σαν τον περσινό…
Η βροχή, η συνεχόμενη βροχή είναι η καταστροφή τους.
Ανοίγουν και χαλάνε τα κεράσια . Η τιμή κατρακυλά για τον αγρότη, αφού δε θα πουλήσει την παραγωγή που έλπιζε κι ο έμπορος άλλο αλισβερίσι θα κάνει εις βάρος του, αλλά για τον καταναλωτή γίνεται είδος πολυτελείας.
Βαθυκόκκινες, γυαλιστερές χάντρες τα κεράσια, στολίδια ανέλπιστα της φύσης, κρέμονται στα κλαδιά των δέντρων που τις γεννάνε.
Το μάζεμα τους αν και πολύ δύσκολο, τόσο ευχάριστο, καθώς βλέπεις να γεμίζουν οι κουβάδες που αποκτούν μία ιδιαίτερη εικαστική παρουσία και στη συνέχεια η διαλογή τους που γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα!
Δεν μπορείς να αντισταθείς!
Τρως κι από κανένα.
Τραγανά και ζουμερά, με γεύση μοναδική κι αξεπέραστη!
Τα κεράσια τα συνδέω με μία γλυκιά, πολύ γλυκιά ανάμνηση.
Μετά του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, κάθε χρόνο και για πολλά χρόνια περιμέναμε να εμφανιστεί η μαυροφορεμένη γιαγιά Μαρία.
Φορούσε πάντα μαύρα.
Πενθούσε μία ζωή τον Γιωργάκη της, τον πρωτότοκο γιο της, τον άριστο μαθητή που καμάρωνε για αυτόν και πέθανε σε μία σχολική εκδρομή, Μάρτη μήνα, 14 χρονών.
Η γιαγιά μας η Μαρία, μάνα της μάνας μας, με καταγωγή από τον Βελβεντό και το Πολύφυτο Κοζάνης…
Παντρεύτηκε τον παππού Γιάννη και αφού άλλαξαν διάφορα μέρη στη διάρκεια του πολέμου και μετά τον εμφύλιο, καθώς ο παππούς Γιάννης ασχολούνταν με το εμπόριο και άνοιγε μπακάλικα σε διάφορα χωριά, καταστάλαξαν στην Καστανιά Κολινδρού, όπου είχαν βρει καταφύγιο τα αδέρφια της γιαγιάς.
Η Καστανιά είναι ένα όμορφο ημιορεινό χωριό στην αγκαλιά των Πιερίων, αγαπημένος τόπος των λιγοστών παιδικών μας διακοπών…
Δεν γνωρίζαμε ακριβώς ποια μέρα θα έρθει.
Σκέτη ταλαιπωρία ήταν για αυτήν, αυτό το ταξίδι .
Να πάρει το ένα από τα δύο λεωφορεία που έκαναν τη συγκοινωνία στο χωριό, το πρωινό- πρωινό, για να πάει στον Κολινδρό.
Από εκεί να πάρει της Κατερίνης και να σταματήσει στο Αιγίνιο στη διασταύρωση, στη στάση με το ξεχωριστό, παραδοσιακό καφενείο.
Να περιμένει εκεί πάνω από μία ώρα το λεωφορείο από Κατερίνη που είχε προορισμό τη Θεσσαλονίκη.
Να το πάρει, να κατέβει Αλεξάνδρεια , στη συνέχεια να περπατήσει κάνα εικοσάλεπτο μέχρι τα ΚΤΕΛ, να περιμένει κι εκεί μέχρι να έρθει η ώρα για το δρομολόγιο στο Νησί.
Η γιαγιά ενώ ήταν τόσο έξυπνη , είχε τελειώσει και το Διδασκαλείο, είχε ένα θεματάκι με τον προσανατολισμό.
Χανόταν σε ένα τόπο που δεν της ήταν τόσο γνωστός και οικείος…
Έφταιγε, νομίζω, το στρες και η ταλαιπωρία του ταξιδιού .
Μια φορά θυμάμαι που κάποιος κάτοικος του χωριού ήρθε εποχούμενος στο τρακτέρ με τη γιαγιά καθισμένη στη λιγάκι υπερυψωμένη θέση του τρακτέρ σε σχέση με το ύψος του οδηγού, κρατώντας με το ένα χέρι το μεταλλικό προστατευτικό της θέσης και με το άλλο το καλάθι με τον πολύτιμο θησαυρό.
-Με τρακτέρ και πλατφόρμες γίνονταν πολλές βόλτες τότε…-
Αμήχανη λιγάκι, κουρασμένη, αλλά χαμογελαστή με ένα χαμόγελο που έμοιαζε σα να διακωμωδούσε την ίδια, περίμενε τη βοήθεια της κόρης της για να κατέβει…
Σχεδόν πάντα, γνωρίζοντας το δρομολόγιο του λεωφορείου , βγαίναμε στον δρόμο μπροστά από το σπίτι μας, από όπου μπορούσαμε να δούμε στον κεντρικό δρόμο τη γιαγιά λίγο πριν στρίψει, για να τρέξουμε να την προϋπαντήσουμε…
Τις πιο πολλές φορές κατέβαινε σε λάθος στάση.
Η μαμά μου ανέβαινε τον κεντρικό δρόμο προς την Κοινότητα του χωριού, σίγουρη ότι θα τη συναντήσει.
Εμείς τα παιδιά, όπως κάθε φορά, την περιμέναμε στη συμβολή του κεντρικού δρόμου με τον δικό μας .
Έφτανε επιτέλους μετά κόπων και βασάνων στη διασταύρωση και λίγο πριν στρίψει δεξιά, λουσμένη στο φως, καταβεβλημένη, κρατώντας το πολυπόθητο καλάθι, φώναζε χαρούμενη τα ονόματα μας με έναν τρόπο κελαρυστό που μας γλύκαινε την ψυχή.
Τρέχαμε προς το μέρος της όλο χαρά και αγάπη!
Καλά μου! καλά μου! έλεγε κι άφηνε το καλάθι στον δρόμο, για να μας αγκαλιάσει…
Είχε πάνω-πάνω κλαδιά με φύλλα κερασιάς που τότε ακόμα δεν μπορούσα να καταλάβω τη χρηστική τους αξία..
Όταν η γιαγιά φτάνοντας στο σπίτι, έπαιρνε προσεκτικά τα κλαδιά, αποκαλύπτονταν τα κόκκινα, αστραφτερά κεράσια, ανακατωμένα με τα ροδοπορτοκαλιά πετροκέρασα.
Έλαμπαν σαν ημιπολύτιμες πέτρες!
Ζευγαράκια με τους ντελικάτους μίσχους τους, υπομονετικά τακτοποιημένα δίπλα – δίπλα, σχεδόν ζωντανοί ακόμη οι όμορφοι καρποί.
Μόλις γινόταν η αποκάλυψη, ορμούσαμε στο καλάθι, παίρναμε δύο ζευγάρια σκουλαρίκια και τα βάζαμε στα αυτιά μας.
Καμάρι εμείς… άλλο πράγμα!
«Μωρέ τι όμουρφα που είστι!
Τι κουρίτσια είνι αυτά!»
Βλέποντας την αδερφή μου καμαρωτή και χαμογελαστή συμφωνούσα με τη γιαγιά.
Πόσο όμορφη με τα ακριβά της στολίδια!
Κουνούσαμε το κεφάλι μας πέρα δώθε και αυτά μας χάιδευαν τα μάγουλα χαιρετίζοντάς μας με μία αίσθηση ευτυχίας.
«Μη φάτι πουλλά!
Θα σας πιάσι κόψιμου!»
Διάβαζε τη σκέψη μας η γιαγιά.
Καθώς τρώγαμε τα κεράσια, λιγόστευαν στο καλάθι που η μαμά το έβαζε στην αποθήκη για να συντηρηθούν, αφού εκεί δεν έμπαινε φως…
Όσο λιγόστευαν τόσο περισσότερο μελαγχολούσα.
Γνώριζα ότι τελειώνοντας αυτά, η γιαγιά θα πάρει το άδειο καλάθι και θα φύγει.
Και ποιος θα μας λέει τώρα παραμύθια για λάμιες και δράκους…
Η εβδομάδα περνούσε γρήγορα.
«Θα πάω τώρα καλά μου!
Έχου τουν παππού μουναχό.»
Κεράσια δεν ξανατρώγαμε από κει και πέρα.
Άλλα φρούτα ζωγράφιζαν το τοπίο!
καλή εβδομάδα με υγεία!
Ει. Δα.
—–