Από μικρή έτρεφα μία απροσδιόριστη αποστροφή προς τα υποκοριστικά. Θεωρούσα ότι ναι μεν εμπλούτιζαν τη γλώσσα, ωστόσο με έναν ύπουλο τρόπο υποβάθμιζαν την αξία των πραγμάτων, μείωναν το αξιακό τους φορτίο, προκαλώντας ένα είδος οίκτου, εκλιπαρώντας την προσοχή μέσω μιας αξιοπρόσεκτης μικρότητας.
Η εκδήλωση δε της συμπάθειας, της αγάπης ή της τρυφερότητας μέσω της χρήσης των υποκοριστικών – από ενήλικες (ως γνωστόν οι μικρότεροι μιμούνται με μια αξιέπαινη συνέπεια τους μεγαλύτερους) – αποκάλυπτε – κατ’ εμέ πάντα – μια εγγενή αδυναμία επικοινωνίας ή ακόμη και μια ασύνειδη από τον ομιλούντα εκδήλωση συναισθηματικής δυστοκίας ή ακόμη και ανασφάλειας. Κοντολογίς, προέκυπτε ένας λανθασμένος κώδικας προσέγγισης μέσα από σωρεία υποκοριστικών που αναζητούσαν απεγνωσμένα λόγο ύπαρξης..
Μεγαλώνοντας, παρατηρώντας και κατηγοριοποιώντας τις ανθρώπινες συμπεριφορές διαπίστωσα ότι αυτή η τάση της νοηματικής συμπίεσης των λέξεων άρχισε να εξαπλώνεται σαν επιδημία σε κάθε έκφανση της ταλαίπωρης καθημερινότητας . Μια λαίλαπα μιζερολογίας , μια προσπάθεια απίσχνασης της ύπαρξης προς το έλαττον, μια ακόμη αντι-ηρωική αποφόρτιση, μια αναζήτηση της γλυκερής νοοτροπίας, της εύκολης λύσης, της φτηνής επιλογής. Ακόμα και αυτή η βαρυσήμαντη αίσθηση τους χρέους, άρχισε να γίνεται λιπόσαρκη, ένας πομπώδης εμπαιγμός, ένας δυσκίνητος συριγμός, και ο άνθρωπος, μια υπό-χρεη ύπαρξη που αρκέστηκε στα λίγα εγκαταλείποντας τον αγώνα για εκείνα τα άλλα τα βαριά και ασήκωτα , τα ιδανικά που ξέφτισαν, και την αγάπη, που έγινε ανορεκτική και αυτή, στις κοινωνίες του λίγου, του μικρού και ασήμαντου που μεταφράζεται σε μίσος για ό,τι τα ξεπερνάει.
Τα «υποκοριστικά» θριαμβολογούν ανάμεσα σε νεκρούς, ανεύθυνους, απαθείς και δειλούς και εξουθενωτικά και ανούσια φλύαρους ή άπραγους. Τους πρωταγωνιστές της σύγχρονης εποχής . Το είχε πει και ο Γ. Σεφέρης που είχε προβλέψει με αυτή την οξεία διορατικότητά του την κατίσχυση της ισχνότητας στη σκέψη και κατ’ επέκταση στην πράξη.
Δεν πιστεύω σ’ αυτούς τους ανθρώπους που φλυαρούν, ή στους άλλους που δεν ξέρουν τι κάνουν· δεν εννοώ να βουλιάξω μέσα στην απερίγραπτη μιζέρια των χαρακτήρων – πιστεύω σε δυο-τρεις ιδέες που προχωρούν, και τώρα ακόμη, ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια, σ’ αυτή τη γλώσσα. Γι’ αυτές τις δυο-τρεις ιδέες που πρέπει να ζήσουν εδώ, και μονάχα εδώ θα μπορούσαν να ζήσουν καθώς τις σκέπτομαι, υπομένω αυτή την αθλιότητα». («Μέρες» Γ΄).
Αυτές οι δυο – τρεις ιδέες που χάθηκαν μέσα σε στοίβες «υποκοριστικών», τα οποία κατέκλυσαν τις κοινωνικές συναναστροφές οδηγώντας σε στρεβλές μορφές κοινωνικοποίησης και συμβάλλοντας στις εγωκεντρικές και ομφαλοσκοπικές κοινωνίες του σήμερα, αποτελούν, για όσους ακόμα συνομιλούν μαζί τους, μια χαραμάδα φωτός μέσα στο έρεβος μιας πραγματικότητας που διαμορφώνεται με άλλους συντελεστές βαρύτητας. Το αντιστάθμισμα είναι οι ιδέες του Σεφέρη , όσες ακόμα έμειναν αναπαλλοτρίωτες από όσους βρίσκονται σε υπεύθυνα πόστα υπηρετώντας τες. Η απεμπόληση αυτών των αρχών από ανθρώπινα «υποκοριστικά» που έχουν αλλοιώσει , διαβρώσει κάθε θεσμό πλέον, έχει στις περισσότερες περιπτώσεις γεύση αίματος. Αν και είμαστε τα χειρότερα σαρκοβόρα του πλανήτη, εσχάτως ο κανιβαλισμός στον οποίο έχουμε επιδοθεί θέτει σε αμφισβήτηση κάτι πολύ πιο σημαντικό: την ανθρωπιά και τον πολιτισμό μας.
Εν τέλει, είμαστε απότοκα των υποκοριστικών και των συμβολισμών τους… Το υποκοριστικό, όσο ασήμαντο και ακίνδυνο κι αν φαίνεται, ενέχει μια ακαταμάχητη, υποδόρια δύναμη, όχι εύκολα αντιληπτή, και για αυτό επικίνδυνη. Ασήμαντο αλλά παντοδύναμο. Κάθε αρνητική μου προδιάθεση απέναντι σε αυτές τις αθώες «λεξούλες» είχε ένα συνειρμικό αντίκρισμα σε ένα κάτοπτρο, το οποίο αντανακλούσε την μελλοντική απόλυτη κυριαρχία αυτής της φαινομενικά αναίμακτης υποταγής. Λειτουργούσε σαν ένας φεγγίτης μέσα από τον οποίο το μέλλον φάνταζε δυστοπικό . Η επικράτηση των υποκοριστικών σήμαινε την συλλογική υποδούλωση του πνεύματος στην κολακεία και τον ψευτοκουλτούρα αυτών που με μαεστρία ξέρουν να χειρίζονται όχι τον λόγο, αλλά τα φτωχά του παράγωγα, ωστόσο αρκούντως εξυπηρετικά. Λαοθάλασσα οι θαυμαστές των στενών οριζόντων, των χαμηλών προοπτικών, των εύκολων στόχων. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει ναυαγήσει στη χώρα των υποκοριστικών και αναγκαστικά αφομοιώνεται, εξομοιώνεται, προσαρμόζεται για να επιβιώσει.
Από άνθρωπος, λοιπόν, έγινε ανθρωπάκος-ανθρωπάκι, ανθρωπίσκος. Θα μπορούσαμε, άραγε, αν δεν υπήρχαν τα υποκοριστικά, να αποδώσουμε με τέτοιον ειρωνικό χρωματισμό την κατάντια τον ξεπεσμό του σύγχρονου ανθρώπου; Βοηθούν στην απόδοση ή στην αποδοχή εν τέλει του ανθρωπάκου; Ένα είναι σίγουρο. Η θλίψη, που μου προκαλούσαν τα υποκοριστικά εξ απαλών ονύχων λόγω ενός υπερβάλλοντος ζήλου – αναίτιου κατ’ εμέ- των χρηστών, εξακολουθεί να υπάρχει. Και, από όσο έχει αποδειχτεί, όχι χωρίς λόγο. Γιατί είμαστε έλλογα όντα και τα υποκοριστικά είναι εκεί για να μας θυμίζουν ότι πρέπει να χρησιμοποιούμε τη μεγαλύτερη δύναμη που διαθέτουμε ως νοήμονες υπάρξεις: τη λογική. Λειτουργούν ως πηγές αμφισβήτησης – το γιατί να χρησιμοποιήσω το γλυκούλης αντί του γλυκός ή το μικρούλης αντί του πολύ μικρός με ταλάνιζε από νωρίς ομολογουμένως- εμβάθυνσης και προβληματισμού. Προβληματισμού βαθύτερου πίσω από τις λέξεις ή τα φαινόμενα, προβληματισμού για τη δύναμη που μας ωθεί να αποδεικνυόμαστε κατώτεροι των περιστάσεων. Και αυτό γιατί συνδέονται άρρηκτα με τις προθέσεις – οι οποίες κάθε άλλο παρά ιδιοτελείς είναι διαχρονικά και όχι μόνο στις μέρες μας. Ένας στιβαρός λόγος δεν μπορεί να κυοφορήσει υποκοριστικά. Τα αποβάλλει.
Το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους . Πιστέψτε με, δε μπορείτε να φανταστείτε πόσα μπορεί να αποκαλύψει για το χαρακτήρα, τις προθέσεις ή την ποιότητα κάποιου η κατάχρηση υποκοριστικών. Θα το χαρακτήριζα, και με μια ελαφριά δόση υπερβολής, πρελούδιο ανθρωπογνωσίας .
***ΥΠΟΚΟΡΙΣΤΙΚΟ : από το υποκορίζομαι: χρησιμοποιώ υποκοριστικά // μεταχειρίζομαι χαϊδευτικές λέξεις// προσποιούμαι// παιδιαρίζω .
…………………….