Ζούμε σε μια εποχή που όλα τρέχουν κι όλα μας πληγώνουν. Οι ρυθμοί των αλλαγών ιλιγγιώδεις, ο κόσμος σκληρός κι απάνθρωπος. Οι ισορροπίες χαμένες.
Και ο σημερινός άνθρωπος ή αφήνεται σ’ αυτόν τον κόσμο, που τον παρασέρνει στο άγνωστο και ίσως στο εφιαλτικά προβλέψιμο ή αγωνίζεται να τον αλλάξει. Πόσοι όμως και πώς;
Ακούγοντας πάλι τυχαία το τραγούδι “Θέλω να γυρίσω στα παλιά” και βλέποντας στο video που το συνοδεύει τις εικόνες εκείνης της εποχής, όπου όλα ήταν αλλιώτικα, η νοσταλγία σε παρασέρνει εξιδανικεύοντας το τότε και ξεχνώντας τα αρνητικά του.
Ναι, υπήρχαν αρνητικά. Πολλά.
Όμως, τότε:
Τα παιδιά μπορούσαν να παίζουν στις αλάνες και στα δρομάκια. Να αναπτύσσουν δεξιότητες του σώματος και της φαντασίας, να δένονται με φιλίες. Τώρα, ο κόσμος τους ελέγχεται και πατρονάρεται από την τεχνητή νοημοσύνη και η μοναξιά του τάμπλετ ή του κινητού είναι η σύγχρονη σκλαβιά τους.
Οι έφηβοι ερωτεύονταν. Ένα βλέμμα στη “βόλτα” ήταν πηγή ονειροπόλησης για όλο το βράδυ. Τώρα, γνωρίζουν τη σωματική επαφή ήδη από την παιδική τους ηλικία. Ο σαρκικός έρωτας είναι όχι απλά προσεγγίσιμος από νωρίς, αλλά δεδομένος. Οι ονειροπολήσεις είναι ντεμοντέ.
Ο σεβασμός στους δασκάλους και στους γονείς ήταν από εκείνα που ήταν όχι απλά δεδομένα, ήταν θέσφατο, έστω κι αν απ’ τη μεριά και των δύο, δασκάλων και γονέων, γίνονταν λάθη. Η τάξη των πραγμάτων ήταν αυτή. Τώρα, όχι απλά δεν υπάρχει εκείνος ο σεβασμός, αλλά υπάρχει μια μόνιμη διάθεση ανατροπής, που της φορούν την ταμπέλα “κατεστημένο”!
Τότε οι νέοι, αν δεν ξενιτεύονταν για δουλειά, κάνανε αγώνες στους δρόμους, για τη Δημοκρατία με το σύνθημα 114, για τη Δημοκρατία και την Ελευθερία με το Πολυτεχνείο. Τώρα, αν δεν ξενιτεύονται και πάλι, οι περισσότεροι είναι αδιάφοροι, δεν πάνε να ψηφίσουν καν, αρνούνται αυτόν τον κόσμο που τους παραδώσανε οι μεγάλοι. Έτσι αντιδρούν κι ίσως έχουν δίκιο. Υπάρχουν κι εκείνοι που γεμίζουν τους δρόμους και φωνάζουν για όσα δικαιούνται και τους ανήκουν. Είναι όμως οι λιγότεροι.
Τότε οι μεγάλοι βλέπανε, πως παρ’ όλες τις δυσκολίες, θα ζούσανε καλύτερα από τους γονείς τους. Ονειρεύονταν το αύριο. Τώρα οι μεγάλοι ζουν χειρότερα από τους γονείς τους, και φοβούνται πως τα δικά τους παιδιά θα ζήσουν ακόμη χειρότερα. Τώρα οι μεγάλοι φοβούνται το αύριο.
Και οι απόμαχοι; Αυτοί που αντιμετωπίζουν τα γηρατειά, την αρρώστια, τα φάρμακα, με τη σύνταξη που δε φτάνει; Τότε ίσως ακουμπούσαν στα παιδιά τους… Τώρα δίνουν από το υστέρημά τους κάποιο πεντάευρω στα εγγόνια τους για την καφετέρια της ανεργίας.
Ήταν καλύτερος εκείνος ο κόσμος; Όχι. Είναι καλύτερος αυτός; Όχι. Λοιπόν;
Όσο δεν προσπαθούμε να αλλάξουμε αυτόν, όπου είμαστε ταγμένοι να ζήσουμε, τόσο αυτός θα σκοτεινιάζει και το σκοτάδι του θα βαραίνει πάνω μας χωρίς ελπίδα. Μπορούμε να τον αλλάξουμε;
far
…………….