Προλεγόμενα στο νέο βιβλίο του Δημήτρη Μάρτου «Τα χρόνια της Τιμωρίας: Στενόχωρη, Ανήμπορη και Απειλούμενη Πατρίδα» / εκδόσεις «Γόρδιος»
«Τα χρόνια της Τιμωρίας: Στενόχωρη, Ανήμπορη και Απειλούμενη Πατρίδα» από τον εκδοτικό οίκο «Γόρδιος»
Το βιβλίο συγκροτείται από κείμενα που δημοσιεύτηκαν στα χρόνια της ‘’μνημονίων’’ και ειδικότερα κείμενα που δημοσιεύτηκαν από το 2013 έως το 2022, σε έντυπες και ηλεκτρονικές εφημερίδες, σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους.
Η δεκαετία του 2010 θεωρείται από τις πλέον ταπεινωτικές στην ιστορία του ελληνικού λαού. Γιατί από τους «εταίρους» επιβλήθηκε μια απροκάλυπτη τιμωρία, υπό τη σκιά των μυστηριωδών πλεγμάτων που εμπεριέχονται στην έννοια του χρέους. Και, τελικά, οι τιμωρητικές διαδικασίες, τα ‘’μνημόνια’’ δηλαδή, κάθε άλλο παρά οδήγησαν σε μια αποκαθήλωσή του χρέους, αφού, όχι μόνον ερευνήθηκε η συνάρθρωσή του με τις πολιτικές και παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, ούτε ερευνήθηκε ποτέ αν επρόκειτο για χρέος θεμιτό, νόμιμο και βιώσιμο, αλλά στο τέλος της ‘’μνημονιακής’’ περιόδου αυτοί που επιβίωσαν πολιτικά και ανταμείφθηκαν οικονομικά ήταν όλες οι θεραπαινίδες του χρέους.
Η προσωπική ματιά σε θεμελιώδη ζητήματα που καθορίζουν τη φύση και την πλοήγηση-κατεύθυνση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, μπορεί να δημιουργήσει ένα απόθεμα ιδεών και κριτικής, σχετικά με μια δεκαετία που ακόμα δεν έχουν αξιολογηθεί οι επιπτώσεις της στο μέλλον της χώρας.
Ο υπότιτλος «Στενόχωρη, Ανήμπορη και Απειλούμενη πατρίδα» προσδιορίζει τη συνάφεια των ζητημάτων, σε ένα πολιτικοκοινωνικό σύστημα που συναρτάται όχι μόνο από τις εσωτερικές, χρόνιες δυσλειτουργίες του, ούτε μόνον από τις παρεμβάσεις του ξένου παράγοντα, αλλά είναι υπερευάλωτο στις διεθνείς κρίσεις και υπόκειται σε ένα μοναδικό ευρωπαϊκό καθεστώς: τις πολεμικές ιαχές και την τρομοκρατία των Τούρκων ιμπεριαλιστών.
Τα κείμενα ομαδοποιούνται σε πέντε μέρη.
Τα κείμενα του πρώτου μέρους αφορούν τους εσωτερικούς παράγοντες που κυοφόρησαν τη δεκαετία της κρίσης χρέους, όπως είναι, ιδιαίτερα, ο συγκεντρωτισμός της πρωτεύουσας. Το τεράστιο κόστος των πολεοδομικών προβλημάτων που δημιουργεί η υπερσυσσώρευση στο Λεκανοπέδιο, μαζί με τα κόστη της μητροπολιτοποίησης –παγκοσμιοποίησής της Αθήνας, επειδή δεν μπορεί να τα υποστηρίξει η καχεκτική ελληνική οικονομία, αναζητούν την υποστήριξή τους σε εξωτερικό δανεισμό, προκαλώντας συνεχείς διογκώσεις του χρέους.
Τα κείμενα του δευτέρου μέρους σχετίζονται με τις ‘’μνημονιακές’’ επιλογές, που καταγράφουν τις λανθάνουσες σχέσεις με τις δυτικές δυνάμεις και αναπαράγουν χρόνια χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας-οικονομίας: τη χρεωβόρα δομή της και την ψυχολογία της ανημποριάς. Η αδύναμη και υποτελής σχέση με τα διευθυντήρια της ΕΕ-Δύσης προσέδωσε στις ‘’μνημονιακές’’ συμφωνίες περιεχόμενο αρκετά υποκειμενικό, προσβλητικό και ατελέσφορο. Ατελέσφορο γιατί δεν αντιμετωπίστηκαν τα ιστορικά αίτια που παράγουν τις αλλεπάλληλες κρίσεις χρέους, δηλαδή, το πελατειακό και συγκεντρωτικό κράτος.
Και, τελικά, η εξυπηρέτηση του χρέους έχει καθιερωθεί ιστορικά ως ένα εργαλείο με το οποίο τα δυτικά διευθυντήρια ελέγχουν το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας, την οικονομία, την πολιτική, την ψυχολογία και τα εθνικά θέματα. Το έχουν κρεμάσει ως δαμόκλειο σπάθη πάνω από τα κεφάλια των Ελλήνων, και το ενεργοποιούν κάθε φορά που δεν συμμορφώνονται…προς τας υποδείξεις των.
Τα κείμενα του τρίτου μέρους σχετίζονται με τις επιπτώσεις της ‘’μνημονιακής’’ δεκαετίας στα εθνικά θέματα, ιδιαίτερα στην ενθάρρυνση και την κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών στρατηγικών της Τουρκίας. Γιατί τα ‘’μνημόνια’’, ως μηχανισμοί ψυχολογικής αλλά και στρατιωτικής αποδυνάμωσης της ελληνικής κοινωνίας, υπέθαλψαν τόσο την επιθετικότητα της Τουρκίας όσο και τις υποχωρήσεις σε γεωπολιτισμικά κεκτημένα, όπως, πχ, στο ‘’Μακεδονικό’’. Η εθνική στρατηγική αναδιαμορφωνόταν με βάση το αξίωμα ότι δεν μπορούμε μόνοι μας, πράγμα που υπονόμευε την εθνική αυθυπαρξία, καθιέρωνε την πολιτική με όρους καιροσκοπισμού και εξαπάτησης, απονομιμοποιούσε το αγωνιστικό πνεύμα, τη στρατιωτική προετοιμασία και την εξοπλιστική επάρκεια.
Τα δύο κείμενα του τετάρτου μέρους αφορούν την προσέγγιση δύο μεγάλων εθνικών επετείων ως πεδίων επιθεώρησης των εθνικών αντανακλαστικών: την επέτειο των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821 και την επέτειο των 100 χρόνων από τη μικρασιατική καταστροφή. Σε έναν πλανήτη που επικρατεί ακόμη το Δίκαιο του Ισχυρού [ιμπεριαλισμού] και όχι το Διεθνές Δίκαιο [εθνών] πρέπει να είμαστε συνεχώς σε εγρήγορση, να τροχίζουμε τα εθνικά μας αντανακλαστικά.
Τα κείμενα του πέμπτου μέρους σχετίζονται με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία που, μαζί με την υγειονομική κρίση, ανέστειλε-επιδείνωσε τις διαδικασίες κανονικοποίησης, μετά τη ‘’λήξη’’ της ‘’μνημονιακής’’ τιμωρίας και αναθεώρησε πάγιες διεθνιστικές και πολιτικές αξίες. Ως προς αυτό, η ουκρανική αντίσταση κατέδειξε, όχι μόνον ότι η εθνική συνείδηση είναι ακόμα το πιο δυνατό αίσθημα των λαών αλλά και ότι, μια καιροσκοπική αντίληψη για τον ιμπεριαλισμό και μια συμψηφιστική προσέγγιση (τα ίδια κάνανε και οι Δυτικοί), οδήγησαν στην απώλεια της πάλαι ποτέ υπεροχής της Αριστεράς σε ζητήματα διεθνιστικής αλληλεγγύης.
Τελικά, όλα τα ζητήματα που θίγονται σε αυτό το βιβλίο, όπως το χρέος, ο αθηναϊκός συγκεντρωτισμός, η ψυχολογία της ανημποριάς, ο τουρκικός ιμπεριαλισμός, τα εθνικά και διεθνιστικά αντανακλαστικά, μαζί με άλλα που θίγονται επιγραμματικά, όπως το δημογραφικό, ο κρατικός και ο οικονομικός ανορθολογισμός, προδιαγράφουν ένα μέλλον «σκοτεινό» για την ελληνική κοινωνία. Επόμενα, ένα μέλλον «φωτεινότερο», θα απαιτούσε, αρχικά, μια νέα πολιτική πρόταση-συγκρότηση πέραν των, δοκιμασμένων ιστορικά, υπαρχόντων πολιτικών προτάσεων-μορφωμάτων.