Η νύχτα ήταν παγωμένη. Τράβηξα τη φλοκάτη ίσαμε το μέτωπο. Δεκέμβρης του σαράντα εννιά. Σε μια κώμη στα Πιέρια.
Ξαφνικά: «Πατέρα, σήκω! Κάποιος χτυπάει την πόρτα!», ακούστηκε η Μαρίκα η αδερφή μου. Ακολούθησε ταραχή. Ποιος ήταν τέτοια ώρα; Για καλό δεν βαρούσαν έτσι δυνατά.
Σηκωθήκαμε τρομαγμένοι, ο πατέρας άναψε το τσακμάκι και πήγε στην πόρτα. Ξοπίσω του κι εγώ. «Γρηγόρη!», είπε η μάνα «Εδώ εσύ!». Δεν την άκουσα, ήμουν δεκαέξι χρόνων πια. Η πόρτα άνοιξε.
Τρεις χωροφύλακες, με τα χιτώνια πασπαλισμένα από το χιόνι, στέκονταν μπροστά μας. «Μπρος, γρήγορα, όλοι στο τμήμα», είπε ο ένας τρίβοντας τα παγωμένα χέρια του. Η ερώτηση, «Γιατί, τι κάναμε;», έμεινε αναπάντητη. «Γρήγορα, τελειώνετε!» διέταξε.
Ρίξαμε ό,τι είχαμε πάνω μας και ακολουθήσαμε. Κατηφορίζαμε αμίλητοι. Ακούγονταν οι βαριές πατημασιές στο παγωμένο χιόνι. Και οι ανάσες μας, κοφτές, άχνιζε η αγωνία στα ρουθούνια.. Ένας φώτιζε τον δρόμο με τον φακό του. Στραφτάλιζαν τα μυτερά κρύσταλλα που κρέμονταν στις στέγες. Περάσαμε την πλατεία, πιο κάτω ήταν η αστυνομία.
Χωρίς πολλά λόγια – είχαμε συνηθίσει πια – μας έχωσαν σε ένα υπόγειο δωμάτιο, που κατέβαινες από μια καταπακτή. Είχε κρύο, δυο αχυρένια στρώματα και μια λαμπίτσα φως στον τοίχο.. Κοιταζόμασταν αμίλητοι, απελπισμένοι.
Σαν ξημέρωσε, άρχισαν να μας ρωτάνε για τον αδερφό μου. Ήταν από τους τελευταίους αντάρτες που είχαν ξεμείνει στα Πιέρια. Αφού απάντηση δεν πήραν, ο διοικητής έδωσε εντολή να λευτερωθούν οι αδερφές μου. Τον πατέρα τον έστειλαν στο βουνό να ψάξει τον γιο του. Έμεινα με τη μάνα.
Ένας αστυνόμος έφερε τενεκέ με λίγα κάρβουνα, ένα κανάτι νερό και λίγες μπουκιές ψωμοτύρι. Η μάνα έτρωγε λίγο και άφηνε το πολύ για μένα. Ο πατέρας γύρισε άπραγος. Τους είπε πως δεν μπορούσε να προχωρήσει παραπέρα. Το χιόνι ήταν θεριό.
Τον έδιωξαν, θα κρατούσαν εμάς, μπας και το μάθει ο θειος και παραδοθεί. Μου φάνηκαν ατέλειωτες οι μέρες. Κρύο, αγωνία, πείνα. Να ‘ναι καλά η μαγείρισσα, που κρυφά από τους χωροφυλάκους μάς έριχνε πότε πότε τα περισσεύματα. Ακόμα θυμάμαι τα μακαρόνια που μου έδωσε μια μέρα. Δεν έχω φάει πιο νόστιμα στη ζωή μου ως τα σήμερα.
Ένα βράδυ ακούστηκαν φωνές. Ο διοικητής είχε φύγει κι αυτοί- οι χωροφυλάκοι- άρχισαν να μαλώνουν αναμεταξύ τους . Ένα μαχαίρι από ένα άνοιγμα έπεσε στα πόδια μου. Σκιάχτηκα!
Ξαφνικά, κόπασε η φασαρία κι ένας από αυτούς κατέβηκε τη σκαλίτσα. Το βλέμμα του ήταν σκοτεινό. Είχε τα μάτια κάτω, ούτε τα σήκωσε να μας κοιτάξει. Πήρε το μαχαίρι, το έβαλε στην τσέπη. Το χνώτο του μύριζε αλκοόλ. Κρατούσε ένα βαλιτσάκι-γραμμόφωνο.
«Εσύ, μικρέ, ξέρεις να βάζεις πλάκες;» με ρώτησε. «Ναι», είπα.
«Πέντε Έλληνες στον Άδη ανταμώσαν ένα βράδυ…». Ιδρωμένος τραγούδαγε και χόρευε ο χωροφύλακας, με καημό μεγάλο.
«Σήκω! Σήκω να χορέψουμε», διέταξε παρακαλετά.
Σηκώθηκα. Στην τρίτη γυροβολιά σταμάτησε και ανέβηκε πάνω. Από εκείνο το βράδυ με συμπάθησε. Το άλλο πρωί χτύπησε συνθηματικά το πάτωμα.
«Έλα έξω», ψιθύρισε. Και μου έδωσε ένα πιάτο φαγητό. Είχα μέρες να φάω έτσι.
Στο μεταξύ, οι γιορτές πλησίαζαν. Το καταλάβαινα από τα γρυλίσματα των γουρουνιών που σφάζονταν στη γειτονιά. Κι απ’ τη στεναχώρια μου.
Την επόμενη μέρα ξύπνησα χαράματα, από τις φωνές των παιδιών. Έλεγαν τα κάλαντα.
Ανήμερα Χριστουγέννων, ο διοικητής Χωροφυλακής, Γιάννης Κρεμμύδας, φόρεσε την καλή του στολή και πήγε στην εκκλησία, για να μεταλάβει.
Ο παπα-Αναστάσης στάθηκε μπρος του με το δισκοπότηρο.
«Κύριε διοικητά, ήρθες να κοινωνήσεις, αλλά δυο αθώες ψυχές κάνουν γιορτές στη φυλακή, σε παρακαλώ κάνε κάτι μέρα που είναι». Τότε εκείνος, πιθανόν φοβούμενος την έλευση της Δευτέρας Παρουσίας, έγνεψε καταφατικά: «Εντάξει». Είπε.
Λίγο μετά μας έβγαλαν και γυρίσαμε σπίτι.
Τη μέρα των Φώτων, ο χωροφύλακας, βρέθηκε με ένα μαχαίρι στο λαιμό, στην άκρη στο ποτάμι και το γραμμόφωνο στο χιόνι.
Λυπήθηκα κι ας ανήκε στην αντίπερα όχθη.