Το παιχνίδι ” Τάκα τάκα” ηχούσε σε κάθε δρόμο του χωριού… Μικροί και μεγάλοι έπαιζαν με μανία.
Το τρανζίστορ έπαιζε Καλατζή, Μοσχολιού, Πασχάλη.
Πριν 49 χρόνια πανηγύρι του Άη-Λια, κλαρίνα και χαρές εκεί ψηλά.Ξάφνου σίγησαν όλα,
Πόλεμος στην Κύπρο!
Το πανηγύρι κόπηκε μαχαίρι, αλαφιασμένοι κατέβηκαν οι άνθρωποι στο χωριό.
Βγήκαν τα απολυτήρια στρατού, φορτηγά γέμιζαν άντρες, οι μάνες έκλαιγαν, εκεί κάτω οι άνθρωποι στο έλεος του πολέμου..Θυμάμαι,
κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, θυμάμαι να αποχαιρετώ τον πατέρα μου.
Είχα χωθεί σε ένα νάιλον πράσινο πουκάμισο, το έκανα μούσκεμα. Ακόμα στ’ αυτιά μου η κουβέντα του.
” Έλα, μην κλαις, θα γυρίσω. ”Είχα ένα ξύλινο σταυρουδάκι. Σε δερματάκι περασμένο, από τα Μετέωρα. Της γιαγιάς φυλαχτό. Του το φόρεσα. Τι ήξερα παιδί εγώ από Θεό και θάνατο; Ακόμα να το ερμηνεύσω…
Το τρανζίστορ έπαιζε Καλατζή, Μοσχολιού, Πασχάλη.
Πριν 49 χρόνια πανηγύρι του Άη-Λια, κλαρίνα και χαρές εκεί ψηλά.Ξάφνου σίγησαν όλα,
Πόλεμος στην Κύπρο!
Το πανηγύρι κόπηκε μαχαίρι, αλαφιασμένοι κατέβηκαν οι άνθρωποι στο χωριό.
Βγήκαν τα απολυτήρια στρατού, φορτηγά γέμιζαν άντρες, οι μάνες έκλαιγαν, εκεί κάτω οι άνθρωποι στο έλεος του πολέμου..Θυμάμαι,
κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, θυμάμαι να αποχαιρετώ τον πατέρα μου.
Είχα χωθεί σε ένα νάιλον πράσινο πουκάμισο, το έκανα μούσκεμα. Ακόμα στ’ αυτιά μου η κουβέντα του.
” Έλα, μην κλαις, θα γυρίσω. ”Είχα ένα ξύλινο σταυρουδάκι. Σε δερματάκι περασμένο, από τα Μετέωρα. Της γιαγιάς φυλαχτό. Του το φόρεσα. Τι ήξερα παιδί εγώ από Θεό και θάνατο; Ακόμα να το ερμηνεύσω…
Εκείνος γύρισε, δυο φίλοι του όχι.
Να μην ξεχνάμε!