Είναι ένας απατεώνας αυτός! Υγρόφιλος και αειθαλής. Και της προσκολλήσεως!
Δεν δέχεται το γεγονός πως το κορμάκι του, αν παραμείνει στη γη, είναι προορισμένο να σέρνεται, ή τουλάχιστον να κάνει παρέα με τα άλλα χαμολούλουδα.
Όχι! Αυτός, ο κισσός δηλαδή, είναι γεννημένος για τα ψηλά.
Θα κάνει τα πάντα να αναρριχηθεί, να υψωθεί, να ξεπεράσει τα αυτοφυή και αυτάρκη φυτά- δέντρα, που υπομονετικά μεγαλώνουν και ψηλώνουν μόνα τους.
Αυτός ζηλεύει το κυπαρίσσι, τη λεύκα, τον πλάτανο. Δεν αναλογίζεται πως το τρυφερό κορμάκι του είναι φτιαγμένο για την ευθεία της γης.
Θα ρουφήξει όσο νερό μπορεί, θα τραφεί από τη γη, αλλά θα κινήσει για τα ψηλά.
Θα σύρει το κορμί του ως τον κοντινότερο δυνατό κορμό, θα τον υγράνει με τα φιλιά του, θα τον στολίσει απαλά με τα τρυφερά φυλλαράκια του.
Στην αρχή, ο κορμός, ή ο πολυκαιρισμένος τοίχος, θα κολακευτεί από την προσκόλληση του κισσού, από την αγάπη με την οποία τον περιπλέκει.
Δεν γνωρίζει ο στιβαρός κορμός, πως, όλα τούτα τα φιλιά, είναι γιατί ο κισσός έχει ανάγκη το ύψος. Τον ζεσταίνει, τον ξεγελάει η θαλπωρή των απλωμένων χεριών, τα τρυφερά λόγια κάτω από το φως του ήλιου, ή του φεγγαριού. Εξάλλου, ποιος θέλει να πορεύεται μόνος του; Ποιος δεν έχει ανάγκη μια αγκαλιά;
Αλλά, καθώς περνάει ο καιρός, ο ‘’της προσκολλήσεως κισσός’’, όλο και σφίγγει τα χέρια του, καλύπτει τον καφετί κορμό, τον φθαρμένο τοίχο. Κρύβει και στερεί από το φως και το οξυγόνο ό,τι περιβάλλει με τα λαίμαργα κλαδιά του, από τον υπέρμετρο εγωισμό του να φτάσει ψηλά.
Κι έρχεται η στιγμή, που παραμυθιάζεται ο δόλιος, πως αυτός είναι το δέντρο το ψηλό, αυτός είναι το παλάτι το παλιό, αυτός είναι που έχει φτάσει ψηλά, ίσαμε τη λεύκα.
Αλλά, ξεχνά πως ένας αναπάντεχος πέλεκυς, ένα ξαφνικό γκρέμισμα, από αυτά τα απρόσμενα αλλά τόσο συχνά στη ζωή, μεμιάς θα τον ρίξουν χάμω.
Αλλά, ακόμα κι αν αυτό δεν συμβεί, δεν θυμάται ποτέ πως τα πέριξ φυτά και λούλουδα, γνωρίζουν πως δεν έφτασε ψηλά επειδή γεννήθηκε δέντρο, αλλά έρπον φυτό. Υγρόφιλο και ασφυκτικά κολλημένο σε ξένες πλάτες.
Ούτε ακούει μια παιδική φωνούλα που στέκεται από κάτω και σιγοτραγουδά τους στίχους ενός παλιού ποιητή:
Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
σε ξένα αναστυλώματα δεμένο.
Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο.
Μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.