Άρθρα Πολιτική

“Αναγκαστικοί δρόμοι συμπόρευσης προσεχώς” / γράφει ο Θέμης Τζήμας

Αυτή τη στιγμή, ιδίως για το ΚΙΝΑΛ, η σύμπλευση με τη ΝΔ φαντάζει πιο εύκολη από ό,τι με το ΣΥΡΙΖΑ. Ο οπαδισμός και η διεκδίκηση των ψήφων με ιδιοκτησιακές λογικές είναι πολύ ισχυροί για να τεθεί οποιοδήποτε στρατηγικό ή προγραμματικό ζήτημα επί τάπητος. Άλλωστε και τα δύο κόμματα κινούνται μάλλον τακτικιστικά και όχι στρατηγικά. Επιπλέον και τα δύο κόμματα κάνουν ότι δε βλέπουν τον ελέφαντα στο κέντρο του δωματίου: ο λαός τα έχει απαξιώσει εξαιτίας του γεγονότος ότι έχουν ψηφίσει μνημόνια. Ούτε η επικοινωνία τους φταίει, ούτε οι αντίπαλοί τους, ούτε «πέμπτες φάλαγγες» στο εσωτερικό τους.

Με αυτά τα δεδομένα θα συνεχίσουν να μιλούν με λιγότερο ή περισσότερο έντονη, αντιδεξιά ρητορεία, αλλά στην πραγματικότητα θα επιτίθενται το ένα στο άλλο, προκειμένου να κατακτήσουν, τη δεύτερη θέση. Ο στόχος αυτός παρότι σήμερα φαντάζει αυτονόητα σημαντικός, στην πραγματικότητα είναι πολύ λιγότερο καίριος από όσο σήμερα νομίζουμε. Με το σημερινό συσχετισμό ισχύος, το δεύτερο κόμμα μπορεί να έχει προοπτική γρήγορης ανόδου στην κυβέρνηση, μόνο αν το άλλο καταρρεύσει. Δεν είναι απίθανο, αλλά δεν διαφαίνεται προς το παρόν. Στην πραγματικότητα και τα δύο κόμματα αδυνατούν να αναπτυχθούν και να (ξανα-)ριζώσουν στην ελληνική κοινωνία, επειδή έχουν βαρύ παρελθόν. Το γιατί, εξηγείται μόνο αν γυρίσουμε περίπου 13 χρόνια πριν, στον προαναφερθέντα ελέφαντα στο δωμάτιο.

Στη λεγόμενη «κεντροαριστερά», το μνημόνιο της κυβέρνησης ΓΑΠ άνοιξε ένα προφανές και τεράστιο ρήγμα: πρόδωσε το κοινωνικό συμβόλαιο του ΠΑΣΟΚ και του κοινωνικού μπλοκ που το υποστήριζε (σχηματικώς μιλώντας) και εμπέδωσε ένα καθεστώς (ακόμα μεγαλύτερης) εξάρτησης και φτωχοποίησης. Προκάλεσε μια πραγματική αποστροφή προς το ΠΑΣΟΚ, το οποίο αμέσως μετά ο ΓΑΠ με αντικαταστατικές μεθοδεύσεις παρέδωσε στη φράξια Βενιζέλου-Σημίτη, ως ηττημένος πρόεδρος και ταπεινωμένος γόνος της οικογένειας Παπανδρέου. Το ΠΑΣΟΚ κατέστη συμπλήρωμα της ΝΔ και του αστικού ολιγαρχικού μπλοκ, με αποκορύφωμα τη στάση του κατά το δημοψήφισμα του 2015, οπότε και βρέθηκε σε πλήρη ανυποληψία. Αυτό το οποίο ο Ανδρέας Παπανδρέου ονόμαζε «Δημοκρατική Παράταξη» έδειχνε να μετακομίζει οριστικώς στο ΣΥΡΙΖΑ.

Ήρθε όμως το καλοκαίρι του 2015, οπότε και ο Αλέξης Τσίπρας αντέγραψε τον ΓΑΠ. Το ρήγμα που έλαβε χώρα στο ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ αναπαράχθηκε και στο ΣΥΡΙΖΑ, μόνο που σε αυτήν την περίπτωση, αφενός ο λαός ήταν αποκαμωμένος μάλλον παρά οργισμένος, αφετέρου δεν υπήρχε δύναμη ικανή να γκρεμίσει τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως είχε κάνει ο τελευταίος με το ΠΑΣΟΚ των ΓΑΠ-Βενιζέλου. Ο Αλέξης Τσίπρας, ως τακτικιστής χωρίς θεωρητική και στρατηγική ανάλυση αδυνατούσε (μάλλον ακόμα αδυνατεί) να αντιληφθεί ότι είχε μπει σε μια πορεία καταστροφική, η οποία επιταχύνθηκε και κατέστη προφανής στις εκλογές του φετινού Μαΐου.

Έχουμε λοιπόν στην πραγματικότητα δύο κόμματα που έχουν προδώσει το κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο είχαν συνάψει τη στιγμή της ανόδου τους, που όμως επιμένουν ότι έσωσαν τη χώρα και το λαό (κόντρα σε ό,τι εμφανώς η κάλπη, και όχι μόνο, αποδεικνύει) και τα οποία μοιράζονται μετά από το 2010-2011 έναν ενιαίο λίγο-πολύ, από κομματικής απόψεως, χώρο. Τα δύο αυτά κόμματα, αντιθέτως προς οτιδήποτε πιστεύουν οι οπαδοί τους, κινούνται σα δίδυμο μετά το 2015: από προγραμματικής απόψεως οδεύουν προς μια σοσιαλδημοκρατία (νερόβραστη και δεξιά), ενώ ταυτοχρόνως στο συμβολικό επίπεδο αποπειρώνται να συγκινήσουν και ένα πιο αριστερόστροφο ακροατήριο. Δίδουν έμφαση στον τομέα της επικοινωνίας (χωρίς να τα καταφέρνουν) και διαθέτουν ένα κυνικό, εξουσιολάγνο εσωκομματικό τοπίο, στο οποίο κάθε είδους τυχοδιωκτισμός ανθεί.

Όλα αυτά όμως έχουν πολύ μικρή σημασία απέναντι στο γεγονός ότι αντικειμενικώς και στρατηγικώς, η θέση τους στο κομματικό σύστημα τα ωθεί σε κάποια μορφή συνεργασίας, ως αντίβαρο στην κυριαρχία της επίσημης Δεξιάς. Σημαίνουν από μόνα τους τα παραπάνω ότι θα συνεργαστούν; Όχι απαραιτήτως. Όπως μας διδάσκει η προδικτατορική ελληνική ιστορία, η Ένωση Κέντρου συγκροτήθηκε (ως θνησιγενές κόμμα) όχι για να υπάρξει αντίβαρο στη Δεξιά αλλά στην ΕΔΑ, η οποία έτεινε να καταστεί το αντίβαρο στη Δεξιά. Σήμερα, μια τέτοια άνοδος της Αριστεράς δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Όμως, ούτε οι εξελίξεις χρειάζεται να είναι ταυτόσημες, ούτε το γεγονός ότι η Αριστερά (κάποιας εκδοχής) φαντάζει σήμερα αδύναμη σημαίνει ότι θα παραμείνει έτσι.

Σε κάθε περίπτωση, η θέση τους στον κομματικό χώρο και οι προγραμματικές συγκλίσεις τους καθιστούν το ΚΙΝΑΛ και το ΣΥΡΙΖΑ ένα εσωτερικώς ανταγωνιστικό σχήμα, το οποίο όμως κινείται με έναν ολοένα πιο συντονιζόμενο τρόπο. Τρόπο που ωθεί τα δύο κόμματα σε κάποια μορφή σύμπλευσης. Το ερώτημα είναι τι θα κάνουν σε μια τέτοια σύγκλιση οι «εξόριστοί» τους: θα γυρίσουν για να «τα πάρουν πίσω» ή θα μείνουν έξω; Επιπλέον, θα συντονιστούν τα δύο κόμματα κινούμενα προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά; Στην παρούσα συγκυρία και τα δύο κόμματα είναι λιγότερο ή περισσότερο ελεγχόμενα από την ολιγαρχία. Δεν πρέπει να ξεχνούμε όμως (όπως συνέβη και με την περίπτωση της Ένωσης Κέντρου) ότι προκύπτουν ιστορικές συγκυρίες κατά τις οποίες ο ίδιος ο λαός (και η πρωτοπορία εντός του) αναθέτει σε κόμματα ή συνασπισμούς, πολύ πιο ριζοσπαστικό (έστω βραχύβια) ρόλο από εκείνον για τον οποίο είχαν φτιαχτεί. Σε κάθε περίπτωση ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ θα αναγκαστούν να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο, εκτός και αν το ένα από τα δύο κόμματα αυτοκτονήσει και καταρρεύσει. Αυτή η συνύπαρξη, από την οπαδική αντιπαλότητα μπορεί να οδηγήσει σε ένα γάμο (ή έστω αρραβώνα) συμφέροντος. Στην πραγματικότητα δεν έχουν και πολλές άλλες επιλογές μεσοπρόθεσμα.

banner-article

Ροη ειδήσεων