Βέροια Βιβλίο Πολιτισμός Τοπικά

“ΑποΜνημοΝεύματα της Μνήμης: “Γεωργίου Κώστας”

Όταν ο φίλος μου ο Γιάννης μού είπε την ιδέα που είχε γι’ αυτό το βιβλίο και πως θα ήθελε να συμμετέχω κι εγώ, η πρώτη μου αντίδραση ήταν πως ναι, μου άρεσε πολύ η σκέψη για το βιβλίο, αλλά από την άλλη νόμιζα πως θα μου ήταν αδύνατο να ανταποκριθώ στο κάλεσμά του, εγώ που ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με το γράψιμο. Όμως, η μεγάλη του επιμονή παραμέρισε κάθε μου αντίσταση και να που μπαίνω και εγώ στο παιχνίδι!

Πέρασε πολύς καιρός για να θυμάμαι αρκετά από εκείνα τα χρόνια, και μάλιστα για μια περίοδο της ζωής μου που αφορά περίπου μια δεκαετία, από τα ένδεκά μου χρόνια που ήρθαμε στη Βέροια μέχρι τα είκοσι, που έφυγα για να ακολουθήσω το όνειρό μου και να ασχοληθώ με αυτό που με τράβηξε σαν μαγνήτης στην Αθήνα: τη μουσική. Μια δεκαετία που με σημάδεψε και άφησε επάνω μου ανεξίτηλο το αποτύπωμά της. Τη δεκαετία που άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο γύρω μου, που έκανα φίλους καλούς, που ερωτεύτηκα για πρώτη φορά, που αγάπησα με πάθος τη μουσική ‒ αχώριστη σύντροφό μου μέχρι σήμερα. Και καθώς αρχίζω να μπαίνω στο παιχνίδι ένα ποίημα του Μ. Αναγνωστάκη τριγυρίζει συνεχώς στο μυαλό μου, τρυφερά σαν τραγούδι, μελοποιημένο από τον Μ. Θεοδωράκη, μου χαμογελά και με συγκινεί:

Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα ’ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου,
παλιέ μου φίλε.
Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις,
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη.
Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας.
Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες,
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου,
παλιέ μου φίλε.

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, Γαριβάλδη 11 ήταν το σπίτι μου, ένας μικρός δρόμος, ο πρώτος παράλληλος στην Κωνσταντινουπόλεως και κάθετος στη Φλέμινγκ. Έχω πολλές ωραίες αναμνήσεις από τη γειτονιά που γεννήθηκα και μεγάλωσα μέχρι τα έντεκά μου χρόνια, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία, για ένα άλλο βιβλίο.

Μετακομίσαμε στη Βέροια όταν ήμουν έντεκα χρονών. Θα πήγαινα Πέμπτη Δημοτικού. Ο πατέρας μου με έγραψε στο ιδιωτικό σχολείου του Γεωργίου Τσαλέρα, τα «Νέα Εκπαιδευτήρια», γιατί ήξερε πως θα είχα μια πολύ καλή δασκάλα, τη Μαίρη Σταυριανίδου, αν και τα οικονομικά του με πολύ μεγάλο κόπο και θυσίες θα μπορούσαν να στηρίξουν μια τέτοια κίνηση. Τις πληροφορίες για τη δασκάλα, την κα Μαίρη, νομίζω πως τις είχε από τον πατέρα του κου Τσαλέρα, ο οποίος διατηρούσε ένα εστιατόριο στη Βέροια και με τον οποίο ο πατέρας μου είχε αναπτύξει φιλική σχέση, λόγω του ότι όταν εμείς ‒η μητέρα μου, η αδελφή μου και εγώ‒ ζούσαμε στη Θεσσαλονίκη, ο πατέρας μου εργαζόταν στη Βέροια και ήταν τακτικός πελάτης του εστιατορίου. Το εστιατόριο ήταν στην οδό Κεντρικής, κοντά στον Άγ. Αντώνη, περίπου απέναντι από εκεί που είναι τώρα το κρεοπωλείο του Κουτσιώφτη. Στη θέση του κρεοπωλείου ή δίπλα από αυτό ήταν τότε το βιβλιοπωλείου του «Μήτσιου», που νομίζω πως τότε ήταν και το μοναδικό στη Βέροια. Η καταγωγή του κου Μήτσιου ήταν από την Ήπειρο.

Έκτη Δημοτικού, γυμναστικές επιδείξεις στο σχολείο μας. Από αριστερά: Φάνης Βλαχογιάννης, Νίκος Λυρής, Κώστας Γεωργίου, Ανδρέας Αλεξανδρής, Νίκος Ουσουλτζόγλου, Βασιλάκης Θώμογλου, Γιαννούλης Αγγέλογλου και οι δύο τελευταίοι των οποίων δεν θυμάμαι τα ονόματα

Η ζωή μου λοιπόν από τα ένδεκα, το 1962, ξεκινάει στη Βέροια. Το σπίτι που μέναμε ήταν στις εργατικές κατοικίες, έναν συνοικισμό με σαράντα δύο σπίτια γύρω από μια πλατεία όπου μαζευόμασταν όλα τα παιδιά –συνήθως αγόρια τα πιο πολλά– και παίζαμε. Ήταν μονοκατοικίες με αυλές, εμπρός και πίσω, κοινόχρηστες στην αρχή, που αργότερα έφραξαν οι ιδιοκτήτες τους. Σε κάποιες από αυτές τις περιφράξεις, στα κάγκελα όσων είχαν κουπαστή, ένα από τα παιχνίδια μας ήταν να περπατάμε επάνω τους με ένα κοντάρι για να κρατάμε ισορροπία, όπως οι σχοινοβάτες που βλέπαμε όταν ερχόντουσαν στην πλατεία Ωρολογίου. Κτίσματα μακρόστενα με κεραμοσκεπές, με τέσσερα διαμερίσματα το ένα δίπλα στο άλλο στη σειρά σε κάθε κτίριο, ανεξάρτητα μεταξύ τους. Το δικό μας σπίτι ήταν μπροστά, το νούμερο 3 και ο δρόμος που περνούσε από μπροστά σε μικρή απόσταση ήταν χωματόδρομος, από τον οποίο δεν περνούσαν αυτοκίνητα, παρά μόνο κανένα κάρο. Εξάλλου τα Ι.Χ. ήταν τότε ελάχιστα στη Βέροια. Γι’ αυτό πολλές φορές, σ’ αυτόν τον δρόμο, που ήταν αρκετά φαρδύς στο σημείο μπροστά από το σπίτι μου, στήναμε με τα παιδιά της γειτονιάς μου δυο πέτρες για εστία και παίζαμε μπάλα.

Αυτός ο δρόμος έβγαζε στα χωράφια από τη μία κατεύθυνση και εξυπηρετούσε την πρόσβαση προς αυτά. Στις εξερευνήσεις μας, όταν τον ακολουθούσαμε, συναντούσαμε ένα μικρό κομμάτι με κάποιες εγκαταλελειμμένες σιδηρογραμμές, σαν αυτές των τρένων, και ένα μικρό πέτρινο κτίσμα, σαν αυτά που έχει στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, αλλά πολύ μικρότερο σε μέγεθος. Είχα πάντα την απορία πώς βρέθηκαν εκεί ανάμεσα στα χωράφια. Αυτός ο δρόμος μέσα από τα χωράφια έχει αναβαθμιστεί τώρα και έχει γίνει ο Περιφερειακός της Βέροιας με τα μεγάλα supermarket και τα άλλα μεγάλα καταστήματα. Το μικρό πέτρινο κτίσμα έχει συντηρηθεί και εκτελεί πλέον χρέη σταθμού των διερχομένων αυτοκινήτων για έναν καφέ και λίγη ξεκούραση. Αν ακολουθούσαμε μία διακλάδωση του δρόμου, βγαίναμε κάτω από τον Πύργο του «Αριστοτέλη», όπου παλιότερα λειτουργούσε το ομώνυμο σχολείο. Εκεί από κάτω, στην απότομη πλαγιά που σχηματίζεται, υπήρχε μια πραγματική ζούγκλα, με πλούσια βλάστηση από δέντρα με κληματσίδες από τις οποίες κρεμόμασταν και παριστάναμε τον Ταρζάν, αιωρούμενοι πάνω από αυλάκια και από δένδρο σε δένδρο. Αυτά τα μέρη αργότερα ήταν πρόσφορα να φιλοξενήσουν τις εφηβικές και ερωτικές ανησυχίες μας: τα πρώτα μπανιστήρια, τα πρώτα ραντεβού!

Όταν πηγαίναμε προς την αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου, συναντούσαμε το καφενείο που είχε το όνομα «Η Ωραία Κύπρος», ιδιοκτησία των γονιών του φίλου μας του Βαγγελάκη Δομανόπουλου. Ο δρόμος μας συναντούσε σ’ αυτό το σημείο κάθετα τον κεντρικό δρόμο, τον μοναδικό που πήγαινε προς τη Θεσσαλονίκη –η Εγνατία Οδός έγινε πολλά χρόνια αργότερα– και απέναντι ήταν ένα παλιό εκκοκκιστήριο βάμβακος, στη θέση του οποίου είναι τώρα το supermarket «Γαλαξίας». Ο δρόμος αυτός που περνάει μπρος από το σπίτι μας ονομάζεται σήμερα «Λεωφόρος Στρατού» και έχει πάρα πολύ μεγάλη κίνηση, είναι μια πραγματική λεωφόρος!

Όταν όμως εξορμούσαμε για τζερνίκια, κατευθυνόμασταν προς τα κάτω με κατεύθυνση προς τις γραμμές του τρένου. Προς την κατεύθυνση που τώρα συναντάμε το κτήριο του 3ου και του 4ου Λυκείου.

Στο σημείο αυτό θέλω να αναφέρω ξεχωριστά, ένα ένα, όλα αυτά τα παιδιά της γειτονιάς μου, που ήμασταν κοντά ηλικιακά και ζωντανεύαμε αυτήν τη γειτονιά, ο καθένας με τον τρόπο του, ξεκινώντας από αυτά που έμεναν δίπλα μας και μας χώριζε μια μεσοτοιχία. Από τη μια πλευρά ήταν ο Μαλούτας, ο Στεφανάκης και ο Βασιλάκης Μυσιρλής. Η μαμά τους, η κα Θοδώρα, μια φορά που έκανα εξάσκηση στο σημάδι με τις μπίλιες, επειδή αυτές χτυπούσαν στον τοίχο που χώριζε τα σπίτια μας, τρόμαξε γιατί νόμισε πως της χτυπούσε ο Χάρος! Από την άλλη πλευρά, στην άλλη μεσοτοιχία, έμεναν η Καίτη, που ήταν η μεγαλύτερη, ο Χρήστος και η Ελενίτσα Ποζίδου. Δίπλα από αυτούς έμενε η Μάρθα, μεγαλύτερη από εμάς. Παραδίπλα από τον Μαλούτα, στο επόμενο κτήριο, έμεναν η Νίκη και η Σοφία, που ήταν λίγο μεγαλύτερες, και ο μικρότερος αδελφός τους, Χρηστάκης Ιωακειμίδης, που ήταν στην ηλικία μας. Από την πίσω μεριά του σπιτιού μας συνόρευε η αυλή μας με τις αυλές άλλων σπιτιών, άλλων κτηρίων. Σε ένα από αυτά έμενε ο Κώτσος Κουλακιώτης με την αδελφή του, τη Λόλα, που ήταν μικρότερη. Στην πλατεία σε ένα άλλο κτήριο έμενε ο Άκης (Στέφανος) Παπατζιάλας με τις αδελφές του, που ήταν μεγαλύτερες. Ο Άκης, όταν κάναμε το συγκρότημα, τους “Spiders”, στις συναυλίες μας ανέλαβε τον ρόλο του παρουσιαστή-κονφερανσιέ!

Στα κτήρια από τη μεριά του δρόμου που βγάζει στο 3ο και στο 4ο Λύκειο έμενε ο Γιωργάκης Λύκας με την αδελφή του Τασούλα, που με έκπληξη ανακάλυψα μετά από πολλά χρόνια, όταν επέστρεψα στη Βέροια, ότι είχε γίνει ένας ταλαντούχος τραγουδιστής, και μάλιστα συνεργαστήκαμε για μια σεζόν. Πιο κάτω έμενε ο Γιωργάκης Βαρδύρογλου και στο τελευταίο κτήριο από αυτήν την πλευρά έμενε ο Γιώργος Μακαρονάς με τα αδέλφια του Αντώνη, που ήταν συνομήλικός μου, την Κίτσα, που ήταν μικρή, και τον πολύ μικρότερο αδελφό τους, τον Δημητράκη. Πηγαίνοντας από εκεί προς τα δεξιά ήταν το σπίτι του Άκη (Στέφανου) Τσουλή και του αδελφού του Κωστάκη. Απέναντι έμενε ο Νίκος Σκουρός, που γίναμε πολύ φίλοι στα γυμνασιακά μας χρόνια, με τον αδελφό του Γιάννη. Και τέλος σε ένα κτήριο δίπλα σε αυτό του Νίκου έμενε ο Στελάκης Μέμης με τον οποίο παίζαμε στους “Spiders”– ήταν ο μπασίστας του συγκροτήματος. Είχε και αυτός πολλά αδέλφια: τον Γιώργο, λίγο μεγαλύτερο, τον Γιαννίκο, πολύ μεγάλο για εμάς, την Καίτη, και νομίζω ακόμη μία αδελφή που δεν θυμάμαι το όνομά της. Πάνω από τη Λ. Στρατού στη γωνία έμεναν ο Θεολόγος και ο Μέρκος, που ήταν μεγαλύτερος, και η επίσης μεγάλη για την ηλικία μας αδελφή τους Έφη. Αριστερά από αυτούς ήταν δυο κορίτσια, οι κόρες της κας Ιφιγένειας, που θυμάμαι τον πατέρα τους κάποιον χειμώνα που είχε ρίξει αρκετό χιόνι να παίζει χιονοπόλεμο μαζί μας.

Το κυρίαρχο παιχνίδι για εμάς τα αγόρια ήταν το ποδόσφαιρο. Όταν μαζευόμασταν λίγοι παίζαμε μονό, δηλαδή με μία εστία και έναν κοινό τερματοφύλακα και για τις δύο ομάδες. Όταν ήμασταν πολλοί, παίζαμε διπλό, δηλαδή με δύο εστίες και η κάθε ομάδα είχε τον δικό της τερματοφύλακα. Η ποικιλία των παιχνιδιών που παίζαμε ήταν πολύ μεγάλη, τόσο που με εξέπληξε μετρώντας τα, όταν άρχισα να τα καταγράφω. Θα τα αναφέρω παρακάτω μόνο με τα ονόματά τους για οικονομία χώρου. Φαντάζομαι πως, αν κάποιος ενδιαφερθεί να μάθει περισσότερα για κάποιο από αυτά, θα είναι εύκολο να τα βρει στο διαδίκτυο. Εκτός από το ποδόσφαιρο, που το λέγαμε χάριν συντομίας «μπάλα», είχαμε στο ρεπερτόριό μας και τα εξής: κυνηγητό, κρυφτό, κουτσό, σχοινάκι, μακριά γαϊδούρα, βαρελάκια, τζιζ, αγαλματάκια (κόκαλο-ξεκόκαλο), τα μήλα, τσιλίκι-τσομάκι, τζαμί, κλέφτες κι αστυνόμους, κότσια (βεζύρης), σπασμένο τηλέφωνο, γύρω γύρω όλοι, τυφλόμυγα, πού ’ντο πού ’ντο το δαχτυλίδι, μπίλιες (γκαζές), πεντόβολα , τριάρα-εννιάρα-δεκαεξάρα, που σχεδιάζαμε στο χώμα – ο ένας παίκτης έβρισκε πετραδάκια και ο άλλος κεραμιδάδικα ή πετραδάκια διαφορετικού χρώματος και τα χρησιμοποιούσαν για πιόνια (πεσσούς). Τα αγόρια παίζαμε ξιφομαχίες με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά, πολλά είχανε σφεντόνες, τόξα επίσης αυτοσχέδια, αποτελούμενα από ένα ευλύγιστο ξύλο, συνήθως κρανιά με έναν σπάγκο για χορδή του τόξου και συνήθως καλάμια για βέλη. Κάποιοι είχαμε ποδήλατα, εγώ έκανα ποδήλατο με ένα μάρκας Flandria που είχε ο πατέρας μου.

Οι μανάδες που είχαν μικρά παιδιά δεν μας άφηναν να περνάμε μπροστά από τα σπίτια τους, γιατί φοβόντουσαν μην τα χτυπήσουμε. Πολλές φορές γυρίζαμε με παράσημα από τα πεσίματα. Μια φορά θυμάμαι τη μητέρα μου με χαμομήλι και βαμβάκι να μου καθαρίζει τις πληγές και από τα δυο μου γόνατα. Άλλου είδους παιχνίδια ήταν τα τσέρκια, οι σβούρες, τα καλάμια με τα οποία εκτοξεύαμε μικρές χάρτινες αυτοσχέδιες μπαλίτσες φυσώντας τες μέσα από αυτά. Μερικές φορές αντικαθιστούσαμε τα καλάμια με ένα bic, τα στυλό διαρκείας εκείνης της εποχής, αφού αφαιρούσαμε προσωρινά το εσωτερικό του με το μελάνι και με ρύζι τις χάρτινες μπαλίτσες. Τα καπάκια από μπίρες και αναψυκτικά τα στερεώναμε στα μπλουζάκια μας κάπως σαν παράσημα. Εσωτερικά εκεί που ερχόντουσαν σε επαφή με τον λαιμό του μπουκαλιού και το περιεχόμενό του, είχαν κολλημένο φελλό που τον ξεκολλούσαμε με προσοχή να αφαιρεθεί ακέραιος. Στη συνέχεια, κρατούσαμε έξω από την μπλούζα μας το καπάκι και μέσα από την μπλούζα τοποθετούσαμε ξανά τον φελλό στο καπάκι, έτσι ώστε να το συγκρατεί στο μπλουζάκι. Φτιάχναμε αυτοκινούμενα τρακτερωτά με ένα ξύλινο καρούλι από κλωστή που είχε αδειάσει, σκαλίζοντας τις άκρες του καρουλιού, ώστε να αποκτήσει αυτό το τρακτερωτό. Περνούσαμε από την τρύπα ένα διπλό λαστιχάκι. Από τη μία μεριά της τρύπας του καρουλιού το συγκρατούσαμε με ένα μικρό ξυλάκι, ώστε να μην εξέχει από το καρούλι και εμποδίζει την κίνηση, και από την άλλη, με ένα μεγαλύτερο, ώστε να προεξέχει αρκετά, αφού πρώτα την πλευρά αυτήν του καρουλιού την περνούσαμε με σαπούνι για να γλιστράει. Στη συνέχεια, το κουρδίζαμε, δηλαδή γυρνούσαμε γύρω γύρω το μεγαλύτερο ξυλάκι έως ότου σφίξει το λαστιχάκι, ακουμπούσαμε κάτω την κατασκευή, το τρακτεράκι μας, κι αυτό προχωρούσε μέχρι να ξεκουρδιστεί. Όπως καταλαβαίνετε, υπήρχε ένας συναγωνισμός τίνος θα κάνει τη μεγαλύτερη διαδρομή με ένα κούρδισμα.

Ένα άλλο παιχνίδι ήταν η Ίυγξ. Περνούσαμε από τις δύο τρύπες ενός μεγάλου κουμπιού μία γερή κλωστή και δέναμε τις άκρες της μεταξύ τους. Τη μία πλευρά της διπλής κλωστής την περνούσαμε στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού μας και από την άλλη πλευρά στο αντίστοιχο δάχτυλο του δεξιού χεριού. Με τα δυο μας χέρια γυρνούσαμε το κουμπί με την κλωστή γύρω γύρω εωσότου τυλιχτεί αρκετά και κατόπιν τα ανοίγαμε προς τα έξω να τεντωθεί, στη συνέχεια τα χαλαρώναμε και ξανά το ίδιο μέχρι να κουραστούμε. Το κουμπί γυρνούσε με πολύ μεγάλη ταχύτητα μια αριστερόστροφα και μια δεξιόστροφα, βγάζοντας ένα χαρακτηριστικό ήχο, σαν αυτόν που βγάζει το πουλί στραβολαίμης (Ίυγξ) εξού και το όνομα του παιχνιδιού, ένα παιχνίδι που μας έρχεται από την αρχαιότητα. (Στη θέση του κουμπιού είχαν έναν δίσκο ξύλινο, που στη μέση του άνοιγαν δύο τρύπες.) Κάναμε και αρκετά παιχνίδια από χαρτί, όπως αεροπλανάκια, σαΐτες, βαρκούλες που τις βάζαμε σε λεκάνες με νερό, βατραχάκια, καπέλα, στρακαστρούκες, αλατιέρες. Η αλατιέρες ήταν χάρτινες κατασκευές που θύμιζαν αλατιέρα με τέσσερις θέσεις όταν την έβλεπες ανάποδα. Εκεί βάζαμε τους αντίχειρες και τους δείκτες από τα δυο μας χέρια για να τη χειριζόμαστε. Από την αντίθετη πλευρά σχηματιζόντουσαν τέσσερα τμήματα που κινιόντουσαν ανά δύο ανεξάρτητα και το καθένα από αυτά αποτελούνταν από δύο τρίγωνα εξωτερικά και άλλα δύο μεγαλύτερα εσωτερικά. Στα οκτώ εξωτερικά τμήματα γράφαμε έναν αριθμό από το ένα μέχρι το οκτώ και αντίστοιχα στην εσωτερική τους πλευρά, που ήταν αθέατη μέχρι να την ανοίξεις, κάτι ευχάριστο και κολακευτικό γι’ αυτόν που θα το διάλεγε ή αντίθετα κάτι σκωπτικό. Κάποιος από την παρέα διάλεγε έναν αριθμό και με το ανάλογο τελετουργικό αποκαλύπτονταν το εσωτερικό αντίστοιχο του αριθμού που επιλέχτηκε. Τα περισσότερα συνήθως ήταν περιπαικτικά και σαν συνέπεια ήταν να πέφτει πολύ καζούρα!

Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα

Άλλο παιχνίδι ήταν οι κάρτες – τα χαρτάκια. Αυτά συνήθως ήταν χαρτάκια που είχαν μέσα στις συσκευασίες τους οι σοκολάτες ή τα αγοράζαμε ως «τύχες». Τα ονόμαζαν έτσι επειδή τα αγοράζαμε στην τύχη, κλειστά για να μη βλέπουμε το περιεχόμενό τους. Αγοράζαμε όσα μπορούσε ο καθένας. Άνοιγε ένας ολόκληρος παραμυθένιος κόσμος μπροστά μας και κέντριζε τη φαντασία μας. Αυτά τα μικρά πολύχρωμα χαρτάκια ήταν πολλές φορές πηγή γνώσης. Υπήρχαν σειρές από την Ιστορία – ήρωες από τον τρωικό πόλεμο, από το ’21, σειρές από κόμικς, από εφευρέσεις, αλλά ακόμη και από ποδοσφαιρικές ομάδες και ποδοσφαιριστές, και πολλά ακόμη που δεν θυμάμαι. Τα κουβαλούσαμε μαζί μας και ανταλλάσσαμε αυτά που είχαμε διπλά, με άλλα που δεν είχαμε. Εδώ υπήρχε και μια πονηριά από αυτούς που τα εξέδιδαν: κάποια από κάθε σειρά είχαν μικρότερη πιθανότητα να τα πετύχεις και κάποια άλλα ήταν πολύ σπάνια. Έτσι, για να ολοκληρώσει κανείς τη σειρά έπρεπε να σταθεί πολύ τυχερός. Εννοείται πως στην ανταλλαγή τα σπανιότερα τα αντάλλασσες με περισσότερα από τα κοινά. Με τα χαρτάκια αυτά παίζαμε και ένα παιχνίδι. Κρατούσαμε ένα με την παλάμη μας σε έναν τοίχο σε κάποιο ύψος και κατόπιν το αφήναμε να πέσει. Αν έπεφτε επάνω στο χαρτάκι του συμπαίκτη μας του το κερδίζαμε! Ένα παιχνίδι παρόμοιο με τις κάρτες, που γνωρίζω από την αδελφή μου, γιατί νομίζω πως ήταν καθαρά κοριτσίστικο, ήταν τα σκαλιστά. Αγγελάκια, χριστουγεννιάτικες παραστάσεις, πριγκίπισσες, κοριτσάκια με λουλούδια, ζωάκια πολύχρωμα και ονειρικά, ήταν μερικά από τα θέματα των σκαλιστών. Τα πιο ωραία από αυτά ήταν τα ανάγλυφα, υποθέτω πως γι’ αυτό τα έλεγαν σκαλιστά, και μάλιστα αυτά που είχαν επάνω τους κολλημένη ασημόσκονη ή χρυσόσκονη. Αυτά τα κολλούσαν στις σελίδες τετραδίων συνήθως με αλευρόκολλα και έκανα ολόκληρα άλμπουμ με διάφορα θέματα.

Σχολείο όπως προανέφερα πήγαινα στο ιδιωτικό, στα «Νέα Εκπαιδευτήρια». Από την Ε΄ Δημοτικού μέχρι και την ΣΤ΄ Γυμνασίου. Γιατί τότε το γυμνάσιο ήταν εξατάξιο. Απ’ ό,τι θυμάμαι όμως, είχαμε δώσει εξετάσεις για να πάμε στην Τετάρτη, όπως και από το δημοτικό για να πάμε στο γυμνάσιο. Για να φτάσω στο σχολείο μου, εκτός από το δημοτικό που με πήγαινε το σχολικό πουλμανάκι, έπρεπε να ανεβώ μια μεγάλη, απότομη ανηφόρα μέχρι τη Λ. Ανοίξεως. Στο τέλος της ανηφόρας, εκεί που είναι τώρα η παιδική χαρά, υπήρχε ένα κοσμικό κέντρο, ο «Πράσινος Κήπος», και λίγο πριν, η βίλλα του Ρέππα, εκεί που τώρα βρίσκονται το 7ο και 13ο Δημοτικό. Στον «Πράσινο Κήπο» ερχόντουσαν κάποιες φορές και γνωστοί καλλιτέχνες της εποχής. Θυμάμαι για παράδειγμα τον Πάνο Γαβαλά. Αριστερά στην Ανοίξεως ήταν το Μουσείο, εκεί που βρίσκεται και σήμερα, με ένα σπιτάκι όπου έμενε ο φύλακας, ο κύριος Ξυλαπετσίδης με την οικογένειά του, τη γυναίκα του και την κόρη του, Παρθένα, που είμαστε νομίζω συνομήλικοι. Την ανηφόρα αυτήν που στην επιστροφή ήταν κατηφόρα, όταν χιόνιζε την κατεβαίναμε τσουλώντας επάνω στις τσάντες μας. Από εκεί έπρεπε να κάνω μια μεγάλη διαδρομή μέχρι το σχολείο μου, που ήταν κοντά στην πλατεία Ωρολογίου. Τώρα είναι το 10ο Δημοτικό.

Τα χρόνια που θυμάμαι πιο έντονα ήταν όταν η μουσική μπήκε δυναμικά στη ζωή μου. Υπήρχε βέβαια στο σπίτι μου, στην αρχή με τη φωνή της μητέρας μου που της άρεσε να τραγουδάει τα τραγούδια του Αττίκ, αργότερα και με τη φωνή της αδελφής μου, που ήταν αρκετά μεγαλύτερη και τραγουδούσε πολύ ωραία τραγούδια της ελαφράς μουσικής, όπως την έλεγαν τότε, Τζένη Βάνου, Γιάννη Βογιατζή κ.λπ… Από το ραδιόφωνο που μπήκε κάποια στιγμή στο σπίτι μας άκουγα μια ποικιλία από μουσικές και είχα ξεχωρίσει την κιθάρα σαν όργανο που θα μου άρεσε να μάθω. Όμως ήταν ένα όνειρο άπιαστο και γι’ αυτό στην Τετάρτη Γυμνασίου αποφάσισα να μάθω το όργανο που είχα σαν δεύτερη επιλογή. Την τρομπέτα. Αυτό μου ήταν εφικτό, γιατί θα το μάθαινα στη Φιλαρμονική της Βέροιας. Όμως, όταν πήγα να γραφτώ, ο κος Κασφίκης, που ήταν ο αρχιμουσικός, μου ζήτησε να μάθω στην αρχή γκρανκάσα για να τους βοηθήσω και κατόπιν θα μου μάθαινε τρομπέτα. Γιατί, όπως είπε, ήμουν μεγάλος και μέχρι να μάθω να παίζω, για να προσφέρω στη Φιλαρμονική, θα τέλειωνα το γυμνάσιο και θα έφευγα. Μετά από μερικά μαθήματα, ήμουν έτοιμος, αλλά η θητεία μου στη Φιλαρμονική τελείωσε άδοξα, μόλις είχα αρχίσει να βγάζω ήχο στην τρομπέτα, γιατί έπρεπε με την γκρανκάσα να πηγαίνω σε κηδείες και παρελάσεις, κάτι που δεν το ήθελα με τίποτα. Στο κρίσιμο αυτό σημείο έρχεται να σώσει την κατάσταση ο συμμαθητής και φίλος μου Γιάννης Αγγέλογλου. Μια μέρα, κατεβαίνοντας τη Μητροπόλεως, δεν θυμάμαι για ποιον λόγο ακριβώς, κατεβήκαμε στην «Αρζεντίνα», ένα κλαμπ εκείνης της εποχής, υπόγειο. Επάνω από αυτό είναι σήμερα τα “Goodies”. Ήταν άδειο από κόσμο, υπήρχαν όμως κάποια όργανα: ντραμς, μία κιθάρα! Ο Γιάννης την πήρε στα χέρια του και άρχισε να παίζει τo “The house of the rising sun” στην εκδοχή των “Animals”. Ένας μαγικός κόσμος ανοίχτηκε μπροστά μου. Άρχισα λοιπόν να το μαθαίνω στην αρχή με την κιθάρα του και κατόπιν με μια κιθάρα που αγόρασα από ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα όργανα στη Θεσσαλονίκη, με χρήματα που μου έστειλε η αδελφή μου –ήταν ήδη στην Αθήνα– και συμπλήρωσε ο πατέρας μου. Και μετά ήρθε η πρόταση: Ο Γιάννης με τον Μάνο Κωνσταντινίδη, τον Χρήστο Μακρυδάκη και τον Θόδωρο Μοιρισκλάβο είχαν ένα συγκρότημα, τους “Whispers”. O Θόδωρος που έπαιζε ντραμς μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη και μου είπε να πάρω τη θέση του. Δέχτηκα με ενθουσιασμό.

Οι “Whispers” στο σαλόνι του σπιτιού του Μάνου πριν από το πάρτι. Όρθιοι από αριστερά: Γιάννης, Χρήστος, Κώστας. Καθιστός με τη μελόντικα, ο Μάνος

Οι πρόβες γινόντουσαν στο σπίτι του Μάνου, στο πλυσταριό, που ήταν στην ταράτσα. Κάθε Κυριακή. Η κα Νίνα, η μητέρα του Μάνου, μια γυναίκα απλή, αλλά αυστηρή, οδοντίατρος στο επάγγελμα, είχε την εποπτεία. Οι πρόβες μπορούσαν να γίνονται μόνο Κυριακή και βέβαια να έχει τελειώσει ο Μάνος τα μαθήματά του. Μας είχε σαν παιδιά της. Σε ένα πάρτι που έκανε για τον Μάνο, δεν θυμάμαι με ποια αφορμή, έπαιξε και το συγκρότημά μας. Μη φανταστείτε τίποτε φοβερά πράγματα, ίσα ίσα κάτι σαν χάπενινγκ. Τρία τραγούδια παίξαμε όλο κι όλο. Ξεκινήσαμε να παίζουμε το πιο δυνατό τραγούδι μας και τελειώνοντάς το ακούστηκε η φωνή της κας Νίνας: «Ο μπουφές είναι έτοιμος, παιδιά!» Τι απογοήτευση όταν όλοι αποσύρθηκαν στο διπλανό δωμάτιο όπου ήταν ο μπουφές με τις λιχουδιές και μείναμε μόνοι να παίζουμε! Τετάρτη Γυμνασίου, ήμασταν στο 1967. Παρασκευή, λοιπόν, 21 Απριλίου, που ήταν η τελευταία ημέρα πριν από τις διακοπές του Πάσχα, το πρωί που πήγαμε σχολείο μάς έστειλαν στα σπίτια μας. Έτσι ξεκίνησαν οι διακοπές μια μέρα νωρίτερα. Στην πρόβα που ακολούθησε στην ταράτσα της κας Νίνας, πήγαμε με μεγάλη όρεξη να εξαντλήσουμε όλο το ρεπερτόριό μας. Αρχίσαμε δυναμικά, στο φουλ οι εντάσεις, με το “Apachi” των “Shadows”. Το επόμενο τραγούδι μας, «Οι νύχτες της Μόσχας». Παραδίπλα από την ταράτσα μας, ο Αϊ-Γιάννης και δίπλα στον Αϊ-Γιάννη, το Αστυνομικό Τμήμα. Η κακομοίρα η Νίνα τρομοκρατημένη, με την ψυχή στην Κούλουρη, ανεβαίνει τρέχοντας στην ταράτσα να σταματήσει το ατόπημά μας: «Τι κάνετε; Θα μας στείλουν εξορία!» Γιατί, μήπως ξέραμε τι κάναμε; Μόνο ο πανικός στο πρόσωπό της μας έβαλε σε υποψία!

Οι “ Whispers” σε δράση. Από αριστερά: Γιάννης, Μάνος, Κώστας, Χρήστος

Εντωμεταξύ με τον Γιάννη είχαμε δεθεί ακόμη περισσότερο, σε σημείο που, αν με έβλεπαν μόνο μου, με ρωτούσαν πού είναι ο Γιάννης. Εκτός από τις κυριακάτικες πρόβες στο πλυσταριό της κας Νίνας, βρισκόμασταν τακτικά και στο σπίτι του Γιάννη, όπου μας περιποιόταν η κα Βασιλική, η μητέρα του Γιάννη, που δεν ήταν τόσο αυστηρή όσο η κα Νίνα. Μας επέτρεπε δηλαδή να βρισκόμαστε και καθημερινές! Ακούγαμε μουσική, παίζαμε μουσική –όχι με ηλεκτρικά όργανα– και ανακαλύπταμε τον κόσμο. Τότε ήταν της μόδας οι ερασιτεχνικοί-πειρατικοί σταθμοί. Στη Βέροια υπήρχε ένας σταθμός, όχι πειρατικός, ο σταθμός του Κασελούρη. Βαλθήκαμε λοιπόν να κάνουμε με τον Γιάννη έναν πειρατικό σταθμό. Στην Κεντρικής, στο ύψος περίπου που ήταν ο κινηματογράφος «Ολύμπιον», στην απέναντι πλευρά είχε ηλεκτρονικό εργαστήριο ο Θανάσης Λέτσιος. Τον ρωτήσαμε αν μπορούσε να μας ετοιμάσει έναν πομπό για να εκπέμπουμε και μας απάντησε θετικά. Ζήτησε και του πήγε ο Γιάννης ένα παλιό ραδιόφωνο και 200 δραχμές, μεγάλο αντίτιμο για εκείνη την εποχή, ειδικά για εμάς που ήμασταν δεν ήμασταν ακόμη 16 χρονών. Συνθέσαμε χωρίς καθυστέρηση ένα σήμα για τον σταθμό με τρεις νότες και περιμέναμε με ανυπομονησία την ημέρα που θα κάναμε την πρώτη μας εκπομπή. Αυτή θα ήταν μια Παρασκευή που θα μας παρέδιδε τον πομπό, αλλά δεν τον είχε έτοιμο και μας είπε να έρθουμε να τον πάρουμε την επόμενη Παρασκευή, αλλά τι Παρασκευή! 21 Απριλίου 1967! Όπως καταλαβαίνετε, η εκπομπή μας στα ερτζιανά παρέμεινε ένα όνειρο απραγματοποίητο. Όχι επειδή είχαμε συναίσθηση του κινδύνου που προέκυπτε κάτω από αυτές τις συνθήκες, αλλά ο Λέτσιος, προφανώς διαισθανόμενος τον κίνδυνο σαν μεγαλύτερος που ήταν, αρνήθηκε να μας τον παραδώσει. Και εκτός από τον πομπό που ποτέ δεν αποκτήσαμε, δεν ξαναείδαμε ούτε το ραδιόφωνο, ούτε τις 200 δραχμές.

Όμως κάπου έπρεπε να εκτονώσουμε την ενέργειά μας. Ο Γιάννης είχε αγοράσει μια ηλεκτρική κιθάρα από τον Ανθομελίδη. Με «τζιρτζίρι»! Δηλαδή είχε ενσωματωμένη παραμόρφωση, τον ήχο που τότε μας τρέλαινε, του “Satisfaction” των “Rolling Stones”. Του τη διάλεξε ο Νίκος Παπάζογλου, φίλος του Γιάννη Καντζού, ενός εξαιρετικού κιθαρίστα. Ο Καντζός, οικογενειακός φίλος του Γιάννη –οι αδελφές τους ήταν συμμαθήτριες και κολλητές στο Καλαμαρί– ζήτησε από τον Νίκο να βοηθήσει τον πιτσιρικά Γιάννη στην αγορά της κιθάρας. Μετά την αγορά, πήραν το αστικό λεωφορείο, σχεδόν μέχρι το τέλος της Βασιλίσσης Όλγας, και βρέθηκαν σε μια τεράστια μονοκατοικία, σαν αυτήν του ιταλικού Προξενείου. Εκεί έκαναν πρόβες, ήταν ένα στέκι μουσικών με όλα τα όργανα που μπορούσε να έχει μια ροκ μπάντα. «Χάνι» το ονόμαζαν! Από τα λεγόμενα του Γιάννη και τις περιγραφές του, ο Νίκος φώναξε έναν πιτσιρικά, δηλαδή της ηλικίας μας, για να παίξει με τη νεοαποκτηθείσα κιθάρα, που υποθέτω πως ήταν ο Παπαντίνας, που μόλις είχε έρθει από την Αμερική. Με την εικόνα αυτήν, όταν ήρθε στη Βέροια ο Γιάννης, νοίκιασε ένα δωμάτιο στον επάνω όροφο μιας παλιάς μονοκατοικίας και το ονόμασε «Χάνι». Στο χάνι αυτό φιλοξενήθηκαν τα μουσικά νεανικά όνειρά μας. Είχαμε τις κιθάρες μας, τύμπανα και ένα μαγνητόφωνο από όπου ακούγαμε τα τραγούδια που μας άρεσαν και που προσπαθούσαμε να τα ξεσηκώσουμε για να τα παίζουμε. Σ’ αυτό το μαγνητόφωνο κάναμε τις πρώτες μας ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις. Από το «Χάνι» πέρασαν και πολλοί φίλοι, σε κάποιους από αυτούς είχε καθοριστική επιρροή. Εκεί δημιουργήθηκε και η ιδέα των “Whispers” στην πιο «επαγγελματική!» τους μορφή. Δηλαδή, αντί για τον Μάνο και τον Χρήστο, είχαμε στο σχήμα τον Διαμαντή Πατόπουλο, που ήταν μεγαλύτερός μας και ειδικά στα ισπανικά ήτανε μάνα στην κιθάρα.

Οι “Whispers” στον χορό φοιτητών στην «Εληά» (7.7.1968). Από αριστερά: Κώστας, Γιάννης, Διαμαντής. Στα ντραμς, ο Γιώργος Γαβαλάς, που δεν φαίνεται

Βέβαια, ο προσανατολισμός του συγκροτήματος ήτανε η Ποπ-Ροκ. Το άλλο νέο μέλος του συγκροτήματος ήταν ο Γιώργος Γαβαλάς, ο οποίος υπηρετούσε τη θητεία του στη Μουσική του Β΄ Σώματος Στρατού ως τρομπετίστας. Στους “Whispers” έπαιζε ντραμς και εγώ ανέλαβα τον ρόλο του μπασίστα. Για την ιστορία, ο Γιώργος ήταν ένας εξαιρετικός μουσικός και πολύ καλό παιδί. Είναι το μπάσο και η τρομπέτα που ακούγεται στο «Βρώμικο ψωμί» του Σαββόπουλου. Ξανασυναντηθήκαμε στην Αθήνα το 1976, στην παράσταση «Αχαρνής» του Σαββόπουλου, όπου ο Γιώργος έπαιζε νταούλι και τρομπέτα και εγώ μετείχα ως καρβουνιάρης στους «Αχαρνής» και ως κιθαρίστας στα «Δέκα Χρόνια Κομμάτια». Με το σχήμα αυτό, δηλαδή Γιάννης και Διαμαντής κιθάρες, ο Γιώργος ντραμς και εγώ μπάσο δώσαμε συναυλία στον κινηματογράφο «Σταρ». Το ίδιο βράδυ παίξαμε και στον χορό των φοιτητών στην «Εληά» μετά από πρόσκληση του Μανώλη Βλαχογιάννη (αδελφού του συμμαθητή μας Φάνη) που παρακολούθησε τη συναυλία μας και ήταν πρόεδρος του συλλόγου φοιτητών. Αυτή η Κυριακή της 7ης Ιουλίου 1968, νομίζω πως είναι μια σημαδιακή ημερομηνία. Αργότερα συμμετείχα σε ένα νεοσύστατο συγκρότημα ως τραγουδιστής, στους “Fevers”. Ήταν, θα τολμούσα να πω, η πρώτη μου επαγγελματική συνεργασία, αφού ξεκινήσαμε να παίζουμε σε κλαμπ της Βέροιας επ’ αμοιβή. Το κλαμπ που ξεκινήσαμε ήταν και αυτό νέο, η «Σπηλιά». Χειμερινή περίοδος 1968-69, ενώ ήμουν μαθητής της Έκτης Γυμνασίου. Η είσοδός της ήταν απέναντι από την είσοδο της Μητρόπολης, διαμορφωμένη σαν σπηλιά, που οδηγούσε στο υπόγειο της πολυκατοικίας. Αργότερα μεταφέρθηκε στη Μάρκου Μπότσαρη, λίγο μετά τα «Τρία Σκαλοπάτια».

Τους “Fevers” αποτελούσαν: Γιώργος Κόγιας (ηλεκτρικό μπάσο), Δημήτρης Σωτηρίου (ηλεκτρική κιθάρα-τραγούδι), Γιώργος Ζήσης (ντραμς), Βασίλης Σαρηγιαννίδης (αρμόνιο), Τάκης Παπαδημητρίου (σαξόφωνο), Ηλίας Πρωτόγερος (σαξόφωνο), Κώστας Γεωργίου (τραγούδι). Το επόμενο συγκρότημα ήταν οι “Spiders”, παιδιά από τη γειτονιά μου, που στην αρχή τους βοηθούσα στις πρόβες τους, αλλά κατόπιν εντάχτηκα και εγώ στο σχήμα, γιατί οι “Fevers “ το καλοκαίρι έκλεισαν δουλειά στον Μακρύγιαλο και εγώ δεν μπορούσα να ακολουθήσω. Μόλις είχα τελειώσει το γυμνάσιο και τον Σεπτέμβρη έπρεπε να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο.

“Spiders” Μπροστά από αριστερά: Νίκος Ζιώγαλας, Κώστας Γεωργίου. Στη μέση: Στελάκης Μέμης, Χρηστάκος Ταραμονλής, Κωστάκης Ουζουνίδης. Πίσω: Μανώλης Λύχνας, Λάμπης Περσίδης

Στους “Spiders” η σύνθεση ήταν η εξής: Κώστας Ουζουνίδης (τραγούδι), Νίκος Ζιώγαλας (τραγούδι), Κώστας Γεωργίου (αρμόνιο-τραγούδι), Τάκος Ταραμονλής (ηλεκτρική κιθάρα), Μπάμπης Περσίδης (ηλεκτρική κιθάρα), Μανώλης Λύχνας (ντραμς), Στέλιος Μέμης (ηλεκτρικό μπάσο), Ηλίας Πρωτόγερος (σαξόφωνο) – προστέθηκε αργότερα.

“Spiders” Μπροστά από αριστερά: Νίκος Ζιώγαλας, Κώστας Γεωργίου. Στη μέση: Στελάκης Μέμης, Χρηστάκος Ταραμονλής, Κωστάκης Ουζουνίδης. Πίσω: Μανώλης Λύχνας, Λάμπης Περσίδης

Η πρώτη εμφάνιση με τους “Spiders” ήταν στη συναυλία που δώσαμε στο «Σινέ Αγγέλικα» της Νάουσας τέλη Ιουνίου ή αρχές Ιουλίου του 1969. Ακολούθησαν τα κλαμπ «Μπουάτ 4» και «Σπηλιά», όπου δουλεύαμε για να ξεχρεώσουμε τα όργανα που αγοράσαμε, όπως και συναυλίες στους κινηματογράφους «Καπρίνη» και «Παλλάς», που τώρα έχουν γίνει σούπερ μάρκετ.

Από συναυλία των “Spiders” στου «Καπρίνη»

Στα κλαμπ που παίζαμε ερχόντουσαν πολλές φορές καλεσμένοι που είχαν γίνει γνωστοί από επιτυχίες τους. Με αυτούς πολλές φορές κάναμε παρέα και εκτός εργασίας. Ένας από αυτούς, ο Τώνης Στρατής, με το πρώτο βραβείο τραγουδιού στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1968 «Το καλοκαίρι εκείνο».

Τραπεζομάντιλα της «Εληάς» διά Χειρός Κ. Μπ και Κ.Χ.

Και επειδή εκείνο το καλοκαίρι ήταν κάτι ξεχωριστό για εμάς και την παρέα μας, υπάρχουν και αυτά τα αναμνηστικά από τραπεζομάντηλα της «Εληάς».

Η επόμενη κίνηση ήταν το ντουέτο που κάναμε με τον Μάκη Λιόλιο. Τραγούδια των Bob Dylan, Peter Paul & Mary κ.λπ. στο ρεπερτόριό μας ήταν το εφαλτήριο για τη δημιουργία του συγκροτήματος «Ανάκαρα» κατόπιν στην Αθήνα. Με τον Μάκη παίξαμε δυο φορές στη Βέροια: μία σε κάτι σαν μπουάτ της εποχής σε έναν ημιυπόγειο χώρο της «Εληάς» και σε μία συναυλία σε κινηματογράφο της Βέροιας, νομίζω στο «Παλλάς» ως «Κωνσταντίνος & Θωμάς».

banner-article

Ροη ειδήσεων