Άρθρα

“Η μηχανή κι ο Διάβολος” / γράφει ο Βασίλης Νιτσιάκος

Ήταν κάποτε σε ένα χωριό δύο αδέρφια. Ο ένας πλούσιος κι ο άλλος φτωχός. Το Πάσχα ο φτωχός πήγε να ζητήσει από τον αδερφό του αρνί για να γιορτάσει κι αυτός. Ο αδερφός του, τσιγκούνης καθώς ήταν, του το έδωσε αλλά του είπε «πάρ’ το και τράβα στον Διάβολο»!

Έτσι κι έγινε. Το πήρε και πήγε στη φωλιά του Διαβόλου σε μια σήραγγα σαν αυτές που περνούν τα τρένα. «Τι θες εδώ;» τον ρωτά ο Διάβολος. Έτσι κι έτσι, του λέει. Τα καθέκαστα. Μη στεναχωριέσαι. Εδώ που ήρθες, δεν θα φύγεις έτσι. Θα σου δώσω αυτό εδώ, το λένε μηχανή. Ας είσαι φτωχός. Αυτή η μηχανή θα σου βγάζει ό,τι θέλεις, αρκεί να πατάς ένα κουμπί. Το πήρε, λοιπόν, το μαραφέτι ο φτωχός κι έφυγε γεμάτος χαρά, να πάει τα συχαρίκια στον αδερφό του.

«Τι είναι αυτό;» τον ρωτά εκείνος έκπληκτος. «Να, λέει, πήγα στον Διάβολο, όπως μου είπες, κι αυτός μου το έδωσε για να βγάζω ό,τι θέλω». «Α, του κάνει ο άπληστος αδερφός του, θα μου τη δώσεις εμένα και πάρε εσύ όλα τα χωράφια μου και τα γιδοπρόβατα». Φιλότιμος καθώς ήταν ο φτωχός αδερφός, συμφώνησε. Την έδωσε τη μηχανή. «Βγάζει και χρήματα;» τον ρωτάει. «Τα πάντα», του λέει. Την παίρνει λοιπόν, αγοράζει ένα πλοίο και ξεκινάει με τους υπηρέτες του να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι στον κόσμο. Κάπου στη μέση ενός ωκεανού, ενώ μαγείρευαν, είδαν ότι τελείωσε το αλάτι.

«Μη στενοχωριέστε», λέει στους συντρόφους του. «Θα δώσω εντολή εγώ στη μηχανή να μας βγάλει αλάτι». Έτσι κι έγινε. Πάτησε το κουμπί και η μηχανή άρχισε να βγάζει αλάτι. Πολύ αλάτι… Ελα όμως που δεν ήξερε πώς να τη σταματήσει… Έβγαλε τόνους αλάτι, γέμισε το πλοίο και πνίγηκαν όλοι μαζί. Αύτανδροι.

Ήθελα να μιλήσω στους φοιτητές μου για την έννοια της κατά Μαρξ αλλοτρίωσης, την εμπορευματοποίηση, τον φετιχισμό του χρήματος, την πρωταρχική συσσώρευση, το κέρδος και την επένδυση, την παραγωγή ανταλλακτικών αξιών στη θέση των αξιών χρήσης, την καταστροφική δύναμη του πλούτου, την αξία της ανθρώπινης ζωής έναντι του κέρδους, την επιστροφή στις απλές αξίες του ανθρωπισμού, της αλληλεγγύης, της αλληλοπεριχώρησης, της αντίστασης στην επίπλαστη ευτυχία του πλούτου και της εξουσίας.

Είπα να τους αφηγηθώ αυτόν τον παροιμιόμυθο που άκουσα και κατέγραψα, όταν εγώ ήμουν φοιτητής, από έναν ηλικιωμένο γείτονά μας σε χωριό της Θεσσαλίας.

Με αφορμή τι άλλο, πάλι. Το τρένο…

*Καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

banner-article

Ροη ειδήσεων