Άρθρα Ιστορία

Γιάννης Μοσχόπουλος: “100 χρόνια από την εγκατάσταση Θρακιωτών προσφύγων στον Γιδά” / «Ήθη και έθιμα της Ανατολικής Θράκης»

 100 χρόνια από την εγκατάσταση Θρακιωτών προσφύγων στον Γιδά 1923-2023
Από τον δικηγόρο, συγγραφέα και ιστορικό ερευνητή, Γιάννη Μοσχόπουλο, πήραμε το κείμενο που ακολουθεί:

Από τον φάκελο που μου παρέδωσε ο συνάδελφός μου Γιάννης Αποστολίδης πριν πολλά χρόνια, με τις εργασίες μαθητών της Ε΄ τάξης Γυμνασίου Αλεξάνδρειας του 1962, που είχαν ως θέμα την καταγραφή εθίμων της περιοχής, δημοσιεύω σήμερα την καταγραφή του (σελίδα 1) Σαββανίδη Κ. Σάββα από τις διαστάσεων 0,293μ. Χ 0,196 μ. «κόλλες αναφοράς» του [τηρώντας την ορθογραφία του συντάκτη τους] με τίτλο:

«Ήθη και έθιμα της Ανατολικής Θράκης» / (Εκ της Βεργινίας Σαββανίδου). / Εν Αλεξανδρεία τη 2α Ιανουαρίου 1962.
Οι κάτοικοι της Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι ήλθον / από την μακρινή τους πατρίδα σαν πρόσφυγες δεν είναι / και πολύ συντηρητικοί όσον αφορά τα ήθη και τα έθιμα. / Για τούτο και τα περισσότερα από τα πολλά τους / έθιμα που είχαν στην «Πατρίδα» τους, όπως συνηθίζουν / να λένε ακόμη και τώρα, δεν τα κάνουν και εδώ. Από / αυτά τα πολλά τους ήθη και έθιμα ελάχιστα μόνο / έχουν. Και αυτά όμως με τον καιρό, είτε διότι / ζουν με άλλους ντόπιους ή πόντιους που είναι αρκετά / συντηριτικοί και αφωμιούνται προς αυτούς, είτε διότι / ακολουθούν κατά κάποιον τρόπο την «μόδα», συνεχώς / φθήνουν και ξεχνιούνται.

Εδώ εγώ θα αναφέρω, όσο πιο στρωτά / μπορώ, και όπως ακριβώς θα μου τα διηγηθή / η γιαγιά μου, χωρίς να παραλλάξω τίποτε απολύτως / τα ήθη και τα έθιμα της Ανατολικής Θράκης / όπως γινόταν εκεί προτού έλθουν εδώ ως πρόσφυγες.
Αποκριές.
Την Πρώτη Κυριακή. / Από το πρωΐ πήγαιναν στην εκκλησία όλοι. / Το απόγευμα μετά το μεσημεριανό φαγητό / τα παληκάρια και οι άλλοι οι άνδρες πήγαιναν στα / καφενεία ενώ οι γυναίκες έμεναν σπίτι για να ετοι-/μάσουν το βραδινό γλέντι. Έτσι ερχόταν το βράδυ. / Τότε μαζευόταν σε ένα μεγάλο σπίτι όλοι οι συγγενείς / και εκεί γλεντούσαν μέχρι αργά το βράδυ. / (σελίδα 2) Το βράδυ αυτό τρώγανε όλο κρέας γιατί ήταν / η τελευταία φορά που τρώγαν κρέας πριν από / το Πασχα. Από την άλλη ημέρα δεν έκανε να φάνε / κρέας παρά μόνο τυρί [,] γάλα, γιαούρτι, λαχανικά κ.τ.λ. / μέχρι την άλλη Κυριακή, η οποία ήταν η δεύτερη / και μεγάλη αποκριά. Την ημέρα αυτή τρώγανε ότι / γαλατερά είχαν γιατί από την άλλη ημέρα που / τη λέγανε Καθαρή Δευτέρα νήστευαν όλοι αναιξερέτως / μέχρι το Πάσχα. Το βράδυ μαζευόταν πάλι σε / ένα συγγενικό σπίτι όπου γλεντούσαν και τρώγαν. Επειδή / δεν είχαν τραπέζια στρώνανε κάτω πάνω / σε μεγάλα τραπεζομάντηλα και μεσσάλες πολλά φαγητά / όχι όμως κρέας. Τη[ν] εβδομάδα αυτή που τρώγανε / τυρί, γάλα, λαχανικά κ.ά. λέγανε Τυρηνή.
Την Καθαρά Δευτέρα το πρωΐ ότι έμενε αρτήσιμο / φαγητό δηλαδή τυρί ή γάλα ή πίτες με τυρί που / έκαναν συχνά τα έδιναν τις γύφτισες ή τους / Βουργάρους που κατά τύχην περνούσαν απ’ εκεί. Είναι / δε η Βουργαρία πολύ κοντά στο χωριό της γιαγιάς / μου. Κατόπιν γινόταν το πιο μεγάλο γλέντι της / χρονιάς. Την ημέρα αυτήν την λέγαν του «Καλογέρου». / Δηλαδή ένας άνδρας γινόταν καλόγη-/ρος. Έβαζε ρούχα καλόγηρου και έβαφε το πρόσωπό του ολό/μαυρο. Επίσης τον κρεμούσαν κουδούνια και είχε ένα [τσ]ουβά-/λι με ξερό χόρτο. Αυτός είχε μια μαγκούρα / και πήγαινε κάτω από τα παράθυρα φοβερίζοντας / τα μικρά. Πολλές φορές απειλούσε τις νυκοκοιρές / λέγοντας ότι θα χαλάση τα λουλούδια της αν δεν / του δώσουν μερικά γρόσια. Τότε η νοικοκυρά του / έδιδε τα γρόσια και αυτό[ς] ευχαριστημένος έφευγε για / (σελίδα 3) άλλο σπίτι όπου έκανε το ίδιο. Αυτή η δουλειά κρατού/σε μέχρι το βράδυ. Κατά το σούρουπο που γινόταν / το μεγάλο γλέντι πολλοί τρέχαν πίσω από τον «Καλόγερο» / προσπαθώντας να του βάλουν φωτιά το τσουβάλι με / το χόρτο. Τότε αυτός έφευγε τρέχοντας κάνοντας / τα κουδούνια να κτυπούν.
Ένας άλλος γινόταν γυναίκα έπερνε ένα ψεύτικο / παιδί και γύριζε μέσα στο χωριό. Είχε ακόμη και / ένα ντρουβά με στάχτη. Έτρεχε στους δρόμους / κλαίγοντας η ίδια για λογαριασμό όμως του ψεύτικου / παιδιού της. Έκλαιγε και παρακαλούσε τους άλλους να / την δώσουν καμμιά δεκάρα για να πάρη τίποτε το παιδί / της. Αν δεν την έδιναν τους χτυπούσε με τον / ντρουβά της που ήταν γεμάτος στάχτη. Αυτήν την λέγαν «Σταχτού».
Κατά το σούρουπο γινόταν ένας άλλος παπάς / και ένας κουμπάρος. Αυτοί έπερναν πρώτα την / σταχτού και κατόπιν τον καλόγηρο για να τους / παντρέψουν. Ο παπάς είχε και ένα θυμιατό στον οποίο / αντί για θυμιάμα έβαζε καφτερές πιπεριές, και έτσι ο κόσμος / που ανάπνεε τον καπνό της πιπεριάς έτσουζε η μύτη τους / και έβηχε. Όταν όμως η Σταχτού δεν ήθελε να / πάρη τον Καλόγηρο έφευγε τρέχοντας. Τότε οι άλλοι την / κυνηγούσαν την έπιαναν και την έφερναν κοντά στον / καλόγερο. Εκεί αφού στεκόταν λίγο το έσκανε πάλι.
Άλλοι πάλι ντυνόταν κορίτσια και πήγαιναν / σ’ όλα τα σπίτια και εκεί χορεύαν. Αυτοί ονομάζοντο / Κορίτσες. Αυτοί είχαν σαν φύλακες τους Γενίτσαρους / γιατί πολλοί θέλοντας να σπάσουν πλάκα πήγαιναν / και πείραζαν τα κορίτσια. Αυτό δε ήταν πολύ κακό / πράγμα γιατί τα κορίτσια είχαν μεγάλη τιμή». [οι σελίδες 4, 5, 6 λείπουν].-
Αλεξάνδρεια, 12.2.2023 ΑΡΧΕΙΟ ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΥ
6977336818 mosio@otenet.gr
banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας