Λογοτεχνία Πολιτισμός

Διονύσης Διαμαντόπουλος “Στο υπόγειο της οδού Μαρτίου”

Σκυφτός και κοιτώντας προς το βάθος του δρόμου, πέρασε το χέρι του ανάμεσα από τα κάγκελα και τράβηξε τον σύρτη. Έσπρωξε προσεκτικά τη βαριά καγκελόπορτα προσέχοντας το τρίξιμο που έκαναν οι σκουριασμένοι μεντεσέδες.

Γλίστρησε βιαστικά από το μικρό άνοιγμα της πόρτας και προχώρησε ελαφροπατώντας στη σκοτεινή αυλή της μονοκατοικίας έχοντας διαρκώς το φοβισμένο βλέμμα του στραμμένο προς τον δρόμο. Πέρασε σκυφτά κάτω από την πυκνόφυλλη λεμονιά, στη μέση της αυλής και έφτασε στον τοίχο του σπιτιού, ακριβώς κάτω από το φωτισμένο παράθυρο. Κάθισε καταγής, αγκαλιάζοντας τα γόνατά του ενώ τα στήθια του ανεβοκατέβαιναν γρήγορα, με τους ακανόνιστους χτύπους της καρδιάς να φτάνουν ως τ’ αυτιά του.

Μόλις μάκραιναν λίγο οι ανάσες του, σήκωσε το κεφάλι και γύρισε τα μάτια του ψηλά προς το μεγάλο παράθυρο. Προσπαθούσε να συλλάβει κάθε ήχο που έβγαινε από μέσα, μήπως και καταλάβει τι είδους άνθρωποι μπορεί να έμεναν σ’ αυτό το σπίτι της οδού Μαρτίου, στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης. Για λίγα λεπτά, άκουγε μόνο τις φωνές ενός μικρού παιδιού που διακόπτονταν που και που από τα λόγια μιας γυναίκας.

«Ελισώ, τι καλό έχουμε για βραδινό;» ακούστηκε ξαφνικά η βαριά φωνή ενός άντρα που τον έκανε να τρομάξει και να κουλουριαστεί γύρω από τα γόνατά του.

«Μπομπότα ψήνω Κώστα μου. Υπομονή. Σε λίγο βγαίνει», αποκρίθηκε η γυναίκα.

«Με το καλαμποκάλευρο που μας έστειλαν από την Έδεσσα;»

Ένα μακρόσυρτο, βαριεστημένο «ναι» ήταν η απάντηση της γυναίκας.

«Με τέτοιο αλεύρι Ελισώ μου, η μπομπότα είναι σκέτο γλύκισμα. Gateau.  Δεν συμφωνείς;» είπε αστειευόμενος με μια έντονη γαλλική προφορά.

«Ναι Κώστα μου. Πώς δεν συμφωνώ», απάντησε η γυναίκα με έναν τόνο μεταξύ αστείου και ειρωνείας στη φωνή της και συνέχισε: «Αχ, αυτό το κόλλημά σου με την Έδεσσα».

Δεν πέρασαν λίγα λεπτά όταν ακούστηκε και πάλι η φωνή της γυναίκας: «Άντε Σοφία, άντε παιδί μου, τρώμε».

Απλές, όμορφες και συνηθισμένες οικογενειακές στιγμές που σε άλλη περίπτωση δεν θα είχαν κανένα ενδιαφέρον. Ήταν όμως αυτές οι στιγμές που ανέβασαν δάκρυα στα μάτια του Μωύς. Του απρόσκλητου νυχτερινού επισκέπτη της αυλής. Στιγμές, που νοστάλγησε και δεν ήξερε αν θα τις ξαναζούσε με την οικογένειά του, αφού λίγες μέρες πριν, στις αρχές εκείνου του φρικτού καλοκαιριού του 1943, είχε καταφέρει με κίνδυνο της ζωής του να βγάλει κρυφά από το γκέτο της Καλαμαριάς τη γυναίκα και τα τρία του παιδιά και να τους οδηγήσει σε μια φιλική τους οικογένεια Εβραίων στον Λαγκαδά.

Ανησυχούσε όμως για τους συγγενείς του που είχαν μείνει πίσω και είχε αποφασίσει να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη. Να μπει κρυφά στο γκέτο και να τους βοηθήσει να φύγουν το συντομότερο από εκεί. Ήθελε να πείσει όσους περισσότερους μπορούσε να το σκάσουν και να κρυφτούν. Να φύγουν για την Αθήνα. Ν’ ανέβουν στο βουνό μαζί με τους αντάρτες. Να πάνε οπουδήποτε, αρκεί να μην ανέβουν στα τρένα.

Τα τρένα, που από τις 15 Μαρτίου εκείνης της χρονιάς, και κάθε τρεις μέρες, γέμιζαν ασφυκτικά από Εβραίους της πόλης με προορισμό την Πολωνία. Θα τους μετακινούσαν για λόγους εργασίας, όπως έλεγαν οι ναζί. Και για να τους πείσουν τους έδιναν ακόμα και πολωνικά χρήματα, δήθεν για τα πρώτα έξοδα της εγκατάστασης. Ήταν ένα καλοστημένο, σατανικό σχέδιο που πίστεψαν πολλοί. Και πώς να μην το πιστέψουν; Ήξεραν από τους προγόνους τους πως ο διωγμός και η περιπλάνηση δεν ήταν άγνωστα στη μοίρα των Εβραίων. Μήπως και οι δικοί τους μακρινοί πρόγονοι, έτσι διωγμένοι δεν είχαν έρθει στη Θεσσαλονίκη από την Ισπανία;

Ο Μωύς όμως διαισθανόταν πως αυτή τη φορά η μοίρα η δική του και όλων των ομοθρήσκων του ήταν πολύ χειρότερη απ’ αυτή των προγόνων του. Και δεν ήταν μόνο η διαίσθηση και το ένστικτο που τον έκαναν να πιστεύει πως κάποιο μεγάλο κακό συνέβαινε. Ήταν, κυρίως, η είδηση που είχε μεταδοθεί, από το BBC, τον Νοέμβρη της προηγούμενης χρονιάς, σύμφωνα με την οποία δύο Πολωνοεβραίοι που είχαν καταφέρει να δραπετεύσουν  από ένα γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, είχαν μιλήσει για βασανισμούς και μαζική εξόντωση των Εβραίων.

Αν και πολλοί τότε στη Δύση είχαν θεωρήσει υπερβολική και εξωπραγματική την περιγραφή που είχαν κάνει οι δύο αυτοί δραπέτες, ο Μωύς δεν ησύχαζε. Οι για αιώνες κυνηγημένοι, ανεπιθύμητοι  και περιπλανώμενοι πρόγονοί του βάραιναν την καρδιά και τη σκέψη του. Θυμήθηκε το πογκρόμ στην τσαρική Ρωσία, όπου το σύνθημα «Θάνατος στους Εβραίους» είχαν ακολουθήσει μαζικές καταστροφές και αμέτρητοι νεκροί. Έτσι, αφού κατάφερε να φυγαδεύσει την οικογένειά του είχε αποφασίσει να επιστρέψει στο γκέτο και με κίνδυνο της ζωής του να βοηθήσει τους δικούς του ανθρώπους.

Η νυχτερινή επιχείρηση των Γερμανών όμως στην περιοχή γύρω από το γκέτο της Καλαμαριάς ματαίωσε τα σχέδιά του.  Δεν πρόλαβε να μπει μέσα σ’ εκείνη την ανοιχτή φυλακή και αναγκάστηκε γρήγορα να απομακρυνθεί, καθώς η παρουσία του είχε γίνει αντιληπτή από την περίπολο. Κρύφτηκε για λίγο πίσω από μια μισογκρεμισμένη μάντρα στο Ντεπό, ύστερα πέρασε δίπλα από τον Άγιο Ελευθέριο και βγήκε στη βίλα του Μορντώχ, στη γωνία της οδού Μαρτίου. Τον μεγάλο δρόμο που ξεκινούσε χαμηλά από τη θάλασσα και ανηφορικά οδηγούσε μέχρι έξω από την πόλη. Ήταν ο δρόμος με τις ωραίες μονοκατοικίες και τους κήπους με τα ευωδιαστά τριαντάφυλλα, που τις Κυριακές, πριν από τον πόλεμο, έπαιρναν πολλοί κάτοικοι κυρίως από τις ανατολικές συνοικίες για να ανέβουν στις εξοχές του Αρσακλί.

Αυτόν τον δρόμο πήρε το βράδυ εκείνο ο Μωύς. Βάδιζε σκυφτός, γδέρνοντας τον ώμο του στους τοίχους και με χίλιες προφυλάξεις συνέχισε να ανηφορίζει με σκοπό να βγει το γρηγορότερο απ’ την πόλη. Να φτάσει στο ρέμα της Μαλακοπής κι από εκεί, μέσα από τα μονοπάτια του Σέιχ Σου, να περάσει το βουνό και από το Ασβεστοχώρι να βγει στον Λαγκαδά για να βρεθεί με την οικογένειά του.  Αυτό είχε στο νου του, όμως ήξερε πως αν το βράδυ εκείνο δεν τα κατάφερνε και έπεφτε στα χέρια των Γερμανών, δεν θα γλίτωνε την εκτέλεση, αφού από τις αρχές Μαρτίου εκείνης της χρονιάς είχε απαγορευτεί η έξοδος όλων των Εβραίων από τα γκέτο.

Έτσι, βάδιζε στην Μαρτίου όπως το κυνηγημένο ζώο, κοιτώντας με τα μάτια τεντωμένα προς κάθε κατεύθυνση. Και ο φόβος έγινε πανικός όταν από το βάθος του δρόμου έφτασαν στ’ αυτιά του οι άγριες φωνές των Γερμανών, που όλο και δυνάμωναν. Πάγωσε ολόκληρος. Σταμάτησε. Αν συνέχιζε να βαδίζει θα τον έβλεπαν. Αλλά κι αν έμενε εκεί σε λίγο θα τον εντόπιζαν. Κόλλησε την πλάτη του στην περίφραξη μιας μονοκατοικίας και κοντοστάθηκε για να σκεφτεί. Να βρει μια λύση.

«Σοφία, δεν θα το ξαναπώ. Έλα να φάμε», ακούστηκε  πάλι η γυναικεία φωνή μέσα από το σπίτι που έκανε τον Μωύς να μαζέψει τις σκέψεις του και να τιναχτεί από τον φόβο.

Μπαμπάς, μαμά κι ένα παιδί, σκέφτηκε, ενώ τα αυτιά και τα μάτια του ήταν  καρφωμένα εκεί, στο μεγάλο παράθυρο του σπιτιού.

Αυτοί οι τρεις θα είναι. Άλλος δεν ακούγεται μέσα, συλλογίστηκε.

Και η φωνή του άντρα, ήρεμη. Η γυναίκα, καλοσυνάτη μου φαίνεται, μονολογούσε μέσα του δίνοντας τροφή στο θάρρος που χρειαζόταν για να χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού. Να ζητήσει βοήθεια, να παρακαλέσει γονατιστός, μήπως τον λυπηθούν και γλιτώσει τη σύλληψη.

«Ποιος είναι;» ακούστηκε διστακτικά η φωνή του άντρα μέσα απ’ το σπίτι.

«Ικέτης», αποκρίθηκε χαμηλόφωνα ο ξένος, που κοντοστάθηκε σαν καμπουριασμένος γέρος στο κατώφλι της μισάνοιχτης πόρτας.

Σε λίγο, ο Μωύς, ο νεαρός Εβραίος φιλόλογος με τα μαύρα στρογγυλά γυαλιά, θα βρισκόταν στον καναπέ του μικρού σαλονιού και με τα χέρια σταυρωμένα ανάμεσα στα γόνατα θα εξιστορούσε τη ζωή του στον Κώστα και την Ελισώ  που καθόταν αμήχανοι απέναντί του. Θα τους μιλούσε για τη Χάνα, τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά, τον Δαυίδ, τον Ντανιέλ και την Έστερ. Για τους συγγενείς του που έμειναν στο γκέτο και για τον φόβο ότι δεν θα τους ξανάβλεπε. Για τη δουλειά του που τόσο αγαπούσε και έχασε από τη στιγμή που οι κατακτητές είχαν κλείσει όλα τα εβραϊκά σχολεία της πόλης.

Στον  Κώστα δεν ήταν άγνωστα όλα όσα του διηγούνταν με πόνο ο Μωύς. Από το 1939 που είχαν μετακομίσει από την Έδεσσα στη Θεσσαλονίκη, εργαζόταν ως δημοσιογράφος στη «Μακεδονία». Κι αν η εφημερίδα του παρέμενε εδώ και δυο χρόνια κλειστή με διαταγή των Γερμανών, δεν είχε πάψει στιγμή να ρωτάει, να γράφει και να συγκεντρώνει υλικό για καθετί που πλήγωνε την πόλη. Έτσι, γνώριζε καλά για τα μαρτύρια που ζούσαν οι Εβραίοι συμπολίτες του, κυρίως από την αρχή εκείνης της χρονιάς όταν τέθηκαν σε εφαρμογή οι νόμοι της Νυρεμβέργης. Γνώριζε για τις κατασχέσεις, τις λεηλασίες και τις καταστροφές των περιουσιών τους. Για την απαγόρευση χρήσης των μεταφορικών μέσων, για τον εγκλεισμό τους στα γκέτο και την υποχρέωση να φορούν όλοι τους το διακριτικό κίτρινο αστέρι. Από τον φίλο του τον σιδηροδρομικό, που έμενε απέναντι, γνώριζε για τα τρένα που γέμιζαν κάθε λίγο με Εβραίους όλων των ηλικιών αδειάζοντας σιγά-σιγά την πόλη, αφήνοντας πίσω τους μια βαριά σκιά θανάτου.

«Σας παρακαλώ, κρύψτε με κάπου απόψε και το πρωί πριν ξημερώσει θα φύγω», είπε ο Μωύς. «Αν με πιάσουν, δεν πρόκειται να ξαναδώ την οικογένειά μου», συνέχισε κοιτώντας μια τον Κώστα και μια την Ελισώ. Είναι από κείνες τις στιγμές που ο φόβος και η απελπισία ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν το χέρι της συμπόνιας.

Μετά από λίγη ώρα, η Ελισώ θα βρίσκεται στην καγκελόπορτα της αυλής με το βλέμμα στραμμένο στο δρόμο. Θα κοιτάξει δυο-τρεις φορές δεξιά κι αριστερά και ύστερα θα κουνήσει συνωμοτικά το κεφάλι της δίνοντας έτσι το σύνθημα στον Κώστα και τον Μωύς, που στεκόταν στη μισάνοιχτη πόρτα του σπιτιού, να βγουν από το σπίτι και βιαστικά να συρθούν ως το υπόγειο.

Ο Κώστας με τον Μωύς μετακίνησαν τα άδεια ξύλινα μπαούλα με τα οποία είχαν μεταφέρει το νοικοκυριό τους από την Έδεσσα και στοίβαξαν αθόρυβα σε μια γωνιά όσα καυσόξυλα είχαν περισσέψει απ’ τον προηγούμενο χειμώνα  κάνοντας έτσι χώρο για να στήσουν ένα μικρό ράντζο εκστρατείας που ήταν ξεχασμένο σε μια γωνιά.

Όταν ο Κώστας έκλεισε πίσω του την ξύλινη πόρτα του υπογείου, ο Μωύς έμεινε για λίγο όρθιος εξερευνώντας στο σκοτάδι τον χώρο. Τέσσερις μαυρισμένοι τοίχοι, μια ξεχαρβαλωμένη πόρτα γεμάτη χαραμάδες και ένα μικρό, μακρόστενο παράθυρο ψηλά, που πατώντας στις μύτες των ποδιών μπορούσες να δεις προς τον δρόμο.  Ύστερα, άπλωσε το κουρασμένο του κορμί πάνω στο μουχλιασμένο καραβόπανο του ράντζου. Ένιωσε έναν ελαφρύ πόνο στις γάμπες, απ’ την πολύωρη πεζοπορία που είχε κάνει απ’ τον Λαγκαδά ως τη Θεσσαλονίκη, αλλά και από την περιπλάνησή του ώσπου να βρεθεί εδώ σ’ αυτό το υπόγειο της Μαρτίου. Ένιωσε μια ανακούφιση στο σώμα, αλλά ο φόβος και οι μαύρες σκέψεις δεν άφηναν το νου του να ηρεμήσει. Τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί που δέχτηκαν να με κρύψουν απόψε; Γιατί να το κάνουν; Δεν ξέρουν πως αν με πιάσουν κινδυνεύουν και οι ίδιοι; Κι αν φοβηθούν και το πρωί με καταδώσουν; Όλα αυτά στριφογύριζαν σαν δαίμονες στο κεφάλι του κρατώντας τα μάτια του ανοιχτά και χαμένα μέσα στο σκοτάδι του υπογείου.

Αλλά και πάνω απ’ το υπόγειο, στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού οι σκέψεις, η αγωνία και οι φόβοι δεν ήταν λιγότεροι. Ο ύπνος δεν έλεγε να πάρει τον Κώστα και την Ελισώ. Έμειναν για ώρα σιωπηλοί και ακίνητοι. Ο ένας δίπλα στον άλλο, με τα μάτια καρφωμένα στο νταβάνι. Ήξεραν πόσο κινδύνευαν αν αποκαλυπτόταν πως έκρυβαν στο υπόγειο έναν Εβραίο, στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν ο φόβος που τους κρατούσε ξάγρυπνους. Ήταν μια αδιόρατη αίσθηση που τους έκανε να βλέπουν στο πρόσωπο του Μωύς τη δική τους πολυτάραχη ζωή, αφού και οι δυο τους είχαν ζήσει το φόβο, τη στέρηση και τον διωγμό.

Ο Κώστας βυθίστηκε σε σκέψεις που τον πήγαν πίσω, στα χρόνια που σαν σχολιαρόπαιδο έπαιζε ανέμελα με τους φίλους του στις ελληνικές γειτονιές της  Κωνσταντινούπολης. Νοστάλγησε τις μέρες των σπουδών του στην Εμπορική Σχολή της Πόλης και το θέατρο που ήταν η μεγάλη του αγάπη. Θυμήθηκε με λύπη τον ξεριζωμό, όταν αναγκάστηκε με την οικογένειά του να φύγει απ’ το σπίτι του και να έρθει πρόσφυγας στην Ελλάδα. Έφερε στο νου του τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπισε, την πείνα και κυρίως τον ρατσισμό που βίωσε, όταν εγκαταστάθηκε στην Έδεσσα. «Ρωμιός» και «γκιαούρης» στην Κωνσταντινούπολη.  «Τουρκόσπορος» στην Ελλάδα.  Μαράζωνε για μήνες, μέχρι την προσφορά μιας προσωρινής θέσης στη Νομαρχία, στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, αρχικά και στη συνέχεια στην υπηρεσία διανομής γης, μετά την αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών το 1936. Θυμήθηκε την αρθρογραφία του στα «Εδεσσαϊκά Νέα» και το πόσο θαύμαζαν οι φίλοι του το γλαφυρό γράψιμό του. Έσφιξε όμως από λύπη τα κλειστά του χείλη όταν ξαναθυμήθηκε τον δεύτερο ξεριζωμό, το 1939. Τότε που με την ολοκλήρωση του έργου της διανομής γης απολύθηκε και αναγκάστηκε ν’ αφήσει την πόλη των νερών, που τόσο πολύ αγάπησε. Πήρε τη γυναίκα του την Ελισώ και με την τρίχρονη Σοφία στην αγκαλιά μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη για ν’ αρχίσουν τη ζωή τους πάλι απ’ την αρχή.

Η Ελισώ, αναπολούσε κι αυτή τη δική της ζωή. Μέσα από θολές εικόνες έφερε στον νου της τα Άδανα, την πόλη που γεννήθηκε. Θυμήθηκε πως μικρή ακόμα αναγκάστηκε, λόγω της απώλειας του πατέρα της, να βρεθεί στην Κωνσταντινούπολη, με τη μαμή μητέρα της και τη μικρή της αδελφή, την Αννέτα. Ζωντάνεψαν για λίγο μέσα της οι όμορφες σκηνές από τη φοίτησή της στο ελληνικό Γυμνάσιο της Πόλης και τα μαθήματα Γαλλικών που παρακολουθούσε με προτροπή της μητέρας της που, σε κάθε ευκαιρία, της υπενθύμιζε: «Την σήμερον ημέρα Ελισώ μου, οι καθωσπρέπει άνθρωποι ομιλούν την γαλλικήν». Ένας αναστεναγμός ξέφυγε απ’ τα χείλη της όταν θυμήθηκε τον νέο ξεριζωμό. Τότε που έφυγαν αναγκαστικά από την Πόλη φορτώνοντας τα λίγα υπάρχοντά τους για να βρεθούν στα προσφυγικά της Έδεσσας. Θυμήθηκε πόσο χάρηκε όταν την προσέλαβαν στη Νομαρχία και τη δουλειά της στη διανομή γης σε πρόσφυγες και ακτήμονες στις περιοχές των Γιαννιτσών και του Γιδά. Έφερε στον νου  της την πρώτη γνωριμία της με τον όμορφο συνάδελφό της στο γραφείο και τον γάμο τους, το 1936. Σφίχτηκε όμως η καρδιά της όταν θυμήθηκε τη στιγμή που έπρεπε να ξαναπιάσουν το νήμα της ζωής τους μετακομίζοντας στη Θεσσαλονίκη. «Μια ζωή κυνηγητό και προσφυγιά»,  συλλογίστηκε και ασυναίσθητα η σκέψη της πήγε στο υπόγειο. Σ’ αυτόν τον κυνηγημένο που τους χτύπησε εκείνο το βράδυ την πόρτα.

«Εδώ θα μείνει. Θα τον φυλάξουμε για όσο χρειαστεί», γύρισε και είπε στον Κώστα, λες και τόση ώρα επικοινωνούσαν οι σκέψεις τους γύρω από αυτή την απερίσκεπτη τόλμη.

Όταν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα του, ο Κώστας διαπίστωσε πως τα πράγματα στη γειτονιά ήταν χειρότερα απ’ ότι το προηγούμενο βράδυ. Οι Γερμανοί από τον φόβο των επιθέσεων των ανταρτών και για να αποτρέψουν πιθανές αποδράσεις Εβραίων από το γκέτο, είχαν σφραγίσει στην κυριολεξία την περιοχή. Παράλληλα, σε όλο το μήκος της Μαρτίου και ως επάνω στη Μαλακοπή γινόταν συνεχείς περιπολίες από τους ένοπλους συνεργάτες των Γερμανών. Μόλις τα μετέφερε όλα αυτά στον Μωύς, αυτός λύγισε το κορμί του μπροστά και έκρυψε το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό απελπισίας. Κατάλαβε πως είχε πια εγκλωβιστεί. Πως αν ξεμυτούσε από το σπίτι δεν θα έπιαναν μόνο αυτόν, αλλά θα έπαιρνε στον λαιμό του και την οικογένεια που τον έκρυψε.

«Μη φοβάσαι. Θα μείνεις εδώ. Μπόρα είναι, θα περάσει» είπε ο Κώστας ακουμπώντας με το χέρι του τον ώμο του Μωύς για να τον εμψυχώσει. Ούτε ο ίδιος όμως ήξερε εκείνη τη στιγμή πως η μπόρα κάθε άλλο παρά περαστική θα ήταν. Τα μπλόκα των Γερμανών και των δωσιλόγων σε κάθε γωνιά της Μαρτίου είχαν γίνει μόνιμα και ο Μωύς θα χρειαστεί να μείνει κρυμμένος εκεί στο υπόγειο για ενάμιση σχεδόν χρόνο. Ως την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, τον Οκτώβριο του 1944.

Ενάμιση χρόνο θα ζήσει εκεί σαν τον τυφλοπόντικα. Την ημέρα θα ζει αθόρυβα στο σκοτάδι και τα βράδια ο Κώστας θα τον ανεβάζει κρυφά και με χίλιες προφυλάξεις στο σπίτι, αφού μέρα με τη μέρα ο Μωύς θα γινόταν κομμάτι της οικογένειας. Έτρωγαν μαζί, μοιράζοντας ό,τι φτωχικό υπήρχε στο τραπέζι, αφού από την προηγούμενη ήδη χρονιά τα τρόφιμα λιγόστευαν κι αυτά τα λίγα τα έβρισκε κανείς μόνο στη μαύρη αγορά. Πατάτες, λάδι, ζάχαρη και αλάτι ήταν δυσεύρετα, ενώ από τον χειμώνα του 1941 το ψωμί από καλαμποκάλευρο δινόταν με το δελτίο.

Μετά το βραδινό, καθόταν οι τρεις τους και συζητούσαν χαμηλόφωνα για ώρες. Μερικές φορές μιλούσαν μόνο στα γαλλικά. Ο Μωύς, σαν μορφωμένος Σεφαραδίτης τα μιλούσε άπταιστα και ο Κώστας με την Ελισώ είχαν ανάγκη να φρεσκάρουν τη γλώσσα που είχαν μάθει στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν ένα είδος «συμφωνίας», για δωρεάν φροντιστήριο, κάθε φορά που ο Μωύς  τους έλεγε πόσο άσχημα αισθανόταν που τους είχε γίνει βάρος και κυρίως για τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι ίδιοι αν κάποιος τους κατέδιδε. Και ο κίνδυνος δεν ήταν αβάσιμος αφού τον καιρό εκείνο οι ελληνικές εφημερίδες δημοσίευσαν μια γερμανική διαταγή που αφορούσε τους Εβραίους της πόλης και ανέφερε πως… «όλοι οι Εβραίοι απαγορεύεται να εγκαταλείψουν την κατοικία τους και πρέπει χωρίς καθυστέρηση να βρίσκονται στις μόνιμες κατοικίες τους όπου έμεναν έως την 1η Ιουνίου 1943. Όποιοι Εβραίοι δεν συμμορφώνονται με αυτή τη διαταγή θα εκτελούνται». Και συμπλήρωνε η διαταγή: «Όσοι μη Εβραίοι κρύβουν Εβραίους, τους παρέχουν καταφύγιο ή τους βοηθούν να δραπετεύσουν θα μεταφέρονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και θα τιμωρούνται αυστηρά».

Αυτό όμως δεν πτόησε τον Κώστα ούτε την Ελισώ. Και για να κάνουν τον Μωύς να αισθάνεται ακόμα πιο άνετα για τη χάρη που του έκαναν, συμφώνησαν σε κάτι ακόμα: Καθώς η εφτάχρονη τότε Σοφία ήταν ένα πανέξυπνο παιδί, που μάθαινε με ευκολία καθετί που της διηγούνταν ο πατέρας της και επειδή τα σχολεία είτε παρέμεναν κλειστά είτε υπολειτουργούσαν, ο Μωύς ως φιλόλογος θα αναλάμβανε να της κάνει τα σχολικά μαθήματα.

Έτσι, στην αρχή έπιασαν τη Γραμματική. Την ορθογραφία, τα μέρη του λόγου, τις κλίσεις των ουσιαστικών, τους βαθμούς των επιθέτων, τα ρήματα και όλα όσα περιλάμβανε για την ηλικία της η «Μεγάλη Νεοελληνική Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη», που είχε εκδοθεί το 1941.

Και ανάμεσα στα μαθήματα της Γραμματικής, ο Μωύς διηγούνταν στη Σοφία γνωστές ιστορίες από τη Μυθολογία. Της μιλούσε για τους θεούς του Ολύμπου, τους άθλους του Ηρακλή, για τον Θησέα και την Αργοναυτική εκστρατεία, αλλά κυρίως  της έλεγε ιστορίες από τον Όμηρο που τόσο του άρεσε να διδάσκει στους μαθητές του στο σχολείο. Στο τέλος της κάθε βδομάδας, δάσκαλος και μαθήτρια έκαναν επανάληψη όλων όσων είχαν μάθει τις προηγούμενες μέρες.

Έτσι περνούσαν οι μήνες και οι βδομάδες με το καλοκαίρι να φτάνει σιγά-σιγά στο τέλος του. Το βραδινό αεράκι έσπρωχνε τη μοσχοβολιά της λεμονιάς που έμπαινε στο υπόγειο από τις χαραμάδες της πόρτας κάνοντας τον Μωύς να μελαγχολεί ακόμα περισσότερο. Έκλεινε τα μάτια και ένιωθε να ζωντανεύουν γύρω του οι χαρούμενες φωνές των παιδιών του. Το χαμόγελο της γυναίκας του. Οι κυριακάτικες εκδρομές τους στην Αγία Τριάδα και στην Περαία με τον «Ποσειδώνα», το  καραβάκι που έπαιρναν μπροστά από τον Λευκό Πύργο. Έφερνε στον νου του τα αστεία με τους φίλους, τις βουτιές στη θάλασσα, το κρώξιμο των γλάρων, τα πολύχρωμα ανθισμένα λουλούδια και τις δάφνες που πλημμύριζαν τις αυλές των σπιτιών. Απλές καθημερινές εικόνες και συνήθειες που μόνο όταν τις χάσει κανείς σκέφτεται πόσο σημαντικές ήταν.

Τα μαθήματα όμως με τη Σοφία δεν σταματούσαν. Και ήταν αυτά που από τη μια έκαναν τον Μωύς να ξεχνιέται  και να ξεφεύγει από την απελπισία και τις ατέλειωτες ώρες σιωπής στο υπόγειο και από την άλλη έδιναν τροφή στη φιλομάθεια της Σοφίας που περίμενε με αγωνία την ώρα που θα ανέβαινε από το υπόγειο στο σπίτι.

Η μεγάλη αγάπη της γι’ αυτόν την έκανε να κρατήσει καλά μέσα της το μυστικό που έκρυβε η οικογένεια. «Δεν θα το πεις σε κανέναν. Ακούς; Όποιος κι αν σε ρωτήσει δεν θα πεις τίποτα για τον κύριο Μωύς, γιατί θα έρθουν να τον πάρουν και θα τον βάλουν φυλακή», της είχε πει μια μέρα αυστηρά ο πατέρας της. Κι αυτή, δεν το μαρτύρησε ούτε στην πιο καλή της φίλη, την Ιωάννα, την κόρη του σιδηροδρομικού, που έμενε στο απέναντι σπίτι. Οι δυο φίλες περνούσαν καθημερινά ώρες μαζί παίζοντας και διαβάζοντας. Και καθώς η Ιωάννα τον καιρό εκείνο μάθαινε  πιάνο, χτυπούσε τα πλήκτρα και τραγουδούσε μαζί με τη Σοφία το «Frère Jacques». Το γνωστό παιδικό τραγούδι του Ραμώ, που μάθαιναν όλα σχεδόν τα παιδιά στο ξεκίνημα των μαθημάτων.

Έφτασε ο Σεπτέμβρης. Ο Κώστας έβλεπε τον Μωύς να προσεύχεται και να νηστεύει αυστηρά, χωρίς να βάζει μπουκιά στο στόμα του όλη μέρα. Ούτε νερό. «Είναι η μεγάλη μας γιορτή Κώστα. Το Γιομ Κιπούρ», του είχε πει και του εξήγησε πως ήταν η Ημέρα του Εξιλασμού, της συγχώρεσης των αμαρτιών και της γονικής ευλογίας. Το βράδυ εκείνο η Ελισώ έστρωσε το τραπέζι με το λιτό δείπνο όταν πια είχε νυχτώσει για τα καλά, από σεβασμό στο εβραϊκό έθιμο που συνόδευε τη μεγάλη γιορτή.

Στις αρχές του ’44 τα πράγματα είχαν δυσκολέψει ακόμα περισσότερο. Το τραπέζι στρωνόταν μια φορά τη μέρα αφού το φαγητό είχε λιγοστέψει επικίνδυνα. Οι Γερμανοί με τους ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους αλώνιζαν τις γειτονιές. Δεν έψαχναν μόνο κρυμμένους Εβραίους, αλλά και αντάρτες, καθώς η Αντίσταση είχε φουντώσει στα βουνά γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Ο φόβος του Κώστα και της Ελισώς μήπως και αποκαλυφθεί το μυστικό τους μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Γλίτωσαν όμως την έρευνα στο υπόγειο του σπιτιού καθώς ο Κώστας, εκτός από γαλλικά, μιλούσε πολύ καλά και γερμανικά, κάτι που εκτιμούσαν ιδιαίτερα οι Γερμανοί όταν τύχαινε να τον συναντήσουν στη γειτονιά. Φιλήσυχος, μορφωμένος και γερμανομαθής ήταν γι’ αυτούς υπεράνω υποψίας.

Όμως υπήρχε και ένας ακόμα λόγος που οι Γερμανοί δεν μπήκαν ποτέ να ψάξουν το σπίτι του Κώστα. Ήταν η μικρή Σοφία, που καθώς ρουφούσε σαν σφουγγάρι ό,τι άκουγε, έτσι είχε μάθει και ένα χαρούμενο παιδικό γερμανικό τραγούδι που της έλεγε ο πατέρας της: Το «Grün sind alle meine Kleider», (όλα τα ρούχα μου είναι πράσινα). Μπορεί να είχε μάθει να λέει τραγουδιστά μόνο τις δύο πρώτες στροφές, όμως αυτό ήταν αρκετό για να τη συμπαθήσουν οι Γερμανοί και μαζί με αυτή ολόκληρη την οικογένεια της.

Έτσι, όταν η γερμανική περίπολος πλησίαζε το σπίτι του Κώστα, η μικρή Σοφία που άκουγε από μακριά τον ήχο από τις στρατιωτικές αρβύλες, έβγαινε στην αυλή, κολλούσε το πρόσωπό της στα κάγκελα της περίφραξης και άρχιζε το τραγούδι:

 

Grün, grün, grün sind alle meine Kleider;
grün, grün, grün ist alles was ich hab.
Darum lieb ich alles, was so grün ist,
weil mein Schatz ein Jäger ist.

 

Rot, rot, rot sind alle meine Kleider,
rot, rot, rot ist alles was ich hab.
Darum lieb ich alles was so rot ist,
weil mein Schatz ein Reiter ist.

Οι Γερμανοί, που με τον καιρό την είχαν μάθει, σταματούσαν. Τραγουδούσαν μαζί της, γελούσαν, την πείραζαν, της χάιδευαν το κεφάλι και της έδιναν σοκολάτες. Ένας μάλιστα από αυτούς, είχε πει κάποτε στον Κώστα πως η Σοφία με τις ολόξανθες μπούκλες της του θύμιζε την μικρή του κόρη στη Γερμανία. Γι’ αυτό, και μόλις τέλειωνε το τραγούδι, ο στρατιώτης πλησίαζε, περνούσε το χέρι του μέσα από τα κάγκελα, της χάιδευε τα μαλλιά και τις έδινε πάντα δύο μεγάλες σοκολάτες.

Η ίδια ακριβώς σκηνή επαναλαμβάνονταν για καιρό, κάθε φορά που οι Γερμανοί περνούσαν από την οδό Μαρτίου. Αν όμως έξω στην αυλή ακουγόταν γέλια και τραγούδια, λίγα μέτρα παραπέρα, στο υπόγειο, η καρδιά του Μωύς πήγαινε να σπάσει από την αγωνία, αφού ένιωθε δίπλα του ακόμα και την ανάσα των Γερμανών. Όμως η μικρή Σοφία, με το γερμανικό τραγούδι και το ταπεραμέντο της άφηνε, χωρίς η ίδια να το ξέρει, πάντα έξω από το σπίτι τους κατακτητές.

Ο καιρός περνούσε και κατά το καλοκαίρι υπήρχε διάχυτη πλέον η αίσθηση πως οι Γερμανοί θα χάσουν τον πόλεμο και θα φύγουν από τη Χώρα. Αυτό έδινε θάρρος στον Μωύς που όλους αυτούς τους ατέλειωτους μήνες μονολογούσε τα βράδια στο υπόγειο ψελλίζοντας σαν προσευχή τα ονόματα της γυναίκας και των παιδιών του, αγωνιώντας για την τύχη τους.

Τον Σεπτέμβριο του ’44 ήταν πια βέβαιο ότι οι Γερμανοί θα έφευγαν. Οι δυνάμεις τους εγκατέλειπαν σταδιακά τα περίχωρα της πόλης και συγκεντρώνονταν στο κέντρο. Οι περίπολοι στη Μαρτίου έχουν αραιώσει, καθώς από τις αρχές Οκτωβρίου οι αντάρτες επιτίθονταν όλο και πιο συχνά σε πολλές περιοχές της Θεσσαλονίκης. Μόνο κάποιες ομάδες ταγματασφαλιτών παρέμεναν στην περιοχή. Κι αυτές όμως σύντομα υποχώρησαν, καθώς στις 16 του ίδιου μήνα ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ έμπαιναν στην Τούμπα, στην Καλαμαριά και στη Χαριλάου. Οι κάτοικοι σ’ αυτές τις συνοικίες πανηγύριζαν και στο άκουσμα της είδησης ο Μωύς άρχισε να χαμογελά με αισιοδοξία για πρώτη φορά μετά από ενάμισι χρόνο. Ένιωθε πως η μέρα που θα έβγαινε χωρίς φόβο απ’ το υπόγειο κόντευε. Κι αυτό τον έκανε περισσότερο ανυπόμονο. Περιφέρονταν ασταμάτητα στην κρυψώνα του σαν το αγρίμι που θέλει να βγει από το κλουβί.

Στις 30 Οκτωβρίου στην πόλη δεν υπήρχε πια ούτε ένας Γερμανός. Το νέο είχε κυκλοφορήσει σαν αστραπή και ο κόσμος είχε αρχίσει να βγαίνει δειλά-δειλά από τα σπίτια του.  Ο Κώστας ξεκλείδωσε το υπόγειο και φώναξε στον Μωύς που περίμενε πίσω από την πόρτα με ανυπομονησία: «Λευτεριά φίλε».  Ήταν η πρώτη φορά μετά από δεκαέξι σχεδόν μήνες που ο Μωύς βγήκε στο φως της μέρας αφήνοντας πίσω του εκείνο το υγρό και σκοτεινό υπόγειο της Μαρτίου. Στάθηκε όρθιος στη μέση της μικρής αυλής, εκεί δίπλα στη λεμονιά. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και κοίταξε για λίγα λεπτά τον μεσημεριανό ήλιο. Χαιρετισμός και υπόκλιση στη ζωή και την ελευθερία.

Την ίδια ώρα οι αντάρτες έμπαιναν στην πόλη από το Ντεπό. Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους και ενώθηκε μαζί τους. Έτρεξαν και ο Κώστας με τον Μωύς. Όλοι μαζί βάδιζαν προς το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Πλημμύρισαν οι δρόμοι! Πανζουρλισμός! Τρομπέτες και χωνιά στο στόμα! Σημαίες στα χέρια! «Χριστός Ανέστη» φώναζε το πλήθος, λες και ήταν Πάσχα! Αγκαλιές, φιλιά και τραγούδια! Όλοι μαζί ένα κουβάρι! Τα μπαλκόνια γέμισαν γαλανόλευκες. Μαζεύτηκαν πρώτα στην πλατεία της Αγίας Σοφίας και από εκεί, με ασυγκράτητο ενθουσιασμό, ξεκίνησαν όλοι μαζί για την πλατεία Αριστοτέλους.  Ο Κώστας με τον Μωύς ακολουθούσαν πιασμένοι από τους ώμους σαν αδελφικοί φίλοι. Στη μεγάλη πλατεία δεν άργησε να στηθεί το γλέντι που θα κρατούσε ως το πρωί. Ο Μωύς όμως δεν έμεινε εκεί για πολύ. Με τη βοήθεια του Κώστα βρήκε ένα μέσον να τον πάει όσο γρηγορότερα γινόταν  στον Λαγκαδά.

Τα χρόνια κύλησαν. Ένα μεσημέρι, κάποιο χέρι τράβηξε τον σύρτη της καγκελόπορτας μιας μονοκατοικίας στην οδό Μαρτίου. Σε λίγο ακούστηκε μέσα από το σπίτι μια αντρική φωνή:

«Ποιος είναι;».

«Ικέτης», αποκρίθηκε ο απρόσμενος επισκέπτης.

Στα επόμενα λεπτά ο Μωύς, ο Κώστας, η Χάνα, η Ελισώ, ο Δαυίδ, ο Ντανιέλ η Έστερ και ο μικρός Θανάσης, το νέο μέλος της οικογένειας του Κώστα, θα βρεθούν σφιχτά αγκαλιασμένοι στο μικρό σαλόνι του σπιτιού. Γέλια ανακατεμένα με δάκρυα χαράς. Αναμνήσεις που διακόπτονταν συνεχώς από ευχαριστίες. Κατέβηκαν όλοι μαζί στο υπόγειο. Ο Μωύς δακρυσμένος άγγιζε γύρω-γύρω με τις παλάμες του τους τέσσερις τοίχους που για ενάμιση χρόνο τον έκρυβαν από τον θάνατο. Τη συγκίνηση και τα αναφιλητά, που δεν έλεγαν να σταματήσουν, διέκοψε η Σοφία που κρατούσε στα χέρια τον σχολικό έλεγχο. «Όλα άριστα κύριε Μωύς. Κοιτάξτε», του είπε με καμάρι και ήταν σαν να τον ευχαριστούσε για εκείνα τα νυχτερινά μαθήματα.

Ο Μωύς με την οικογένειά του είχε φύγει οριστικά από την Ελλάδα αμέσως μετά την απελευθέρωση. Την ημέρα εκείνη είχαν επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη μόνο για να δουν και να ευχαριστήσουν τον Κώστα και την Ελισώ και για να δείξει στα παιδιά του το υπόγειο της σωτηρίας του. Από το Άουσβιτς δεν είχε επιστρέψει κανείς από τους συγγενείς και τους φίλους του και τίποτα πια δεν τον κρατούσε σ’ αυτή την πόλη. Φεύγουν συνήθως οι άνθρωποι από τα μέρη όπου έζησαν τον εφιάλτη.

Ο Κώστας, αμέσως μετά την κατοχή προσλήφθηκε στον «Ελληνικό Βορρά», όπου εκδότης ήταν ο συμπατριώτης του από την Κωνσταντινούπολη, ο Πέτρος Λεβαντής. Εκεί έγραφε συνήθως ιστορίες για το οδοιπορικό των προσφύγων από την Πόλη στην Ελλάδα. Όμως σε λίγα χρόνια μετακόμισε και πάλι. Αυτή τη φορά στην Αθήνα, καθώς η «Απογευματινή» του είχε προσφέρει καλύτερες συνθήκες, ενώ του είχε ανατεθεί και το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ που τόσο του άρεσε. Φεύγουν συνήθως οι άνθρωποι για  μέρη όπου μπορούν να ονειρεύονται.

Διονύσης Διαμαντόπουλος

………………………

Σημείωση: Το παρόν ιστορικό διήγημα γράφτηκε με αφορμή τη συμπλήρωση ογδόντα χρόνων από το ναζιστικό πογκρόμ των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Η ιστορία στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα και υπαρκτά πρόσωπα. Τα μέλη της ελληνικής οικογένειας αναφέρονται με τα πραγματικά τους ονόματα, καθώς από το περιβάλλον τους προήλθαν όλες οι σχετικές προφορικές μαρτυρίες. Για την εβραϊκή οικογένεια, το όνομα του πατέρα είναι αληθινό. Για τα άλλα μέλη της οικογένειας χρησιμοποιούνται ψευδώνυμα, καθώς δεν κατέστη δυνατό να διασταυρωθούν τα αληθινά τους ονόματα.

Για τη συνέχεια της ζωής του Μωύς και της οικογένειάς του, μετά την αναχώρηση τους από την Ελλάδα, δεν υπάρχουν στοιχεία.

Ο Κώστας, άνθρωπος της περιπέτειας, μετά την Αθήνα έζησε για κάποια χρόνια στο Κονγκό, όπου γνώρισε προσωπικά τον Πατρίς Λουμούμπα, τον ηγέτη της ανεξαρτησίας της Χώρας. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη όπου και πέθανε το 1978. Η σύζυγός του Ελισάβετ πέθανε το 1989, ενώ η κόρη τους Σοφία, το 2020.

Η καλή φίλη της Σοφίας, η Ιωάννα, έγινε αργότερα καθηγήτρια Βυζαντινών Σπουδών στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.

 

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ