“Η εστίαση στον πάγο” / γράφει ο Πέτρος Τσαπαρόπουλος
Ο κλάδος των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος αποτελεί σημαντική κατηγορία μικρομεσαίων επιχειρήσεων η ενίσχυση των οποίων συνδέεται άρρηκτα με την προώθηση της επιχειρηματικότητας, αλλά και την μείωση της ανεργίας. Αλλωστε η πρώτη εικόνα που αποκομίζει ένας επισκέπτης από την ευημερία μιας κοινότητας, είναι αν δουλεύουν τα καταστήματα της εστίασης.
Αντιμέτωπος με δύο διαδοχικές κρίσεις, αρχικά αυτή της πανδημίας και τώρα του πληθωρισμού, είναι ο κλάδος της εστίασης, γεγονός που όχι μόνο περιορίζει σημαντικά τον τζίρο, αλλά δημιουργεί και νέο γύρο υπερχρέωσης για την πλειονότητα των επιχειρήσεων του κλάδου, οι οποίες σε ποσοστό σχεδόν 44% δηλώνουν ότι δεν έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα. Η μεγάλη αύξηση του τουρισμού αναπληρώνει σε σημαντικό βαθμό τις απώλειες του κλάδου, τουλάχιστον για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε τουριστικές περιοχές. Ωστόσο, ακόμη και αυτές έχουν να αντιμετωπίσουν μια άλλη κρίση, αυτή της έλλειψης προσωπικού, φαινόμενο που ξεκίνησε στη διάρκεια της πανδημίας και λαμβάνει πλέον πολύ μεγάλες διαστάσεις στην εστίαση αλλά και σε πολλούς ακόμη κλάδους.
Το μεγάλο πρόβλημα βέβαια το έχουν επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε πόλεις που δεν έχουν αμιγές τουριστικό προσανατολισμό, αλλά τα έσοδα τους προκύπτουν από τους δημότες και τους λίγους επισκέπτες. Παρατηρείται το φαινόμενο καφετέριες να κλείνουν το μεσημέρι και να ανοίγουν πάλι το απόγευμα, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τα αυξημένα ενεργειακά και λειτουργικά έξοδα. Να θυμίσουμε ότι αυτήν την εικόνα δεν την είχαμε ούτε στην περίοδο των μνημονίων
Συνολικά το κόστος λειτουργίας έχει αυξηθεί κατά 41% τους τελευταίους μήνες, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να αφορούν την ενέργεια (87,2%), τα καύσιμα (50,7%) και τις πρώτες ύλες (37,9%).
Η κατάσταση δεν είναι καλή για τον κλάδο ούτε κατά το α΄ εξάμηνο του 2022, καθώς η έξαρση της πανδημίας τους δύο πρώτους μήνες του έτους και στη συνέχεια η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία προκάλεσαν μείωση της επισκεψιμότητας, αλλά και μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Η μείωση του τζίρου, η αύξηση του κόστους λειτουργίας και το γεγονός ότι πλέον δεν υπάρχουν τα μέτρα στήριξης για την COVID-19 έχουν ως συνέπεια τη συσσώρευση υποχρεώσεων. Σχεδόν 8 στις 10 επιχειρήσεις του δείγματος έχουν καθυστερημένες οφειλές προς το Δημόσιο ή τους ιδιώτες. Το 83,2% των επιχειρήσεων αυτών δημιούργησε τις οφειλές κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ενδεικτικά, το 46,6% έχει καθυστερημένες οφειλές προς τον πρώην ΟΑΕΕ (Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών), το 46,6% έχει καθυστερημένες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας, το 43,2% έχει καθυστερημένες οφειλές προς το πρώην ΙΚΑ, το 35,9% προς την εφορία, το 30,6% προς προμηθευτές, το 16% προς τις τράπεζες. Οι μισές επιχειρήσεις έχουν οφειλές σε καθυστέρηση σε τουλάχιστον τρεις από τις παραπάνω κατηγορίες.
Η μείωση του Φ.Π.Α σε βασικά καταναλωτικά αγαθά, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, η ρύθμιση χρεών και διαγραφή μέρους της βασικής οφειλής χρεών που δημιουργήθηκαν κατά την υγειονομική κρίση, η πρόσβαση σε μικροπιστώσεις και η μείωση του ειδικού φόρου στα καύσιμα, είναι η λύση. Λύση που μόνο μια προοδευτική Κυβέρνηση μπορεί να υπηρετήσει και όχι μια νεοφιλελεύθερη παρέα που εμμονικά επιμένει να υπερασπίζεται τη αυτορρύθμιση της αγοράς.
Πέτρος Τσαπαρόπουλος
Ιατρός Καρδιολόγος
Μέλος Ν.Ε ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Ημαθίας