Άρθρα Κόσμος

Η Τζόρτζια Μελόνι ξεκίνησε τη Μεγάλη Πορεία της

Από το πρωί του Σαββάτου, έξι ημέρες πριν την 100η επέτειο της «Πορείας προς τη Ρώμη» του Μουσολίνι, η Ιταλία έχει πρωθυπουργό νεοφασίστρια και γυναίκα
Από το πρωΐ του Σαββάτου 22 Οκτωβρίου, μόλις έξι ημέρες πριν την εκατοστή επέτειο της «Πορείας προς τη Ρώμη» του Μπενίτο Μουσολίνι, η Ιταλία έχει την πρώτη κυβέρνηση της Β’ Δημοκρατίας με πρωθυπουργό νεοφασίστα και γυναίκα. Η Τζόρτζια Μελόνι ορκίσθηκε με υπερβολικά γρήγορες διαδικασίες μετά την εντολή που έλαβε το απόγευμα της προτεραίας ημέρας και έγινε μάλιστα μόλις ο τρίτος επικεφαλής της κυβέρνησης (μετά τους Τζουζέπε Πέλλα το 1953 και τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι το 2008) που δεν ζήτησε χρόνο για να στελεχώσει το υπουργικό του συμβούλιο. Η κραταιά νίκη της βαθιάς δεξιάς παράταξής της στις εκλογές του Σεπτεμβρίου είχε επιτρέψει στη Μελόνι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, να έχει προετοιμάσει το υπουργικό της συμβούλιο, ώστε να ξεκινήσει αμέσως την εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος. 

Αλλά και παρ’ όλη την προετοιμασία, η σπουδή να ορκισθεί το ταχύτερο δυνατό η νέα κυβέρνηση ανάγκασε τη Μελόνι να δηλώσει λανθασμένα τα ονόματα δύο υπουργών της, με αποτέλεσμα να γίνει δύο ώρες αργότερα η διόρθωση και η «ανταλλαγή» των χαρτοφυλακίων μεταξύ τους!

Από τους 24 υπουργούς (ένας περισσότερος από την κυβέρνηση Ντράγκι) οι 18 είναι άνδρες με μόνο 6 γυναίκες, σχεδόν τα δύο τρίτα του συνόλου, ενώ αντιπρόεδροι αναλαμβάνουν ο Ματέο Σαλβίνι της Λέγκα (μαζί με το υπουργείο Υποδομών) και ο Αντόνιο Ταγιάνι της Forza Italia (ταυτόχρονα και υπουργός Εξωτερικών). Στο τελικό σχήμα τα «Αδέλφια της Ιταλίας» (Fdi), το κόμμα της Μελόνι που πρώτευσε στις εκλογές, εκπροσωπείται με εννέα υπουργούς, άλλοι πέντε προέρχονται από τη Λέγκα και τη Forza Italia ενώ οι υπόλοιποι πέντε είναι τεχνοκράτες. Η πλειοψηφία των υπουργών (15) προέρχονται από τη Βόρεια Ιταλία, ειδικά από τη Λομβαρδία (5), ενώ πέντε μέλη της εκτελεστικής εξουσίας, συμπεριλαμβανομένου της πρωθυπουργού, προέρχονται από το Λάτιο, δύο από την Καμπανία, δύο από την Απουλία και από ένα από τη Σικελία και τη Σαρδηνία. Δεν υπάρχουν υπουργοί από την Τοσκάνη, αλλά ούτε και πολλοί νέοι: οι 60χρονοι (12 τον αριθμό) υπερισχύουν, έστω και για λίγο, έναντι των 50άρηδων (10). Οι 40ρηδες είναι μόνον τρεις: Μελόνι (45), Ματέο Σαλβίνι (49) και Αλεσάντρα Λοκατέλι (46).

Βέβαια και ο πυρήνας καθαυτός των αποφάσεων που η νέα κυβέρνηση θα κληθεί να εφαρμόσει ήταν ήδη προκαθορισμένος από την απερχόμενη κυβέρνηση του δοτού πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι, σε πλήρη συμφωνία με τις Βρυξέλλες και το ΝΑΤΟ. Και αφ’ ης στιγμής η ίδια η Μελόνι έχει διαβεβαιώσει (και με αφορμή τις πρόσφατες παρασπονδίες του Μπερλουσκόνι, η ίδια το βροντοφώναξε) πως αποδέχεται ως έχουν τις προγραμματικές αρχές του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης (Pnrr) και την εξοπλιστική βοήθεια στην Ουκρανία, η «μισή» κυβερνητική δουλειά είναι η διαχείριση των ευρωατλαντικών σχεδίων. Ακόμη και το όνομα του προγράμματος της νέας κυβέρνησης «Ιταλία Αύριο» (Italia Domani) είναι ακριβώς ο τίτλος του σχεδίου που ο Ντράγκι αφήνει παρακαταθήκη. Όπως άλλωστε είχε υπαινιχθεί στο παρελθόν και η εφημερίδα Repubblica (χωρίς να έχει διαψευσθεί), ο Ντράγκι και η Μελόνι είχαν έλθει σε συμφωνία, με τον πρώην τραπεζίτη να της έχει υπαγορεύσει και τα ονόματα κάποιων υπουργών (Πανέτα, Τσινγκολάνι). Έτσι, η Μελόνι, που έχει φροντίσει με το μείγμα της κυβέρνησής της από τεχνοκράτες συν μετριοπαθή στελέχη από τις τρεις συνθέτουσες παρατάξεις (ο Ταγιάνι έχει διατελέσει πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου και ο Τζανκάρλο Τζορτζέτι στο Οικονομίας, ήταν ο πλήρως «Ντραγκικός» της Λέγκας) να δείξει κατευναστική εικόνα προς την Ε.Ε., θα επιχειρήσει να διαφοροποιηθεί με μερικές πινελιές, που δεν θα προδίδουν ή προκαλούν, ούτε το δικό της πρόγραμμα, ούτε και τις αποβλέψεις της Ευρώπης. 

Και τούτο γιατί ορισμένα από τα προγραμματικά σχέδια της υπό νεοφασίστα πρωθυπουργό κυβέρνησης, όπως η κατασκευή της φαραωνικής γέφυρας του Στενού της Μεσσήνης, που ανακοινώνει ο Σαλβίνι, είτε η επιτάχυνση του έργου συρμών μεγάλης ταχύτητας, που επανέρχονται για να αντικρούσουν την οικολογική «φιλοσοφία του όχι», ή η κατάργηση του κοινωνικού επιδόματος Reddito di Cittadinanza και οι φορολογικές ελαφρύνσεις στα μεγάλα εισοδήματα μέσω του ενιαίου φορολογικού συντελεστή είναι μέτρα που η Ευρώπη θα ευλογήσει ασμένως. Το ίδιο και η προτεραιοποίηση της παραγωγής σταθμών ενέργειας τελευταίας γενιάς, συμπεριλαμβανομένης της καθαρής και ασφαλούς πυρηνικής ενέργειας, «χωρίς προκατασκευασμένα βέτο», αλλά και η «επανενεργοποίηση και νέα κατασκευή γεωτρήσεων φυσικού αερίου, με στόχο τη βιώσιμη χρήση των πηγών ενέργειας», είναι μέτρα που ταυτίζονται με τους σχεδιασμούς του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και των θεσμικών του εκπροσώπων. Ίσως, όσον αφορά την αγροτική παραγωγή και βιομηχανία, όπου προΐσταται ο δορυφόρος της, Φραντσέσκο Λολομπρίτζιντα και την προάσπιση του Made in Italy σε ορισμένα προϊόντα και ως προς το ποσοστό συμμετοχής ιταλικών επιχειρήσεων σε μακρόπνοα, ενδέχεται να υπάρξουν ορισμένα εκατέρωθεν παράπονα και μπορεί να πιέσει κάπως η Μελόνι για μία αναπροσαρμογή του σχεδιασμού του Pnrr. Αλλά και αυτό μέσα στο πλαίσιο που και η Ε.Ε. αποζητεί και μπορεί να υποχωρήσει. Άλλωστε το βαρύγδουπο «να τελειώνουμε με την φιλοσοφία του όχι» στα μεγάλα έργα, ένας αντίλαλος από την απαρχή της σταδιοδρομίας του Ντούτσε απέναντι στις εργατικες διεκδικήσεις του 1920-21, δεν ηχεί παράταιρο για την Ευρώπη. 

Αλλά και το οικονομικό πρόγραμμα της Μελόνι δεν γεννά ανησυχίες στην Ε.Ε.: το «όχι» στον φόρο κληρονομιάς, η δημοσιονομική «ειρήνη», η τήρηση της αρχής «όποιος προσλαμβάνει πληρώνει λιγότερους φόρους», η επέκταση του ενιαίου φόρου στον ΦΠΑ και για τιμολογήσεις έως 100.000 ευρώ, είναι ευάρεστα μέτρα για τα επιτελεία των Βρυξελλών. Το ίδιο και η κατάργηση του κοινωνικού επιδόματος και η αντικατάστασή του με την πάγια αντεργατική (και επιδοτούμενη για τους ιδιώτες) «κατάρτιση και ένταξη μέσω προγραμμάτων στον κόσμο της εργασίας» και η επέκταση των φοροαπαλλαγών των επιχειρήσεων και η μείωση των επιδομάτων παραγωγής και των ενεργειακών κουπονιών. Και όσον αφορά το συνταξιοδοτικό και το ασφαλιστικό, η νέα κυβέρνηση φέρεται να δεσμεύεται να τηρήσει τον Νόμο Φορνέρο, που επιτείνει τις εργασιακές, ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές ανισότητες. Επίσης η εξαφάνιση του όποιου (ενοχλητικού για τις επενδύσεις) υπουργείου Οικολογίας και η αναπροσαρμογή του στο πιο γενικόλογο «Περιβάλλοντος», από τον κατάλογο των υπουργείων προοικονομεί μία «επιτάχυνση» χωρίς οπισθοχωρήσεις των μεγάλων έργων.

Οι συμφωνίες του Italia Domani της νεοφασίζουσας κυβέρνησης με τις ευρωατλαντικές επιταγές είναι τόσες που δεν αναμένονται μεγάλες τριβές όσον αφορά τις ζοφερές προβλέψεις για τις επιδόσεις της στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και των δικαιωμάτων. Οι επιλογές για τα υπουργεία Οικογένειας, Γεννήσεων και Ίσων Ευκαιριών και Παιδείας (με την Εουτζένια Ροσέλα, για την οποία «η άμβλωση δεν είναι δικαίωμα» και τον διαπρύσιο υποστηρικτή της «αξιοκρατίας» Τζουζέπε Βαλντιτάρα, αντίστοιχα) απηχούν τις πάγιες συνθηματολογίες των ακροδεξιών κομμάτων, που ως ένα βαθμό δεν ενοχλούν ιδιαίτερα (βλέπε Πολωνία, Ουγγαρία κλπ.) τους άλλους σχεδιασμούς των Βρυξελλών. 

Τα δε «νέα διατάγματα» για την ασφάλεια και τα «hotspots για μετανάστες εκτός του εδάφους της Ιταλίας, υπό ευρωπαϊκή διαχείριση για την παροχή ασύλου», οι έλεγχοι στα σύνορα, η κράτηση αλλοδαπών παραβατών στις χώρες τους, όπως έχει αποδείξει και το παράδειγμα της Ελλάδας, δεν φαίνεται πως θα ενοχλήσουν σε μεγάλο βαθμό τις Βρυξέλλες. Οι οποίες άλλωστε έχουν αποδείξει την «ευαισθησία» τους στις «επαναπροωθήσεις», την ανοχή τους στα κλειστά σύνορα και τις κλειστές δομές. Εξάλλου, τα όποια μέτρα για την καταπολέμηση της παραβατικότητας και της μικροεγκληματικότητας και την καταστολή που εφαρμόζει κάθε ευρωπαϊκό κράτος στο εσωτερικό του, είναι πάντα για την Ε.Ε. εσωτερική του υπόθεση και εάν όπως η Μελόνι θέλει να καταργήσει το εμπόδιο της ποινικοποίησης των βασανισμών, μία ρηματική ή τυπική καταδίκη θά έχει αποκαταστήσει την ηθική υποχρέωση των Βρυξελλών απέναντι στις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών. 

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί και το απόσπασμα που αφορά την αντιμετώπιση της πανδημίας: το προσχέδιο που θέλει να προωθήσει η Μελόνι κάνει λόγο για «ενθάρρυνση της ενάρετης συμπεριφοράς και των δομικών προσαρμογών, όπως ο ελεγχόμενος μηχανικός αερισμός και η ενίσχυση των δημόσιων μεταφορών, χωρίς να συμπιέζονται οι ατομικές ελευθερίες με βάση την αρχή «πείθειν δια του εξαναγκασμού». Ουσιαστικά πρόκειται για μία τελειωτική κατάργηση του lockdown, που βεβαίως στην παρούσα συγκυρία συμφωνεί με το πνεύμα των Βρυξελλών, που δεν θέλουν να σταματήσει ξανά η αλυσίδα παραγωγής. Βέβαια και η Μελόνι, που κόπτεται για τις «ατομικές ελευθερίες», στο πρόγραμμα λησμονεί να κάνει αναφορά στην ενίσχυση του παραπαίοντος δημόσιου συστήματος υγείας (τα δίκτυα μεταφορών άλλωστε ανήκουν στις επιθυμητές επενδύσεις, όπως και οι φοροελαφρύνσεις ευνοούν την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα στην υγεία).

Η πρώτη νεοφασιστικής εμπνεύσεως κυβέρνηση στην Ιταλία πήρε σάρκα και οστά. Απέναντι σε μία αντιπολίτευση διαιρεμένη, αλλά και, όπως έχουν δηλώσει οι κεντρώοι Ρέντσι και Καλέντα, ακόμη και υποστηρικτική στα «θετικά της», που δεν μπορεί να ορθώσει πειστικά ανάστημα. Άλλωστε για πολύ καιρό η ίδια τούτη αντιπολίτευση, όσο βρισκόταν στην κυβέρνηση ψήφιζε και στήριζε την πολιτική του Ντράγκι, που σε μέγα μέρος της θα συνεχίσει η Μελόνι. Συνεπώς στέκει ανίκανη να πείσει ότι αυτή θα αποτελέσει την εναλλακτική στα μέτρα που θα εφαρμοσθούν, μιας και τούτα αποτελούσαν (τη εξαιρέσει του Κινήματος Πέντε Αστέρων, που εναντιώθηκε στην κατάργηση του κοινωνικού επιδόματος και την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών) μέρος του δικού τους προεκλογικού προγράμματος. Άλλωστε τούτο αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις, που δείχνουν σαφή άνοδο του Κινήματος και των Αδελφιών της Μελόνι και μεγάλη πτώση των υπολοίπων. Η περίπτωση της Ιταλίας αποδεικνύει περίτρανα την κρίση του κοινοβουλευτισμού και των κομμάτων ως εκφραστών των κοινωνικών τάξεων και των συμφερόντων τους. Η αποτυχία τους και η ταύτισή τους με την εξωθεσμική εξουσία (Ε.Ε., ΝΑΤΟ, βιομήχανοι κλπ.), βρίσκει μόνο αντίβαρο είτε στην εθνικιστική ρητορεία και την επίκληση του «Ηθικού Κράτους», όπως το συνέταξαν οι Κρότσε, Τζεντίλε, και την «αξιοκρατία» των Μόσκα και Παρέτο, αξίες που επικαλέσθηκε ο Μουσολίνι για την κοινωνική του πολιτική, είτε στον αφηρημένο «αντισυστημισμό» του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, που όμως δεν στέκει ικανός να προσδώσει μία ταυτότητα, οργάνωση και να εμπνεύσει μία ενδοταξική αλληλεγγύη στο θρυμματισμένο πολιτικό υποκείμενο της Ιταλίας.

banner-article

Ροη ειδήσεων