Λογοτεχνία Πολιτισμός

Ελισάβετ Τάρη “Θα με ξεχνάς και θα σε θυμάμαι κάθε μέρα”

 

Καθόταν ήσυχος στην άκρη του κρεβατιού, εκεί στο δωμάτιο του γηροκομείου.  Κοιτούσε έξω από το παράθυρο με μια έντονη θλίψη ζωγραφισμένη στα μάτια του. Κάποιον περίμενε, αλλά όσο κι αν προσπαθούσε, δεν θυμόταν ποιον ακριβώς.

Σε λίγο μπήκε στο δωμάτιο ο γιος του.

Μόλις τον αντιλήφθηκε, γύρισε το βλέμμα και τον ρώτησε με αγωνία. «Τι κάνετε; Σας περίμενα από το πρωί!».

«Πατέρα, εγώ είμαι, ο Γιάννης», του είπε ο γιος, θέλοντας να τον βοηθήσει αφού ήταν φανερό πως δεν τον αναγνώρισε. Κάθισε δίπλα του στο κρεβάτι, του έπιασε το χέρι τρυφερά και τον κοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα του όμως ήταν θολό, λες και κάτι είχε σβήσει από τα μάτια του εκείνο το μελί χρώμα που, άλλοτε, στο φως του ήλιου γινόταν ακόμα πιο λαμπερό. Τώρα η ματιά του πατέρα του φαινόταν χαμένη και αδιάφορη. Ήταν σαν να κοιτούσε κάποιον  άγνωστο ή να περιπλανιόταν σε δικές του, άγνωστες, σκέψεις.  Ακόμα και το χαμόγελό του είχε χάσει εκείνη την παλιά του γλυκύτητα. Είχε κρατήσει μια ευγένεια, όμως στα χείλη του ήταν έκδηλη μια αμηχανία.

Η στιγμή που φοβόταν τόσον καιρό είχε έρθει. Ο πατέρας δε τον θυμάται πια. Η γιατρός που τον παρακολουθούσε τον είχε προειδοποιήσει καιρό πριν πως αυτό θα γινόταν κάποια στιγμή και μάλιστα σύντομα. “Η νόσος Alzheimer είναι μια νευροεκφυλιστική ασθένεια που  προχωρά γρήγορα και σκοτώνει τα εγκεφαλικά κύτταρα. Και δυστυχώς δεν υπάρχει κάποια θεραπεία γι’ αυτό”, του είχε πει χωρίς περιστροφές και με κάθε ειλικρίνεια, ώστε να είναι προετοιμασμένος για αυτά που θα αντιμετώπιζε ο πατέρας του.

Μα, να μην υπάρχει κάποια θεραπεία! Μια επέμβαση! Ένα φάρμακο! Κάτι τέλος πάντων! Τόσα άλματα έκανε η Επιστήμη. Είναι τραγικό να μην θυμάται ο γονιός το παιδί του, αναρωτιόταν ο Γιάννης με πίκρα, τη μέρα που έβγαινε από το γραφείο της γιατρού.

Και έγινε όπως τα είπε η γιατρός. Η μνήμη του πατέρα του θα έσβηνε μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο, σαν τη φλόγα που λιγοστεύει και τρεμοσβήνει καθώς το κερί φτάνει στο τελείωμά του.

Αποφάσισε να τον επισκέπτεται πιο συχνά στο γηροκομείο. Ήθελε να κερδίσει λίγες ακόμα στιγμές μαζί του πριν πέσει εντελώς η αυλαία των αναμνήσεων. Είχε πάντα στην τσέπη του  φωτογραφίες. Πολλές φωτογραφίες. Άλλες παλιές, ασπρόμαυρες και άλλες νεότερες. Τις άπλωνε πάνω στο κρεβάτι για να τις βλέπουν μαζί και προσπαθούσε να του θυμίσει στιγμές από το παρελθόν.  “Να, εδώ μπαμπά, εσύ μαζί με τη μαμά, σε μια εκδρομή σας στην Έδεσσα. Θυμάσαι;”. Έπιανε τη φωτογραφία στα χέρια του, την κοιτούσε με ένα βλέμμα ψυχρό και ρωτούσε.

“Αυτή εδώ η γυναίκα ποια είναι;”.

“Η γυναίκα σου είναι μπαμπά, η Ελένη”.

“Η Ελένη; και πού είναι τώρα;”.

“Η μητέρα δεν ζει πια μπαμπά. Πάνε δυο χρόνια τώρα”.

Εκείνος κουνούσε αργά πάνω κάτω το κεφάλι του, χωρίς να βγάζει μιλιά. Ποιος ξέρει τι να σκεφτόταν; Να θυμήθηκε άραγε τη γυναίκα του και να είχε στεναχωρηθεί που είχε πεθάνει; Ή μήπως η πηχτή ομίχλη που είχε σκεπάσει το μυαλό του δεν τον άφηνε να αναγνωρίσει τον άνθρωπο με τον οποίο έζησε μαζί πάνω από μισό αιώνα;

Υπήρχαν όμως και κάποιες στιγμές που η μνήμη του, σαν αστραπή, φώτιζε για μερικά δευτερόλεπτα παλιές σκηνές της ζωής του. Σε μια σχολική φωτογραφία θυμήθηκε πως ήταν φιλόλογος. Μα όταν του ζήτησε ο Γιάννης να θυμηθεί σε ποιο Γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης δίδασκε, έμεινε να τον κοιτάζει στα μάτια σαν να περίμενε από αυτόν την απάντηση.

Το ίδιο και με μια φωτογραφία από τον στρατό. Έδειξε για λίγο να θυμάται πως είχε υπηρετήσει στρατιώτης και χαμογέλασε, αλλά όταν ο Γιάννης τον ρώτησε πού ακριβώς υπηρέτησε, τον κοίταξε και πάλι στα μάτια μένοντας σιωπηλός. “Στην Ορεστιάδα ήσουν πατέρα. Στον Έβρο. Θυμάσαι;”.

Άλλες φορές ο Γιάννης προσπαθούσε να του θυμίσει μερικούς στίχους από γνωστά ποιήματα, αλλά μάταια. Αν και λάτρευε την ποίηση και τη δίδασκε με πάθος, απαγγέλλοντας απ’ έξω στροφές ολόκληρες, τώρα πια ήταν αδύνατον να θυμηθεί έστω και μια σειρά. Πού χάθηκαν όλες αυτές οι γνώσεις; Ποιο σκοτάδι καταπίνει τις πιο ωραίες αναμνήσεις και τις πιο δυνατές συγκινήσεις του ανθρώπου; αναρωτιόταν πικραμένος ο Γιάννης που τον κοιτούσε με λύπη.

“Θέλω να πάω στο σπίτι μου!” είπε στον Γιάννη σε μια από τις επισκέψεις του.

“Σε ποιο σπίτι πατέρα;».

“Στο σπίτι μας στο χωριό με τις μηλιές στην αυλή. Εκεί που είναι η μάνα μου”.

 

Και ο Γιάννης, αντί για απάντηση, τον έπαιρνε από το χέρι και τον έβγαζε στην αυλή του γηροκομείου. Έκαναν μαζί μια μεγάλη βόλτα στους κήπους για βλέπει τα δέντρα, τα λουλούδια, τη φύση, μήπως και η θολωμένη μνήμη του τον ταξίδευε έστω για λίγο στον τόπο όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.

Μα αυτό που σόκαρε περισσότερο τον Γιάννη ήταν όταν τον είδε μια μέρα να στέκεται ακίνητος μπροστά στον καθρέφτη του δωματίου κοιτάζοντας το είδωλό του. “Ποιος είναι αυτός ο κύριος που βρίσκεται κάθε μέρα στο δωμάτιό μου;”, είπε σμίγοντας τα φρύδια του από θυμό. Ο Γιάννης δεν απάντησε. Τι να απαντήσει κανείς σε έναν άνθρωπο που πλέον είχε χάσει, όχι μόνο τα γεγονότα της ζωής του, αλλά και την ίδια του την ταυτότητα; Απλά, τον έπιασε από τον ώμο και τον οδήγησε στο κρεβάτι του για να μη βλέπει τον εαυτό του και οργίζεται.

Ο πατέρας του βάδιζε προς το τέλος της ζωής του όπως βαδίζει ένας άνθρωπος πηγαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο σβήνοντας πίσω του τα φώτα. Έσβηναν από το μυαλό του μία-μία όλες οι ευχάριστες στιγμές. Τα γέλια, τα αστεία, τα πειράγματα με τους φίλους, τα τραγούδια με τις παρέες.  Και φρόντιζε πάντα να κρατάει μέσα στο φωτογραφικό φιλμ τις πιο ευχάριστες στιγμές με τα παιδιά του. Τα παιχνίδια στη θάλασσα, τις εκδρομές στο βουνό, τις βόλτες με τα ποδήλατα.  “Θέλω να φτιάξουμε μαζί ωραίες αναμνήσεις για να με θυμάστε όταν θα φύγω από τη ζωή”, συνήθιζε να τους λέει γελώντας.

Πόσο δίκιο είχε μέσα από το μακάβριο χιούμορ του; Ο πατέρας του μπορεί τώρα να καθόταν ακίνητος και ανέκφραστος απέναντί του, μπορεί από το μυαλό του να είχαν σβηστεί όλα, αλλά μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό βλέμμα ο Γιάννης έβλεπε να περνούν μπροστά του όλα τα παιδικά του χρόνια. Τα παραμύθια που τους διάβαζε και μιμούνταν σαν ηθοποιός τις φωνές των ζώων. Τους μανδύες και τα καπέλα που φορούσε. Τις κατσαρόλες που τις μετέτρεπε σε τύμπανα δίνοντας ρυθμό στα τραγούδια που έλεγαν. Στα καρναβάλια που ντυνόταν δράκος ή γορίλας και γινόταν κι αυτός παιδί.  Τότε, την Πρωτοχρονιά, που ντυνόταν κρυφά άι Βασίλης φορτωμένος με δώρα, νομίζοντας πως τους ξεγελούσε, αλλά αυτοί τον καταλάβαιναν από το ρολόι που φορούσε στο χέρι του. Πού πήγε αυτός ο πατέρας;  Χάθηκε σε ένα παραμύθι που είχε άσχημο τέλος.

Και καθώς εκεί στο δωμάτιο του γηροκομείου άκουγε ο Γιάννης τη σβησμένη από τα φάρμακα φωνή του πατέρα του, ερχόταν στο μυαλό του τα τραγούδια που τους μάθαινε με τόση λαχτάρα παίζοντας την αγαπημένη του κιθάρα. Τραγουδούσε με βροντερή φωνή για να τους παρασύρει όλους στο τραγούδι του.

“Ήταν ένα μικρό καράβι, ήταν ένα μικρό καράβι,

που ήταν α, α, αταξίδευτο,

που ήταν α, α ,αταξίδευτο.

Οέ, οέ, οέ,οέ!”

Τώρα,  για ποιο ταξίδι έφυγε ο μπαμπάς χωρίς προορισμό και χωρίς επιστροφή;

Ένα περίπου χρόνο πριν, όταν είχαν επισκεφτεί με τον πατέρα του τη νευροψυχολόγο,  εκείνη του έκανε πολλές ερωτήσεις για να διαπιστώσει την κατάστασή του. Τον ρωτούσε για την ημερομηνία της γέννησής του,  για ποια χρονιά διανύουμε, ποια εποχή είναι τώρα,  πόσα παιδιά έχει και πότε γεννήθηκαν. Άλλα τα θυμόταν, άλλα τα μπέρδευε και ο πανικός ζωγραφιζόταν έντονα στα μάτια του.

Τον ρωτούσε αν έχει παρέες, αν διαβάζει,  αν κάνει κάποιες δραστηριότητες, γιατί, όπως είπε η γιατρός, αυτά βοηθούν τον άνθρωπο να έχει καλή ψυχολογία και να μην πέσει στην κατάθλιψη. Ο πατέρας απαντούσε σε όλα αρνητικά, λέγοντας πως από τη στιγμή που είχε χάσει τη γυναίκα του, δεν έβρισκε κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή.  Δεν είχε κάποιο σκοπό και ένιωθε απέραντη μοναξιά. Πίστευε πως δεν ήταν χρήσιμος πλέον σε κανέναν. Μάταια η γιατρός προσπαθούσε να τον εμψυχώσει αναφέροντας παραδείγματα ανθρώπων που πέρασαν δύσκολες στιγμές και βίωσαν μεγάλες απώλειες, αλλά βρήκαν έναν σκοπό στη ζωή τους και προχώρησαν.

Κάποια στιγμή, αφού τέλειωσε η εξέταση,  και αφού από τις ερωτήσεις που του έκανε είχε υποψιαστεί για το είδος της ασθένειας που του είχε χτυπήσει την πόρτα, γύρισε και της είπε. “Γιατρέ γίνεται να μην ξεχάσω τα παιδιά μου; Μόνο αυτό με νοιάζει”. Η γιατρός τον κοίταξε κατάματα και με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο του είπε. “Κάντε ό,τι σας λέω και όλα θα πάνε καλά”.

Είναι φορές που ο Γιάννης θέλει να αγκαλιάσει σφιχτά τον πατέρα του και να του δείξει την αγάπη του. Θα ήθελε, αν μπορούσε,  να τον τραβήξει πίσω από το άγνωστο μονοπάτι που πήρε.  Να μπορούσε να τον βγάλει από αυτήν την ομίχλη  που είχε τυλίξει το  μυαλό του. Να του πει  ότι δεν θα τον ξεχάσει ποτέ και ότι η αγάπη που του έδωσε είναι εκεί ριζωμένη βαθιά στην καρδιά του.  Να του πει για τις  αναμνήσεις που του χάρισε και  υπάρχουν ζωντανές στη μνήμη και θα τις κουβαλάει πάντα.  Να του πει πως τα τραγούδια και τα παραμύθια  που του διηγιόταν  θα τα μεταδώσει κι αυτός  κάποτε στα δικά του παιδιά. Ήθελε να του πει πως θα τον  θυμάται κάθε μέρα της ζωής του κι ας τον ξεχνάει αυτός όλο και περισσότερο κάθε μέρα που περνάει.

Την τελευταία φορά που τον επισκέφτηκε ο Γιάννης ήταν πριν λίγες μέρες.  Πριν φύγει από το δωμάτιο, του χάιδεψε το χέρι και το βλέμμα του έπεσε στο  ρολόι που φορούσε πάντα ο πατέρας του, δώρο της μαμάς του πριν από πολλά χρόνια. Οι δείκτες του ήταν σταματημένοι. Ο χρόνος δεν είχε πια καμιά σημασία.

Ελισάβετ Τάρη

Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 2022

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας