“Μα, αλήθεια, το Ουκρανικό ευθύνεται για την αύξηση τιμών στο ψωμί;” / γράφει ο Γιώργης-Βύρων Δάβος
Στη συντεταγμένη προσπάθεια, ο πυρήνας της αφήγησης είναι ο ρωσικός αποκλεισμός στα λιμάνια και τις εξαγωγές, οι καταστροφές των σιταποθηκών, η ναρκοθέτηση των σιτοβολώνων στην Ουκρανία, η σκόπιμη καταστροφή της παραγωγής, που τεχνηέντως τονίζεται πως είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο και ό,τι μπορεί κάποιος να φαντασθεί ακόμη.
Ακόμα και εάν η παγκόσμια παραγωγή είναι περίπου 760 εκατομμύρια τόνοι και πριν μερικές εβδομάδες, ο FAO, οργανισμός του ΟΗΕ για τα τρόφιμα, είχε ανακοινώσει πως τα παγκόσμια αποθέματα σιτηρών είναι ουσιαστικά σταθερά. Και όταν η Παγκόσμια Τράπεζα προσθέτει ότι τα αποθέματα βρίσκονται σε επίπεδα ρεκόρ και ότι τα τρία τέταρτα των σοδειών της Ρωσίας και της Ουκρανίας (που μαζί κατέχουν το 30% της παγκόσμιας παραγωγής) έχουν ήδη παραδοθεί πριν από τον πόλεμο.
Κοντολογίς, το σιτάρι χρησιμοποιείται ως οικονομικό όπλο για να αποκομίσουν κάποιοι περαιτέρω κέρδη, να δημιουργηθούν και διασπαρούν φόβοι για το μέλλον και να διοχετευθεί η κοινή γνώμη σε μία συγκεκριμένη πεποίθηση για τη σύγκρουση. Η Ρωσία σήμερα παρουσιάζεται ως η όγδοη πληγή του Φαραώ επί της Γης και εξ αυτής εκπορεύονται όλα τα δεινά της ανθρωπότητας. Όπως προηγουμένως ήταν η Αλ Κάιντα, ο Σαντάμ Χουσεΐν, ο Μπασάρ αλ Άσαντ, οι Βιετκόνγκ ή η Κίνα με τον κορονοϊό της.
Μόνο που η αφήγηση αυτή, όπως κι όλες όσες επιδιώκουν να προσάψουν όλα τα δεινά σε μια Πανδώρα, αφήνει στο σκοτάδι πολλά στοιχεία, που εντούτοις είναι δημοσιευμένα. Απλώς η επικοινωνιακή χειραγώγηση και εργαλειοποίησή τους εκμεταλλεύεται τον αυτοματισμό στην ανθρώπινη σκέψη, που απομακρύνει το υποκείμενο από την κρίση με βάση την ορθολογικότητα και τις κανονιστικές αρχές της. Δηλ. το ψεύδος συνταιριάζεται προσεκτικά με την τάση των ανθρώπων, από νοητική νωθρότητα και υπερβολική εμπιστοσύνη στο προφανές και τη συναισθηματική/διαθετική (affective) τους ροπή, να τρέπονται προς την μεροληψία (bias).
Και στην αιτίαση πως η Ουκρανία αποτελεί τον παγκόσμιο σιτοβολώνα και πως η Ρωσία προκαλεί την επερχόμενη πείνα στον κόσμο, υποκρύπτεται η λεπτοδουλεμένη τούτη στρατηγική χειραγώγησης της κοινής γνώμης, της ιδεολογικοποίησης μίας επίπλαστης κρίσης και της δαιμονοποίησης του αντιπάλου. Επιπλέον, η αποσταθεροποίηση και η τμηματική αποδυνάμωση μέσω μίας συντονισμένης επικοινωνιακής, στρατιωτικής και οικονομικής στρατηγικής της Ρωσίας κι η εγκαθίδρυση ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, προετοιμαζόταν από καιρό, όπως αποδεικνύεται από την έκθεση της ΜΚΟ (που όμως χρηματοδοτείται από όλες της υπηρεσίες των ΗΠΑ και τη CIA ) Rand Corporation, που έχει έναν στρατό από 1.800 ειδικούς, στρατολογημένους από 50 χώρες και έχει τον ενδεικτικότατο τίτλο «Υπερ-έκταση και Απο-σταθεροποίηση της Ρωσίας» (Over-extending and Un-balancing Russia).
Μόνο που η Ουκρανία πόρρω απέχει από το να αποτελεί τον «σιτοβολώνα του κόσμου». Και αυτό, γιατί όπως προκύπτει βάσει των πιο πρόσφατων στοιχείων του FAO για το 2020 , καθώς επίσης και για το 2021 στην πρώτη θέση στην παραγωγή βρίσκεται η Κίνα, με 134 εκατομμύρια τόνους. Μήπως όμως, ακόμη και εάν τα επίσημα στοιχεία την υποβιβάζουν, η Ουκρανία ακολουθεί την Κίνα στην παραγωγή; Ούτε καν, γιατί μετά έπεται η Ινδία με πάνω από 107 εκατομμύρια τόνους.
Θα πει κάποιος πως, εντάξει, είναι μακρινές χώρες κι η όντως μεγάλη παραγωγή τους δεν φθάνει να ταΐσει ούτε καν τον άνω του ενός δισεκ. πληθυσμού εκάστης. Μόνο που η Κίνα εξακολουθεί να εξάγει σιτηρά και παράγωγά τους (πχ οι κατεψυγμένες ζύμες που έρχονται και στα δικά μας αρτοποιεία και ράφια). Το ίδιο έκανε έως πρόσφατα και η Ινδία, που αναγκάσθηκε να σταματήσει τις εξαγωγές αμέσως μετά τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας -με την οποία κατηγορείται ότι διατηρεί σχέσεις.
Αλλά και πάλι η Ουκρανία δεν φθάνει στην τρίτη θέση. Γιατί αυτήν κατέχει το θύμα των κυρώσεων, η Ρωσία, που βρίσκεται στην τρίτη θέση με 86 εκατομμύρια τόνους, 36 εκατομμύρια περισσότερους από τις επόμενες Ηνωμένες Πολιτείες. Και μετά ακολουθεί ο Καναδάς, με 35 εκατομμύρια τόνους. Εν ολίγοις, εάν κάποιος το καλοσκεφθεί οι δύο χώρες αυτές, που επαίρονται πως κρατούν τη δάδα της δημοκρατίας και των ελευθεριών ψηλά για ολόκληρο τον κόσμο, θα μπορούσαν να αναλάβουν να πουλήσουν το σιτάρι τους σε μειωμένες τιμές σε φτωχές χώρες, όπως σπεύδουν να κάνουν οι ΗΠΑ με το (ακριβό) πετρέλαιο και φυσικό τους αέριο. Βεβαίως όμως οι δύο πέραν του Ατλαντικού χώρες έχουν κάθε λόγο να μην το κάνουν κι όπως γράφαμε σε παλαιότερο σημείωμά μας για την Αφρική και τις συνέπειες του Ουκρανικού, πραγματικά δεν το κάνουν.
Αλλά και στην ίδια την Ευρώπη η Ουκρανία ούτε καν είναι ο σιτοβολώνας της, γιατί την προσπερνά στην παραγωγή η Γαλλία με 30 εκατομμύρια τόνους ενώ το Κίεβο παράγει μόνον 25 εκατ.. Με τη Γερμανία με πάνω από 22 εκατομμύρια τόνους, την Τουρκία στους 20 και την Αργεντινή λίγο κάτω από τα 19 εκατ. τόνους ή την Ιταλία ακόμη ακόμη, που με την πενιχρή παραγωγή των 7 εκατ. τόνων, τα παγκόσμια αποθέματα δεν συνηγορούν ότι μπορεί να υπάρξει μία σιτοδεία και ότι ο κόσμος θα πεινάσει λόγω της παύσης εξαγωγών από την Ουκρανία. Είναι ακόμη πιο δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η απότομη άνοδος των τιμών είναι συνέπεια του αποκλεισμού του λιμανιού της Οδησσού.
Ιδιαίτερα σκεπτικιστής θα ήταν όποιος έχει υπ’ όψη του το κατατοπιστικότατο βιβλίο του Φάμπιο Τσικόντε «Ποιος κατέχει τους καρπούς της Γης» (Chi possiede i frutti della Terra, ed. Laterza, 2022). Εκεί κάποιος ανακαλύπτει πως για παράδειγμα, ότι τα δύο τρίτα όλων των εμπορικών σπόρων στον κόσμο ανήκουν σε μόνο τέσσερις ομίλους. Και κανείς από αυτούς δεν ελέγχεται από τους Ρώσους. Αυτοί οι όμιλοι ελέγχουν όλους τους μηχανισμούς, από την παραγωγή, την επιλογή των προϊόντων, τη διάθεση και την εκστρατεία για την προώθηση της κατανάλωσής τους.
Αυτή η «κλειστή Λέσχη» επιλέγει τους αγρότες που μπορούν να καλλιεργήσουν τα αντίστοιχα προϊόντα τους, πώς, με ποια φυτοφάρμακα, με τι εξοπλισμό. Οι αγρότες μεταμορφώθηκαν σε εργάτες που πρέπει να πουλήσουν την παραγωγή τους στη Λέσχη σε συμφωνημένη τιμή. Και αυτός ο παγκόσμιος μηχανισμός, που διαθέτει έναν αρίφνητο στρατό από δικηγόρους έτοιμους να παρέμβουν σε κάθε μέρος του κόσμου ενάντια στον όποιο αγρότη ονειρεύεται ένα περιθώριο ελευθερίας ή εγκαλεί με εξουθενωτικές αγωγές οργανώσεις προστασίας δικαιωμάτων, του περιβάλλοντος κλπ, βλέπει στην αληθοφανή αφήγηση για τα προβλήματα από τον ρωσικό αποκλεισμό της Οδησσού τη χρυσή ευκαιρία για να προκληθεί ο πανικός που θα δικαιολογήσει την άνοδο στις τιμές.
Δυστυχώς από την ιδιωτικοποίηση όλων των πλουτοπαραγωγικών πηγών σε ολάκερο τον κόσμο δεν έχει γλιτώσει και ο τομέας των δημητριακών και οι μεγάλες εταιρείες κρατούν στα χέρια τους την τροφή των περισσότερων λαών. Η έλλειψη δημητριακών δεν αποτελεί την αιτία για την αύξηση των τιμών. Οι ανεξάρτητοι παρατηρητές λένε ξεκάθαρα ότι βρίσκονται σε εξέλιξη ισχυρές διαδικασίες και «πονταρίσματα»: οι αγορές μελλοντικής εκπλήρωσης (το στοίχημα στην τιμή σε καθορισμένη ημερομηνία) ποντάρουν στην αύξηση των πρώτων υλών και σε επικερδείς (για αυτούς) λιμούς. Οι πολυεθνικές έχουν σχεδόν ολόκληρη την ουκρανική παραγωγή στα χέρια τους και είναι σε θέση να ασκήσουν βαρύ εκβιασμό στους καταναλωτές και στην κυβέρνηση του Κιέβου, η οποία εξαρτάται οικονομικά από τις ρήτρες του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, που διακρατούν τα δάνειά της και ως αντάλλαγμα προωθούν την πώληση των γεωργικών εκτάσεων και τον έλεγχο της πρωτογενούς παραγωγής της Ουκρανίας σε ξένα μονοπώλια.
Ανάμεσα σε αυτές τις εταιρείες ξεχωρίζει ίσως ο πιο ισχυρός διαγουμιστής κρατικών πόρων στον κόσμο -γνωστός και από τη δράση του στο Ιράκ κλπ- είναι η Black Rock, ενώ άλλοι «καρχαρίες» (Monsanto, Archer Daniels Midland και Dupont) ελέγχουν την κτηνοτροφία, τις εγκαταστάσεις γεωργικών λιπασμάτων, τις εμπορικές υποδομές, τα σιλό σιτηρών – ξεκινώντας από το ουκρανικό σιλό στην Οδησσό – και την υλικοτεχνική υποστήριξη μεταφορών.
Ακόμη και τα τρόφιμα, επομένως, βρίσκονται στα χέρια μιας δράκας ιδιωτικών ομίλων, ικανών να οδηγήσουν σε λιμοκτονία ολάκερα τμήματα του κόσμου απλώς σταματώντας πλοία ή μπλοκάροντας σιλό. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, το εμπόριο δημητριακών βρισκόταν στα χέρια πέντε εταιρειών, που αποκαλούνταν οι «πέντε αδερφές», κατά το πρότυπο των επτά αδερφών του καρτέλ των υδρογονανθράκων. Για σύντομο διάστημα υπήρχε και ένας ιταλικός όμιλος εκτός του καρτέλ, ο Ferruzzi από τη Ραβέννα, του Ραούλ Γκαρντίνι, ο οποίος αυτοκτόνησε μυστηριωδώς κατά την περίοδο της επιχείρησης Καθαρά Χέρια κατά της διαφθοράς.
Από τους άλλους πέντε ο American Continental Grain, με επικεφαλής την εβραϊκή οικογένεια Φρίμπουργκ, συγχωνεύτηκε με τον κολοσσό Cargill. Πλέον οι τέσσερις αυτές εταιρείες -οι «τέσσερις αδελφές»-, οι Amber Daniels Midland (ΗΠΑ), Bunge (ΗΠΑ- Βερμούδες), Cargill (ΗΠΑ) και Louis Dreyfus Commodities (Ολλανδία) ελέγχουν το 90% στην αγορά δημητριακών. Επίσης ελέγχουν το 70% όλων των γεωργικών προϊόντων (ρύζι, φοινικέλαιο, ζάχαρη κ.λπ.). Συνεπώς είναι αυτές που αποφασίζουν εάν και κατά πόσο θα ανοίξουν ή θα κλείσουν οι κάνουλες τ του εμπορικού εφοδιασμού, ανεξαρτήτως της πολιτικής δύναμης των κυβερνήσεων και της ανάγκης των λαών. Ο ίδιος ο FAO διαμαρτύρεται ότι οι τέσσερις αδερφές ευθύνονται για μεγάλο μέρος της αποψίλωσης των δασών του πλανήτη και την κατάρρευση της βιοποικιλότητας (-75% μέσα σε μία δεκαετία). Οι τέσσερις αδερφές, μεταξύ Ιουνίου 2020 και 2021, ανακοίνωσαν έσοδα 350 δισεκ. δολαρίων. Βέβαια τα πραγματικά κέρδη τους είναι δύσκολο να υπολογιστούν, καθώς οι όμιλοι αυτοί είναι αδιαφανείς, μη εισηγμένες, οικογενειακές και ελεγχόμενες οντότητες.
Επίσης ανοδικά κινείται η ακμάζουσα αγορά σπόρων. Ένα απόρθητο ολιγοπώλιο με ετήσια έσοδα εκατοντάδες δισεκ. δολάρια, στην κορυφή της οποίας είναι η Chem China -που στην Ιταλία είναι ο κύριος μέτοχος στην Pirelli- η Bayer-Monsanto, η Corteva και η Lima Grain. Σε αυτές πρέπει να προστεθεί κι η Badai (φυτοφάρμακα). Στους μηχανισμούς ελέγχου των τροφίμων θα πρέπει να προσθέσουμε τους κολοσσούς διανομής, τη Walmart του Ουόρεν Μπάφετ, πλέον, του Ομίλου Schwartz, τη Carrefour, της Nestlé και σύντομα την Amazon.
Συνεπώς αντιλαμβανόμαστε πως η παγκόσμια τροφική αλυσίδα βρίσκεται συγκεντρωμένη στα χέρια όχι περισσότερων από δέκα γιγάντων της παγκόσμιας αγοράς. Και πάνω από αυτούς -που ασχολούνται με τον έλεγχο της υλικής παραγωγής πάντοτε βρίσκονται τα πιο ισχυρά επενδυτικά κεφάλαια στον κόσμο: ονόματα που, φευ, είναι γνωστά στο ευρύ κοινό από την ολέθρια δράση τους την εποχή της χρηματο-οικονομικής κρίσης, όπως οι Black Rock, Capital Group, Vanguard Group, Sun Life Financial, State Street. Τεράστιες, δε, εκτάσεις για γεωργική χρήση με την πάροδο του χρόνου και σε κάθε ήπειρο έχουν αποκτήσει και οι δισεκατομμυριούχοι κύριοι της τεχνολογίας των πληροφοριών, ξεκινώντας από τον Μπιλ Γκέιτς, τον Τζεφ Μπέζος, τον Τζορτζ Σόρος.
Το εύρος των δραστηριοτήτων όλων αυτών είναι τόσο τεράστιο που έχουν χρησιμοποιήσει δορυφορική τεχνολογία για δεκαετίες για να εκτιμούν την παγκόσμια προσφορά, ακόμη και όταν τα σιτηρά βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης στα χωράφια διαφόρων ηπείρων. Οι εταιρείες αυτές είχαν πάντα μια αυτόνομη εξωτερική πολιτική, ακόμη και μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο (οι αμφιλεγόμενες πωλήσεις σιταριού στη Σοβιετική Ένωση σε μια παραγωγική κρίση το 1972) και μόνο μετά την πρώτη μεγάλη ενεργειακή κρίση του ‘70, όταν η τιμή όλων των πρώτων υλών βρέθηκαν στα ύψη άρχισε να γίνεται γνωστός ο ρόλος τους στην κοινή γνώμη.
Ενώ διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο, οι αδερφές παραμένουν σχεδόν πάντα στη σκιά. Κάθε επιχείρηση περιβάλλεται από μια αύρα εμπιστευτικότητας που ωθείται μέχρι το σημείο της μυστικότητας, που ευνοείται από την οικογενειακή ιδιοκτησιακή δομή των εταιρειών. Ο έλεγχος της ροής των πληροφοριών και η εκτεταμένη οικονομική κερδοσκοπία, τους έχει δώσει σε συνδυασμό με την τεχνολογία της Big Pharma για τη γεωργία και τον ΠΟΥ τον βιοπολιτικό έλεγχο της ζωής μας.
Δεν ελέγχουν μόνον την υγεία μας, καθορίζουν τις διατροφικές συνήθειές μας, αλλά και ελέγχουν τι μπορούμε να γνωρίζουμε για τα τρόφιμα και την ποιότητά τους όταν έρχονται στο πιάτο μας. Η παραγωγική παγκοσμιοποίηση -τις βάσεις της οποίας έβαλε, όπως επεσήμαινε και ο Μαρξ, ο Ντέιβιντ Ρικάρντο- παρακάμπτει σταθερά κι υπερφαλαγγίζει τη βούληση και τα συμφέροντα κάθε κράτους, ή ακόμη και ολάκερων ηπείρων.
Άλλο ένα στοιχείο προβληματισμού για όλους μας…